Αυτό ήταν ξεσκιστήκαμε στο πήδημα. Γαμιόμαστε με κάθε ευκαιρία. Βλέπαμε τσόντες, κάναμε chat, είχαμε βοηθήματα, διαβάζαμε ιστορίες στο δίκτυο και είχαμε φαντασιώσεις πλούσιες και διάφορες. Στις φαντασιώσεις το τρίτο άτομο είχε κυρίαρχη θέση αλλά να κάνουμε πράξη τη φαντασίωση μας κολλάγαμε, μόνο με phone sex είχαμε καμιά δυο φορές επαφή με άλλο άτομο και βέβαια στα chat κυρίως όμως με το εξωτερικό. Η γυναίκα μου ήταν αυτή που κολλούσε πιο πολύ παρόλο που τρελαινότανε να την γαμάω ταυτόχρονα και από τις δύο τρυπούλες της. Φορούσα μια ειδική πλαστική πούτσα που είχα φέρει από το Ανόβερο, που άφηνε τη δικά μου να βγαίνει από πάνω και μπορούσα ανάλογα με την θέση να την γαμάω ταυτόχρονα και από το μουνί και από τον κώλο.
Τα παιχνίδια και τις εμπειρίες μας ίσως τις διηγηθώ άλλη φορά αυτό που θέλω να σας πω σήμερα είναι η αυτό που ούτε εγώ περίμενα να δω και να βιώσω.
Ήταν μέσα Φλεβάρη, πριν τέσσερα χρόνια, λίγο μετά το μεσημέρι που γύρισα σπίτι νωρίτερα από το συνηθισμένο. Γυρίζοντας είχα πάρει και ψώνια από την λαϊκή. Μόλις άνοιξα την πόρτα άκουσα θόρυβο και κοντοστάθηκα. Άκουσα καλύτερα και συνειδητοποίησα ότι ήταν αγκομαχητά. Κάποιοι γαμιότανε. Έκανα ένα βήμα ακόμη για να περάσω το διαχωριστικό και να 'χω θέα το σαλόνι. Αυτό που αντίκρισα με κέρωσε. Η γυναίκα μου στα γόνατα, ντυμένη αλλά με τα βυζιά έξω, ρουφούσε το καυλί ενός άντρα μαύρου σαν κατράμι. Μια μαύρη κολόνα, όχι ιδιαίτερα μυώδης με δυο ολόλευκες τρύπες για μάτια όσο ήταν ανοιχτά ή μισόκλειστα από την καύλα. Η Μελίνα ήταν μελαχρινή αλλά μπροστά του φαινότανε γαλακτερή.
Κόλλησα… δεν ήξερα τι να κάνω. Να βάλω τις φωνές, να τους πλακώσω, να τον διώξω και να πηδήξω το πουτανάκι, να μπω κι εγώ και μα την πάρουμε μαζί; Δεν έκανα τίποτα. Έμεινα να κοιτάω. Η Μελίνα ρουφούσε με μανία. Προσπαθούσε να χώσει το παπάρι βαθιά στο λαρύγγι της αλλά όσο κι αν προσπαθούσε ο μισός ήταν έξω. Τα σαγόνια της ήταν ορθάνοιχτα, έτοιμα να σπάσουν από το πάχος του. Μεγαλύτερο και χοντρότερο καυλί δεν έχω ξαναδεί ούτε σε ταινίες. Δεν με είχαν πάρει χαμπάρι.
Η ψωλή μου είχε γίνει στειλιάρι, την είχα πετάξει έξω και μαλακιζόμουνα. Και η γυναίκα μου μαλακιζότανε με το ένα χέρι της και με το άλλο κρατούσε το παπάρι που τσιμπούκωνε. Η ψωλή βγήκε απότομα από το στόμα της, σηκώθηκε ψηλά κι άρχισε να της γεμίζει το πρόσωπο με λευκή και πηχτή κρέμα. Έχυνε, έχυνε και τελειωμό δεν είχε.
Κατάλαβα ότι τώρα κάτι έπρεπε να κάνω. Γύρισα πίσω και βγήκα από την πόρτα. Ξαναγύρισα. Έκανα θόρυβο με το κλειδί. Μισάνοιξα την πόρτα και φώναξα.
- «Αγάπη μου, αφήνω λίγα ψώνια εδώ και πάω να φέρω κι άλλα».
Ήθελα να της δώσω την ευκαιρία να δρομολογήσει αυτή τα πράγματα.
Θα το κρατούσε μυστικό;
Θα το 'λεγε;
Θα τον κρατούσε και θα με περίμενε για να κάνουμε πράξη τις φαντασιώσεις μας;
Περίμενα στην είσοδο. Όσο δεν έβλεπα τον καβαλάρη να κατεβαίνει έκλεινα προς την τρίτη υπόθεση. Προετοιμάσθηκα για τρελά γαμήσια κι ανέβηκα πάνω. Καύλωνα. Μπήκα, η γυναίκα μου ήταν στην κουζίνα. Ο τύπος όμως δεν ήταν πουθενά. Πλησίασα την Μελίνα. Έδειχνε αμήχανη και ταραγμένη. Τα ρούχα της είχαν ταχτοποιηθεί απρόσεκτα και βιαστικά. Θύμωσα αλλά δεν το 'δειξα. Τη ρώτησα:
- «Τι έκανες;»
- «Τίποτα το ιδιαίτερο…» μου απάντησε. «Εσύ;» με ρώτησε μηχανικά.
Δεν ξέρω τι μ' έπιασε και της είπα ότι ξεκώλιασα μια συνάδελφο μου στη δουλειά που ήξερε ότι την γούσταρα και πολλές φορές μετείχε στις φαντασιώσεις μας.
Τσίμπησε.
- «Κι έμενα μ' άφησες μόνη;» είπε χαδιάρικα και ήρθε προς το μέρος μου.
Πλησίασε προκλητικά. Είδα σταγόνες από τα χύσια του προηγούμενου στην άκρη των χειλιών της και μου έγινε κάγκελο. Την πέταξα με βία πάνω στο τραπέζι. Δεν τη φίλησα. Της ξέσκισα το πουκάμισο και τα βυζάκια της πετάχτηκαν έξω. Υπήρχαν και εκεί σταγόνες. Της τράβηξα το στρινγκάκι, γονάτισα κι άρχισα να γλύφω το μουνάκι της με λύσσα. Δεν ήξερα αν τα χύσια που έγλυφα ήταν μόνο δικά της ή υπήρχε και σπέρμα από το γκόμενο που με κεράτωνε πριν λίγο.
Δεν μ' ένοιαζε. Βογκούσε και μου ζητούσε να της πω για το γαμήσι με την συνάδελφο μου. Μου ζητούσε να της τον βάλω. Ήθελε το καυλί μου μέσα της. Παρακαλούσε. Έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι μου το έβγαλε από τα σκέλια της για λίγο και το κράτησε με δυσκολία.
- «Πήδα με και θα σου πω κι εγώ κάτι…» είπε πάλι .
- «Τι;» ρώτησα.
- «Γάμα με και θα σου πω…» συνέχισε. «Βάλε τον πούτσο σου στο μουνάκι μου κι έλα να γλύψεις τα βυζιά μου».
Υπάκουσα, μπήκα με βία μέσα της. Ούρλιαξε με αγαλλίαση. Πήρε τα βυζάκια της και μου τα πρόσφερε.
- «Γλύψε τα!» είπε με ύφος προστακτικό.
Είδα τα χύσια τώρα καθαρά μα δε δείλιασα. Έγλυφα, έγλυφα τις ρώγες που είχαν γίνει σκληρές και κόκκινες, έγλυφα, έγλυφα την κοιλάδα ανάμεσα στους βυζολόφους της, έγλυφα, έγλυφα και πιπιλούσα τα χύσια. Έτρεμε.
- «Ξέρεις τι γλύφεις τώρα;» ρώτησε ξεγλωσσισμένα.
Δεν περίμενε απάντηση.
- «Γλύφεις τα χύσια του γαμιά που με πηδούσε πριν έρθεις…»
Αποτραβήχτηκα ύπουλα. Ήξερα την αλήθεια γιατί την είδα και την γεύτηκα και υποκρινόμουνα. Ούρλιαξε πάλι, παρακλητικά αυτή τη φορά.
- «Πήδα με την πουτάνα! Πήδα την πουτάνα που σε κεράτωσε! Πήδα την καριόλα που στα φόρεσε. Πήδα την. Τιμώρησε την με το καυλί σου, ξέσκισε την!!!»
Έλεγε, έλεγε δεν σταματούσε. Την γύρισα μπρούμυτα και την τον έχωσα στον κώλο. Πόνεσα, αυτή πόνεσε περισσότερο. Έκλαιγε αλλά δεν μ άφηνε να βγω. Ούτε όταν έχυσα και την γέμισα σταμάτησε. Μου τον ξανασήκωσε με την σούφρα της να ανοιγοκλείνει σαν να μου παίρνανε πίπα τα χειλάκια της. Γαμηθήκαμε με τις ώρες. Πάνω, κάτω απ' το τραπέζι, στον πάγκο της κουζίνας, στο σαλόνι, εκεί που έπαιρνε τσιμπούκι τον νέγρο. Δεν μ’ άφηνε ήθελε κι άλλο, κι άλλο, ούτε για μπάνιο μ’ άφησε, μου τον πήρε πίπα βουτώντας το κεφάλι της στη μπανιέρα και βγάνοντας το μόνο για να πάρει ανάσα και ξανά πάλι ενώ μου πρόσφερε το μουνάκι της για να το γλύφω. Όταν το στόμα της δεν ήταν κατειλημμένο μου μιλούσε, μου τα είπε όλα.
Ήταν από την Γκάνα. Τον είδε στη λαϊκή το πρωί που πήγε για ψώνια. Πουλούσε κασέτες παράνομες και ρολόγια. Δεν έδωσε σημασία απλά κοίταξε κάποια cd's αλλά δεν πήρε. Όταν γύρισε και πήγε να μπει στην πολυκατοικία τον είδε να τρέχει προς το μέρος της. Κοντοστάθηκε και της ζήτησε βοήθεια. Τον κυνηγούσε η αστυνομία. Σάστισε αλλά τον έβαλε μέσα. Τον ανέβασε στο διαμέρισμα και του έδωσε λίγο νερό γιατί ήταν λαχανιασμένος. Κάθισε. Του πρόσφερε και φαΐ αλλά δεν ήθελε.
Πιάσανε τη συζήτηση για να περάσει η ώρα και ν' απομακρυνθεί ο κίνδυνος. Ο Ζάζι, έτσι τον λέγανε, ήταν εικοσιτεσσάρων χρονών και είχε έρθει στην Ελλάδα πριν τρία χρόνια και δούλευε στο λιμάνι. Πριν ένα μήνα ξέμεινε από δουλειά και τον μπάσανε στα παράνομα. Είπανε και κάποια άλλα τέτοια και σηκώθηκε να φύγει. Ζήτησε να πάει στο μπάνιο, του έδειξε τον δρόμο και πήγε να φέρει καθαρή πετσέτα. Γυρνώντας από την μισάνοιχτη πόρτα είδε την πούτσα του και κόλλησε. Του κρεμότανε σαν ρόπαλο ανάμεσα από τα πόδια παρόλο που τον έβλεπε από πίσω. Της έπεσε η πετσέτα, την άκουσε, τρόμαξε και γύρισε. Τον είδε ολόκληρο μπροστά της. Ο Ζάζι μετά από την πρώτη στιγμή αμηχανίας προσπάθησε να τον κρύψει με τα χέρια του αλλά δεν μπόρεσε.
Ασυναίσθητα του έκανε νόημα να μην προσπαθεί και άνοιξε αργά τα χέρια του. Ανατρίχιασε και την έπιασε λιγούρα από αυτό που έβλεπε. Δε μπόρεσε να κρατηθεί και τον χούφτωσε. Δεν έφερε αντίρρηση από ηδονή ή από υποχρέωση, δεν την ένοιαζε, αλλά του σηκώθηκε. Το θέαμα τώρα ήταν πρωτόγνωρο και η αίσθηση από την αφή την μπιμπίκιασε. Τον μέτρησε με την γλώσσα της γλύφοντας από την κορυφή μέχρι τη βάση, του έγλυψε και τα αρχίδια, δεν τη βόλευε και τον έφερε στο σαλόνι. Τον τσιμπούκωσε και προσπάθησε να τον πάρει μέχρι τη ρίζα αλλά ήταν αδύνατο.
Σχεδίαζε να τον πάρει από το μουνί και μετά από τον κώλο. Σχεδίαζε κι άλλα. Σχεδίαζε να την πιάσω να γαμιέται και να την πάρουμε διπλά αλλά όταν άκουσε τη φωνή μου ταράχτηκε, τον έδιωξε στο μπαλκόνι κι από εκεί στην ταράτσα και στο κλιμακοστάσιο μιας κι είμαστε ρετιρέ.
Πέσαμε ξεροί στο σαλόνι κι όταν ξυπνήσαμε ήταν σχεδόν εννιά. Μπάνιο γρήγορα και βγήκαμε για φαγητό γιατί πεινούσαμε κι οι δυο. Μετά περάσαμε από γνωστό στέκι για ποτό και παρέα αλλά οι φίλοι μας δεν ήταν εκεί. Υποθέσαμε ότι θα ήταν σ' ένα καινούργιο μπαρ που συζητούσαμε τελευταία αλλά ούτε και εκεί ήταν. Το μπαρ ήταν όμορφο με χαμηλό φωτισμό και καλή μουσική και μείναμε. Η Μελίνα είχε ιδιαίτερα καλή διάθεση κι ήταν χαδιάρα. Συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων αλλά η συζήτηση γύρισε στα μεσημεριανά. Την γύρισε αυτή. Κάποια στιγμή μου είπε ναζιάρικα:
- «Δεν έκανες καλά που έφυγες το μεσημέρι».
- «Γιατί;» Ρώτησα προσποιητά αδιάφορα.
- «Να…» δείλιασε ψεύτικα. «Αν είχες μπει κι εσύ, να… ξέρεις....»
- «Τι;» συνέχισα εγώ με απορία.
- «Να… ήταν ευκαιρία να το… με άλλον…» είπε.
- «Και πιο το πρόβλημα;» ρώτησα. «Θα βρούμε άλλη ευκαιρία».
- «Να, ήταν ευκαιρία…» είπε παραπονιάρικα.
- «Αυτόν θες;» ρώτησα κοιτώντας την στα μάτια.
- «Όχι αλλά να...» δεν τελείωσε την φράση της και χαμήλωσε το βλέμμα της.
- «Θα το κάνουμε μ αυτόν. Βρες τον και θα το κάνουμε» είπα αποφασιστικά.
Φωτίστηκε!
- «Αλήθεια;» ρώτησε.
Έγνεψα καταφατικά. Μου έπιασε το χέρι, κατέβασε σφηνάροντας το ποτό της και μου είπε χαμηλόφωνα:
- «Πάμε;»
- «Που;» ρώτησα.
- «Ακολούθα με» είπε και σηκώθηκε.
Ακολούθησα στα πέντε μέτρα προς το βάθος του διαδρόμου. Στρίψαμε προς τις τουαλέτες και μου έκανε νόημα να περιμένω μπροστά στην πόρτα «for woman». Ήταν σκοτεινά. Περίμενα, την άκουσα να με καλεί χαμηλώνοντας την φωνή της. Μπήκα. Αριστερά οι νεροχύτες, δεξιά με χωρίσματα οι λεκάνες και στο βάθος απέναντι στεκόταν όρθια, είχε σηκώσει το φουστάνι της από κάτω και μαλακιζόταν με το χέρι της. Το άλλο ζουλούσε και χάιδευε το βυζί της που το είχε πετάξει έξω από πάνω. Αργά, νωχελικά χαϊδευότανε κι έχωνε το δαχτυλάκι της στο μουνί της.
Δεν άντεξα στη θέα, τον πέταξα έξω και τον χάιδευα κι εγώ. Απ’ αυτή την κατάσταση μας συνέφερε το χτύπημα τις πόρτας. Η Μελίνα μου έκανα νόημα να μπω σε ένα δωματιάκι με λεκάνη. Άνοιξε στην επισκέπτρια και ήρθε στο δωματιάκι. Κλείδωσε μου έκανε με νόημα τσιμουδιά και με το βλέμμα της εξερεύνησε τον χώρο. Ανέβηκε στη λεκάνη και μ’ ένα πήδημα πιάστηκε από ένα σωλήνα που περνούσε από ψηλά. Κρεμάστηκε. Εγώ άφωνα παρατηρούσα. Απότομα με μια κίνηση έφερε τα πόδια της να φυλακίσουν το κεφαλή μου.
Βρέθηκα πρόσωπο με το μουνί της κι έχωσα τη γλώσσα μου στο βάθος του. Υγρό και ζεστό. Ρουφούσα κι έγλυφα ενώ αυτή σπαρταρούσε χωρίς να βγάζει άχνα. Αυτή η μουγκαμάρα μας τρέλαινε. Την ένιωσα να χύνει κι άφησε τα χέρια της. Γλίστρησε αργά σ’ όλο το κορμί μου προσπέρασε τα χείλη μου, στηρίχτηκε στα γόνατα και πήρε στο στόμα της το καυλί μου. Ρουφούσε, πιπίλαγε με μικρά δαγκωματάκια ενώ χρησιμοποιούσε και την γλώσσα της επιδέξια. Τα πρώτα χύσια άρχισαν να βγαίνουν αλλά πίεσε την βάση με δύναμη και τα ανέστειλε.
Σηκώθηκε, μ’ έβαλε να καθίσω στην λεκάνη με τον πούτσο όρθιο, τον έπιασε, με καβάλησε, κάρφωσε το βλέμμα της πάνω στα μάτια μου, σήκωσε το φόρεμα της και τον έχωσε μέσα στον κώλο της. Στηρίχτηκε στα γόνατα μου κι έγειρε προς τα πίσω για να τον πάρει όλο. Ανεβοκατέβαινε αργά αλλά η ένταση ήταν μεγαλύτερη από την σιωπή που μας επέβαλε η κατάσταση. Έβλεπα τις φλέβες να φουσκώνουν και να τεντώνονται έτοιμες να σπάσουν.
Δεν πρέπει να είχα καλύτερη όψη αλλά δεν με έβλεπα στριμωγμένος ανάμεσα στον κώλο της και την λεκάνη. Ένιωσα το χύσι να μου φεύγει σαν οβίδα και το κορμί της να πέφτει ψόφιο κι ιδρωμένο πάνω μου.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν γεμάτες με γαμήσια, με τον Ζάζι παρόντα στη φαντασία μας και σχέδια για το πώς θα τον βρούμε. Η Μελίνα πετούσε ήταν ευχάριστη και χαρούμενη. Κατέβαινε στη λαϊκή αλλά και σ' άλλες λαϊκές μήπως και τον συναντήσει. Εγώ ήμουν stand by στο κάλεσμα της. Πέρασαν τρεις βδομάδες κι άρχισε να απογοητεύεται. Τον γούσταρε πολύ. Έχασε το κέφι και την διάθεση της. Δεν πίεζα τις καταστάσεις αλλά δεν ήξερα τι να κάνω. Πρότεινα κάποιες λύσεις αλλά δεν τις δέχτηκε.
Είχε περάσει μήνας, ήταν πρωί και βρισκόμουν σε σύσκεψη στην δουλειά όταν πήρα το μήνυμα της. Έτρεξα στο σπίτι όπως είχαμε κανονίσει στα σχέδια μας αλλά να την βρω να γαμιέται με τον αράπη την βρήκα να κλαίει με μαύρο δάκρυ. Ανάμεσα σε αναφιλητά και κλάματα κατάλαβα ότι τον είχε δει αλλά το πουλάκι είχε πετάξει για άλλες αγκαλιές. Όχι πολύ μακρινές αλλά στο διπλανό διαμέρισμα. Στης κυρίας Λέλας. Η κυρία Λέλα μας, παντρεμένη με προϊστάμενο υπουργείου, είναι γύρω στα σαρανταπέντε καλοβαλμένη για την ηλικία της, μουνάρα που το ξέρει και θέλει να το δείχνει.
Όταν ο Ζάζι αναγκάστηκε να φύγει από το μπαλκόνι δεν κατάφερε να ανέβει στην ταράτσα κι «έπεσε» στα χέρια της κύριας που τον κράτησε για πάρτη της.
Μέσα σ’ αυτό τον χαμό τόλμησα να ρωτήσω ποιο ήταν το πρόβλημα.
- «Ας πηγαίνει στην Λέλα κι ας έρχεται κι από δω όταν έρχεται ο κύριος προϊστάμενος» είπα.
Μου απάντησε κουνώντας το χέρι πέρα-δώθε. Δεν κατάλαβα.
- «Μήπως δεν γουστάρει;» συνέχισα.
Μήπως δεν σε γουστάρει ήθελα να πω αλλά δεν το είπα για να αποφύγω τα δράματα.
- «Δε μπορεί γιατί τον εκβιάζει ότι θα τον καρφώσει και θα τον απελάσουνε» απάντησε κλαίγοντας και μανισμένα.
Έμεινα δύσπιστος για λίγο, περίμενα την επιβεβαίωση. Εκείνη το κατάλαβε και συνέχισε:
- «Μου 'πε τι μου 'πε, μου 'δωσε ένα φιλί γεμάτο πάθος κι έφυγε προς το βάθος του διαδρόμου. Κοιταζόμαστε για ώρα εγώ στο πλατύσκαλο κι αυτός μπροστά στην πόρτα της. Ξανάρθε με φίλησε πάλι, με έβαλε μέσα κι έφυγε λυπημένος».
Μάλιστα, κατάλαβα, ανάμεσα στα κλάματα τα δράματα και την καταστροφή την λύση έπρεπε να την δώσω εγώ.
Ησύχασα την γυναίκα μου, πήρα μερικές μέρες άδεια κι έστησα ένα σχέδιο. Η Μελίνα έστησε καραούλι στο Ζάζι. Θα τον έπαιρνε με δικαιολογία και θα τον κρατούσε για λίγο στο διαμέρισμα, στα δωμάτια των παιδιών, αφού άλλωστε αυτά τα μεγάλωναν ουσιαστικά τα πεθερικά μου στην εξοχή για καθαρό αέρα. Αυτό έγινε πρωί τρεις μέρες μετά. Η Μελίνα έχωσε τον Ζάζι στο δωμάτιο κι ήρθε και με ξύπνησε. Ώρα επτάμισι το πρωί, αξημέρωτες καύλες είχε η κυρία Λέλα μας, ούτε στο υπουργείο δεν θα χε φτάσει ο κύριος προϊστάμενος.
Ντύθηκα γρήγορα και σε λίγο χτυπούσα το κουδούνι της διπλανής πόρτας. Άκουσα την γάργαρη φωνή της κυρίας Λέλας:
- «Ποιος;»
Δεν απάντησα και έσκυψα για να μη φαίνομαι από το ματάκι.
- «Ζάζι, Ζαζούκο μου εσύ είσαι;»
Ψιθύρισε χαμηλόφωνα πλησιάζοντας πίσω από την πόρτα. Δεν απάντησα πάλι. Αντιλήφθηκα την πόρτα να μισανοίγει. Έδωσα μια σπρωξιά και μπήκα μέσα. Την αιφνιδίασα. Με τα νεγκλιζέ, τα αρώματα και τα πουτανέ εσώρουχα ήταν έτοιμη να γαμηθεί και της προέκυψε εισβολέας αγνώστων προθέσεων.
- «Τι, τι.. τι συμβαίνει κύριε Κώστα;» ψέλλισε.
Είχαμε και καλές σχέσεις με την κουφάλα. Εγώ μέσα στον απόλυτο αιφνιδιασμό έθεσα τσεκουράτα τους όρους μου.
- «Άκου κυρία Λέλα μου, αν θέλεις τον αραπάκο για πάρτη σου μόνο, ο προϊστάμενος θα τα μάθει με χαρτί και καλαμάρι όλα. Προσφέρουμε εχεμύθεια και ασφαλές καταφύγιο για ώρες «οικογενειακού μποτιλιαρίσματος», ζητάμε τη χρήση του Ζαζούκου σου φίφτι-φίφτι».
Σταμάτησα και κάρφωσα το βλέμμα μου πάνω της, από τη σαστιμάρα ούτε την γύμνια της δεν φρόντισε να κρύψει. Τώρα που την παρατηρούσα είχε ωραίο σώμα για την ηλικία της, κανονικό βάρος χωρίς περιττά κιλά, μούτρο έκφυλο με λίγες ρυτίδες που της έδιναν γοητεία και κάτι χείλια σαρκώδη, πλασμένα για τσιμπούκι. Βυζιά μεγάλα, αλλά στητά με κάτι ρώγες σαν καυλιά όρθια και κώλο μεγάλο, τρουλωτό, σφικτό που το ξέκωλο που φορούσε τον έκανε λαχταριστό.
Τα μάτια μου, παρέμεναν στραμμένα απάνω της σαν καρφιά και την κόμπλαραν.
- «Μα τι είναι αυτά που λέτε; Τρελαθήκατε; Σας παρακαλώ για πια με περάσατε;»
Προσπάθησε να ανακτήσει και να αντεπιτεθεί.
- «Καλά… υπάρχουν μαρτυρίες, φωτογραφίες και ταινίες. Εγώ προσπάθησα αλλά δεν είσαι λογική..» είπα και έκανα στροφή για να φύγω.
Μπλόφαρα αλλά έπιασε. Στο τρίτο βήμα την άκουσα.
- «Καλά τώρα κύριε Κώστα δεν είπαμε και τίποτα.. κάτσε ένα λεπτό να τα πούμε…»
Γλύκανε γαργαλιστικά η πουτάνα. Έκανα ακόμη δυο βήματα μπρος και γύρισα.
- «Σύμφωνοι λοιπόν;» ρώτησα με το μισό σώμα μπροστά και το μισό πίσω.
Έγνεψε καταφατικά ναζιάρικα κι έκανε τα κρύψει την γύμνια της. Αυτή η κίνηση μου τον έκανε σίδερο. Γύρισα και τον πέταξα έξω.
- «Σφράγισε την συμφωνία μας τώρα!» είπα επιτακτικά, με θράσος που εξέπληξε και μένα, δείχνοντας με το δάχτυλο το παπάρι που ορθωνόταν σαν δόρυ εναντίον της.
Έκανε «Αααααααααα!». Έδειξε τον απαιτούμενο, για τα μάτια του κόσμου, δισταγμό και τον αγκάλιασε, σαν πουπουλένιο δαχτυλίδι, με τις χειλάρες της. Η γλώσσα της έμπειρη, πολύ έμπειρη μ' έκανε να αναστενάξω.
Έπιανα τις ρώγες της και τις έπαιζα, τις έτριβα και τις τραβούσα. Πέσαμε στο πάτωμα, γύρισε και μου πρόσφερε το μουνί της για να το γλύψω, χωρίς να αφήνει την πίπα. Αποκάλυψη. Χείλια, μακριά, σαρκώδη που κρεμότανε. Κόλπος υγρός και ζεστός. Κλειτορίδα σκέτο καυλί. Μακρύτερη δεν είχα ξαναδεί. Την έγλυψα, την ρούφηξα και την πήρα τσιμπούκι. Ούρλιαξε.
Το τηλέφωνο χτύπησε. Το στόμα της άφησε τον πούτσο μου ελεύθερο αλλά το χέρι της τον κρατούσε σφιγμένο και τον έπαιζε. Εγώ απτόητος συνέχιζα το γλύψιμο. Με το άλλο σήκωσε το ακουστικό που ευτυχώς ήταν ασύρματο. Την άκουσα να μιλάει προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή που της έδινε η καύλα της.
- «Να…. έβγαινα για την λαϊκή. Έτρεξα να το προλάβω και λαχάνιασα λίγο…» δικαιολογήθηκε στην ερώτηση του τηλεφωνούντος.
Συνέχιζε να μου χαϊδεύει την ψωλή, να μιλάει και να δέχεται το γλύψιμο. Μάλλον ήταν ο άντρας της γιατί την άκουσα να λέει καθώς έκλεινε:
- «.....θα το πάρω από το καθαριστήριο και θα το έχω έτοιμο το μεσημέρι που θα γυρίσεις αγάπη μου».
«Γάτα με πέταλα η δικιά σου!» σκέφτηκα έχοντας κατακαυλώσει. Ελπίζω να την είχε βρει και η Μελίνα με τον Ζάζι όπως εγώ την έβρισκα με την Λέλα. Την σήκωσα και την έβαλα μπρούμυτα στον καναπέ με την κοιλιά στο μπράτσο και το σώμα στα μαξιλάρια. Τα πόδια της κρεμάστηκαν στο κενό κι ο κώλος της τούρλωσε με τις τρύπες της να έρχονται σε πρώτο πλάνο. Υπέροχες! Τις έγλυψα και τις δύο. Βόγκηξε κι άρχισε να παραμιλάει:
- «Τι μου κάνεις κύριε Κώστα μου; Τι μου κάνεις; Με λιγώνεις…»
- «Σε ξεσκίζω κουφαλίτσα» της μουρμούρισα πνιχτά.
Αυτό ήταν. Μάνιασε.
- «Βρίσε με, βρίσε με, βρίσε μεεεεεεεεεεεεεεεεε!!!» φώναζε αλλοπαρμένα.
Ότι καντήλια ήξερα τα κατέβασα γαμώντας τις τρύπες της εναλλάξ. Τι πουτάνα, τι καριόλα, τι ξεκωλιάρα, τι τσουλάρα, τι κουφάλα, τι, τι, τι, τι... ότι μου ερχότανε το πέταγα κι αυτή βόγκαγε, μούγκριζε ενώ έχυνε και σπαρταρούσε. Είχε πλημμυρίσει. Τα χύσια της κυλούσαν πάνω στην πούτσα και τα αρχίδια μου και έπεφταν στο πάτωμα. Δεν μ’ άφησε να χύσω μέσα της αλλά τον πήρε πάλι στο στόμα. Ένιωσα τα χείλη της να μου κυκλώνουν τον πούτσο, αρχικά μαλακά κι ύστερα πιο δυνατά ενώ μου τον άχνιζε με την ανάσα της.
Μου τον ρουφούσε βγάζοντας τον αέρα, τόσο που τα μάγουλα της κολλούσαν πάνω του κι απότομα φούσκωνε κι άφηνε το πουτσοκέφαλο στο κενό μετά μου τον έπαιρνε όλο μέχρι την ρίζα, κάνοντας το κεφάλι του να χωθεί βαθιά στο λαρύγγι της. Η Μελίνα δεν μπορούσε να το κάνει με τίποτα αυτά αν κι είχε προσπαθήσει πολλές φορές. Το ξέρω δεν την είχα ούτε μικρή ούτε λεπτή το αντίθετο μάλιστα, αλλά η Λέλα δεν χαμπάριζε τίποτα. Δεν άντεξα για πολύ άρχισα να χύνω ασταμάτητα. Έσφιξε τα χείλη πάνω του μην αφήνοντας να φύγει ούτε σταγόνα. Τα καταπιεί όλα και συνέχισε να ρουφάει λες κι ήθελε και την επόμενη παρτίδα.
Έμεινα ακίνητος στο πάτωμα με το καυλί να πονάει ελαφρά καθώς η τρύπα είχε ανοίξει με το ρούφηγμα. Η Λέλα σηκώθηκε και πήγε προς τα μέσα. Σε λίγο γύρισε μ’ ένα δίσκο γεμάτο καλούδια για πρωινό.
- «Σου έφερα κάτι για πρωινό» είπε καθώς έσκυβε για να παρατήσει τον δίσκο στο τραπεζάκι, φέρνοντας την κωλάρα της στη μούρη μου.
Ανασηκώθηκα κι όρμηξα μουγκρίζοντας να δαγκώσω τα κωλομέρια της. Τραβήχτηκε γελώντας…
- «Αχόρταγε! Φάε λίγο να στυλωθείς…» γαλούρισε χαδιάρικα. «Ο έρωτας θέλει και φαΐ» είπε πιάνοντας όλο νάζι την μύτη μου και φέρνοντας την πέρα-δώθε.
- «Τρώω και πάμε μέσα με τους άλλους για το δεύτερο ημίχρονο…» είπα πέφτοντας με τα μούτρα στο φαΐ.
Κάθισε απέναντι μου και με παρατηρούσε. Η ρόμπα της άφηνε πολλά από τα κάλλη της ακάλυπτα. Δεν την ένοιαζε τώρα είμαστε συνεταίροι συνένοχοι και εραστές.
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.