Είχαμε μείνει το λοιπόν στο ότι η μπίμπε με είχε αναστατώσει με την προοπτική να βγάλουμε χρήμα με τον κωλοσπιρουτήρα τον αδερφό του αφεντικού της. Νοικιάζει το λοιπόν η ξαδέρφω μια καμπάνα σ’ ένα ξενοδοχειάκι και ήθελε ιστορίες. Θα σας πω όμως άλλη φορά γιατί δεν μου άρεσε. Σήμερα, πονάει και το κεφάλι μου, αλλά θα σας πω για μια τρελή που είχα γνωρίσει.
Ήμουν λοιπόν και ρούφαγα την καφεδιά μου φορώντας σούπερ σέξι γυαλί σε ένα γνωστό καφενείου του νησιού να ‘ουμ, το Libro Doro (μερικοί βλάχοι το γράφουν Libro D’ Oro, σχολείο δεν πήγαν να μάθουν ότι στα ιταλικά δεν έχει περισπωμένη;).
Σκάει ξαφνικά μιτόγκα ένα κουκλάκι, ξανθό, μαύρο φρύδι, ένα χαμόγελο πολύ μυτερό αν με πιάνεις μωρέ μάτια μου, αλλά έδειχνε να κουβαλά πολύ χρήμα να ‘ουμ. Είπα, δικιά μου, θα την κολυμπήσω στα βαθιά με τον Ζώη αγκαλιά. Η αλήθεια ήταν πως ήταν λίγο σαν ξεπλυμένο λιοντάρι από πλυντήριο, φορούσε ένα γυαλί κι ήταν σαν μύγα να ‘ουμ, είπα κι εγώ να κάνω την μυγοσκοτώστρα...
Φορούσε ένα μαύρο κολλητό πανταλόνι με κάτι φλουριά σαν καδένες στα ακροπρίτσωλα πολύ μπιχλιμπιδάτο, περπατούσε και κουδούναε ρε συ! Από πίσω, το κωλέτο διέγραφε ανάγλυφο σαν καλώδιο το τανγκαρίνι της. Δεν ήταν γκόμενα με πολύ μαλλί -ήταν σαν μαλλί με λίγη γκόμενα.. Πολύ φρεκεμές ρε φιλάρα. Με πιάνεις, σωστά;
Περπατούσε από μπροστά η πασαρέλα και της λέω:
- «Κάτι σου έπεσε!»
- «Τι;», μου λέει.
- «Το βλέφαρο!», της λέω.
Με κοιτά καλά - καλά. Φορούσα κάτι σούπερ παντόφλες, αρέσουν στις γκόμενες. Ακουμπώ τη μία στην καρέκλα και την σπρώχνω προς αυτή και της λέω:
- «Κάτσε!»
Μαγνητισμένη η λακέρδα κάθισε. Το μάτι της μαύρο βαθύ, ήταν ασορτί με το φρύδι. Της λέω:
- «Πώς σε λένε;»
- «Yioyio…», μου λέει.
Κατάπια το καλαμάκι μου.
- «Μασούλα!», της λέω. «Δεν άκουσα, κερί στ’ αφτί;»
- «Yioyio!», μου ξαναλέει.
- «Ποια αγία ειν’ αυτή;», ρωτώ.
- «Ιωάννα στα γαλέζικα!», μου λέει.
Τα πάω αυτά. Μεταξύ μας, ε; Γαλέζικα μιλούσε, κάνα πιάνο να έπαιζε και να χόρευε μπαλέτο σε κάνα μαγαζί, άρχοντας θα ήμουν! Της πιάνω την κουβέντα.
- «Με τι ασχολείσαι;»
- «Δουλεύω καμιά φορά για τον πατέρα μου. Έχει ένα εργοστάσιο με στολές για τον στρατό και ζώνες και φούντες και πυρηνικά».
- «Ωραία!», της λέω.
Τώρα δεν κατάλαβα ακόμα αν είναι φούντα η καλή σαν του Γιώργη του Γερμανού με τα λουκάνικα τα βρώμικα η αυτό το πράγμα που βάζουν σε κάνα πουλόβερ. Φορούσε κάτι σκουλαρίκια ματζαφλάρια όρθια, Ντιόρ γράφανε νομίζω πάνω και κρέμονταν από τα αφτιά της. Πολύ εκκρεμές, πολύ σικάτο να ‘ουμ. Της λέω:
- «Είσαι πολύ αστέρι! Θες να πάμε στο αστεροσκοπείο να σου δείξω που πρέπει να είσαι κανονικά;»
- «Ναι!», λέει.
Την πήγα σπίτι μου. Την καθίζω σε μια ξύλινη καρέκλα με ψάθα, λίγο φθαρμένη, της γαργάλευε τα μπούτια λίγο. Άρχιζε να σφίγγεται λίγο. Μου χώνει ένα χαϊδευτικό χαστούκι και μου λέει:
- «Σωτηράκη...»
- «Μωρή σαμιαμίδι, αν με ξαναχαστουκοχορτάσεις, θα σου σκίσω το γουνάκι!», της λέω.
Καύλωσε και έπεσε πάνω μου. Με φιλούσε παθιασμένα κι ένιωθα τις ρώγες της να καυλώνουν σκληρά.. Ο Ζώης ξύπνησε, άρχισε να αναρριχάται το φίδι, μύρισε μουνί ο καριόλης!
Την πιάνω, ήταν και μικροκαμωμένη η τσουράπω, την γραπώνω που λες και την πετώ στο αχυρόστρωμα. Μου λέει:
- «Έχω συνηθίσει να με κερατώνουν οι άνδρες. Ξέρω ότι είναι στην φύση τους».
- «Τι με νοιάζει μωρή;», της λέω και την χλιμιτζουριάζω.
Παίρνω φόρα, πάω να πηδήσω στο στρώμα πάνω και φωνάζω:
- «Βαβούρααααα!!!» και σκάω πάνω της.
Της πιάνω το μπουτάκι της, κι αρχίζω να την γλείφω... Η γλώσσα μου ανεβοκατέβαινε στα μπουτόνια της, έφτανε στο κλαπατζίμπαλο της, της ακούμπαγα χαϊδευτικά την κλειτορίδα, ξανακατέβαινα.
- «Σε θέλω μέσα μου…», μου λέει.
- «Σκάσε!», της φωνάζω.
- «Σε θέλω μέσα μου…»
- «Ααα!», της λέω. Δεν θα τα πάμε καλά…»
Αρχίζω να της γλείφω το στήθος της κι αυτή μούγκριζε.. Σαν έναν φίλο μου, τον Μήτσο, όταν τρώει, μουγκρίζει σαν βίσωνας! Τέλος πάντων, βγαίνει ο Ζώης έξω.
- «Ιιιιι!!!», κάνει, κι αρχίζει να τον γλείφει.
- «Μμμμ… μουνάρα! Όλον πάρτον μέσα!»
- «Δεν μπορώ, δεν χωράει….», μου λέει.
Ε, έτσι που ήταν πώς να χωρέσει; Τέλος πάντων, την βάζω κάτω κι άρχισα να την ξεσκίζω. Όταν έχασα την παρθενιά μου με ένα κοτόπουλο του πατέρα μου, ήταν πιο καλά, αυτή ήταν πολύ απεριποίητη. Είχε γουνάκι με αγκάθια, ξέρεις, δεν είναι ωραίο, ο Ζώης προτιμά τις ξυρισμένες.
Αφού ξαλάφρωσα πάνω της πήγα μέσα να κατουρήσω. Όταν γύρισα, έκλαιγε.
- «Τι έχεις;», τη ρωτάω.
- «Δεν περίμενα να σε ερωτευτώ, αλλά έτσι όπως με ξέσκισες μου άρεσε!», μου λέει.
- «Τι, σαν γουρούνι στο σακί με πήρες;»
Κοκκίνισε. Την έδιωξα μετά. Το απόγευμα όμως το είχα μετανιώσει. Γιατί την έδιωξα; Με τόσο χρήμα, θα έπρεπε να την κρατήσω. Είχα πάρει το κινητό της, οπότε της έστειλα μήνυμα: «Είδα στον ύπνο μου ότι σε γαμούσα και ξαφνικά βγήκε ο Ζώης από το στόμα σου. Είσαι καλά;»
Που το λέτε μάγκες, ακόμα περιμένω μήνυμα...
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.