Με τη μάνα της άρχισαν όλα από ένα αστείο. Ενώ σιδέρωνε μου πέταξε νερό με το καταβρεχτήρι για τα ρούχα. Φορούσε ένα κοντομάνικο κολλητό μπλουζάκι. Της έριξα ένα ποτήρι νερό. Και ενώ γελάγαμε τα μάτια μου καρφώθηκαν στις στητές ρώγες που διαγράφονταν στο βρεγμένο μπλουζάκι. Το κατάλαβε και σταματήσαμε τα παιχνίδια γιατί πήγε να αλλάξει.
Από εκείνη την ημέρα άρχισα να τη βλέπω με διαφορετικό μάτι. Με τρέλαιναν τα μίνι και τα κολάν της. Δεν έχανα ευκαιρία να βλέπω τα μπουτάκια της ενώ έπλενε τα πιάτα, ή όταν τρώγαμε. Αχ αυτά τα μπουτάκια. Ένα πρωινό την είδα μισόγυμνη στο κρεβάτι ενώ μίλαγε στο τηλέφωνο. Το ήξερε ότι την κοίταγα και το χαιρότανε. Το αποκορύφωμα όμως ήταν ένα πρωί. Πήγα απ’ το σπίτι. Η μικρή με τη γιαγιά για ψώνια. Μου ανοίγει την πόρτα και τι να δω; Φορούσε μια διαφανές μαύρη ρόμπα, κάλτσες, ψηλοτάκουνες γόβες και ένα μικροσκοπικό κιλοτάκι. Τρελάθηκα.
- «Α όχι γαμπρούλη μου, όχι. Περιμένω τον πεθερούλη σου.. Τώρα βρήκες να έρθεις;»
Βάλαμε τα γέλια και πήγα να φύγω. Όμως ακούστηκε θόρυβος από την κάτω πόρτα.
- «Α όχι, δεν αλλάζω. Πήγαινε στο δωμάτιο!»
Ήταν τρελαμένη για έρωτα. Πήγα στο δωμάτιο της μικρής και μισόκλεισα την πόρτα. Μπήκε ο άντρας της. Στην κυριολεξία τον βίασε. Τα είδα και τα άκουσα όλα. Άρχισε να τρίβεται πάνω του και να τον φιλάει.
- «Έλα, σκίσε με! Ναι! Γλείψε τα βυζάκια μου. Αχ ναι! τρίψε τη μουνάρα μου. Ναι! Έτσι, έτσι…»
Αυτός πουτάνα την ανέβαζε, σκύλα την κατέβαζε. Αφού της έγλειψε όλα της τα κάλλη, κάθισε στον καναπέ.
- «Έλα σκύλα, τι κάθεσαι; Έλα…»
Ανέβηκε πάνω του και άρχισε την ιππασία. Αυτός με είχε πλάτη. Έβγαλα το κεφάλι μου να δω καλύτερα. Αυτή ενώ πηδιόταν με κοίταγε. Έγλειφε τα χείλια της, έτριβε τα στήθια της και μίλαγε. Εκεί ήταν που τρελάθηκα τελείως.
- «Σ’ αρέσει ε;»
Αυτός μούγκριζε.
- «Ναι σκύλα, ναι!»
Αυτή όμως κοιτούσε εμένα.
- «Σ’ αρέσει που τον παίρνω σαν βρώμα ε; Κοίτα τα βυζάκια μου.. λιώνουν για σένα. Κοίτα τι πουτάνα είμαι. Αχχχ… Χύνω! Χύνω! Κοίτα πως ξεσκίζεται η μουνάρα μου!»
Ήμουν στο όριο να εκραγώ μα ο άντρας της δεν άντεξε άλλο.
- «Χύνω πουτάνα, χύνω!»
Με μια κίνηση γονάτισε μπροστά του και λούστηκε με τα χύσια του. Αυτός σηκώθηκε, ντύθηκε και έφυγε.
- «Μπορείς να φύγεις τώρα..», μου είπε πηγαίνοντας προς το μπάνιο για να πλυθεί.
Από εκείνη την ημέρα και μετά δεν μπορούσα να ησυχάσω. Πηδούσα τη μικρή δυο και τρεις φορές και σκεφτόμουν τη μάνα της. Και δεν έφταναν όλα αυτά, είχα και τη γιαγιά της. Και τι δεν μου έκανε! Ήταν χήρα δέκα χρόνια και το έλεγε η καρδούλα της. Μια φορά κάναμε μπάνιο στη θάλασσα. Ήρθε από πίσω μου μέσα στη θάλασσα.
- «Αχ κουράστηκα…», μου λέει και με πιάνει απ’ τη μέση. «Αχ να ξεκουραστώ λίγο»
Ενώ τα έλεγε αυτά είχε κολλήσει τις βυζάρες της στην πλάτη μου και έτριβε το μουνί της στον κώλο μου. Βγήκα απ’ τη θάλασσα μετά από μισή ώρα για να μην φανεί ο ερεθισμός μου. Ένα απόγευμα έκανε ντους. Νόμιζε ότι ήταν μόνη της, όμως εγώ είχα μείνει. Είχε ανοιχτή την πόρτα του μπάνιου. Έμεινα άγαλμα στη θέα του γυμνού κορμιού της. Ήταν όρθια και είχε κλειστά τα μάτια. Βογκητά έβγαιναν απ’ το στόμα της. Έτριβε τις βυζάρες της με το ένα χέρι ενώ το άλλο μπαινόβγαινε στο ξυρισμένο μουνί της. Είχα ερεθιστεί αφάνταστα. Πήγα και ανοιγόκλεισα την εξώπορτα για να δείξω ότι μόλις είχα έρθει.
- «Έλα! Στο μπάνιο είμαι!»
Βγήκε φορώντας μόνο μια πετσέτα.
- «Μιας και είσαι εδώ, δεν μου βάζεις λίγο λάδι;»
Κάθισε στον καναπέ και γυρνώντας μου την πλάτη, κατέβασε την πετσέτα μέχρι τη μέση ενώ έκρυβε τα στήθια της με τα χέρια. Άρχισα να την τρίβω στον αυχένα και στην πλάτη. Τα χέρια μου πέρασαν μπροστά και έτριβαν την κοιλιά και το λαιμό της.
- «Τυχερή η εγγονούλα μου»
- «Εδώ δε θες;», της λέω βάζοντας λάδι στα μπούτια της μπροστά.
- «Ε ναι, αν μπορείς…»
Τα χέρια μου την άλειφαν στα μπούτια και στις γάμπες. Σε μια στιγμή έβαλα το χέρι μου ανάμεσα απ’ τα μπούτια της. Ανατρίχιασε και μια κραυγή βγήκε απ’ το στόμα της. Σηκώθηκε όρθια.
- «Κάτσε, πού πας; Από πίσω στα πόδια δεν βάλαμε…»
- «Ε ναι, ναι. Βάλε, βάλε..»
Γονάτισα και άρχισα να την αλείφω απ’ τις γάμπες προς τα πάνω. Τα χέρια μου μπήκαν κάτω απ’ την πετσέτα και της έτριβαν τα κωλομάγουλα. Στους μηρούς της τρέχανε τα υγρά της. Και ενώ τα χέρια μου έμπαιναν στη χαραμάδα απ’ το κωλί της, ακούστηκαν οι φωνές απ’ τους άλλους που γύρναγαν και έτσι έφυγε να πάει να ντυθεί. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή… Είχα τρελαθεί. Μια η μάνα και μια η γιαγιά, δεν άντεχα άλλο. Αρχίσαμε και κάναμε συζητήσεις με τη γιαγιά για το πόσο προσέχει τον εαυτό της και για το παράπονο μου με την εγγονή της, με τα αθλητικά εσώρουχα που φορούσε.
- «Γιατί δεν της κάνεις δώρο ένα σετ με σέξι εσώρουχα;», μου λέει.
Εκεί της εξήγησα το ότι ντρεπόμουν να πάω σε μαγαζί να τα αγοράσω.
- «Α, μη σε νοιάζει, θα το κανονίσω εγώ!», μου είπε.
Ένα μεσημέρι κοιμόμουνα στον καναπέ. Το απόγευμα και ενώ μαμά, μπαμπάς και κόρη είχαν βγει, ήρθε και με ξύπνησε η γιαγιά.
- «Θα έβλεπες ωραίο όνειρο για να κοιμάσαι τόσο βαριά…»
Όντως κοιμόμουν βαριά γιατί όταν άνοιξα τα μάτια μου είδα τη γιαγιά να κάθεται στο προσκεφάλι μου και να με χαϊδεύει στο στήθος. Το πουκάμισο μου ήταν ξεκούμπωτο καθώς και το παντελόνι μου. Τα χέρια της κατέβαιναν σιγά - σιγά προς τα κάτω. Και σαν μην έφτανε αυτό, είχα και την προκλητικότατη εμφάνιση της. Τι εννοώ…; Σε απόσταση αναπνοής απ’ τα χείλια μου είχα τα μπούτια της. Τα μισάνοιχτα μάτια μου άρχισαν να την χαϊδεύουν από κάτω μέχρι πάνω. Φορούσε γόβες, κάλτσες, ένα στρινγκ σλιπάκι και ένα σουτιέν που τα μισά στήθια της ήταν έξω. Το σώμα της γυάλιζε απ’ το λάδι που είχε βάλει, το ίδιο και το πρόσωπο της απ’ το έντονο βάψιμο.
- «Λοιπόν, τι λες για το σετ; Είναι ένα και ένα για την εγγονούλα μου, ε;»
Σηκώθηκε και έκανε μια στροφή.
- «Είναι λίγο μικρό βέβαια για μένα, μα για την εγγονή μου πάει γάντι!»
Και ενώ έλεγε αυτά έβαλε το υφασματάκι από το σλιπ στα μουνόχειλα της, τρίβοντας τα με τα χέρια της και μουσκεύοντας το.
- «Είναι ότι πρέπει! Τέλειο!», κατάφερα να της απαντήσω.
Τότε αυτή ξανακάθισε δίπλα μου.
- «Θέλω να το ξεσκίσεις στην εγγονή μου και να μου πεις…»
Το χέρι της είχε χουφτώσει το από ώρα ερεθισμένο πέος μου.
- «Και από ότι βλέπω κάνει δουλειά!», μου λέει αφού σηκώθηκε για να πάει να αλλάξει.
Και πάλι καλά γιατί σε λίγο γύρισαν και οι άλλοι. Το σετ έκανε όντως τη δουλειά του. Επί ώρες έγλειφα το μουνάκι απ’ την κοπέλα μου χωρίς να το βγάλει. Η αίσθηση στο στόμα μου από τα υγρά εγγονής και γιαγιάς με τρέλαινε. Ακόμη και όταν της τον έβαλα. το φορούσε. Της δάγκωνα τις ρώγες και τα στήθια πάνω απ’ το σουτιέν. Είχα την αίσθηση ότι πήδαγα γιαγιά και εγγονή μαζί. Λίγο πριν τελειώσω, βγήκα από μέσα της και της ακούμπησα το πέος μου στα χείλια της.
- «Πάρτα σκύλα! Χύνω!»
Ήταν η πρώτη φορά που μίλαγα έτσι. Το καλό είναι πως της άρεσε. Τις επόμενες μέρες η γιαγιά έλεγε συνέχεια:
- «Κάτι έχεις να μου πεις εσύ…»
Ώσπου έφτασε το μοιραίο εκείνο σαββατοκύριακο. Ήταν γύρω στις έντεκα το πρωί. Πήγα από το σπίτι και μου άνοιξε η γιαγιά. Η θέα άκρως ερεθιστική. Με ρόλει στα μαλλιά και το γυμνό κορμί της να καλύπτεται από ένα κοντό μπουρνούζι. Είχε βάλει λάδι ως συνήθως σε όλο της το σώμα, μα αυτό που με τρέλαινε ήταν τα πασούμια με το τακούνι. Ήταν μόνη της. Οι άλλοι έξω για ψώνια. Πήγαμε στην κουζίνα. Ενώ μου ετοίμαζε τον καφέ, τα μάτια μου ήταν κολλημένα στις μπουτάρες της που κουνιόντουσαν. Ένιωσα το πέος μου να σκληραίνει. Καθώς μου έφερνε τον καφέ, έσκυψε να τον αφήσει στο τραπέζι. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στις στητές ρώγες της. Με κοίταξε και μου χαμογέλασε.
- «Σ’ αρέσουν ε;», με ρώτησε ενώ έβαλε το χέρι της μπροστά.
Χαμογέλασα. Κάθισε δίπλα μου και έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο χαρίζοντας μου έτσι και τη θέα απ’ τα γυμνά μπούτια της.
- «Λοιπόν, πώς πήγε με το σετ;»
Άρχισα να της διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια για το πήδημα της εγγονής της. Από την ώρα που άρχισα να της λέω για το γλειφομούνι μέχρι και που τέλειωσα στο πρόσωπο της εγγονής της, δεν σταμάτησε να κουνάει τα πόδια της. Την είχα ερεθίσει αφάνταστα.
- «Σταμάτα επιτέλους να κουνιέσαι!», της λέω πιάνοντας το μπούτι της.
Ανατρίχιασε και της έπεσε λίγος καφές στο μπουρνούζι.
- «Αμάν! Το λέρωσα! Φέρε μου ένα βρεγμένο πανάκι…», μου είπε αμήχανα.
Γυρνώντας απ’ το νιπτήρα και όρθιος από πίσω της, ξαναχάζεψα μπροστά στη θέα απ’ τις γυμνές βυζάρες της. Έσκυψα και άρχισα να της τρίβω το μπουρνούζι με το πανί. Τα χείλη μου ακουμπούσαν σχεδόν το λαιμό της. Ένιωθα την ανάσα της στο μέτωπο μου. Αυτό ήταν.. δεν άντεξα άλλο. Άρχισα να τη φιλάω στο λαιμό. Το χέρι μου χούφτωσε το στήθος της. Ένα βογκητό βγήκε απ’ τα χείλη της. Συνέχισα να τη φιλάω και να τη γλείφω. Τα χέρια μου είχαν περάσει μέσα απ’ το μπουρνούζι και έτριβαν τα βυζιά της. Το στόμα μου ανέβαινε στο πρόσωπο της μα όταν έφτασε τα χείλη της, αυτή τράβηξε λίγο πίσω το κεφάλι.
- «Αχχχ… μη! Μη! Σταμάτα! Τι μου κάνεις; Σταμάτα!»
Η αντίδραση μου γρήγορη.
- «Σε γλείφω καυλιάρα μου! Σε γλείφω. Αυτό δε θες;»
Το μπουρνούζι είχε ανοίξει και το χέρι μου είχε περάσει μέσα απ’ το σλιπάκι της τρίβοντας την κλειτορίδα της. Το μουνί της ήταν μούσκεμα, έσταζε.
- «Με έχεις τρελάνει μανάρα μου!», της λέω βουτώντας την απ’ τα μαλλιά.
Άρχισα να τη φιλάω με μανία στο στόμα. Ένιωσα τη γλώσσα της και τη ρούφαγα συνέχεια. Μου έπιασε το χέρι που της έτριβε το μουνί ενώ με το άλλο άνοιξε το φερμουάρ απ’ το παντελόνι και μου έπιασε το πέος. Το στόμα μου πια είχε χαθεί ανάμεσα στις βυζάρες της. Της ρούφαγα και της δάγκωνα τις ρώγες. Το χέρι μου μπαινόβγαινε στο μουνί της. Το κορμί της τιναζόταν συνέχεια.
- «Αχ.. ναι! Ναι μωράκι μου, ναι! Κι άλλο.. Τι στόμα είναι αυτό; Ναι! Γλείφτα! Αχχχ.. Τι πούτσος είναι αυτός;»
- «Σ’ αρέσει τώρα;»
- «Ναι, ναι! Με τρελαίνεις!»
Μέσα στα βογκητά και την ηδονή όμως ούτε που καταλάβαμε πως άνοιξε η εξώπορτα. Μπαίνει ξαφνικά στην κουζίνα η μάνα της κοπέλας μου. Έμεινε άγαλμα. Της έπεσαν οι τσάντες απ’ τα χέρια. Χωρίς να πούμε κουβέντα τραβιόμαστε και ενώ η γιαγιά σκέπαζε τη γύμνια της, εγώ κουμπωνόμουν.
- «Πουτάνα! Τι κάνεις τι καριόλα; Πού είσαι; Με τον εγγονό σου μωρή τσούλα; Κι εσύ καλός ανώμαλος είσαι! Το σκασμό γιατί έρχεται η μικρή μην καταλάβει τίποτα!»
Σε λίγο ήρθε η κοπέλα μου. Όντως δεν κατάλαβε τίποτα. Όμως το βλέμμα της μάνας της, σκότωνε. Το ίδιο βράδυ πήγαμε με την κοπέλα μου σε ξενοδοχείο. Τρεις φορές το κάναμε. Εγώ σκεφτόμουν συνέχεια τα πρωινά. Την άλλη μέρα με πήρε τηλέφωνο η γιαγιά και μου είπε ότι εξήγησε ότι όλα ήταν της στιγμής και καλό θα ήταν να μίλαγα κι εγώ με τη μάνα της κοπέλας μου για να λυθεί το όλο θέμα. Άρχισα να ησυχάζω.. μα πόσο λάθος έκανα…
Το μεσημέρι με είχαν καλέσει για τραπέζι. Η κοπέλα μου ντυμένη ως συνήθως με τζιν και πουλόβερ. Η γιαγιά κι αυτή ως συνήθως με ένα κοντό φουστάνι. Η πεθερά μου όμως το είχε παρακάνει. Από πάνω ένα μαύρο μπούστο που έδενε με σκοινιά μπροστά, μια μίνι στενή δερμάτινη φούστα και μπότες μέχρι το γόνατο. Μέχρι και ο πεθερός μου που δε μίλαγε την έριξε τη σπόντα του.
- «Τι λες γαμπρέ; Θα βγάλω τίποτα αν τη βγάλω για πιάτσα;»
Εγώ χαμογέλασα αμήχανα. Όμως η πεθερά μου το συνέχισε.
- «Για πες του λοιπόν. Μήπως είμαι μεγάλη και δεν σ’ αρέσω;»
Ευτυχώς με έσωσε η κοπέλα μου.
- «Έλα, αφήστε τον. Μη μου τον πονηρεύετε…»
Στο τραπέζι καθόμουν ανάμεσα απ’ τη γιαγιά και τη μάνα ενώ απέναντι είχα την κοπέλα μου. Ο πεθερός μου ήταν στην κεφαλή του τραπεζιού και στον κόσμο του. Μίλαγε για την πολιτική κι άλλες τέτοιες αερολογίες. Εγώ είχα τρελαθεί απ’ τη θέα απ’ τα μπούτια της γιαγιάς και της μαμάς. Ήπιαμε πολύ, ιδίως ο πεθερός και η κοπέλα μου. Η πεθερά μου σηκώθηκε και χόρευε τσιφτετέλι δίπλα στον άντρα της ενώ προσπαθούσε να τον σηκώσει για χορό.
- «Χόρεψε με τη μάνα σου…», της λέει.
Η κοπέλα μου εντωμεταξύ δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί απ’ το μεθύσι. Ίσα που κράταγε ανοιχτά τα μάτια της. Όχι βέβαια ότι ο πατέρας της ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Ενώ η πεθερά μου συνέχιζε να χορεύει δίπλα στον πεθερό μου, η κοπέλα μου δεν άντεξε άλλο και πήγε να ξαπλώσει. Ο πεθερός μου κι αυτός μισοκοιμισμένος στο τραπέζι. Τότε άρχισε το παιχνίδι με μένα και τις δυο.
- «Έλα κουκλάρα μου να σε χορέψω εγώ…», της λέει η γιαγιά.
Ενώ χόρευαν τσιφτετέλι τα μάτια τους ήταν κολλημένα πάνω μου. Ξαφνικά ήρθε η γιαγιά και με σήκωσε για χορό. Ο πεθερός μου χαζογέλαγε, όσο ήταν ξύπνιος. Με βάλανε στη μέση και κουνιόντουσαν πάνω μου. Η γιαγιά με χούφτωνε από τα μπούτια μέχρι τα μαλλιά ενώ χόρευε πίσω μου. Η μαμά από μπροστά λικνίζονταν στα χέρια μου. Οι ματιές έδιναν και έπαιρναν. Σε μια στιγμή η μαμά πήρε τον άντρα της για ύπνο.
- «Έλα, σήκω. Αχ τι τραβάω η γυναίκα. Πάμε για ύπνο».
Εγώ πήγα να κλείσω το ράδιο. Ξάφνου νιώθω από πίσω μου τη γιαγιά.
- «Σε θέλω μέσα μου μαναράκι μου…», μου λέει.
Το χέρι της έτριβε το πέος μου ενώ με έγλειφε στο λαιμό.
- «Το άλλο σαββατοκύριακο πάνε εκδρομή. Εγώ όχι. Κατάλαβες: Φιλιά τώρα, πάω να ξεκουράσω το κορμάκι μου».
Δίνοντας μου ένα ρουφηχτό φιλί στο λαιμό πήγε στο δωμάτιο της. Ήμουν υπερβολικά αναμμένος. Ενώ ετοιμαζόμουν να πέσω στον καναπέ για ξεκούραση βγαίνει απ’ το δωμάτιο η μαμά.
- «Βοήθα να ξεστρώσουμε το τραπέζι…», μου λέει.
Στην κουζίνα και ενώ βάζαμε τα πιάτα στο νιπτήρα, πάει και κλείνει την πόρτα.
- «Λοιπόν, θα μου πεις για τη χθεσινή παρεξήγηση;»
Λέγοντας αυτά έρχεται προς το νιπτήρα και αρχίζει να πλένει τα πιάτα.
- «Ακούω…», μου λέει επιτακτικά.
- «Ξέρεις ήταν ένα χαζό παιχνίδι, μια αδυναμία…», της λέω αμήχανος.
- «Σ’ αρέσουν τα ώριμα φρούτα βλέπω γαμπρούλη μου! Όμως στον πεθερούλη σου δεν του είπες αν αξίζω για πιάτσα μήπως και του ξύπναγες κανένα ένστικτο και έβλεπαν κι εμένα χαρά λίγο τα σκέλια μου…!»
Δεν άντεχα άλλο.. αυτό ήταν. Πήγα από πίσω της.
- Γι’ αυτό φοβάσαι πεθερούλα μου; Εγώ είμαι εδώ!»
Τα χέρια μου μπήκαν κάτω απ’ τη φούστα της και άρχισαν να της χαϊδεύουν τα μπούτια. Με μιας μου πιάνει τα χέρια και γυρνώντας προς τα εμένα με απομακρύνει.
- «Έχεις βάλει σκοπό να μας πηδήξεις όλες εδώ μέσα;», μου λέει με πονηρό χαμόγελο.
Τότε βγάζω απ’ την τσέπη μου ένα μάτσο με λεφτά.
- «Αξίζεις πολλά να πεις στον πεθερούλη μου!»
Της βάζω τα λεφτά μέσα απ’ το μουστάκι και της χουφτώνω το στήθος.
- «Αρκεί να σ’ αρέσει κι εσένα να κάνεις αυτό που είσαι. Την πουτάνα μωρό μου, την πουτάνα!»
Πριν προλάβει να αντιδράσει, την πιάνω απ’ τα μαλλιά και τη φιλάω. Της δάγκωνα τα χείλη ενώ της ρούφαγα συνέχεια το στόμα. Αυτή δεν ήθελε κι άλλο. Με τη γλώσσα της έκανε μαγικά πράγματα.
- «Την πουτάνα σου γαμπρούλη μου, την πουτάνα σου. Σε θέλω. Έλα…»
Άρχισε να μου ξεκουμπώνει το πουκάμισο και να με γλείφει στο στήθος.
- «Είμαι καλή πουτάνα; Πες μου, πες μου... Αξίζω τα λεφτά μου;»
«Ναι, ναι! Καύλα είσαι! Δε βλέπεις τι μου χεις κάνει;»
Της βάζω το χέρι και μου πιάνει το πέος.
- «Τι πούτσος είναι αυτός; Αχ μωρό μου, πόσο καυλωμένος είναι!»
- «Για σένα μανάρι μου, για σένα!»
Την πιάνω και την σηκώνω καθιστή στο νιπτήρα. Της ξεδένω με μανία τα κορδόνια και της τρίβω με δύναμη τα στήθια. Βογκητά βγαίνουν από το στόμα της ενώ το δικό μου γλείφει και δαγκώνει τις ρώγες της.
- «Γλείψε με. Ναι! Ναι! Αχχχχ… Χύνωωω!!!»
Της σηκώνω πάνω τη φούστα και αρχίζω να της γλείφω τα υγρά που έτρεχαν στους γυμνούς μηρούς και τις κάλτσες της. Με τα χέρια μου της ανοίγω τα μουνόχειλα και βάζω το στόμα μου στη μουνάρα της. Έχυνε συνέχεια. Τα υγρά της έτρεχαν σε όλο μου το πρόσωπο. Τα μπούτια της έτρεμαν από ηδονή. Δάγκωνε το χέρι της για να μην τσιρίξει. Και εκεί που η ηδονή είχε φτάσει στο κατακόρυφο, ακούστηκαν θόρυβοι απ’ το μπάνιο και μετά ο ήχος απ’ το καζανάκι. Πεταχτήκαμε και προσπαθούσαμε να μαζέψουμε τα ασυμμάζευτα. Εγώ πήγα και κάθισα στον καναπέ.
- «Δεν θα πας γήπεδο;», μου λέει ο πεθερός μου που έβγαινε απ’ το μπάνιο.
Χαμογέλασα. Γήπεδο; Πού να ‘ξερε τι έκανα πριν στη γυναίκα του; Βρήκα λοιπόν την ευκαιρία και έφυγα. Όλο το βράδυ δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι με όσα είχαν συμβεί. Την άλλη μέρα, ενώ ήμουν στη δουλειά, με πήρε τηλέφωνο η γιαγιά. Είχε αποκλειστεί στο κέντρο γιατί είχαν απεργία τα λεωφορεία. Κανονίσαμε ραντεβού για να την πάω σπίτι. Έκανε πολύ κρύο. «Ή σήμερα ή ποτέ!», σκέφτηκα. Τη βλέπω από μακριά, μια σεβαστή κυρία, με τις γόβες της, το παλτό της.. Τίποτα δεν σε έκανε να πιστέψεις τη φωτιά που έκρυβε.
- «Πάλι καλά που ήρθες, γιατί δεν άντεχα άλλο το κρύο!»
Μιλάγαμε για γενικά θέματα. Αφού ζεστάθηκε άνοιξε το παλτό. Φορούσε ένα μαύρο φουστάνι κλειστό μέχρι το λαιμό με μεγάλα κουμπιά, μόνο που της είχε σηκωθεί ψηλά και φαινόταν οι μπουτάρες της. Εγώ έριχνα κλεφτές ματιές.
- «Συγνώμη για χτες…», μου λέει. «Δεν πιστεύω να με παρεξήγησες. Είχα πιει πολύ…»
- «Εντάξει δεν υπάρχει πρόβλημα…», της λέω. «Μόνο που πρέπει να συζητήσουμε την όλη κατάσταση κάπου μόνοι μας. Πάμε πρώτα από έναν πελάτη μου στην Πάρνηθα και το συζητάμε μετά».
- «Ότι θες εσύ. Όντως καλύτερα κάπου μόνοι μας και όχι μες στην κίνηση…»
Αφού τέλειωσα με τον πελάτη μου πήρα ένα δασικό δρόμο και σταμάτησα το αυτοκίνητο μες στο δάσος.
- «Εμείς και τα αγρίμια ήμαστε εδώ. Λοιπόν, για πες μου πως τη βλέπεις την όλη κατάσταση;», μου λέει χαμογελώντας.
Εγώ την κοιτάω ανέκφραστος, βγαίνω απ’ το αυτοκίνητο και της ανοίγω την πόρτα. Την πιάνω απ’ το χέρι και τη βγάζω έξω.
- «Μα κάνει κρύο! Είσαι καλά;»
Ανοίγω την πίσω πόρτα.
- «Πέρνα να τα συζητήσουμε…», της λέω σοβαρά.
- «Καλά ήμασταν και μπροστά…», μου λέει κάνοντας την κίνηση να μπει μπροστά.
Την πιάνω τότε απ’ τα μαλλιά και τη φιλάω.
- «Η μόνη λύση μανάρα μου είναι να σε ξεσκίσω!»
Της έτρεχαν τα σάλια ενώ την έγλειφα στο πρόσωπο..
- «Αχχχ… Όχι! Μηηη! Άσε με…», ψιθύριζε.
Όμως ένα ρουφηχτό φιλί στο στόμα της άλλαξαν το λεξιλόγιο.
- «Αχ… Ναι μανάρι μου. Μμμ… Ναι!»
Την πιάνω απ’ τα μπούτια και την ξαπλώνω στο πίσω κάθισμα. Ενώ κλείνω την πόρτα ανασηκώνεται και ακουμπάει την πλάτη της στο παράθυρο.
- «Θες παιχνίδια ε.. ; Καυλιάρα μου εσύ!»
Φιλιόμασταν και τα χέρια μου της έτριβαν το μουνί. Άρχιζα να της σκίζω το καλσόν.
- «Ξεκούμπωσε το φουστάνι αν δε θες να το σκίσω κι αυτό!»
Τα χέρια μου πια, έτριβαν το υγρό μουνί της.
- «Πάρε τις βυζάρες μου μωράκι μου! Αχ, ναι! Γλείφτες! Ναι καυλιάρη μου, ναι!»
Με μια κίνηση της σηκώνω το πόδι και της γλείφω με μανία το μουνί.
- «Τι μου κάνεις; Αχχ.. ναι! Γλείφτο. Ναι!»
Έχυνε συνέχεια. Άπλωνα τα χύσια της σε όλο μου το πρόσωπο. Γυρνάω και ξαπλώνω πίσω τραβώντας τη πάνω μου. Άρχισε να με φιλάει και να με γδύνει. Ενώ η γλώσσα της ύγραινε το κορμί μου, τα χέρια της είχαν ανοίξει το παντελόνι μου και έτριβαν το πέος μου.
- «Καύλα μου, τι πούτσος είναι αυτός; Αχ, τι σκληρός που είναι! Τον θέλω στη μουνάρα μου! Βάλτο μου. Τώρα, τώρα!»
Ανασηκώνεται και κάθεται με τα πόδια ανοιχτά ενώ με τα χέρια της άνοιγε τα μουνόχειλα της.
- «Τι μουνάρα είναι αυτή; Έλα, ξέσκισε τη! Τι κάθεσαι; Έλα…»
Το πέος μου έμπαινε και έβγαινε στη μουνάρα της. Βογκούσε συνέχεια, δάγκωνε τα χείλη της. Την πιάνω και τη γυρνάω μπρούμυτα. Της το έβαζα και τη χτύπαγα στον κώλο. Σιγά - σιγά πήρε τη στάση στα τέσσερα. Την πήδαγα με μανία. Τα βυζιά της παλλόντουσαν συνεχώς. Της τα έπιανα, τα έτριβα, την έπιανα απ’ τα μαλλιά. Δε σταμάτησε ούτε μια στιγμή να μιλάει και να φωνάζει:
- «Σκίσε με! Ναι! Αχχχχ… Τι καυλί είναι αυτό; Γάμα με. Ναι, έτσι! Αχχχ.. Μμμμ… Μ’ αρέσει!»
Τη γύρισα στα πλάγια. Το πόδι της ήταν στον ώμο μου. Της χάιδευα και της το έγλειφα. Αυτή έγλειφε τα χείλια της και έτριβε τα στήθια της.
- «Τι μπουτάρες είναι αυτές; Χύνω καυλιάρα μου. Ναι! Ναι! Πότισε μου το. Ναι! Πάρτα πουτάνα! Αχ… Χύνω!»
Της γέμισα το μουνί με το σπέρμα μου. Έπεσα στην αγκαλιά της. Μου χάιδευε τα μαλλιά.
- «Αχ, τι ήταν αυτό; Ούτε παρθένα να ‘μουνα! Με ξέσκισες. Με προσοχή τώρα μικρούλη σπίτι και όταν έχεις καύλες, μην ξεχνάς τη γιαγιά!»
Το απόγευμα τηλεφωνήθηκα με την κοπέλα μου. Καθώς μιλάγαμε άκουσα να μιλάει η πεθερά μου.
- «Τι γίνεται;»
- «Πάει ο μπαμπάς αύριο εκτός έδρας για μια μέρα και ετοιμάζει τα πράγματα η μητέρα μου. Έλα απ’ το σπίτι αύριο να μην είμαστε μόνες μας. Εγώ σχολάω το απόγευμα. Η γιαγιά θα έρθει απ’ τα ψώνια το απογευματάκι κι αυτή και η μαμά πρέπει να πλύνει τις κουρτίνες. Γι’ αυτό την ακούς και φωνάζει…»
- «Καλά, άμα τελειώσω νωρίς, θα έρθω να τη βοηθήσω».
Ενώ της το έλεγε άκουσα τη μάνα της να λέει:
- «Θα τον περιμένω»
- «Μην τη στήσεις. Θα σε περιμένει».
Από εκείνη την ώρα ήμουν ηφαίστειο. Περίμενα πως και πως να ξημερώσει. Γύρω στις δέκα βρίσκω μια δικαιολογία και φεύγω απ’ τη δουλειά. Χτυπάω το κουδούνι. Εκεί τα είδα όλα. Ανοίγει η πεθερά μου. Πασούμια, διχτυωτές κάλτσες και ένα διαφανές μαύρο baby doll που ίσα που σκέπαζε το στρινγκ σλιπάκι. Την κοίταζα από πάνω μέχρι κάτω. Έβαλε τα χέρια μπροστά να κρύψει τις ρώγες της.
- «Αχ, δεν σε περίμενα τόσο νωρίς. Περίμενε πάω να ντυθώ».
Κλείνοντας την εξώπορτα και ενώ αυτή πήγαινε προς το δωμάτιο χτυπάει το τηλέφωνο.
- «Α, όλα τώρα!»
Ήταν ο άντρας της. Καθώς έσκυψε να πάρει το τηλέφωνο απ’ το κομοδίνο δίπλα στον καναπέ χάζεψα στη θέα απ’ το κωλί της.
- «Έλα μου. Τι κάνεις; Δεν θα έρθεις τελικά απόψε; Ναι, με το γκόμενο είμαι. Και να ‘ξερες τι μου κάνει… Έλα, άσε τώρα τα αστεία!»
Μόλις άκουσα αυτά δεν άντεξα. Πήγα από πίσω της. Της χάιδευα τον κώλο και τα μπούτια και ενώ τα χέρια μου πέρασαν από μπροστά και της έτριβαν το μουνί, κόλλησα το πέος μου στο κωλί της. Αυτή τα έχασε. Προσπαθούσε με το χέρι της να μου απωθήσει τα χέρια, μα μάταια. Έτριβα με μανία το υγρό μουνάκι της και άρχισα να τη γλείφω στο λαιμό.
- «Ναι, ναι αντρούλη μου. Έλα, τα λέμε αύριο. Ναι, ναι. Άσε με τώρα, έχω δουλειά».
Εγώ της έγλειφα το αφτί και της ψιθύριζα το πόσο πουτάνα είναι, εκείνη την ώρα κλείνει το τηλέφωνο και ανασηκώνεται.
- «Σταμάτα λοιπόν. Προχτές ήμουν πιωμένη. Έγινε ένα λάθος».
Κάνει να φύγει. Τότε πάω ξωπίσω της και την βουτάω απ’ τα βυζιά. Τη φιλάω στο στόμα. Αυτή με δάγκωνε και με απωθούσε με τα χέρια της.
- «Σε έχω πληρώσει πουτάνα. Το ξέχασες;»
- «Πώς με είπες;»
- «Πουτάνα! Πουτάνα!»
Άρχιζε να με χαστουκίζει και να με γρατζουνάει με τα νύχια της στο πρόσωπο.
- «Είμαι η πεθερά σου πούστη! Το κατάλαβες»
Πήγε να φύγει. Την έπιασα απ’ τα μαλλιά και άρχισα να της χαϊδεύω και να της γλείφω όλο το σώμα.
- «Είσαι η καυλιάρα η πεθερά μου. Με τις μπουτάρες της, τις βυζάρες της….»
Αυτό ήταν… η αντίδραση ήταν τώρα μηδέν.
- «Αχ, δεν αντέχω άλλο η γυναίκα. Μμμμ… Αααχχχ… Τι πούστης που είσαι! Με έχεις τρελάνει! Αχ μωράκι μου… Σε πόνεσα, ε;»
Τα χέρια της μου χάιδευαν το πρόσωπο ενώ με φιλούσε ασταμάτητα. Έβγαλε τη γλώσσα της και άρχισε να με γλείφει ενώ με έγδυνε στο λαιμό και στο στήθος μέχρι που γονάτισε. Μου έβγαλε το παντελόνι και πήρε το πέος μου στο στόμα της.
«Μμμ… Αχ… Τι πούτσος είναι αυτός; Μμμ… πόσο καυλωμένος είναι!»
- «Για σένα είναι καυλιάρα μου!»
Με μιας σηκώθηκε και κάθισε με ανοιχτά και σηκωμένα πόδια στον καναπέ.
- «Σ’ αρέσω; Πες μου..»
Έτριβε τα στήθια και το μουνί της και με κοιτούσε λάγνα. Έσκυψα και Άρχισα να τη φιλάω και να της γλείφω το λαιμό.
- «Με τρελαίνεις!»
- «Τι σε τρελαίνει μωρό μου; Τι;»
- «Η γλώσσα σου».
- «Και τι άλλο;»
- «Τα βυζιά σου!»
- «Αχχ… Σ’ αρέσουν, ε;»
- «Ναι μουνάρα μου, ναι!»
Το βυζί της μου είχε μπουκώσει το στόμα.
- «Τι άλλο, πες μου. Τι άλλο σ’ αρέσει;»
- «Οι μπουτάρες σου! Μμμμ… και η μουνάρα σου!»
- «Αχ ναι! Ναι! Γλείφτοοοο!»
Ενώ της έγλειφα το μουνί έσταζαν απ’ το στόμα μου τα χύσια της.
- «Τι πουτάνα που είσαι μουνάρα μου!»
- «Η πουτάνα σου πούστη, η πουτάνα σου. Ξέσκισε με τώρα. Έλα, άνοιξε μου το μουνί!»
Ο πούτσος μου άρχισε να μπαίνει άγρια στο μουνί της.
- «Τι βρώμα που είσαι καριόλα!»
- «Πήδα με! Ναι! Αχχχχχ… Τι μου κάνεις;»
- «Σου σκίζω τη μήτρα ξεκωλιάρα!»
- «Ναι.. Βρίσε με κι άλλο»
Τη γύρισα από πίσω, τη χτύπαγα στον κώλο και της ξέσκιζα το μουνί εκείνη φώναζε από ηδονή. Γύρισα και κάθισα στον καναπέ.
- «Έλα σκύλα, ανέβα στον πούτσο μου όπως τότε με τον άντρα σου που σε έβλεπα…»
Αυτή ανέβηκε και άρχισε να τον παίρνει μέσα της βίαια. Τα στήθια της μου χτυπούσαν το πρόσωπο.
- «Σε καύλωσα τότε ε; Σ’ άρεσε να με βλέπεις να τον παίρνω;»
- «Ναι.. ναι.. μ’ άρεσε όταν σου τρίβει τις μπουτάρες!»
- «Και τι άλλοοοο;»
- «Όταν σου έγλειφε τα βυζιά…»
- «Μμμ… Ναι! Συνέχισε. Μη σταματάς… Πες μου… Πες μου…»
- «Όταν σε πήδαγε καριόλα και τώρα σε σκίζω εγώ καυλιάρα μου. Τις πιάνω εγώ αυτές τις μπουτάρες. Τις δαγκώνω εγώ αυτές τις ρώγες. Κοίτα το στόμα μου… Κοίτα πως τρέχουν τα χύσια απ’ το μουνί σου! Κοίτα πως μπαίνει ο πούτσος μου στη μουνάρα σου!»
Δε σταμάτησα στιγμή να τη χαϊδεύω και να τη γλείφω.
- «Πες μου κι άλλα πούστη! Αααχχχ δεν αντέχω άλλο χύνω! Μμμμ… Αααχχχ…»
Χτυπιόταν ολόκληρη από ηδονή. Τα μπούτια της έτρεμαν ενώ απ’ το μουνί της έτρεχαν καταρράχτες τα υγρά της. Έπεσε στο πάτωμα. Σηκώθηκα και έπαιζα γονατιστός τον πούτσο μου πάνω στο πρόσωπο της.
- «Έλα μικρούλη μου.. πότισε με!»
- «Πάρτα βρώμα! Αχχχχ… Ναι σκύλα!»
- Την έχυσα στο πρόσωπο. Αυτή άλειφε τα χύσια πάνω της ενώ μου έγλειφε τον πούτσο.
- «Αχ, τι σπέρμα είναι αυτό! Μμμ… Πουτσαρά μου εσύ!»
Έπεσα στο πάτωμα κουρασμένος. Την κοίταζα γεμάτη απ’ τα χύσια μου. Γύρισε και με κοίταξε.
- «Έχουμε και δουλειά. Κοίτα πως κάναμε το χαλί…!»
Αρχίσαμε να γελάμε. Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο να πλυθεί και να ντυθεί. Σε λίγο αρχίσαμε να κατεβάζουμε τις κουρτίνες. Αυτή ανεβασμένη στη σκάλα κι εγώ να την κρατάω. Φορούσε ένα κολάν και ένα κολλητό μπλουζάκι με άνοιγμα σε σχήμα καρδιάς μπροστά. Ενώ κατέβαζε τις κουρτίνες, εγώ την χούφτωνα στα πόδια.
- «Α, έτσι δεν κάνουμε δουλειά. Μηηη! Σταμάτα!»
- «Τρώει καλά ο πεθερός μου..»
- «Ναι, μια φορά στο τόσο. Άσε μέχρι και την πουτάνα του κάνω για να δω κι εγώ λίγο χαρά. Άλλωστε τα είδες…»
- «Ε όχι ότι δεν σ’ αρέσει όμως…;»
Εκείνη την ώρα το χέρι μου άρχισε να της τρίβει το μουνί.
- «Ε.. ναι.. μα.. σταμάτα τώρα…»
- «Θες να σταματήσω;»
- «Μμμ.. Ναι.. Αχχχχ..»
Της κατεβάζω το κολάν και κολλάω το στόμα μου στο κωλί της. Τα χέρια μου της άνοιγαν και της έτριβαν τα μουνόχειλα μα το τηλέφωνο μας διέκοψε. Ήταν η γιαγιά που ρώταγε αν είχα ήδη έρθει.
- «Της έλειψες. Τι γίνεται με τη γιαγιά;»
- «Τη βοηθάω να περάσει τη δεύτερη νιότη της. Γιατί, ζηλεύεις;»
- «Εγώ; Φτάνει να μπορείς να μας ικανοποιείς όλες!»
Λέγοντας αυτά παίρνει την κουρτίνα και πάει στο μπάνιο. Σε λίγο πηγαίνω κι εγώ. Τη βλέπω σκυφτή στη μπανιέρα να βάζει την κουρτίνα στο νερό.
- «Τι κωλάρα είναι αυτή που έχεις πεθερούλα μου;»
Πάω από πίσω και αρχίζω ξανά να της βάζω χέρι.
- «Αχχχ.. Μη μου κάνεις τέτοια. Από την ξεραΐλα σε καταιγίδες. Αχχχ.. Μηηη!»
- «Βγάλτο λοιπόν το γαμημένο το κολάν!»
- «Γιατί, λίγο σε καύλωσε;»
- «Τώρα όμως περιττεύει…»
Ενώ το χέρι μου είχε χουφτώσει το γυμνό μουνί της, εκείνη είχε διπλωθεί απ’ την ηδονή. Τα χείλια μου της ύγραιναν το λαιμό.
- «Τι μουνί γαμάει ο πεθερός μου; Τι κορμί είναι αυτό μανάρι μου; Καύλα είσαι!»
Το χέρι μου μπήκε από μπροστά στο άνοιγμα απ’ το μπλουζάκι της και της έτριβε τα στήθια. Αυτή συνεχώς βογκούσε μέχρι που γύρισε προς τα μένα. Άρχισε να με φιλάει, να με δαγκώνει.
- «Θα σου δείξω τώρα τι σημαίνει καύλα. Θα σε κάνω αεροπλάνο!»
Μου πιάνει το, πούτσο και αρχίζει να τον παίζει με μανία. Ενώ μου έγλειφε το λαιμό την πιάνω απ’ το σκίσιμο απ’ το μπλουζάκι της και της το σκίζω. Με το μπλουζάκι κουρέλια και τα πόδια μούσκεμα απ’ τα υγρά, την γυρνάω και της το βάζω. Αυτή κοίταγε στον καθρέφτη τα χέρια μου να της τρίβουν τα βυζιά και τον πούτσο μου να της σκίζει τη μουνάρα. Έτρεμε όλο της το κορμί. Εγώ δε σταμάτησα ούτε στιγμή να της λέω το πόσο πουτάνα ήταν. Συνέχισα να την πηδάω με μανία. Χαλαρώνω για λίγο και τη φιλάω. Της έτρεχαν τα σάλια.
- «Ήρθε η ώρα να κάνεις μπάνιο!», της λέω.
Τότε σκύβει και μου πιπίλαγε τον πούτσο με τη γλώσσα.
- «Αχχχ… χύνω!»
Τα χύσια μου απλώθηκαν για μια ακόμη φορά στο πρόσωπο της. Τα άλειφε σε όλο της το κορμί ενώ έπνιγε τον πούτσο μου στο στόμα της.
- «Με ξεμούνιασες γαμπρούλη μου! Αχχχ… Τι ήταν κι αυτό!»
Την άφησα στο μπάνιο να πλύνει χύσια και ιδρώτα. Ενώ έκανε μπάνιο ήρθε η γιαγιά.
- «Γαμπρούλη μου, κάνει ένα κρύο έξω. Δε σας λέω τίποτα!»
Με το που κατάλαβε ότι η πεθερά μου έκανε μπάνιο ήρθε για ψητό. Κάθεται δίπλα μου στον καναπέ και αφού με αγκαλιάζει, άρχιζε να τρίβεται πάνω μου. Το χέρι της μπήκε μέσα απ’ το παντελόνι και μου έπιασε το πέος. Τριβόταν πάνω μου και με έγλειφε στο λαιμό.
- «Αχ! Τι ζεστό που είναι το καυλί σου! Μούσκεμα είναι το μουνί μου. Με έχεις αναγεννήσει!»
Εγώ για μια ακόμη φορά ήμουν τόσο πολύ ερεθισμένος. Η κάθε μια είχε τη δική της χάρη και ηδονή. Χωρίς λοιπόν να χάσω ευκαιρία της χαϊδεύω τα μπούτια και χώνω το κεφάλι μου στο ανοιχτό ντεκολτέ της γλείφοντας της τις βυζάρες. Ενώ την έγλειφα και της έβαζα χέρι, ακούστηκε η πόρτα απ’ το μπάνιο. Τραβηχτήκαμε κάνοντας ότι μιλάγαμε.
- «Καλώς την! Πάλι γυροφέρνεις το παιδί; Κι εσύ καλή είσαι! Με μια πετσετούλα μόνο γυρνάς;»
- «Γιατί, δεν έχω ωραία πόδια;»
Λέγοντας αυτό σηκώνει την πετσέτα και επιδεικνύει τους γοφούς της. Εγώ χωρίς να χάσω ευκαιρία σηκώνω τη φούστα της γιαγιάς και της πιάνω το μπούτι.
- «Και οι μπουτάρες της γιαγιάς καλές είναι. και όχι μόνο…».
- «Αμ εσείς έχετε ξεφύγει πιτσουνάκια μου!»
Ένα γέλιο έσβησε την όποια αμηχανία μας. Και ενώ δεν προλάβαμε να σταματήσουμε να γελάμε, ήρθε η κοπέλα μου. Μετά από τις χαιρετούρες μας ανακοινώνει ότι κάτι σπουδαίο έχει να μας πει. Χωρίς πολλά λόγια μας λέει για την πρόταση προαγωγής της στο εξωτερικό όμως και μαζί τη μετάθεση και του πατέρα της εκεί. Μου κόπηκαν τα πόδια. Σε μια στιγμή τα έχανα όλα. Τα μάτια και από τις τρεις καρφώθηκαν επάνω μου. Η μικρή με νάζια προσπαθούσε να με ανεβάσει λέγοντας μου για το ότι στις μέρες μας οι αποστάσεις έχουν εκμηδενιστεί και τέτοιες μπούρδες.
Η μάνα της πήγε να πάρει τηλέφωνο τον άντρα της και η μικρή ετοίμαζε τα πράγματα της γιατί θα πήγαινε για τα διαδικαστικά για κάνα δυο μέρες. Αφού ενημερώθηκε ο πεθερός μου και μετά από όρκους αγάπης απ’ την κοπέλα μου, χαιρετηθήκαμε... Και όλα μετά πήραν σιγά - σιγά το δρόμο του χωρισμού. Να γιατί ψάχνω ακόμη αυτό το κάτι στο ώριμο γυναικείο κορμί... θα το βρω;
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.