Το e-mail μου είναι το:
Χολαργός. Ρετιρέ. Αποτελούταν από ένα μικρό μπάνιο, μια κουζίνούλα στην οποία σίγουρα δεν θα χώραγε το ψυγείο μου – τόσο μικρή ήταν, και από ένα τεράστιο δωμάτιο ενιαίο, που θα μου χρησίμευε για υπνοδωμάτιο και καθιστικό μαζί.
Από τη μέρα που η Χ. μου έδωσε τα παπούτσια στο χέρι και με έδιωξε από το σπίτι στη Μεθώνης επειδή κατάλαβε πως την απατούσα, την έβγαζα σε φίλες και φίλους. Είχα βαρεθεί. Άσε δηλαδή που έπρεπε να πάω να μαζέψω και τα πράγματά μου από το σπίτι της – που θα τα πήγαινα όλα αυτά;Μπαίνοντας στο δώμα που ούτε σε άστεγο να το χάριζαν δεν θα το έπαιρνε, το ερωτεύτηκα αμέσως. Το νοίκιασα και άρχισα να αυτοσχεδιάζω. Χώρισα τον ενιαίο χώρο με παραβάν, δεν θα ήθελα όποιος ερχόταν να μπορεί να βλέπει την «κρεβατοκάμαρα» ή να κάθεται στο κρεβάτι μου – έξω από το παραβάν έβαλα τον γιγάντιο σουηδικό καναπέ που είχα πάρει από το ΙΚΕΑ και το χαμηλό ινδικό τραπέζι με τις γιγάντιες βίδες που έμοιαζε με πειρατικό.
Ο ντράμερ μου, μου χάρισε ένα παλιό ‘70s ξύλινο μπαρ-βιβλιοθήκη με ένα γελοίο μπορντώ βελούδο για επένδυση στο χώρο όπου υποτίθεται θα έμπαιναν τα ποτά. Το τρύπησα και μοντάρισα το στερεοφωνικό εκεί. Τα 1,5μετρα ηχεία τα τράβηξα στις δυο γωνίες του χώρου. Παράγγειλα και κουρτίνες ψυχεδελικές για την τεράστια τζαμαρία που πλαισίωνε όλο το χώρο και αγόρασα και μια σόμπα γκαζιού (το χειμώνα, θα έψηνα πάνω της τα ρακόμελα).
Το ψυγείο το βόλεψα εκτός της κουζίνας.
Χρειάστηκε μια προεργασία βέβαια, γιατί αφού αναγκαστικά θα βρισκόταν στον ενιαίο χώρο του καθιστικού καιτης κρεβατοκάμαρας, θα έπρεπε να μη μοιάζει με ψυγείο. Το έβγαλα στην αυλή, το ξήλωσα από τα σήματα της φίρμας, το έξυσα και το έβαψα μπορντοκόκκινο στο χρώμα των Prince. Του ξανακόλλησα τα παλιά σήματα της Pitsos και το κοτσάρισα έξω από την πόρτα της κουζίνας με ένα έργο ενός φίλου απ’ την Καλών Τεχνών από πάνω –κάτι θραύσματα σπασμένου καθρέφτη κολλημένα σε μαύρη τσόχα και όλο αυτό μέσα σε ένα κάδρο από κοτετσόσυρμα και γαλάζια ξεβαμμένη κορνίζα από κατεδάφιση- να περνάει για άποψη.
Το σπίτι ήταν δραματικά κρύο το χειμώνα και εξουθενωτικά ζεστό το καλοκαίρι. Η τζαμαρία ευθυνόταν γι’ αυτό. Δεν θα το αντάλλασσα όμως με τίποτα στον κόσμο γιατί το δώμα αυτό είχε τεράστια βεράντα την οποία φρόντισα να πνίξω σε γιγαντιαίες γλάστρες – δέντρα (μου έπαιρνε μιάμιση ώρα να ποτίζω, μέρα παρά μέρα), έβαλα καλαμωτή για σκιά, ένα ξύλινο τραπέζι κήπου με τις αντίστοιχες ξύλινες δυο πολυθρόνες και ένα καναπέ για δυο άτομα. Εκεί άπλωνα τα ρούχα, εκεί κοιμόμουν το καλοκαίρι, εκεί έκανα και ποδήλατο – η «αυλή» ήταν τεράστια.
Η Γιάννα μπήκε στη ζωή μου όπως οι κουρτίνες. Ψυχεδελικά και με ένα απαλό, αθόρυβο σύρσιμο που όταν δεν μου αποκάλυπτε τη θέα σε έναν καινούριο κόσμο, μας απέκλειε από τα βλέμματα των έξω.
Ήταν πρώην μοντέλο, που τα παράτησε πολύ μικρή (την εποχή εκείνη ήταν 24) γιατί αηδίασε με την όλη φάση. Αν μη τι άλλο, αυτό αποδείκνυε ότι είχε μια στάλα μυαλό.
Τη γνώρισα στο συνοικιακό μπαράκι που κατέφευγα συχνά μετά το περιοδικό για ένα τελευταίο ποτό πριν πάω για ύπνο. Ήταν ωραίο μπαράκι αυτό – όλο πλουσιόπαιδα από του Παπάγου και το Χολαργό, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, πιπίνια. Έκανα χάζι ένα βράδυ, όταν με κοίταξε με τα τεράστια μάτια της, που ίσως να έμοιαζαν και τόσο μεγάλα γιατί είχε μείνει πετσί και κόκκαλο από τις δίαιτες.
Την κοίταξα κι εγώ και της χαμογέλασα σηκώνοντας ελαφρά το ποτήρι μου. Έμεινα μέχρι το πρωί εκείνη τη μέρα να μιλάω μαζί της. Ήταν χαλαρό άτομο και προσφέρθηκε να έρθει «να δει το σπίτι» μου γιατί της είχε κινήσει λέει την περιέργεια.
Πρωτοκάναμε έρωτα μια βδομάδα μετά. Ήταν άνοιξη και ένα απόγευμα Σαββάτου που ο τηλεφωνητής μου είχε τιγκάρει από μηνύματα της Χ., η οποία με ρώταγε να της πω πού είχα μετακομίσει για να φροντίσει, λέει, να μου στείλει εκείνη τα πράγματά μου, επειδή δεν άντεχε άλλο να τα βλέπει. Σιγά μην της έλεγα. Θα έστελνα εγώ να τα πάρουν, πριν τα πάρω εντελώς ο ίδιος στο κρανίο.
Η Γιάννα γαμιόταν όμορφα. Μου γκρέμισε βέβαια το ένα ηχείο, όπως έμπαινες αριστερά, αλλά άξιζε τον κόπο κάθε επισκευή, ψυχολογική ή άλλη, που θα αποπειρούμουν μαζί της. Τα βράδια που οι γύρω πολυκατοικίες κοιμούνταν -για την ακρίβεια, μόνο μια ήταν περίπου στο ύψος του έκτου ορόφου όπου μέναμε κι εκεί έμενε μια φοιτήτρια-, έβγαινε και έκανε ποδήλατο γυμνή στην ταράτσα.
Το καλοκαίρι πήγαμε μαζί διακοπές. Έβαλα αυτόματο πότισμα όσο λείπαμε. Όταν γυρίσαμε, συνεχίσαμε να πηδιόμαστε στο μπαλκόνι, στο τραπέζι και στα έπιπλα κήπου, στη ζεστή από τον ήλιο πλάκα της ταράτσας – μέσα στα νερά του αυτόματου ποτίσματος, βράδυα, απογεύματα, πρωινά μέσα στο σπίτι - με όλα τα παράθυρα της τζαμαρίας ορθάνοιχτα και με τον Σεπτεμβριάτικο αέρα να στεγνώνει τα χύσια της στην κοιλιά μου.
Με το που μπήκε ο χειμώνας, χωρίσαμε γιατί αποφάσισε, λέει, να πάει να εργαστεί σε έναν οίκο μόδας που τη ζήτησε στην Ιταλία.
Τράβηξα τις κουρτίνες ορθάνοιχτες. Είχα ανάγκη τον ήλιο τα πρωινά και να βλέπω τον Υμηττό απέναντι μέσα στην ομίχλη.
Ξυπνούσα και άναβα τη σόμπα που μύριζε ακόμη πορτοκάλι από τα φλούδια που έβαζε εκείνη για να αρωματίζει το δωμάτιο. Δεν μου έστειλε ποτέ το τηλέφωνό της, mail ή γράμμα. Δεν επιδίωξα κι εγώ να τη βρω από κοινούς μας γνωστούς. Έμεινα στο σπίτι αυτό για πέντε χρόνια, περιμένοντας τη μέρα που θα μου ξαναχτυπούσε το κουδούνι για να μου πει με την παιχνιδιάρικη φωνούλα της, όπως τότε, ότι «θέλει να κάνει ποδήλατο γυμνή στο μόνο μέρος που αξίζει να το κάνει αυτό».
Όταν μετακόμισα, χάρισα το ποδήλατο στον επόμενο νοικάρη. Ήταν μια νόστιμη φοιτήτρια της Δραματικής, που την έλεγαν επίσης Γιάννα. Tη γάμησα εύκολα το δεύτερο απόγευμα που ήρθε να ξαναρίξει μια ματιά στο σπίτι. Κατά κάποιο τρόπο, το χάρηκα κι ας μην της έμοιαζε.
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.