Προηγούμενο μέρος: Πονηρές Περιπέτειες (10ο μέρος): Γενέθλια Έκπληξη
(Μέρος A’ Στο Αστικό)
Ημερομηνία 21 Δεκεμβρίου 2012. Σαράντα μέρες μετά τα γεγονότα απ' το πάρτι των γενεθλίων μου. Ο πατέρας μου έχει ένα μικρό εργοστάσιο στην ιδιοκτησία του και γι’ αυτό πάντοτε όλες μας οι ανάγκες ήταν καλυμμένες. Όσον αφορούσε τα Χριστούγεννα λοιπόν έκλεινε την εταιρία για τις επόμενες δύο εβδομάδες και διοργάνωνε ένα πάρτι στο οποίο ήταν καλεσμένοι όλοι οι υπάλληλοι και οι οικογένειες τους. Ο πατέρας μας, ζήτησε από εμένα και την μητέρα μου να παραβρεθούμε στην γιορτή έστω για τα τυπικά. Να φανούμε σαν οικογένεια. Καιρό είχαμε να κάνουμε κάτι σαν οικογένεια, έτσι κι εγώ δέχτηκα.
Οι γονείς μου πήγαν από νωρίς να ετοιμάσουν τον χώρο ενώ εγώ αργότερα θα ερχόμουν με τα κρέατα που αργούσε να ετοιμάσει το κρεοπωλείο για να ψήσουμε. Το εργοστάσιο ήταν έξω απ’ την πόλη. Έπρεπε να πάρω ένα αστικό και να περπατήσω για κανένα εικοσάλεπτο μέσα από ερημιές. Έκανα ένα μπανάκι, έβαψα λίγο τα μάτια και έβαλα μια απαλή σκιά κραγιόν, στέγνωσα πρόχειρα τα μαλλιά μου. Έβαλα ένα μακρύ μαύρο κολάν, σταράκια πάνινα, ένα πουκαμισάκι καρό και το παλτό μου σε χρώμα λαδί. Πήρα μια τσάντα μαζί μου με αλλαξιά ένα μακρύ φόρεμα ριχτό μέχρι τον αστράγαλο και ένα ζευγάρι πέδιλα για να αλλάξω εκεί μιας και η διαδρομή θα ‘χε πολύ κρύο για να κυκλοφορώ έτσι. Πέρασα από τον κρεοπώλη της γειτονιάς και πήρα τις σακούλες με τα κρέατα, τις έβαλα και αυτές στο σακίδιο μου. Πήγα στην στάση και μετά από πέντε λεπτά πέρασε και το λεωφορείο. Ουφ, τυχερή στάθηκα, έλεγα από μέσα μου καθώς αυτό το λεωφορείο πάντα σ' αυτήν τη στάση είναι γεμάτο. Πήγα προς το κέντρο του λεωφορείου που φαινόταν να έχει τον λιγότερο κόσμο αλλά στην επόμενη στάση γέμισε και εκεί, οι πόρτες με το ζόρι έκλειναν.
Ο οδηγός πήγαινε γαμιώντας και φρέναρε απότομα όλη την ώρα. Ένας μεγάλος άντρας έπεφτε συνέχεια πάνω μου. Του χαμογελάω, δεν έχει από που να πιαστεί και πιάνεται από ένα λουρί από πάνω μου, κάνοντας τον να βρίσκεται στην κυριολεξία πάνω μου, σε κάθε φρενάρισμα και στάση κολλάει ολοένα και περισσότερο σε εμένα, σε σημείο που ένιωσα κάτι να με ενοχλεί. Ο πατέρας μου με πήρε τηλέφωνο και μου είπε τι έκανα και αργούσα τόσο πολύ. Ενώ μου μιλούσε, έκανα να κοιτάξω πίσω και τον είδα σκυμμένο να φτιάχνει το παντελόνι του, ευθυγραμμίζοντας κάθετα τον πούτσο του με τον οποίο άρχισε να με αγγίζει και να τρίβεται πάνω μου. Γυρνάω να τον κοιτάξω και κάνει τον ανήξερο. Από έναν καθρέφτη απέναντι τα βλέπω όλα. Νιώθω το χνώτο ενός άλλου ηλικιωμένου κοιλαρά εξηντάρη πάνω μου ενώ τρίβεται, μετακινείται και μου πιάνει τον κώλο κανονικά. Σκύβει στο αυτί μου και μου λέει:
- Με συγχωρείς Δεσποινίς Χριστίνα.
- Δεν πειράζει. Που ξέρετε το όνομα μου;
- Το άκουσα από τον μπαμπά σου που σου φώναζε στο τηλέφωνο. Αφού δεν πειράζει Χριστινάκι...
λέει και στο επόμενο φρενάρισμα πιάνει πιο επιδεικτικά τον κώλο μου στο και τον ζουπάει.
- Σας παρακαλώ μη!
- Ωχ με συγχωρείς. Δεν είναι αυτό που νομίζεις.
- Είστε σοβαρός; Τι δεν είναι αυτό που νομίζω;
- Να… θέλει και η κόρη μου να πάρει ίδιο μ’ αυτό και το αγγίζω να δω πως στρώνει.
- Σας παρακαλώ.
Νιώθω άβολα και προσπαθώ να μαζευτώ, να τραβηχτώ και μου φεύγει το κινητό απ’ το χέρι. Σκύβω και το ψάχνω, το βρίσκω και κάνω να σηκωθώ αλλά ένα χέρι με πιάνει από το μαλλί με κρατά σταθερά στο πάτωμα, γυρνάω να δω και ο κοιλαράς έχει βγάλει το παπάρι του και με τραβάει απ’ τα μαλλιά άγρια. Πονάω, ανοίγω το στόμα να φωνάξω και μου τον καρφώνει άτσαλα και ατσούμπαλα στο στόμα. Με κρατάει από το πίσω μέρος του κεφαλιού και γαμάει το λαιμουδάκι δυνατά και γρήγορα. Πνίγομαι και νιώθω ότι θα ξεράσω.
- Αχ παλιό ψώλα κατάλαβα ότι αυτό ήθελες.
- Γκαγκ, γκλοπ, γκαγκ, Σας παρακαλώ...
- Μην παρακαλάς άλλο ξεφτιλόμουνο… καλά κατάλαβα τι θέλεις.
Με σηκώνει απότομα και μου πιάνει τον κώλο επιδεικτικά.
- Φοβερό το κολάν που φοράς και πιο φοβερή η κωλάρα που το γεμίζει βρωμοπούτανο.
- Σας παρακαλώ, δε θέλω…
Με τα χέρια μου προσπαθώ να τον σπρώξω αλλά είναι δυνατός, με γυρνά απότομα πλάτη προς αυτόν πιάνει με τα δάχτυλα του το κολλάν κάτω-κάτω και το σκίζει. Έπειτα με μια κίνηση με καρφώνει ασάλιωτα στην κωλοτρυπίδα, μου κλείνει και το στόμα για να μην ουρλιάξω. Σκύβει και μου ψιθυρίζει:
- Θα σε ματώσω γαμημένη, θα σε σουβλίσω σκουπίδι, κοκορέτσι θα στον κάνω τον κώλο ξεφτιλοπούτανο του κερατά.
Ο παππούς που ήταν πίσω μου, τώρα μπροστά μου, έχει βγάλει την πούτσα του έξω και ενώ ο χοντρός κρατά το στόμα μου ανοιχτό ο γέρος καρφώνεται μέχρι μέσα και με πνίγει. Απ’ τα μάτια μου τρέχουν δάκρυα, πνίγομαι αλλά δεν δίνει σημασία. Είμαι σε ορθή γωνία σχεδόν, σε ένα αστικό του ΟΑΣΘ, σε ένα γεμάτο λεωφορείο και ξεφτιλίζομαι από δύο αγνώστους σαν τις ταινίες πορνό των Ασιατών.
- Σ’ αρέσει ο πούτσος μου μωρή γαμιόλα;
- Μίλα μωρή ξεφτίλα στο γαμιά σου. Τελικά όλα τα νεαρά πουτανάκια το ίδιο είστε, το ίδιο θέλετε…
μου λέει ο παππούς που μου γαμάει το στόμα και τον βγάζει και με σηκώνει ο άλλος πιάνοντας με από μια τούφα από τα μαλλιά με τόση δύναμη. Μα τι μανία είναι αυτή;… όπου πάω πάντα κάποιος να καυλώνει μαζί μου; Με φτύνει στο πρόσωπο και με πασαλείβει και με τα δάκρυα, χαλάει και το λίγο μακιγιάζ που είχα κάνει. Όπως είμαι όρθια και τον κοιτάζω, ο γέρος πίσω μου κατεβάζει λίγο τους γοφούς του για να έρθει από κάτω μου και με μια κίνηση προς τα πάνω χώνεται στο κωλαράκι μου.
- Δικιά μου την έκανα την σούφρα σου μωρή ξεκωλιάρα... γαμιόλα. Σε σκάβω αλύπητα.
- Έτσι σούβλισε τη.
Ο χοντρός πίσω, μου σκίζει το πουκάμισο και με φτύνει στην μάπα και με σφαλιαρίζει δυνατά. Μου σφίγγει το λαιμό με όλη του τη δύναμη σχεδόν για να χάσω τις αισθήσεις μου ενώ προσπαθώ με τα νύχια μου να τραβήξω τα δάχτυλα του απελπισμένα για μια αναπνοή. Μου ρίχνει μια μπουνιά στα πλευρά για να σταματήσω να τον νυχιάζω. Ο άλλος από πίσω μου βγαίνει απότομα, με πιάνει από το μαλλί και με κατεβάζει κάτω στα γόνατα μου βάζει μόνο το πουτσοκέφαλο στο στόμα και αρχίζει να τινάζει με δύναμη τα χύσια του στο λαιμό μου! Το ίδιο κάνει και ο άλλος και πολλά του ξεφεύγουν στο πρόσωπο μου καθώς δεν προλαβαίνει να με μπουκώσει.
- Το θέαμα είναι απίστευτο μωρή γαμιόλα. Στο λεωφορείο ανέβηκες ένα αθώο κορίτσι αλλά σε κατάντησα ένα γαμημένο μουνόπανο.
- Ναι σε ξεφτιλίσαμε μωρή ξεκωλιάρα.
Το πρόσωπο μου είναι γεμάτο χύσια, σάλια και ιδρώτα. Ο γέρος συνεχίζει να μονολογεί:
- Έτσι σου έμαθαν οι γονείς σου γαμημένο ξεκωλίδι; Δεν σου έμαθαν να είσαι καλό κορίτσι; Μωρή ψώλα πουτανάρα, προσωπική μου τουαλέτα σε κατάντησα και για του λόγω του αληθές πάρε και το κάτουρο μου μωρή βρωμιάρα...
και λέγοντας το αυτό άρχισε να κατουράει απευθείας στο στομάχι μου. Πάει είχα αρχίσει να νιώθω σαν δημόσια τουαλέτα… τι κόλλημα και αυτό με το να με κατουράνε όλοι; Τότε ακούω την ηχογραφημένη φωνή του αστικού «Επόμενη στάση, next stop...» Ήταν η στάση μου. Σηκώθηκα άρον-άρον με όσες δυνάμεις είχα και τινάχτηκα γρήγορα προς την πόρτα κατέβηκα και πήρα μερικές ανάσες. Όταν το αστικό απομακρύνθηκε πέρασα απέναντι το δρόμο και μπήκα στον στενό δρόμο που οδηγούσε στο εργοστάσιο. Το εργοστάσιο που λέτε είναι στην μέση του πουθενά, παντού λιβάδια και γρασίδια τριγύρω και στο βάθος βουνά. Νύχτωνε και είχε και συννεφιά, ο δρόμος στρωμένος με χιόνι. Πήγα λίγο παραπέρα και έκανα εμετό. Σκουπίστηκα με κάτι μωρομάντηλα από την τσάντα μου και συνέχισα το δρόμο μου.
Ένας δυνατός αέρας φυσούσε ενώ εγώ περπατούσα στον ιδιωτικό δρόμο του εργοστασίου. Έβγαλα ένα άλλο μαντηλάκι και προσπαθούσα να καθαρίσω όσο καλύτερα μπορούσα τα χύσια από το πρόσωπο μου και το σώμα μου. Μια κόρνα αυτοκινήτου με ξάφνιασε και έπεσα κάτω στο χιόνι.
- Είστε καλά δεσποινίς; Με συγχωρείτε δεν ήθελα να σας τρομάξω…
είπε ο άντρας που οδηγούσε το αμάξι. Ένας πολύ ψηλός με μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια.
- Συγνώμη κι εγώ δεν έδινα σημασία πίσω μου και σακατεύτηκα.
- Ονομάζομαι Σταύρος. Κι εσείς στο πάρτι δεν πάτε;
- Ναι αλλά μπορώ να περπατήσω.
- Δεν υπάρχει περίπτωση, εσείς κουτσαίνετε, θα σας πάω εγώ.
- Σας ευχαριστώ.
Άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και μπήκα. Λίγο πιο κάτω ο άντρας γύρισε προς το μέρος μου:
- Δεν σας έχω ξαναδεί στα γραφεία, είστε καινούργια ή οικογενειακό μέλος κάποιου άλλου υπαλλήλου;
- Α, με λένε Χριστίνα και είμαι η κόρη του εργοστασιάρχη.
- Του… του αφεντικού;
- Ναι!
- Εγώ είμαι ο συνέταιρος του, χαίρομαι.
- ...
Κοκκίνισα από ντροπή. Ένιωθα το βλέμμα του πάνω στα μπούτια μου. Προσπάθησα λίγο να συμμαζευτώ. Ο δρόμος ήταν λίγο παράξενος και πιάσαμε κουβέντα να περάσει η ώρα. Είχα καρφωμένο το βλέμμα μου στο δρόμο έξω απ’ το τζάμι.
- Ελπίζω να μην χτύπησες πολύ εξαιτίας μου Χριστίνα…
είπε και άπλωσε το χέρι του στο αριστερό μου μπούτι. Από τον τρόμο μου τινάχτηκα και μαζεύτηκα λίγο παραπάνω προς την πόρτα. Το κατάλαβε και μάζεψε το χέρι του.
- Με συγχωρείς, ελπίζω να μην παρεξηγήθηκες, απλά είμαι άνετος ακόμη και με άτομα που δεν ξέρω καλά.
Γύρισα και τον κοίταξα ενώ οδηγούσε. Ένας ωραίος περιποιημένος άνθρωπος.
(Μέρος Β’ Στο Πάρκινγκ)
Στη διαδρομή συνέχεια κοιτάζει τα μπουτάκια μου εγώ αγχωμένη αναμένω πως και πως να φτάσουμε στα γραφεία να πάω τα κρέατα ενώ είμαι μαζεμένη με το κινητό στα χέρια. Μέχρι να φτάσουμε μιλάμε για διάφορα και άσχετα. Φτάνοντας στο πάρκινγκ του εργοστασίου που βλέπει στο κτήριο, βλέπουμε τον πατέρα μου έξαλλο.
- Ωχ όχι… τι κάνουμε τώρα, αν με δει και σε αμάξι άλλου θα γίνει έξω φρενών.
- Κοίτα δε θέλω μπλεξίματα, φαντάζομαι ούτε εσύ, ξέρω ότι αυτό που θα σου προτείνω είναι πολύ ακραίο αλλά μόνο αυτό θα μας σώσει.
- Τι πράγμα κύριε Σταύρο;
- Να είπες ότι πήρες μια αλλαξιά ρούχα μαζί σου που ζήτησε ο μπαμπάς σου να βάλεις συγκεκριμένα για σήμερα έτσι;
- Ναι!
- Επομένως δεν είναι αυτά, αν κάτσεις με τα γόνατα στο κάθισμα του συνοδηγού και τουρλώσεις τον πισινό σου προς το παράθυρο του συνοδηγού και φέρεις το κεφάλι σου στον καβάλο μου δε θα καταλάβει.
- Και τι θα κάνουμε; Γιατί να τουρλώσω τον κώλο μου κύριε Σταύρο;
- Ο πατέρας σου ξέρει ότι εγώ γαμάω πολλές μικρές πουτανίτσες όταν είμαι εκτός σπιτιού για δουλειές.
- Μα κύριε Σταύρο, νιώθω άβολα και εγώ δεν είμαι πουτάνα.
- Έλα καλή μου, δε θα με τσιμπουκώσεις στα αλήθεια, απλά να σε δει, ο πορνόγερος, θα γουστάρει μ’ αυτό που θα δει και θα φύγει.
- Δεν ξέρω κύριε Σταύρο.
- Έλα μωρό μου είναι η μόνη μας ελπίδα να μη σε καταλάβει.
Φτάνει κοντά στην πόρτα και χτυπάει το παράθυρο του αυτοκινήτου τα τζάμια είναι φιμέ και δε φαίνεται τίποτα, Απ’ την τρομάρα μου γυρνάω και παίρνω αμέσως την στάση που μου είπε, εκείνος βάζει το ένα χέρι του στο παντελόνι και το ξεκουμπώνει να φαίνεται ξεκουμπωμένο και απ’ την άλλη μου χαϊδεύει την μέση. Αρχίζω να βαριανασαίνω από το άγχος μην με καταλάβει και το χνώτο μου πέφτει έντονα πάνω στο σημείο όπου βρίσκεται ο πούτσος του.
- Κούνα και τον κώλο σου Χριστίνα να τον καυλώσεις.
Ανοίγει το παράθυρο ενώ με το άλλο χέρι μου ανακατεύει τα μαλλιά μπροστά να μη φαίνομαι και σκύβει και ο πατέρας μου να του μιλήσει:
- Καλησπέρα Σταύρο όλα καλά;
- Αμάν, καλησπέρα αφεντικό. Συγνώμη όπως βλέπεις έχω μια δουλίτσα.
- Τι κάνεις εκεί ρε Σταύρο; Στο πάρτι του εργοστασίου κιόλας;
- Να εδώ το πουτανάκι μου με τσιμπουκώνει.
- Δε βλέπω κάτι.
Ο κύριος Σταύρος παίρνει το χέρι του απ’ τα μαλλιά μου και το χώνει στο μποξεράκι του τραβάει το μποξεράκι κάτω και βγάζει τον χοντρό και ζουμερό του πούτσο με τα αρχίδια μαζί.
- Βάλε τα χειλάκια σου στον πούτσο μου μωρό μου, πάρε μου μια πίπα μικρούλα, έλα και το αφεντικό σε βλέπει μην ντρέπεσαι.
Με πιάνει από το κεφάλι και με σπρώχνει πνίγοντας με να μην το σηκώσω καθόλου. Κάνω ότι τον πιπώνω ενώ απλά ανεβοκατεβάζει το κεφάλι μου. Ο πούτσος του τινάζεται απ’ την καύλα και κοιτάζει το ταβάνι κάτι το οποίο δεν περίμενα και όπως τινάχτηκε μπήκε στο στόμα μου και άρχισε να με πνίγει γιατί είναι όλος μέσα στο στόμα μου, νιώθω την έντονη μυρωδιά των αρχιδιών του. Έχει το χέρι του στα μαλλιά μου ανακατωμένα και απ’ ότι φαίνεται καύλωσε πολύ μ’ αυτό γιατί άρχισε να με πιέζει να τον πάρω βαθιά και να με κρατάει εκεί πνίγοντας με και άρχισα να κάνω ήχους πνιγμού.
- Πω, πω μ’ αρέσουν τα μικρά τσουλάκια...
λέει και απλώνει τα χέρια του στο ήδη σκισμένο μου κολλάν και κάνει πέρα το κιλοτάκι μου και χώνει τα δάχτυλα του στο μουνάκι μου.
- Πω, πω βλέπω τα ζουμερά μουνόχειλα της και θέλω να τα γλείψω να τα ανοίξω με την πουτσάρα μου.
Δεν το πιστεύω ότι ο μπαμπάς μου με αγγίζει, κουνάω τον κώλο μου και με το χέρι μου προσπαθώ να του βγάλω τα δάχτυλα δίχως να γυρνάω το κεφάλι μου για να μη με αναγνωρίσει. Ο Σταύρος συνεχίζει να μιλά με τον πατέρα μου.
- Σας παρακαλώ αφεντικό, φαίνεται ότι δε θέλει. Νιώθει άβολα φαίνεται γιατί δε σας ξέρει μόνο εμένα θέλει.
- Να δούμε η γυναίκα σου πόσο άβολα θα νιώθει όταν της πω ότι ήρθες στο εργοστάσιο με άλλη γκόμενα και μικρή κιόλας και πως σε τσιμπούκωνε στο αμάξι.
- Όχι αφεντικό σας παρακαλώ θα με χωρίσει μην πείτε τίποτα και θα μου τα πάρει και όλα η καργιόλα.
- Γι αυτό θα κάνω ότι θέλω, θα το γαμήσω αυτό το βρωμόμουνο, κοίτα πως κουνά την κωλάρα της, έχει καυλώσει η πούτσα μου. Τι χοντρές μπουτάρες είναι αυτές;
Ωχ όχι Θεέ μου αναρωτιέμαι, τι ξεφτίλα και αυτή ο κύριος Σταύρος με πιέζει στην πούτσα του και πνίγομαι ενώ ο μπαμπάς μου χουφτώνει τα κωλομέρια μου άγαρμπα και τα ζουπάει.
- Η μικρή σου πουτανίτσα έχει κωλάρα. Πως την λένε;
- Χριστίνα αφεντικό.
- Αχ συνονόματη με την κόρη μου είναι, θέλω να της γαμήσω το βρωμόμουνο, κοίτα πως κουνάει την κωλάρα της.
Εγώ κουνούσα τον πισινό μου και την μέση μου αηδιασμένη από το άγγιγμα του και τα λόγια του προσπαθώντας να τον απωθήσω να καταλάβει ότι δεν θέλω αλλά αυτός με χαστούκιζε και καύλωνε περισσότερο που αντιστεκόμουν. Με άγγιζε παντού με τα τραχιά του χέρια, μου έριχνε σφαλιάρες δυνατές στο κωλαράκι μου. Πέφτει στα γόνατα και τρίβει τα μούτρα του πάνω στο μουσκεμένο μουνάκι μου. Ανοίγει την τρύπα στο κολλάν ακόμη παραπάνω και παραμερίζει το κιλοτάκι μου και γλείφει το μουνί μου που έχει πλημμυρίσει απ’ τα υγρά μου.
- Πω, πω τι μουνάκι έχεις εσύ καύλα μου...
φωνάζει κι εγώ βογκάω καθώς με γλείφει. Με βρίζουν ασταμάτητα, όσο ο πατέρας μου, μου βάζει το ένα δάχτυλο μετά το άλλο. Δίχως να το θέλω είμαι ήδη μούσκεμα, όλες αυτές οι εμπειρίες όλες αυτές τις φορές που ένιωσα ξεφτιλισμένη και τώρα πάλι ήμουν έρμαιο στα χέρια του ίδιου άντρα που με ξεφτίλισε πέρα από κάθε όριο. Είτε αυτό ήταν στη φαντασία μου είτε όχι, έσταζα ολόκληρη πάνω του και αυτό το είχε καταλάβει:
- Στενό είναι το καργιολάκι σου Σταύρο πόσο καιρό έχεις να την πηδήξεις την πουτάνα σου;
- Έλα αφεντικό δε θα ξαναβρείς τέτοιο κωλαράκι σφιχτό, μπες μέσα και βάρα τη σφαλιάρες, γουστάρει άγριο γαμήσι το μικρό πουτανάκι.
- Έλα μωρή πουτάνα.
Σηκώνεται, κατεβάζει απότομα και το στρινγκ μου, σκύβει και μυρίζει τον κώλο μου, γλείφει τη σάρκα μου και με πιάνει απ’ την μέση προσπαθώντας να με ευθυγραμμίσει, γέρνει πάνω μου κοντά στον κύριο Σταύρο και μου λέει:
- Επειδή πουτανάκι έχεις το όνομα της κόρης μου και μου τη θυμίζεις και όλους τους μπελάδες που με έχει βάλει τα τελευταία χρόνια, επειδή εκείνη δε μπορώ να την γαμήσω θα σου φερθώ πολύ άσχημα όπως σου αξίζει και σ’ αρέσει.
Με βρίζει, μου λέει χυδαιότητες ότι είμαι πουτάνα χιλιογαμημένη και ότι θα περάσω καλά απόψε, με χαστουκίζει στον κώλο και το χέρι του γραπώνει το κωλομέρι μου. Ευθυγραμμίζει την ψωλή του με το κωλαράκι μου και με τραβάει με βία προς τα πίσω, μου τον βάζει όλο μέσα και με τραβάει το κεφάλι κοντά του φέρνει το στόμα του στο αυτί μου και μου ψιθυρίζει:
- Σ’ αρέσει ο μπαμπάκας Χριστίνα να σου σκίζει την κωλάρα έτσι βίαια όπως σου αξίζει;
- Αχ...
Σηκώνεται και έχοντας το σώμα του έξω από το αμάξι χαιρετώντας τον κόσμο στο τραπέζι που δεν έχει πάρει χαμπάρι τίποτα κουνά μόνο την μέση του μπαινοβγαίνοντας συνέχεια στο στενό μου κωλαράκι σκίζοντας με. Ο κύριος Σταύρος ελευθερώνει το χέρι του, σηκώνομαι και του ψιθυρίζω:
- Σας παρακαλώ σταματήστε τον τώρα, δεν είναι δυνατόν ο ίδιος μου ο πατέρας να με αγγίζει έτσι.
Ψιθυρίζω ενώ δάκρυα τρέχουν. Όσο ο πατέρας μου με γαμάει από πίσω δυνατά και με καρφώνει με μίσος ο κύριος Σταύρος με σηκώνει απ’ τον λαιμό πάλι και μου ψιθυρίζει:
- Με συγχωρείς Χριστίνα δεν υπήρχε άλλη λύση, καύλωσε ο κωλόγερος και αντί να φύγει ήθελε και αυτός να γαμήσει. Θα πρέπει να το ανεχτείς μέχρι να φύγει.
Βλέπει το μπαμπά μου που σκύβει γιατί δεν ακούει τίποτα. Για να δικαιολογήσει γιατί δεν τον πιπώνω με φτύνει στο πρόσωπο και με χαστουκίζει με δύναμη. Με τραβάει και με βάζει να καταπιώ τον πούτσο του όσο ο πατέρας μου φτύνει και ανοίγει το κωλαράκι μου.
- Ρε συ Σταύρο θα τελειώσω με το πουτανάκι αυτό. Όλα μέσα της θα τα ρίξω να τη γκαστρώσω την τσουλάρα.
Ο Σταύρος φαίνεται να είναι στον κόσμο του, δεν ακούει τίποτα έτσι όπως τρέχουν τα σάλια από το στόμα μου και ενώ ο μπαμπάς μου σκίζει ανελέητα το κωλαράκι μου αρχίζει να χύνει και να μου φωνάζει:
- Πα' τα στην κωλάρα σου την ξεσκισμένη καργιόλα…
ενώ χτυπιέται και χύνει μέσα μου. Έπειτα κουμπώνει το παντελόνι του, μου ρίχνει ένα χαστούκι και μια δαγκωνιά στο κωλομέρι και φεύγει, ενώ λέει στο Σταύρο:
- Και Γαμώ την κωλάρα φίλε καλά μου ξηγήθηκες και θα το θυμάμαι αυτό.
- Παρ' τα ανώμαλη πόρνη, πάρε το γάλα σου μωρή καργιόλα ξεφτιλισμένη. Έτσι ρούφα τα με πουτανιά και προθυμία χωρίς αντιρρήσεις πουτανάκι…
έλεγε ο κύριος Σταύρος καθώς με είχε ακόμη μπουκωμένη και έχυνε μέσα στο λαρύγγι μου, ο Μπαμπάς μου που τα έβλεπε αυτά χαιρόταν και γελούσε ενώ το σαγόνι μου είχε μουδιάσει.
- Μια βρωμερή μουλάρα είσαι Χριστίνα. Μπράβο σου Σταύρο.
- Να ‘στε καλά αφεντικό, αν δε σας πειράζει πρέπει να καθαριστώ πριν έρθω στο τραπέζι.
Φεύγει ο πατέρας μου και ο κύριος Σταύρος βάζει την ψωλή του μέσα στο παντελόνι και με τραβάει από το πηγούνι να τον κοιτάξω. Με φιλάει στο μάγουλο και μου ζητά συγνώμη ενώ μου σκουπίζει τα δάκρυα και τα χύσια με μωρομάντηλα:
- Έλα Χριστίνα ηρέμησε τώρα τελείωσε, έφυγε, δεν μπορούσες να κάνεις και αλλιώς.
- Εσύ γιατί μου φέρθηκες τόσο άσχημα όμως κύριε Σταύρο, μπορούσες να τον πεις ότι είμαι γκόμενα σου και ότι δεν κάνω τέτοια...
- Δεν τον άκουσες πως σε έβριζε; Έπρεπε να σου φερθώ κι εγώ άσχημα. Αν δεν τον άφηνα να σε πηδήξει θα με απέλυε, δεν είναι η πρώτη φορά που μου πήδηξε γκόμενα. Έτσι κάνει πάντα. Τι ήθελες να κάνω;
- Καταλαβαίνω…
του είπα ενώ σκούπιζα τα δάκρυα. Τι να καταλάβω… ότι έμπλεξε εξαιτίας μου και γι' αυτό μου γάμησε το στόμα άγρια; Ίσως και να 'χε δίκιο. Μετά βγήκαμε προσεκτικά πρώτη εγώ μετά εκείνος. Πήρα τα κρέατα από το πίσω κάθισμα και την τσάντα μου με τα ρούχα. Έφυγα απ’ την πίσω πόρτα του πάρκινγκ που οδηγούσε στο κτήριο ενώ εκείνος πήγε στο τραπέζι με τον πατέρα μου απέναντι. Μπήκα στην κουζίνα άφησα τα κρέατα, μετά πήγα σε μια τουαλέτα, πλύθηκα, καθάρισα τα χύσια του μπαμπά μου και του κύριο Σταύρου, βάφτηκα ξανά, έβγαλα τα ρούχα μου και φόρεσα το μακρύ φόρεμα που μου πήρε ο μπαμπάς μου με τις τιράντες στους ώμους και τα πέδιλα, μάζεψα τα μαλλιά μου πάνω σε κότσο και έβαλα σκουλαρίκια και βραχιόλια σε χέρια και πόδια.
(Μέρος Γ’ Στο Τραπέζι)
Βγαίνοντας από το κτήριο ο μπαμπάς μου μιλούσε με τον κύριο Σταύρο. Ήμουν μακριά για να ακούσω τι έλεγαν λεπτομερώς:
- Αχ… το πουτανάκι που πιπώσαμε... που πήγε;
- Έφυγε τι να έκανε εδώ; Κάλεσα ένα ταξί και ήρθε και την πήρε.
- Κανόνισε να γυρίσει το ταξί και θα πληρώσω όσο-όσο για να το έσκιζα πάλι σε λίγο.
- Αφεντικό σε παρακαλώ δεν γίνονται αυτά, η κοπέλα έκλαιγε, δεν την έχω πουτάνα μου, γκόμενα μου είναι, με γουστάρει.
- Της λες να γυρίσει, αλλιώς τα Χριστούγεννα αυτά θα είναι και τα τελευταία σου στην εταιρία. Άσε ότι θα τα πω και στην γυναίκα σου, θα σε χωρίσει και θα στα πάρει και όλα. Άντε να τη σκίσουμε την καριόλα.
- Εντάξει Ηλία να φάμε πρώτα και μετά.
Τότε πλησιάζω εγώ πίσω από τον μπαμπά μου τον αγκαλιάζω και του λέω:
- Για ποια Χριστίνα λέτε; Για μένα μιλάς πάλι μπαμπάκα μου;
- Ναι... Χριστίνα... ρώτησα που είσαι τόση ώρα.
- Μέσα ήμουν μπαμπά, το αμάξι δεν έπαιρνε μπρος και αναγκάστηκα και ήρθα με το αστικό και μετά με τα πόδια.
- Αμάν ρε ‘συ. Και γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο έστω να στείλω κάποιον να σε πάρει;
- Ε δεν ήθελα να σε βάλω σε κόπο μπαμπακουλίνι μου.
Πήγα και έκατσα απέναντι από τον πατέρα μου εκεί που μου υπέδειξε ότι κρατούσε θέση για εμένα. Απ’ τη μια πλευρά καθόταν η μητέρα μου δίπλα στον πατέρα μου και απ’ την άλλη μεριά του ένας άλλος συνεργάτης ο κύριος Στέφανος. Αριστερά μου καθόταν ο κύριος Σταύρος και δεξιά μου ένας άλλος συνεργάτης ο κύριος Θανάσης. Γύρω μας οι γυναίκες εκτός από εμένα και την μαμά μου ήταν μετρημένες. Τα χνώτα όλων μύριζαν τσίπουρο και αλκοόλ.
- Για πες Θανάση… τι λέει εδώ μέχρι τώρα; Καλοπερνάτε;
- Τι να κάνω μωρέ μου τα έχει πρήξει το αφεντικό με τη δουλειά της Δευτέρας.
- Γιατί ρε φίλε; Εγώ καλοπερνάω. Δόξα τω Θεώ…
λέει και μου σηκώνει το φόρεμα πιάνοντας μου το μπούτι το οποίο παρατηρεί ο Θανάσης αλλά δε λέει τίποτα. Στη συνέχεια το χέρι του ανεβαίνει προκλητικά αποκαλύπτοντας στο Θανάση το κιλοτάκι μου. Ο Θανάσης κοιτάει ξελιγωμένος δίχως να κάνει κίνηση. Ο κύριος Σταύρος μου βγάζει τα πέδιλα και μου ψιθυρίζει:
- Θέλω να αγγίξεις με τα πόδια σου το καβάλο του μπαμπά σου, κάντο Χριστίνα τώρα.
- Έχετε τρελαθεί κύριε Σταύρο; Δε θέλω.
- Έλα μωρέ κάντο αλλιώς θα πω στον πατέρα σου ότι εσύ ήσουν που με πίπωνες πριν και ήθελες να σε γαμήσει ο πατέρας σου. Ο γέρος σου με παρακαλάει να φέρω το Χριστινάκι από πριν.
Σηκώνω τα πόδια μου και αγγίζω με τα δαχτυλάκια μου το καβάλο του πατέρα μου, του τρίβω την πούτσα, ο πατέρας μου νομίζει ότι το κάνει η κοπέλα δίπλα στον Θανάση και καυλώνει. Βγάζει το χοντρό καυλί του από το παντελόνι και ήδη καυλωμένος τραβά τα πόδια μου να του τον παίξω. Καθόμουν στο τραπέζι με κλειστά τα πόδια μου. Το χέρι του κύριου Σταύρου ανάμεσα στα μπούτια μου χάιδευε το μουνάκι μου πάνω απ’ το εσώρουχο. Είχα γίνει μούσκεμα αν και δεν ήθελα. Άθελα μου είχα ήδη ανάψει. Ένιωσα το άγγιγμα του σιγά-σιγά καθώς το χέρι του απομακρυνόταν από το μουνάκι μου και έφτασε στην άκρη του εσωρούχου μου. Άρχισε να το τραβά απ’ την μια πλευρά για να το κατεβάσει αλλά δεν έκανα καμία κίνηση να τον διευκολύνω. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή από το άγχος μην μας καταλάβουν και το μυαλό μου ήδη έκανε σενάρια για το αν θα καταλήξω στο τραπέζι πάνω να με γαμάνε και να βρίζουν όλοι. Δε μπορούσα να καταλάβω ακόμα και αυτό αν ήταν αλήθεια. Δεν ξέρω όμως γιατί αλλά αυτές οι σκέψεις μου προκαλούσαν διέγερση. Άναβα. Τότε ήταν που ένιωσα ένα άλλο ξένο χέρι, ενός άλλου, πιο μεγάλου υπαλλήλου το χέρι να κατεβάζει το εσώρουχο απ’ την άλλη πλευρά. Γύρισα να τον δω και κοκκίνισα απ’ τη ντροπή. Ήταν ένας λογιστής της εταιρίας χρόνια φίλος του μπαμπά μου. Ο μπαμπάς μου όταν έφτασε στους αστραγάλους έπιασε το εσώρουχο μου το μύρισε και το έβαλε διακριτικά στην τσέπη του και μετά άρχισαν και οι δύο να με χαϊδεύουν στο εσωτερικό των μηρών μου.
Ο Κύριος Σταύρος σκύβει πίσω από το κεφάλι μου και ψιθυριστά λέει στον κύριο Θανάση:
- Για πες ρε Θάνο, η Χριστίνα μας δεν είναι ωραίο μωρό; Που το έκρυβε ο μαλάκας τόσα χρόνια;
- Ε ναι… είσαι πολύ όμορφη Χριστίνα μπορώ να πω και έχεις και υπέροχο σώμα… φαίνεται γυμνάζεσαι!
- Θανάση άσε τα κομπλιμέντα, αυτή είναι φίλε που λέγαμε, η πουτανίτσα που γάμησα στο αμάξι με τον μαλάκα το αφεντικό!
- Δηλαδή η γκόμενα που ψιθυρίζατε τώρα με το αφεντικό είναι η κόρη του; Και το ξέρει;
- Όχι ρε Θάνο ήρεμα, ναι την πήραμε αλλά δεν ξέρει τίποτα ότι πήρε την ίδια του την κόρη.
- Τότε πρέπει κι εγώ να την πάρω.
Εκείνος καθώς τα άκουγε αυτά με το ένα χέρι με χάιδευε και με το άλλο έτριβε το καβάλο του. Εγώ έκανα κουβέντα με τους γονείς μου και τους καλεσμένους και προσπαθούσα να μη δίνω σημασία στο τι συνέβαινε κάτω απ’ το τραπέζι. Ο μπαμπάς μου απ’ την άλλη συνέχιζε να βάζει την ψωλάρα του που από πεσμένη και χυμένη είχε ξανά σηκωθεί να την πιάνω με τα πόδια μου και να του την παίζω. Εγώ έχω κοκκινίσει από τη ντροπή, του ζουλάω τα αρχίδια με το ένα πέλμα ενώ με τα δάχτυλα από το άλλο του τρίβω και του παίζω το πουτσοκέφαλο του. Ο κύριος Σταύρος μου χώνει απότομα ένα δάχτυλο στο μουνάκι ενώ προσπαθώ να σπρώξω το χέρι του ο κύριος Θανάσης βγάζει μια φωτογραφία το δάχτυλο του Σταύρου στο μουνάκι μου και γράφει κάτι. Ο μπαμπάς μου σηκώνεται να δει τα κρέατα και ο κύριος Σταύρος σκύβει στο αυτί και μου ψιθυρίζει:
- Είσαι έτοιμη Χριστίνα να ζήσεις μια απίστευτη εμπειρία στο σεξ;
- Σ… μην αγχώνεσαι πουτανάκι Χριστινάκι θα περάσεις καλά…
μου λένε ενώ με χουφτώνει κανονικά πλέον και ο κύριος Θανάσης. Ο κύριος Θανάσης φαίνεται να στέλνει από το κινητό του κάτι μάλλον την φωτογραφία που έβγαλε… αλλά που; Έπειτα ο κύριος Θανάσης μου δείχνει την φωτογραφία που έστειλε. Εκείνοι βρήκαν ευκαιρία, με σπρώξανε απ’ τους ώμους να κατέβω κάτω από το τραπέζι και μου λένε:
- Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις καργιόλα!
- Σας παρακαλώ όχι πάλι, όχι άλλο. Θα μας πάρουν χαμπάρι εδώ.
- Κανείς δεν θα σε δει αλλά και να σε δει τι σε πειράζει; Κοίτα γύρω σου καλύτερα πουτάνα και θα καταλάβεις.
Ρίχνοντας μια ματιά γύρω μου κάτω από το τραπέζι όπως ήμουν και είδα πως όλοι οι άντρες είχαν βγάλει τις ψωλές του κάτω από το τραπέζι και τις έπαιζαν άγρια και καύλωναν.
- Δε θέλω κύριε Σταύρο να το κάνω.
- Είπα θα το κάνεις τσουλάκι Χριστίνα…
με τραβάει απ’ τα μαλλιά και με πιέζει να τον πάρω στο στόμα μου ξανά.
- Πίπωσε τον τώρα είπα πουτάνα. Παρακάλα τον για το γαλατάκι σου.
Εγώ τσιμπούκωνα τον κύριο Θανάση και τον κύριο Σταύρο εναλλάξ. Ο κύριος Στέφανος απέναντι με έπιασε από τον κώλο με σήκωσε όσο γινόταν ενώ κατέβηκε και εκείνος λίγο φέρνοντας την μέση του κάτω απ’ το τραπέζι και μου τον έβαλε στο κωλαράκι μου το ήδη χυμένο. Με έπιασε απ’ τη μέση και άρχισε να με τραβά πάνω του και έτσι ξεδιάντροπα να με γαμάει.
- Κάτσε πουτανάκι που δε θέλεις, κάτσε να σε γεμίσω χύσια.
Δεν έφτανα να τσιμπουκώνω τους άλλους δύο και κρατιόμουν απ’ τις ψωλές τους για να μην πέσω. Ο κύριος Θανάσης δεν άντεξε απ’ την καύλα της στιγμής και έχυσε μέσα στο κρασοπότηρο μου. Βλέποντας πως ο πατέρας μου επιστρέφει ξερόβηχαν και τραβήχτηκαν στις θέσεις τους αν και όλοι καυλωμένοι κυριότερα από τον κίνδυνο της στιγμής. Ο κύριος Θανάσης διακριτικά παίρνει το ποτήρι μου και μου το δίνει στο χέρι και μου ψιθυρίζει:
- Θα το πιεις όλο Χριστινάκι, έχυσα πολύ μέσα, έχει όλες τις βιταμίνες που χρειάζεσαι για να μεγαλώσει η κωλάρα σου!
- Σας παρακαλώ, σταματήστε.
- Θα το πιεις είπα, αλλιώς θα σε τιμωρήσω καργιολάκι.
Καθώς κάθεται ο πατέρας μου, τακτοποιώ κι εγώ το φόρεμα και ο Κύριος Θανάσης σηκώνεται χτυπώντας το ποτήρι του με ένα μαχαιράκι σαν καμπανάκι όλοι σταματάνε και τραβάν την προσοχή τους εκεί. Σηκώνει ψηλά το ποτήρι του και λέει:
- Μια πρόποση κύριοι.
Σηκώνονται όλοι και το ίδιο κάνω κι εγώ σηκώνοντας το ποτήρι μου. Οι άντρες τριγύρω όλοι είναι φανερά καυλωμένοι αν και διακριτικά τις έχουν μαζέψει. Κοιτάνε πότε εμένα πότε τον πατέρα μου.
- Στο αφεντικό μας και στην υπέροχη οικογένεια του…
λέει ενώ μου χαϊδεύει το κωλαράκι από πίσω πάνω απ’ το φόρεμα.
- Και στο υπέροχο πάρτι που οργανώσαμε για τα Χριστούγεννα.
Copyright protected OW ref: 161710
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.