Το e-mail μου είναι το:
Έβλεπα όνειρο όταν άκουσα το κουδούνισμα του κινητού να με ξυπνάει και τεντώθηκα νυσταγμένα. Το αγνόησα και γύρισα από το άλλο πλευρό. Το όνειρο που έβλεπα πρέπει να ήταν ωραίο, ερωτικό, και πολύ έντονο… Σχεδόν ένιωθα στο όνειρό μου τον Πρίαμο να μου πιπιλάει τις ρώγες.
Αχ! Ας μη με ξυπνούσε κανείς τώρα… Μα το κινητό χτύπησε πάλι και το έπιασα εκνευρισμένη, μη θέλοντας να αφήσω ένα τόσο ζωντανό όνειρο. Η νύστα μου έφυγε αμέσως μόλις είδα στην οθόνη το νούμερο του Πρίαμου. Οι ρώγες μου ξαφνιάστηκαν ευχαριστημένες και ερεθίστηκαν κι άλλο, και έκπληκτη, ξαναβούτηξα στο κρεβάτι, πιο ερεθισμένη από πριν, χαϊδεύοντας τη μουνίτσα μου που είχε αρχίσει να υγραίνεται χαρούμενη για να τον πάρω.
Τέσσερις αναπάντητες κλήσεις. Ώρα, εννέα και τριάντα πέντε! «Πω! Πω! Πρέπει να ξύπνησε καυλωμένος ο Πρίαμος σήμερα», σκέφτηκα χαρούμενη. Λες να βλέπαμε το ίδιο όνειρο; Το σήκωσε αμέσως, προφανώς ανυπόμονος.
Ερεθισμένη και χαρούμενη που είχα την ευκαιρία να συνεχίσω το όνειρο μαζί του, ξεκίνησα όλο ενθουσιασμό και πολύ υγρή να του περιγράφω τις καυλίτσες μου, μα εκείνος με αυστηρό ύφος, άρχισε να με μαλώνει, που είναι η ώρα δέκα και είμαι στο κρεβάτι, και που δεν έχω σηκωθεί ακόμα να είμαι "έτοιμη"!
Ελαφρώς τσατισμένη που με πήρε με τέτοια διάθεση, του παραπονέθηκα…
- «Δεν είναι ξύπνημα αυτό! Και στο κάτω - κάτω έχω άδεια. Πού θα έπρεπε δηλαδή να είμαι τέτοια ώρα και τι να κάνω πρωινιάτικα;»
Ήμουν κακόκεφη που εν τέλει δεν έδειχνε τόσο καυλωμένος και ορεξάτος, όπως αρχικά είχα πιστέψει.
- «Που θα έπρεπε να είσαι; Μα εδώ, από κάτω! Πόσες ώρες θα περιμένω δηλαδή; Μαλάκας είμαι;», μου απάντησε με αυστηρή φωνή, μα με τόνο που έκρυβε ένα χαμόγελο.
Είμαι σίγουρη πως φανταζόταν το ύφος και την έκπληξή μου, και πως χαμογελούσε πονηρά μόνος του!
- «Εκτός αν δεν θέλεις να πάμε Πάρνηθα μαζί… Άλλα όμως μου έλεγες τόσες μέρες στο τηλέφωνο…», συνέχισε.
Εγώ προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω αν κοιμόμουν ή ονειρευόμουν ακόμα...
- «Δηλαδή είσαι...", άρχισα να λέω, μα, προφανώς απολαμβάνοντας ηδονικά τη σαστιμάρα μου και την έκπληξή του με διέκοψε, και καλά εκνευρισμένος.
- «Εγώ ξύπνησα από τις οκτώ η ώρα, να έρθω να σε πάρω, μα εσύ θέλεις να κοιμηθείς μου φαίνεται. Φεύγω!», είπε.
Εγώ, σαν ξαφνικά να πήρα μπρος, -και μούσκεμα πια-, πετάχτηκα από το κρεβάτι, ψάχνοντας μες στο μισοσκόταδο για ένα ρούχο, οτιδήποτε, και φωνάζοντας καυλωμένη:
- «Όχι, όχι, έρχομαι! Έφθασααααα!»
Συχνά μου άρεσε να φαντασιώνομαι μαζί του (και το έκανα και κάποιες φορές) ότι έτρεχα να τον βρω ερεθισμένη και χωρίς βρακάκι, μα ούτως ή άλλως δεν προλάβαινα να βάλω βρακί, τίποτα. Σε μια φούρια ενθουσιασμού καύλας και υγρασίας, έπιασα το τζιν μου (από τη βιασύνη και την καύλα μου πήγα να βάλω τα δυο πόδια στο ίδιο μπατζάκι!), ένα πουλόβερ, δίχως φανέλα ή σουτιέν, καθόλου κραγιόν (πού χρόνος για καλλωπισμούς;), αθλητικά, πήρα το μπουφάν στο χέρι, έπιασα και τα μαλλιά αχτένιστα σε ένα χαλαρό κότσο πίσω στο σβέρκο, και όρμησα προς την έξοδο...
- «Πάνω που θα έφευγα…», μου είπε χαμογελώντας κι εγώ έπεσα πάνω του χαρούμενη και καυλωμένη.
- «Μμμμ... και πού θα πήγαινες μόνος;», του είπα πειραχτικά.
- «Μόνος, μια χαρά. Θα έπαιρνα τη Λένα που θα είχε ξυπνήσει. Θα μου είχε φτιάξει και καφέ τόση ώρα!», απάντησε.
Πάντα ετοιμόλογος, με εκείνη την -και καλά- απάθειά του που τόσο με τρέλαινε γιατί και οι δύο ξέραμε πόσο ερεθισμένοι ήμασταν και πόσο χαιρόμασταν που ήμασταν μαζί.
- «Ωραίααααα!», του απάντησα ευχόμενη να βρίσκαμε επιτέλους αυτή τη Λένα που μας συνόδευε στις φαντασιώσεις μας. «Να πήγαινες από τη Λένα; Η Λένα σίγουρα θα ήθελε κι εμένα. Και έτσι όπως είναι καυλωμένες οι ρωγούλες σήμερα, ούτε μαζί με τη Λένα δεν θα τις κάνατε καλά!», του απάντησα νιώθοντας τις ρώγες μου να υποφέρουν μέσα από το μάλλινο πουλόβερ και να διεκδικούν επίπονα και ατίθασα το φιλί τους. «Α! Παρεμπιπτόντως, καλημέρα!», του έκανα τρίβοντάς τες. «...Κι ας μη φίλησες τις ρώγες μου…», πρόσθεσα -και καλά- παραπονιάρικα.
Ο Πρίαμος συνέχισε να οδηγεί κάνοντας ότι δεν άκουσε το σχόλιο μου και έτσι κι εγώ συνέχισα να τις τρίβω πάνω από το πουλόβερ, με τρόπο -και καλά- "διακριτικό".
- «Κοιτάνε!», μου κάνει.
Ενώ γύρναγα αριστερά δεξιά, να δω ποιος μας κοιτούσε… Στο φανάρι όπως ήμασταν, ο Πρίαμος με ξαφνιάζει κάνοντας δεξιά σε έναν παράδρομο. Σε χρόνο αστραπή σήκωσε το πουλόβερ μου και εμφανώς ικανοποιημένος πως οι υποψίες του περί ανυπαρξίας σουτιέν επιβεβαιώθηκαν, έσκυψε και με γέμισε ρίγη με μια πιπιλιά βαθιά και δυνατή, τόσο δυνατή που νόμιζα πως θα βγάλει γάλα από τη ρώγα μου, και τόσο καυλωτική, που δυο δευτερόλεπτα παραπάνω να με πιπιλούσε θα έχυνα επί τόπου, μόνο με τη γλώσσα του στη ρώγα μου!
Συνέχισε να οδηγεί, μέχρι που βγήκαμε στην εθνική. Καυλωμένοι και οι δύο ακούγαμε άλλο ένα υπέροχο cd που είχε στο αυτοκίνητο (Πω! Πω! Πολύ μου άρεσε! Άραγε θα μου το έδινε να το γράψω; Είχε πολύ καλό γούστο και ατμόσφαιρα στην επιλογή των τραγουδιών ο εραστής μου και με είχε καυλώσει πολλές φορές με αυτά!), δίχως να μιλάμε, μέχρι που σχεδόν ταυτόχρονα, το χέρι του κινήθηκε στο βυζί μου και το δικό μου στον πούτσο του… δεν άντεχα άλλο…
«Φτου! Τζιν!», σκέφτηκα σιχτιρίζοντας το σκληρό κλασικό ύφασμα που αν και ότι πρέπει για εκδρομή (κι εγώ τζιν φορούσα), μεγάλωνε την απόσταση ανάμεσα στο γυριστό μου και στα Πριαμάκια μου που καιγόμουνα ολόκληρη, δεν άντεχα, τόση ώρα ήμουν δίπλα τους, ήθελα διακαώς να τα αγγίξω.
Δεύτερη απόπειρα… αυτή τη φορά προσπάθησα να τα αγγίξω με πλάγιο τρόπο χώνοντας το χέρι μου μέσα από τη ζώνη του. Λεπτό χεράκι, ίσως και να τα κατάφερνα. Μα η ζώνη ήταν σφιχτή επάνω του και τα δαχτυλάκια μου δεν έφθαναν στο γυριστό μου, που τον ψηλαφούσα να έχει σκεβρώσει ο καημένος, μακρύς, προς τα δεξιά (αχ προς την πλευρά μου είχε γείρει ο καημένος...).
Έριξα μια ματιά στον Πρίαμο που οδηγούσε προσπαθώντας να δω αν είχα το ελεύθερο να τον πειράξω εκεί έτσι (με έβλεπε πόσο ήμουν καυλωμένη και προφανώς το διασκέδαζε χωρίς να λέει τίποτα, ο άτιμος!).
Όταν πια πήρε τη στροφή προς το Τατόι, και τα αυτοκίνητα γύρω μας λιγόστεψαν αισθητά, μην αντέχοντας άλλο να μην τον αγγίζω, με μια γρήγορη κίνηση έλυσα τη ζώνη του και όρμησα μέσα. Ω! έκπληξη! Δεν φορούσε ούτε εκείνος βρακί και ο πούτσος του τινάχτηκε μπροστά μου γυριστός, λαμπερός, φουσκωμένος... Είχε ξεροχύσει και ήταν πιο μεγάλος και χονδρός από ποτέ, ο γυριστός μου...
Αλλά και ο Πρίαμος, εμφανώς στα όρια του, όπως είχα σκύψει πάνω του, έσκυψε προς τη μεριά μου, έβαλε το χέρι μου στο τζιν, και έχωσε το δάχτυλό του στην κωλοτρυπίδα μου, άγριος, σκληρός, καυλωμένος... Εγώ με τη σειρά μου, ξαφνιασμένη και καυλωμένη τρελά, έσκυψα πάνω του και άρχισα να τον πιπώνω, ενώ εκείνος φρέναρε σε μια γωνιά του δρόμου...
- «Μη, μη καύλα μου. Θα χύσω, θα χύσω… Μη… μη! Άσε να σε πάρω… μετά… πρώτα… Μη, μη!»
Στο τελευταίο «μη», και ενώ εγώ δεν συμμορφωνόμουν, τον ένιωθα να πάλλεται και να θεριεύει κι άλλο μέσα στο στόμα μου κι αυτή η αίσθηση με τρέλαινε. Ο Πρίαμος έγειρε πάνω μου και διοχετεύοντας όλη του την καύλα (που ήταν πολύ μεγάλη, καθώς κρατιόταν για να μη χύσει στο στόμα μου) άρχισε να με δαγκώνει παντού… Δαγκωνιές δυνατές όλο καύλα.
Προς στιγμήν τα έχασα και για να πάρω ανάσα, άφησα τον πούτσο του από το στόμα μου. Μου τον πήρε…
- «Όχι…», μουρμούρισα.
«Δεν θες η εκδρομή μας να τελειώσει προτού καν αρχίσει, μπέμπα…», μου είπε -και καλά- αυστηρά. «Έλα, γύρε πλάι μου να οδηγήσω. Είμαι πολύ καυλωμένος. Ηρέμησε… έχουμε όλη τη μέρα μπροστά μας…», μου είπε κι εγώ υγράνθηκα ακόμα πιο πολύ!
- «Όλη τη με…», επανέλαβα σίγουρη πια ότι ονειρεύομαι.
Έπιασε το τιμόνι, με βόλεψε στην αγκαλιά του, και μου είπε γλυκά:
- «Να, δες!»
Το βλέμμα μου κινήθηκε ενστικτωδώς προς τον γυριστό μου, μα εκείνος μου έδειχνε τον καρπό του. Δεν φορούσε ρολόι.
- «Έξι η ώρα, όταν σουρουπώσει, θα φύγουμε», μου είπε. «Μέχρι τότε… βγάλε από μέσα σου όλη σου την καύλα!»
Αυθόρμητα το χέρι μου κινήθηκε προς το αγαπημένο του μέρος και τα βυζάκια μου τρίφτηκαν πάνω του…
- «Σςςςςςςςςςς! Δεν έχεις πιει καφέ, έχεις πιει;», μου είπε, ενώ σταματούσε σε ένα μαγαζάκι. «Πώς τον πίνεις;», με ρώτησε ενώ άνοιγε την πόρτα του αυτοκινήτου.
- «Με γάλα!» του φώναξα, και εκείνος έκανε ότι δεν άκουσε, μα κατάλαβα ότι άκουσε γιατί τα χέρια του έτριψαν τα αρχίδια του.
Αχ! Ήταν πολύ καυλωμένος! Μα πόσες είχε αντοχές;
Σε δύο λεπτά ήταν πίσω με τους καφέδες, μα όταν έκανα να πάρω τον δικό μου, δεν μου τον έδωσε, τον στερέωσε στο αμάξι, και μου είπε απλά:
- «Καίνε!»
- «Κι εγώ καίω!», του απάντησα, μα δεν μου έδωσε σημασία.
Καθώς έστριβε στον δρόμο της Πάρνηθας έπεσα στην αγκαλιά του απολαμβάνοντας ένα τραγούδι καυλωμένο και τρίβοντας την υγρή μουνίτσα μου… Πρέπει να είχα ξεχαστεί έτσι, ευτυχισμένη και υγρή λίγη ώρα, γιατί όταν σταμάτησε ήμασταν ήδη στα μισά της Πάρνηθας, στην εσοχή μιας στροφής, με την Αθήνα να ξετυλίγεται όλη μπροστά μας, και τον ήλιο να παίζει κρυφτό πίσω από τα σύννεφα, βάφοντάς τα με αποχρώσεις του ουράνιου τόξου…
Κοίταζα τη θέα και απολάμβανα τα χάδια του εραστή μου όταν η φωνή του με προσγείωσε πάλι κοντά του, υγρή και παιχνιδιάρα και ταξιδιάρικη.
- «Ο καφές… θα κρυώσει!»
Μου έδωσε τον καφέ μου μα πριν προλάβω να πιω μια ρουφηξιά, με πρόλαβε λέγοντάς μου καυλιάρικα:
- «Δεν θα βάλεις γάλα που είπες;»
Γύρισα και τον κοίταξα με λαχτάρα και ένιωσα το σώμα μου να φλέγεται καθώς εκείνος σε αργή κίνηση, έβγαλε τον πούτσο του έξω όλον, μπροστά μου, τον χάιδεψε πάνω - κάτω, όπως ήξερε πως με τρελαίνει, και μου είπε:
- «Εγώ θα σου θυμίσω ότι τον πίνεις με γάλα μπέμπα;»
…το παντελόνι μου, σαν έσκυψα να πάρω το γάλα μου, ήταν μούσκεμα… Κι ήταν ο πιο ωραίος καφές που έχω πιεί! Η διαφορά; Στο γάλα φυσικά!
Και η μέρα ακόμα μόλις άρχιζε… Η ώρα δεν ήταν καν έντεκα και… ο Πρίαμος δεν φορούσε ρολόι!
Όσο για τον καφέ… τον ήπια όλο… άσπρο πάτο!!!
Άννα
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.