Η τελευταία αυτή εβδομάδα στην πόλη με είχε κουράσει τρομερά και με μεγάλη ευχαρίστηση δέχτηκα την απρόσμενη πρόσκληση ενός φιλικού μου ζευγαριού να περάσω ένα Σαββατοκύριακο στο εξοχικό τους. Και τώρα έτρεχα να ξεφύγω απ’ τη μεγαλούπολη, σαν να με κυνηγούσαν ακόμη τα άγχη, οι ευθύνες και το νέφος της. Προσπάθησα να τα βγάλω όλα αυτά απ’ το μυαλό μου και να χαρώ το εξοχικό τοπίο που απλωνόταν μπροστά μου. Η θέα του όντως σε ηρεμούσε. Κάθισα πιο χαλαρά, και σκέφτηκα με ευχαρίστηση τις δύο μέρες πού θα πέρναγα στο σπίτι των φίλων μου.
Ήταν ένα πολύ συμπαθητικό ζευγάρι, άνθρωποι ήρεμοι και ευχάριστοι, ακριβώς η κατάλληλη παρέα για να ξεχαστώ λίγο απ’ τα άγχη της πόλης. Έπρεπε όμως να συγκεντρωθώ στο δρόμο, γιατί σε λίγο θα έστριβα σε ένα μονόδρομο, που το τέρμα του οδηγούσε στη θάλασσα και στο κτήμα τους. Έφτασα εκεί καθώς σουρούπωνε. Το σπίτι τους ήταν μια καλαίσθητη μονοκατοικία, χτισμένη λίγα μέτρα μακριά απ’ τη θάλασσα κι απομονωμένη από τον υπόλοιπο οικισμό που απλωνόταν πιο πέρα. Ακριβώς ότι χρειαζόμουνα.
Πάρκαρα μπροστά στην είσοδο και βρήκα τους φίλους μου να με περιμένουν στη βεράντα με ένα δροσιστικό ποτό. Περάσαμε ένα ευχάριστο βράδυ, χαζεύοντας την ήρεμη θάλασσα που έλαμπε κάτω απ’ τις ακτίνες του φεγγαριού. Γρήγορα η ηρεμία του τοπίου κι η ευχάριστη παρέα επέδρασαν στα τεντωμένα νεύρα μου ηρεμώντας με κι ένιωσα ξαφνικά να νυστάζω. Καληνύχτισα τους οικοδεσπότες και πήγα στο δωμάτιο μου, με σκοπό να κοιμηθώ νωρίς, ώστε να ‘χω όλο τον καιρό να χαρώ την αυριανή μέρα στη θάλασσα, με το αγαπημένο μου ψαροντούφεκο.
Νομίζω πως ο ύπνος με πήρε, μόλις ακούμπησα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι. Πρέπει να κοιμήθηκα βαριά για κανένα δίωρο. Και ξαφνικά, κάτι με ξύπνησε. Στην αρχή, δεν κατάλαβα τι ήταν. Γρήγορα όμως το αφτί μου εντόπισε τον ήχο που είχε ενοχλήσει τον ύπνο μου. Ήταν ερωτικοί αναστεναγμοί και βογκητά, ανακατεμένα με τον ήχο των κυμάτων που έρχονταν απ’ την παραλία, λίγα μέτρα πιο ‘κει...
Χαμογέλασα. Το ζευγάρι των φίλων μου, δεν βρίσκονταν σίγουρα στην πρώτη τους νεότητα, αλλά ήταν ελκυστικοί κι αγαπημένοι μεταξύ τους κι η κρεβατοκάμαρα τους βρισκόταν δίπλα στο δωμάτιο που κοιμόμουν. Σίγουρα απ’ εκεί προέρχονταν οι ήχοι που είχαν διακόψει τον ύπνο μου. Γύρισα απ’ την άλλη και προσπάθησα να ξανακοιμηθώ. Οι αναστεναγμοί όμως της γυναίκας συνεχίζονταν και ξαφνικά αισθάνθηκα τρομερά ερεθισμένος.
Τώρα πια ήταν αδύνατο να κοιμηθώ. Σηκώθηκα κι άνοιξα το παράθυρο να αναπνεύσω λίγο φρέσκο θαλασσινό αεράκι. Το συρταρωτό παντζούρι δεν έκανε κανέναν ήχο καθώς το έσυρα αποκαλύπτοντας το φεγγαροφωτισμένο τοπίο. Τα μάτια μου όμως ήδη συνηθισμένα στο σκοτάδι, άνοιξαν διάπλατα αντικρίζοντας ένα θέαμα απρόσμενο, που διαδραματιζόταν λίγα μέτρα μακριά απ’ το παράθυρο μου.
Οι αναστεναγμοί που μ’ είχαν ξυπνήσει δεν προέρχονταν από τη διπλανή κρεβατοκάμαρα, καθώς είχα νομίσει, αλλά από μια κοπέλα, που μισόγυμνη, λίγα μέτρα μακριά μου. Χαιρόταν τα χάδια του εραστή της. Στο λιγοστό φως, έμοιαζε σαν γοργόνα, με το κεφάλι της ριγμένο πίσω, τα μακριά της μαλλιά να χαϊδεύουν την πλάτη της και τα στρογγυλά στήθη της στητά στα χάδια του άντρα. Αυτός ξεκούμπωσε το μπλου τζιν της κοπέλας και το κατέβασε μέχρι τα γόνατα της, αφήνοντας να φανούν ένα ζευγάρι υπέροχα χυτά πόδια κι ένα άσπρο, δαντελένιο κιλοτάκι.
Η κοπέλα αναστέναξε ξανά. Δεν μπορούσα να δω καθαρά το πρόσωπο της, αλλά δεν έμοιαζε πάνω από είκοσι χρονών. Ο ύπνος μ’ είχε εγκαταλείψει εντελώς και ο ερεθισμός μου είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Ο άντρας γλίστρησε αργά το χέρι του μέσα στο δαντελένιο κιλοτάκι. Η κοπέλα, έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Ασυναίσθητα, άγγιξα το τεντωμένο όργανο μου. Και τότε η κοπέλα, με μια ξαφνική κίνηση, τραβήχτηκε μακριά απ’ τον εραστή της, μάζεψε με μια γρήγορη κίνηση το πεταμένο μπλουζάκι της και εξαφανίστηκε τρέχοντας προς το σπίτι.
Σ’ ένα λεπτό, άκουσα την εξώπορτα να ανοιγοκλείνει σχεδόν αθόρυβα. Έμεινα άφωνος απ’ την έκπληξη. Ώστε εδώ έμενε; Ποια ήταν λοιπόν και γιατί δεν την είχα γνωρίσει στο βραδινό; Έπρεπε να περιμένω ως το πρωί για να λύσω όλα τα ερωτήματα μου. Έπεσα πάλι στο κρεβάτι. Το θέαμα που μόλις είχα παρακολουθήσει και το ερεθισμένο όργανο μου, μου πρόσφεραν έναν ύπνο γεμάτο ερωτικά όνειρα, όπου η μυστηριώδης γοργόνα της νύχτας είχε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Επιτέλους, ξημέρωσε. Ασυναίσθητα, καθυστέρησα να κατέβω, προσπαθώντας να φροντίσω την εμφάνιση μου. Ξυρίστηκα, και χάζεψα λίγο τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Η κούραση της πόλης είχε φύγει απ’ τα μάτια μου κι ο ύπνος στον καθαρό αέρα έμοιαζε να μ’ έχει ξανανιώσει. Όταν έφτασα στη βεράντα, οι φίλοι μου, έπιναν ήδη τον καφέ τους. Με καλημέρισαν και μου γέμισαν ένα φλιτζάνι. Κι εκείνη τη στιγμή, η γοργόνα της νύχτας, έκανε την εμφάνιση της και κάθισε στο τραπέζι μας.
Μου τη σύστησαν σαν ανιψιά τους που περνούσε μερικές μέρες μαζί τους και που δεν πρόλαβα να κάνω τη γνωριμία της το προηγούμενο βράδυ, γιατί ως συνήθως, είχε εξαφανιστεί στην κοντινότερη ντισκοτέκ. Στο φως της ημέρας έμοιαζε πάρα πολύ νέα. Αλλά τι κορίτσι, θεέ μου! Φορούσε ένα κοντό σορτσάκι που άφηνε ελεύθερα τα ηλιοκαμένα πόδια της και μόνο το πάνω μέρος του μαγιό της, που έκρυβε ένα πολύ καλοσχηματισμένο στήθος.
Τα μάτια της, σ’ ένα παράξενο χρώμα, σχεδόν μενεξεδένια, είχαν ένα βλέμμα αθωότητας με μια κρυμμένη πρόκληση, σαν να ήξεραν καλά την ερωτική δύναμη που ανάδινε, έτσι που όταν με κοίταξε, ένιωσα άθελα μου μια κρυφή ανατριχίλα. Η κοπέλα, κάθισε, δίπλα μου και με ύφος αδιάφορο, άρχισε να τρώει το πρωινό της. Το μυαλό μου ήταν γεμάτο απ’ την οπτασία της νύχτας και με δυσκολία μπορούσα να παρακολουθηθώ τη συζήτηση των φίλων μου που οργάνωναν τα σχέδια της ημέρας.
Ξαφνικά, κάτω απ’ το μακρύ τραπεζομάντιλο ένιωσα το μπούτι της μικρής, ν’ αγγίζει το δικό μου. Το ύφος της, συνέχιζε να είναι τελείως αδιάφορο κι αμέτοχο. Ήταν τυχαία κίνηση; Αποφάσισα να το παίξω το ίδιο αδιάφορος. Ο φίλος μου, ερασιτέχνης ψαράς πρότεινε να περάσουμε την ημέρα μας σ’ ένα νησάκι απέναντι, ψαρεύοντας με τη βάρκα του. Εγώ όμως προτιμούσα τη συντροφιά του ψαροντούφεκού μου. Την ώρα που δήλωσα πως δεν θα τους ακολουθούσα, ένιωσα την πίεση στο πόδι μου να μεγαλώνει. Αυτό δεν μπορεί να ήταν τυχαίο, κι ωστόσο, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
Οι φίλοι μου ετοίμασαν τις προμήθειες τους για τη βάρκα κι εγώ πήρα το ψαροντουφεκό μου, Συμφωνήσαμε να βρεθούμε το απόγευμα, για να συγκρίνουμε τις ψαριές μας. Βούτηξα στο δροσερό νερό και γρήγορα ο ζωντανός βυθός απορρόφησε την προσοχή μου. Κολύμπησα κάνα δύο ώρες, μέχρι που ένιωσα κρύο. Άρχισα να κολυμπάω προς τα έξω και τότε την είδα… Κολυμπούσε ολόγυμνη, λίγα μέτρα μπροστά μου, χωρίς να μ’ έχει πάρει είδηση. Κρυμμένος κάτω απ’ το νερό, μπορούσα να απολαμβάνω με όλη μου την άνεση τις αρμονικές κινήσεις των ποδιών της, τα υπέροχα στήθη της και το καστανόχρυσο τρίχωμα ανάμεσα στα πόδια της.
Ένιωσα πάλι έντονο ερεθισμό. Ήθελα ν’ αγγίξω αυτήν τη γοργόνα, να γλείψω τις μικρές της ρώγες, να μυρίσω τη θαλασσινή υγρασία ανάμεσα στα πόδια της... Η θέση μου ήταν εξαιρετικό δύσκολη. Περίμενα, με τον ερεθισμό μου να μεγαλώνει, μέχρι που εκείνη βγήκε απ’ το νερό. Άφησα να περάσουν λίγα λεπτά και βγήκα κι εγώ. Το κορίτσι, δεν φαινόταν πουθενά. Στέγνωσα στον ήλιο και μπήκα στο σπίτι.
Ένιωθα έντονη την ανάγκη για ένα ποτό. Ψαχούλευα στην κουζίνα και βρήκα ένα μπουκάλι ουίσκι. Γέμισα ένα ποτήρι με παγάκια και κατέβασα δύο γερές γουλιές, προσπαθώντας να ηρεμήσω. Το σπίτι, έμοιαζε τελείως έρημο. Και ξαφνικά, νόμισα πως με γελούν τ’ αφτιά μου. Πάλι ο ίδιος αναστεναγμός, σαν χτες το βράδυ μόνο πιο αχνός... Δεν ήταν δυνατό. Έμεινα ακίνητος κι αφουγκράστηκα. Ναι. ήταν η φωνή της.
Ασυναίσθητα σχεδόν, προχώρησα προς τα εκεί που ακουγόταν ο ήχος. Βρέθηκα μπροστά στη μισάνοιχτη πόρτα μιας κρεβατοκάμαρας. Το θέαμα που αντίκρισα, μου έκοψε την ανάσα. Η κοπέλα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, φορώντας μόνο το κάτω μέρος του μαγιό της και αυνανιζόταν. Το χέρι της είχε παραμερίσει το μικρό κομματάκι οπ’ το ύφασμα που την ενοχλούσε, αφήνοντας να φαίνεται ένα γυαλιστερό κομμάτι υγρής σάρκας τριγυρισμένης από χρυσοκάοτανο τρίχωμα, πάνω στο οποίο το δάχτυλο της πηγαινοέρχονται με αρμονικές, ερεθιστικές κινήσεις. Τα μάτια της ήταν κλειστά, κι απ’ τα μισάνοιχτα χείλη της έβγαιναν μικροί αναστεναγμοί.
Δεν άντεξα άλλο. Χωρίς να σκεφτώ τίποτα μπήκα στο δωμάτιο κι έγειρα δίπλα της. Άνοιξε τα μάτια της και με κοίταζε. Δεν είπε λέξη. Έσκυψα και δάγκωσα τις ορθωμένες ρώγες της. Βόγκηξε απαλά. Τα στήθη της, θα μπορούσαν να είναι το όνειρο κάθε άντρα, σφιχτά, στρογγυλά, με μικρές ροζ ρώγες, που τις ένιωθα ερεθισμένες κάτω απ’ τη γλώσσα μου.
Γλίστρησα το χέρι μου μέσα στο μικροσκοπικό της μπικίνι και πήρα τα χείλια της στο στόμα μου. Η γλύκα κι η υγρασία ήταν η ίδια και πάνω και κάτω. Το τεντωμένο όργανο μου, κόντευε να σκίσει το μαγιό μου. Και τότε, η μικρή Λολίτα, ανασηκώθηκε και με απαλές κινήσεις μου κατέβασε το μαγιό. Το όργανο μου πετάχτηκε όρθιο, περιμένοντας.
Εκείνη τότε, γύρισε, προσφέροντας μου μια υπέροχη θέα, κατέβασε και το δικό της μαγιό και έσκυψε πάνω μου. Η γλώσσα της άγγιξε απαλά το όργανο μου, κάνοντας με ν’ ανατριχιάσω. Μπροστά στα μάτια μου, το υπέροχο θέαμα του χρυσοκάστανου τριχώματος, που έσταζε υγρασία σαν σταγόνες μέλι, με τρέλαινε. Το πήρα όλο στο στόμα μου και ένιωσα το σπασμό της. Η μυρωδιά της είχε κάτι απ’ τον βυθό της θάλασσας κι η γεύση της, απ’ άγριο μέλι.
Έχωσα τη γλώσσα μου όσο πιο βαθιά μπορούσα σ’ αυτό το υγρό, σχεδόν παιδικό ακόμα κορμί. Η κλειτορίδα της, τεντωμένη και πρησμένη, έδειχνε τον ερεθισμό της, έτοιμο να ξεσπάσει. Και τότε, μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό, έχωσε όλο τ’ όργανο μου στο στόμα της. Ένιωσα το σπέρμα μου να ξεπηδάει σχεδόν παρά τη θέληση μου και να πλημμυρίζει το στόμα της, ενώ την ίδια στιγμή αισθάνθηκα τους σπασμούς της και μια καινούρια υγρασία γέμισε τη γλώσσα μου.
Ο σπασμός της κράτησε ώρα και την άφησε αποκαμωμένη, με κλειστά μάτια, ξαπλωμένη στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Ξαφνικά, συνειδητοποίησα, πως δεν είχαμε ανταλλάξει λέξη. Τι παράξενο κορίτσι! Γιατί κρατούσε κλειστά τα μάτια της; Μήπως ντρεπόταν να μ’ αντικρίσει; Σηκώθηκα και βγήκα απ’ το δωμάτιο της. Είχα ακόμα μια νύχτα και μια μέρα μέχρι το τέλος του Σαββατοκύριακου. Ποιος ξέρει...;
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.