Ήταν η μέρα, η στιγμή, η ώρα εκείνη, που άσχετα πόσο σκοτισμένος και αγχωμένος μπορεί να αισθανόμουν κι όμως... τ' αντανακλαστικά μου δούλεψαν ρολόι. Ήμουν πιο χάλια από ποτέ. Αχτένιστος, αξύριστος, τσαντισμένος, μ' αυτή την τσαντίλα να είναι εμφανής στο πρόσωπό μου, πρωτίστως όμως νευρικός.
Βγήκα να πάρω τσιγάρα, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο. Δυο βήματα μόλις από το σπίτι κι όμως έλαχε. Τί; Ήταν περίπου τέσσερις παρά τέταρτο ξημερώματα κι όμως εγώ δούλευα μέχρι αργά. Του ζήτησα τα γνωστά κι ο περιπτεράς ανταποκρίθηκε. Έκανε κρύο, παρόλα αυτά φορούσα ένα πιζάμα - σορτς, μια μακρυμάνικη μπλούζα κι αθλητικά παπούτσια, δίχως κάλτσες. Είχα βγει όπως - όπως. Εκείνος κόλλησε πίσω μου και με την σειρά του ζήτησε τσιγάρα δικά της και δικά του. Μου ψιθύρισε:
- «Θέλω κάτι να σου πω…»
Απόρησα. Έκανα δυο βήματα πίσω και πήγα ν' απομακρυνθώ. Τον έγραψα. Φαντάστηκα ότι περί κάποιας πούστρας ο λόγος και πάλι. Ανάσανα καθαρό αέρα, πέρασα τον κεντρικό δρόμο, αντίθετα από το σπίτι και άραξα στο παρκάκι. Είχε δροσιά, αντίθετα με την φάκα που δούλευα τόση ώρα.
Εκείνος μπήκε στο αυτοκίνητο, έσβησε τα αλάρμ και ξεκίνησε. Βάθος δρόμου, τέλος νησίδας μεταστροφή. Πάρκαρε μπροστά μου. Μας χώριζαν περίπου τριάντα μέτρα. Κατέβασε το παράθυρό της. Δεν ήταν κούκλα. Μια συνηθισμένη νοικοκυρούλα θα έλεγες, το ίδιο κι αυτός. Ψηλόλιγνος με φαλακρίτσα. Έσκυψε μπροστά της και την φίλησε. Ησυχία, παύση, το άκουσμα του ανοίγματος της πόρτας, πρώτα η δεξιά κι έπειτα η αριστερή της γάμπα, ο ήχος του τακουνιού στο τσιμέντο του δρόμου, έπειτα στο πλακάκι.
- «Έχεις μήπως φωτιά;»
- «Ξέχασε ο σύζυγος να πάρει;»
- «Ναι και βαριόμαστε να περάσουμε απέναντι. Θα μου την δανείσεις;»
- «Δεν συνηθίζω να δανείζω. Χαρίζω. Ορίστε!»
- «Εμείς το αντίθετο, ο άντρας μου δηλαδή».
- «Εννοείς κάτι;»
- «Μπορώ να καθίσω;»
- «Αν δεν τον πειράζει...»
- «Μα σου είπα, εμείς δανείζουμε. Συγνώμη, εκείνος ήθελα να πω. Εγώ δεν το έχω τολμήσει ακόμη».
- «Χμμμ, αυτό που φαντάζομαι».
- «Προς το παρόν τα χείλη μου».
- «Εσύ, το θέλεις πολύ;»
- «Όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Εγώ επιλέγω. Αυτός δανείζει».
- «Εσύ;»
- «Εγώ χαρίζω...»
Παύση, τα χείλη της ένα με τα δικά μου, σ' ένα ατέρμονο μακρόσυρτο φιλί. Τέλος ή μήπως όχι; Ο ψίθυρος στ' αφτιά μου μ' επανέφερε...
- «Έχεις ανάλογη εμπειρία;»
- «Όχι».
- «Να κεράσουμε ένα ποτό;»
- «Εμμμ…;»
- «Ακολούθησέ με, Παύλο τον λένε. Εσένα;»
- «Γιώργο».
Ακολούθησα απλά τα βήματά της. Ο ήχος του τακουνιού και πάλι, από τα πλακάκι στο τσιμέντο. Ο ήχος της φωνής της με επαναφέρει.
- «Παύλο, να σου συστήσω τον Γιώργο».
- «Γεια σου Γιώργο, τι κάνουμε;»
- «Εμμμ…» και πάλι.
- «Κάθισε μπροστά, θα καθίσει η Γιάννα πίσω».
- «Παιδιά, Δευτέρα βράδυ τα πάντα είναι κλειστά. Παύλο, αν συμφωνεί και ο Γιώργος λέω να συνεχίσουμε σπίτι. Τι λέτε;»
- «Εγώ συμφωνώ».
- «Εμμμ…» και πάλι εγώ.
Γείτονες τελικά οι φίλοι μας. Τέσσερα τετράγωνα παραπέρα χειρόφρενο. Είσοδος, γελάκια, σκάλες, καναπές, άνετα πράγματα, ποτό, ρέει άφθονο, χαβαλές. Ποιος είμαι, ποιοι είναι, τι κάνουμε, πως το κάνουμε. Φοβερά παιδιά. Μπουκάλα η κατάσταση. Έχουμε πιει πολύ. Και η Γιάννα γνέφει:
- «Τελικά είσαι φοβερό παιδί. Κι ας είχα ενστάσεις γιατί αρχικά άρεσες στον Παύλο. Σε θεώρησα μικρούλη και τελικά αποδείχθηκες ωραίος τύπος. Πρώτη φορά μιλάμε με κάποιον τόσες ώρες».
- «Ρε παιδιά, πέντε πήγε η ώρα».
- «Οκ. Να με συγχωρείτε τότε πάω να αλλάξω».
Η Γιάννα, μετά από την ατάκα του Παύλου, χάθηκε στον χολ... Ο Παύλος ξαναγέμισε το ποτήρι μου ως πάνω.
- «Σου αρέσει;»
- «Μου φαίνονται όλα περίεργα…»
- «Χαλάρωσε. Έρχομαι!»
Χάθηκε κι αυτός με την σειρά του. Άκουσα ήχο τακουνιών. Διαφορετικός τούτη τη φορά. Και την είδα. Σορτσάκι μαύρο κολλητό, ντεκολτέ μαύρο νυχτικάκι από πάνω, δικτυωτές μαύρες κάλτσες και ψηλοτάκουνα πεδιλάκια. Έλεος. Ξεροκατάπια.
- «Έβαλες κι άλλο βλέπω…!»
- «Ο Πα...»
- «Άσε τον Παύλο, δυο μας είμαστε τώρα».
Ένιωσα τα μαλλιά μου τα τραβιούνται δυνατά. Τρόμαξα ο μαλάκας και ξάφνου ένιωσα την γλώσσα της βαθιά μες στο λαιμό μου. Κόλαση. Την άρπαξα στην αγκαλιά μου και σε δευτερόλεπτα βρέθηκα γυμνός στο πάτωμα κι αυτή να κάθεται στον καναπέ, με τα τακούνια των πέδιλών της στο στέρνο μου. Φορούσα μόνο το σορτς πλέον. Το τακούνι στο στήθος μου, στο λαιμό, στο σαγόνι, υψώνεται ξανά στο σαγόνι το πίσω του μέρος, έφυγε και αντικαταστάθηκε από την φτέρνα της στο στόμα μου. Χάος.
Είναι η στιγμή που νιώθει τα πάντα να χάνονται από μπροστά της κι εγώ από μπροστά μου, αφού ο ψίθυρος των χειλιών μου μεταφέρεται στα δακτυλάκια των ποδιών της. Αρχίζω να τα πιπιλάω ένα - ένα, να τα ρουφάω ως άλλα μικρά καυλάκια και να συνεχίζω. Κόλαση, απίστευτη όμως. Η γλώσσα μου παινεύει τα χωρίσματά τους για να περιδιαβεί ολάκερο το μήκος κάθε πατουσίτσας της κι εκείνος έχει βρεθεί όρθιος στον καναπέ να της δίνει το κοντάρι του στο στόμα.
- «Σ' αρέσει μωρή καριόλα ο πιτσιρικάς;»
- «Σκάσε μαλάκα, είναι Θεός. Κοίτα πως μου γλύφει τις ποδάρες, τις πατούσες μου μαλάκα!»
- «Πάτα του τον πούτσο με το άλλο μωρή σκρόφα. Δεν θέλεις να δεις πόσος είναι;»
- «Δεν με νοιάζει ρε μαλάκα. Ο τύπος είναι τεχνίτης!»
Κι έκτοτε θυμάμαι μονάχα το χαμόγελο του τέλους όλων. Αλήθεια, πώς να μοιραστώ όλο αυτό που έζησα; Ήταν απίστευτο. Μοναδικό. Εχέμυθο και με κάθε σοβαρό άνθρωπο και πρωτίστως καθαρό, που σέβεται τον εαυτό του και κυρίως τον σύντροφό του, θα το ξαναζούσα. Τι άλλο; Μονάχα αυτό.
Το μόνο που θυμάμαι είναι η ματιά που αντάλλαξαν αυτοί οι δύο άνθρωποι, την ώρα που έμπαινα μέσα στην Γιάννα δυνατά κι εκείνος της ψιθύριζε, φιλώντας της το αφτί:
- «Σε λατρεύω ψυχή μου…».
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.