Γεια σας. Είμαι η Μαρία. Είμαι 25 χρονών και θα σας για την πρώτη εμπειρία που έζησα στα δεκαοκτώ μου. Ζούσα σε μια σχετικά ήρεμη γειτονιά. Είχαμε μόνο έναν γείτονα που έμενε στο διπλανό σπίτι και ήταν ένας παππούς εξήντα χρονών.
- «Μαμά τι κάνουν;»
- «Α τίποτα αγάπη μου. Απλά ήρθε ένας από την Αμερική μαζί με την γυναίκα του και θα μείνουν εδώ».
- «Α, κρίμα…»
- «Γιατί ρε παιδί μου κρίμα;»
- «Έεεε και τώρα ρε μαμά πώς θα βάζω εγώ μουσική;»
- «Έεεε μωρέ σιγά! Αν είναι βάζε μουσική στην κουζίνα, μπας και σπάσεις τα νεύρα του γέρου και φύγει!», είπε γελώντας.
- «Χα χα! Πολύ αστείο!»
- «Αι μωρέ! Ξινή!»
Την επόμενη μέρα η μαμά μου φώναξε τους διπλανούς για καφέ, έτσι για να τους γνωρίσει. Από ευγένεια πήγα κι εγώ μαζί τους. Οι μεγάλοι γελούσαν, λέγανε βλακείες και εμένα δεν μου έδινε κανένας σημασία. Φαίνεται ο γείτονας, ο κύριος Νίκος. κατάλαβε ότι βαρέθηκα και μου λέει:
- «Ρε Μαράκι, τι έπαθες; Δεν σ’ αρέσει η παρέα μας;»
- «Όχι καλή είναι, αλλά δεν μου μιλάει κανένας…»
- «Α χα χα! Πως τα πας με το σχολείο;», με ρώτησε με μια τόόόσο γλυκιά φωνή.
- «Πολύ καλά!», είπα χαμογελώντας.
Ύστερα από δύο μήνες, που πια τους είχαμε συμπαθήσει πολύ, άρχισα να τον βλέπω με άλλο μάτι. Άρχισα να νιώθω κάτι παράξενο, ιδίως όταν τον έβλεπα να βγαίνει στο μπαλκόνι με το σορτς.
Μια μέρα η φίλη μου είχε έρθει για να κοιμηθεί σ’ εμένα. Εγώ στο εντωμεταξύ κοιμόμουν με το σουτιέν επειδή ζεσταινόμουν πάρα πολύ και ήταν καλοκαίρι. Το βράδυ κατά τις δύο βγήκαμε στο μπαλκόνι και μιλούσαμε. Μέσα είχε πάρα πολύ ζέστη και δεν μας έπαιρνε ύπνος.
Όμως εγώ, λέω τώρα δύο η ώρα το βράδυ ποιος θα είναι έξω και βγήκα με το σουτιέν. Τέλος πάντων χασκογελούσαμε με τις βλακείες που έκαναν από κάτω κάτι μεθυσμένοι και κάτι γκόμενες και σε κάποια φάση μου λέει η φίλη μου:
- «Μαρία. Εεεμ… κοίτα λίγο δίπλα…»
- «Τι; Αααααχ! Εεεμ… συγγνώμη δεν σας είδα…», λέω ντροπιασμένη στον κύριο Νίκο.
- «Χα χα χα! Δεν πειράζει Μαράκι μου. Έτσι κι αλλιώς έχω αδυναμία να βλέπω κάτι τέτοια!», είπε πονηρά.
Εγώ ντράπηκα πάρα πολύ και πήγα μέσα με την φίλη μου. Την επόμενη μέρα φοβόμουν μην τον δω στο ασανσέρ. Ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Έλα όμως που τον είδα.
- «Γεια σου Μαράκι!»
- «Γεια σας…», είπα κατακόκκινη.
- «Έλα μωρέ μην ντρέπεσαι για το χθεσινό, σιγά!»
Εντωμεταξύ το είπα στην μαμά μου και μου είπε: «Σιγά, μικρό κοριτσάκι είσαι, δεν είναι τίποτα».
- «Εεε… πώς να μην ντρέπομαι;»
Τέλος πάντων, τέτοια λέγαμε. Ύστερα από λίγες μέρες πέθανε η τρίτη ξαδέρφη της μαμάς μου και πήγε στην κηδεία της. Ο κύριος Νίκος με φώναξε για να τον βοηθήσω σε κάτι με την κουζίνα. Εγώ πήγα.
- «Λοιπόν Μαράκι, ευχαριστώ για την βοήθεια. Κάτσε λίγο να ξεκουραστείς».
- «Εντάξει. Ελπίζω να βοήθησα…»
- «Βοήθησες».
Με κοίταζε και σε κάποια φάση μου λέει:
- «Έχεις πάρα πολύ ωραίο στήθος!»
Εγώ κοκκίνισα.
- «Τι;»
- «Μην ξαφνιάζεσαι. Κάτι βυζάκια σαν τα δικά σου μ’ αρέσουν. Της γυναίκας μου είναι χοντρά, τεράστια και πεσμένα».
- «Σας παρακαλώ… τι λέτε;»
Τότε με ξάπλωσε στον καναπέ και άρχισε να με φιλάει. Ήταν η πρώτη φορά που με φιλούσαν στο στόμα. Μην τα πολύ-λέω, με έγδυσε και με γάμησε κανονικότατα. Το μουνί μου πονούσε και ούρλιαζα! Στο τέλος έχυσε πάνω στα βυζιά μου. Την ώρα που με πηδούσε λέγαμε διάφορα.
- «Αααααχ! Μην σταματάς μ’ αρέσει! Συνέχισε…»
- «Σ’ αρέσει ε, τσούλα; Εγώ από την αρχή το κατάλαβα! Βγήκες έξω με το σουτιέν για να με καυλώσεις, ε;»
- «Εεεμ… βασικά…»
- «Σκάσε! Το κατάλαβα!»
- «Δεν περίμενα ότι θα ήσουν έξω…»
- «Ναι καλά, καλά. Γούσταρες να ξέρεις ότι ένας άντρας 35 χρονών σε γουστάρει, ε;»
- «Αααααχ με πονάς! Φτάνει!»
Και πήγαινε λέγοντας. Όταν έχυσα με έκανε ένα μπάνιο, δηλαδή με έτριβε μέσα στην μπανιέρα και μετά ξαναπήγα σπίτι μου. Κρίμα που τώρα θα γυρίσει Αμερική και δεν θα τον ξαναδώ.
Πάντως τα γαμήσια μαζί του συνεχίστηκαν μέχρι τα 24 μου.
(Copyright protected OW ref: 8304)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.