-
-
Κατηγορία: Ερωτικές Ιστορίες STRAIGHT
Το e-mail μου είναι το:
Υπόθεση: Ένας αρκετά μεγάλος άντρας έχει αρχίσει ένα παράξενο παιχνίδι σε ένα κορίτσι, προκειμένου να την κατακτήσει ερωτικά. Φαίνεται πως γνωρίζει πολύ καλά αυτό το παιχνίδι και μέχρι κάποιο σημείο δείχνει να είναι κυρίαρχος. Ένα παράξενο παιχνίδι αισθήσεων και ένα ανυποψίαστο κορίτσι που γίνεται το θήραμα εν αγνοία του…
Η ιστορία:
Κεφάλαιο πρώτο
Ο τύπος που σε κοίταζε από το μπαρ σίγουρα δεν ανταποκρινόταν στα δεδομένα που ψάχνεις πάνω σε έναν άντρα. Σαρανταπεντάρης περίπου, με κάποια παραπάνω κιλά που τα έκρυβε έντεχνα με την μακριά πουκαμίσα που φορούσε, μαλλιά αρκετά γκρίζα, μικρά γυαλιά, ένα πρόσωπο ίσως συμπαθητικό, αλλά πολύ συνηθισμένο. Καθόταν στο μπαρ μόνος του εδώ και ώρα και δεν είχε ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω σου. Ή μάλλον τα είχε επάνω σου όταν δεν κοιτούσε το τετράδιο που συνέχεια έγραφε.
Η περιέργεια σου φούντωσε. Ήσουν σχεδόν σίγουρη ότι αυτό που έγραφε, ότι και να ‘ταν αφορούσε αν μην τι άλλο εσένα. Τα καστανά μάτια του σε κάρφωναν τακτικά με έναν τρόπο σαν να σε έγδυναν. Κοκκίνιζε κάθε φορά που το βλέμμα σου, άλλοτε πειραχτικό, άλλοτε επιβλητικό, και άλλοτε αποθαρρυντικό, καρφωνόταν στο δικό του. Αμέσως το έστρεφε αλλού. Κάπνιζε μανιωδώς ενώ τον παρακολουθούσες κάθε φορά που σε κοίταζε να επιστρέφει στο γραπτό του και να γράφει απορροφημένος, πωρωμένος μέσα στις σκέψεις του.
Οι μόνες κινήσεις που έκανε, πέρα από το να καπνίζει να πίνει το ποτό του και να γράφει με μανία, ήταν να ξεφυσάει δυνατά κατά διαστήματα. Αλλά δεν ήταν ξεφύσημα κούρασης η «βαρεμάρας», ήταν κάτι μάλλον σαν βαθύς αναστεναγμός... Λιγωμένος από αυτό που βρισκόταν μέσα στην σκέψη του. Αυτό που ενδεχομένως του προκαλούσες εσύ! Ήσουνα πολύ σέξι ντυμένη εκείνη την ημέρα.
Φορούσες ένα μακρύ καλοκαιρινό λινό φόρεμα με προκλητικό ντεκολτέ. Το πλούσιο στήθος σου σίγουρα αποτελούσε το επίκεντρο σχεδόν όλων των αντρικών βλεμμάτων τόσο της παρέας σου, όσο και των υπόλοιπων θαμώνων. Δεν φορούσες στηθόδεσμο με αποτέλεσμα οι θηλές σου να διαγράφονται κάτω από το λινό γαλάζιο ύφασμα. Στο πλάι το φόρεμα είχε ένα άνοιγμα που έφτανε μέχρι ψηλά. Επίτηδες είχες αφήσει δυο - τρία κουμπιά ξεκούμπωτα για να φαίνεται η ηλιοκαμένη σάρκα των ποδιών σου μέχρι πολύ ψηλά. Τα κατακόκκινα μαλλιά σου είχαν μακρύνει αρκετά και ακουμπούσαν ανάλαφρα πάνω στους γυμνούς σου ώμους. Το πρόσωπο σου έλαμπε και ήταν ο καθρέπτης του εσωτερικού σου κόσμου.
Ένιωθες για κάποιο ανεξήγητο λόγο πολύ όμορφα αυτό το βράδυ. Είχες πολύ κέφι στην παρέα σου και το πειραχτικό στιλάκι σου χάριζε γέλια και σε σένα αλλά πολύ περισσότερο στους γύρω σου. Είχες κατά κάποιο τρόπο γίνει το επίκεντρο, όχι μόνο της παρέας σου αλλά και πολλών άλλων θαμώνων. Φυσικά.. όχι μόνο για την δροσιά και το γέλιο που πρόσφερες αλλά και για τα κάλλη σου!
Ο τρόπος που σε κοίταζε επίμονα και την στιγμή που αντίκριζες το βλέμμα του τραβούσε το δικό του, άρχισε να σε ενοχλεί. Δεν έκανε καμία κίνηση απολύτως. Κάρφωνε απλά το βλέμμα του στο δικό σου και μετά γύριζε και έγραφε. Έγραφε με μανία! Το βλέμμα του σε έγδυνε με έναν τρόπο που σε ενοχλούσε μεν αλλά δεν ήταν αυτό το πρόστυχο κάρφωμα των ανδρικών βλεμμάτων που επιδοκίμαζαν τα κάλλη σου. Δεν μπορούσε να καταλάβεις γιατί σε ενοχλούσε όμως. Άρχισες να τον καρφώνεις κατά διαστήματα κι εσύ με το δικό σου βλέμμα αλλάζοντας τις εκφράσεις του συνεχώς. Να δεις τις αντιδράσεις του.
Απογοητευμένη τον έβλεπες κάθε φορά να κάνει το ίδιο πράγμα. Τραβούσε αμέσως το βλέμμα του από το δικό σου και επέστρεφε στο γραπτό του. Το κινητό του χτύπησε. Απάντησε και σχεδόν αμέσως, πλήρωσε τον μπάρμαν και σηκώθηκε να φύγει. Πέρασε από μπροστά σου χωρίς καν να σε κοιτάξει. Το βλέμμα σου τον περιεργάστηκε από πάνω μέχρι κάτω. Ένας συνηθισμένος μεσήλικας και τίποτε περισσότερο. Όμως κάτι... κάτι πάνω του σε μαγνήτιζε, με ενοχλητικό τρόπο.
Δεν γύρισες να τον κοιτάξεις, αλλά ένιωσες το βλέμμα του πίσω από την πλάτη σου να σε διαπερνά. Ανατρίχιασες για λίγο αλλά αμέσως αυτή η αίσθηση έφυγε. Κοίταξες τον καθρέπτη απέναντι σου βλέποντας να γυρίζει την πλάτη του και με αργά βήματα να περνά ανάμεσα από τα τραπεζάκια που ήταν έξω και να χάνεται μέσα στην νύχτα. Άφησες έναν αναστεναγμό ανακούφισης γιατί το βλέμμα του δεν σε κάρφωνε με αυτόν τον ενοχλητικά παράξενο τρόπο που δεν μπορούσες να το δικαιολογήσεις. Όμως ξαφνικά ένιωσες την χαρούμενη διάθεση σου να φεύγει.
Άρχισες να βαριέσαι την παρέα σου. Και ας είχες καιρό να τους δεις και τους είχες επιθυμήσει. Σε έτρωγε η περιέργεια να δεις τι ήταν αυτά που έγραφε για σένα. Έδιωξες τις σκέψεις σου και προσπάθησες να ξεχάσεις το συμβάν στρέφοντας το ενδιαφέρον στην παρέα σου. Στο κάτω - κάτω σκέφτηκες ότι μπορεί να έγραφε τελείως διαφορετικά και άσχετα πράγματα και απλά να σε κοιτούσε σαν ένας άντρας που γουστάρει μια γυναίκα. Βαθιά μέσα σου η διαίσθηση σου όμως σου έλεγε τελείως το αντίθετο...
Κεφάλαιο δεύτερο
Μετά από μερικές μέρες αποφάσισες να πας σε κάποιο κεντρικό βιβλιοπωλείο για να αγοράσεις μερικά βιβλία. Να έχεις με κάτι να περνάς την ώρα σου τις κενές ώρες στην εξορία της δουλειάς σου. Πέρασες αρκετή ώρα ανάμεσα στα βιβλία διαλέγοντας με προσοχή τα θέματα όταν ξαφνικά ένιωσες μια ενοχλητική ανακατωσούρα μέσα σου. Κάτι μέσα στην ατμόσφαιρα σε ενοχλούσε έντονα. Έψαξες μέσα στο μυαλό σου να βρεις πότε ξανάνιωσες έτσι. Τα μάτια σου γούρλωσαν στην θύμηση του άγνωστου που έγραφε ενώ σε κοιτούσε συνέχεια. «Δεν είναι δυνατόν να είναι αυτός εδώ!», σκέφτηκες ενώ το βλέμμα σου γρήγορα έψαξε το βιβλιοπωλείο.
Δεν τον είδες πουθενά. Παραξενεμένη από αυτό τον συναγερμό της διαίσθησης σου έκανες να ξαναγυρίσεις στο ψάξιμο όταν κατάλαβες τι ήταν αυτό που σου δημιούργησε τον συναγερμό στην διαίσθηση σου. Το άρωμα του. Αυτό που μύρισες παίρνοντας από δίπλα σου σχεδόν εκείνη την βραδιά. Που ναι μεν δεν του «πολύ-έδωσες» σημασία αλλά ο εγκέφαλος σου το κατέγραψε συνδυάζοντας το με το άτομο του.
Ο τύπος στεκόταν τώρα στον ίδιο πάγκο με σένα μόλις δυο μέτρα στο πλάι σου. Έψαχνε κι αυτός για βιβλία. Ή μάλλον έκανε πως έψαχνε. Ο τρόπος που τα ξεφύλλιζε έδειχνε ότι του ήταν αδιάφορα. Η διαίσθηση σου ξανά σε συναγερμό. Αδικαιολόγητο συναγερμό. Ήταν βέβαιο ότι ο τύπος από σύμπτωση βρέθηκε σε αυτό το βιβλιοπωλείο μιας και ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της πόλης αν όχι το καλύτερο, αλλά δεν ήταν καθόλου τυχαίο που σε είχε πλευρίσει κάνοντας τάχα τον αδιάφορο. Χωρίς να τον βλέπεις τον ένιωθες να καρφώνει το βλέμμα του επίμονα πάνω σου. Δεν μπορούσες όμως να δεις παραπέρα.
Για κάποιον λόγο η διαίσθηση σου είχε ‘τυφλωθεί’. Αυτός ο άνδρας ‘θόλωνε’ την όραση της διαίσθησης σου με ένα παράξενα ανησυχητικό τρόπο. Ξαφνικά συνειδητοποίησες τι ήταν αυτό το ενόχλημα που ένιωθες από το βλέμμα του. Δεν σε κοιτούσε με το βλέμμα ενός ‘αρπαχτικού’ που κυνηγάει το ‘θήραμα’ του.
Το κινητό του που χτύπησε σε έβγαλε από τις σκέψεις σου. Ασυναίσθητα έπιασες τον εαυτό σου να κάνει ένα βήμα στο πλάι πλησιάζοντας τον. Τα αφτιά σου τεντώθηκαν για να ακούσουν την φωνή του. Όχι ότι σε ενδιέφερε τι θα πει, απλά να ακούσεις την φωνή του. Μια γλυκιά μπάσα φωνή κάπως βραχνή χάιδεψε τα αφτιά σου. Ενοχλημένη ακόμα ένιωσες τον εγκέφαλο σου να παίρνει αυτό το χάδι και να το μετατρέπει σε ρίγη πάνω στην ραχοκοκαλιά σου. Ήσουν βέβαιη ότι σε κοιτούσε ενώ μιλούσε στο κινητό του.
Γύρισες απότομα το κεφάλι σου και τον κάρφωσες με το πιο άγριο βλέμμα που είχες. Σου άρεσε να παίζεις τους άλλους με τα βλέμματα σου που τα προσάρμοζες όπως εσύ ήθελες με μεγάλη άνεση. Το αποτέλεσμα ήταν αυτό που περίμενες αλλά κι αυτό που δεν περίμενες. Αμέσως ο τύπος τράβηξε το βλέμμα του αλλού, αλλά, η ομιλία του άλλαξε. Άρχισε να μιλάει στρεσαρισμένα και γρήγορα μπερδεύοντας τα λόγια του. Χαμογέλασες στον εαυτό σου ικανοποιημένη και συνέχισες το ψάξιμο στα βιβλία.
Ο τύπος είχε απομακρυνθεί από κοντά σου όταν ένιωσες πάλι το βλέμμα του να σε καρφώνει. Δεν πρόλαβες όμως να τον καρφώσεις ξανά με το άγριο βλέμμα σου. Τον είδες να έχει γυρίσει την πλάτη του και να απομακρύνεται από το βιβλιοπωλείο. Ανακουφισμένη τελείωσες την δουλειά σου. Φόρτωσες στα γρήγορα τα βιβλία στο βαλιτσάκι της μηχανής σου και την καβάλησες για να πας στο διαμέρισμα σου. Δεν πρόλαβες να κάνεις ούτε πενήντα μέτρα και σταμάτησες απότομα. Ξανά η ίδια ανακατωσούρα. Ξανά το ίδιο ενόχλημα…
«Πού είσαι στημένος πάλι γαμότο μου και με παρακολουθείς;», είπες τρομερά εκνευρισμένη καθώς κοιτούσες γύρω σου για να εντοπίσεις την παρουσία του. Ήταν ώρα μεσημεριανής αιχμής και η κίνηση ήταν τεράστια. Η διαίσθηση σου όμως τώρα λειτούργησε άψογα. Τον εντόπισες γρήγορα στην απέναντι καφετέρια. Καθόταν σε ένα τραπεζάκι κοντά στο πεζοδρόμιο και έπινε τον φραπέ του γράφοντας. Για όσο διάστημα τον κάρφωνες δεν σήκωσε καθόλου το βλέμμα του. Το έκανε επίτηδες γιατί καταλάβαινε ότι τον κοιτούσες; Είχε απορροφηθεί πάλι με το γράψιμο του. Ήταν το ίδιο τετράδιο που είχε και την προηγούμενη φορά. Η διαίσθηση σου δεν σε ξεγελούσε. Ήξερες ότι ήταν το ίδιο τετράδιο και ότι αυτά που έγραφε αφορούσαν και σένα μαζί!
Εκνευρισμένη μάρσαρες απότομα την μηχανή περνώντας σχεδόν με κόκκινο το φανάρι, νιώθοντας το βλέμμα του να σε καρφώνει καθώς απομακρυνόσουν με ταχύτητα. Έστριψες στο πρώτο στενό ξεφυσώντας ανακουφισμένη, απαλλαγμένη από την πίεση του βλέμματος του. Έκανες κάνα δυο χιλιόμετρα και φρέναρες απότομα. «Το φελέκι μου!» έβρισες και γύρισες πίσω την μηχανή. Μάρσαρες θυμωμένη παίρνοντας την κατεύθυνση προς την καφετέρια που τον είδες για τελευταία φορά. Έπρεπε να δώσεις ένα τέρμα σε αυτήν την κατάσταση. Ποιον πήγαινες να ξεγελάσεις όμως; Πέρα από την ανεξήγητη ενοχλητική διάθεση που σου προκαλούσε σε έτρωγε πια η περιέργεια. Τι έγραφε με τόσο πώρωση για σένα;
Πλησίαζες με μεγάλη ταχύτητα την καφετέρια όταν ένιωσες την απογοήτευση να σε πλημμυρίζει. Ήξερες πριν γίνεις ορατή ότι αυτός δεν βρίσκεται πια εκεί. Δεν ένιωθες την γνώριμη ενόχληση. Ούτε καν το βλέμμα του. «Μπορεί να είναι προσηλωμένος στο γραπτό του. Αφού έφυγα δεν γνωρίζει ότι θα επέστρεφα ξανά…». Αλλά μάταια έλπιζες. Το τραπεζάκι που καθόταν πριν από πέντε λεπτά ήταν άδειο. Πάνω του υπήρχε ακόμα το μισογεμάτο ποτήρι του φραπέ. «Γαμότο μου! Δεν τον πρόλαβα…», μονολόγησες στεναχωρημένη και απογοητευμένη. «Τώρα ποιος ξέρει αν θα τον πετύχω ξανά πουθενά... στην τύχη αφού δεν ξέρω τίποτε για αυτόν. Αυτός όμως; Μήπως ξέρει για μένα και με παρακολουθεί;» Στην αναλαμπή αυτή της σκέψης σου ένιωσες μια γλυκιά αναταραχή να γεμίζει τα σωθικά σου. Ελπίδα; Διαίσθηση; Μπορεί και τα δυο. Μπορεί και τίποτε από τα δυο.
Γεμάτη με σκέψεις δεν συνειδητοποίησες αυτό που έκανες. Πάρκαρες την μηχανή μπροστά στην καφετέρια και κάθισες στην ίδια καρέκλα που καθόταν μόλις πριν λίγο αυτός ο άγνωστος. Ήταν η ιδέα σου ή μήπως το άρωμα του άφησε τα ίχνη του στο τραπέζι και την καρέκλα. Ακόμα βυθισμένη στις σκέψεις σου, τα δάχτυλα σου κινήθηκαν από μόνα τους αγγίζοντας το ποτήρι του φραπέ στα σημεία που μάλλον είχαν ακουμπήσει τα δικά του δάχτυλα. Έφεραν μερικούς γύρους γύρω από το χείλος του και σκαρφάλωσαν πάνω στο καλαμάκι ακουμπώντας την άκρη του. Εκεί που πριν από λίγο είχαν ακουμπήσει τα χείλη του.
Τινάχτηκες απότομα επανερχόμενη στην πραγματικότητα. Καβάλησες την μηχανή και ξεχύθηκες με ταχύτητα στην λεωφόρο. «Τι στο διάολο;», σκέφτηκες. «Πάει αυτός; Μας τελείωσε;». Μέχρι να φτάσεις στο διαμέρισμα σου τον είχες ξεχάσει σχεδόν τελείως. Έτσι νόμιζες δηλαδή...
Κεφάλαιο τρίτο
Πέρασαν κάνα δυο μέρες στην καθημερινή σου ξενοιασιά της άδειας. Εκείνο το βράδυ άφησες σχετικά νωρίς την παρέα σου γιατί σου έφυγε το κέφι αδικαιολόγητα. Μάλλον σε κούρασε το ότι γινόταν ένας φαύλος κύκλος στο να συζητάτε τα ίδια θέματα για δεύτερη ή και τρίτη φορά. Δεν είχες όμως διάθεση να επιστρέψεις στο διαμέρισμα σου. Μιας και είχες αφήσει την μηχανή κλειδωμένη, γιατί σε είχε πάρει η παρέα σου με τα αυτοκίνητα της, αποφάσισες να περπατήσεις για λίγο. Ασυναίσθητα τα πόδια σου άλλαξαν κατεύθυνση και σε φέρανε έξω από το μπαράκι εκείνης την νύχτας. Αδιάφορη για το ποιος μπορεί να ήταν μέσα (ίσως και κάποιος από τις παρέες σου) το προσπέρασες περπατώντας γρήγορα.
Και ξαφνικά πάγωσες. Σε απόσταση δέκα μέτρων περίπου τον είδες. Έμπαινε εκείνη την στιγμή στο μπαρ. Η ενοχλητική ανακατωσούρα μέσα σου επέστρεψε ταυτόχρονα με μια γλυκιά αίσθηση. Δεν σε είδε, αυτό ήταν σίγουρο. Δεν σε περίμενε εξάλλου. Με γρήγορο βήμα πλησίασες το μπαρ παρακολουθώντας τον. Τον είδες να ρίχνει μια παρατηρητική ματιά ολόγυρα του σαν κάτι να έψαχνε. Σαν να έψαχνε κάποιον; Η καλύτερα κάποιαν; «Εμένα!;!;» σκέφτηκες αναστατωμένη. Τον είδες να κοιτάζει επίμονα την θέση που βρισκόσουν εκείνη την βραδιά και μετά να πηγαίνει σε ένα άδειο τραπεζάκι και να κάθεται.
Αναποφάσιστη τι να κάνεις έμεινες για λίγο έξω από το μπαρ, παρακολουθώντας τον εσύ τώρα. Τον έβλεπες να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, ακριβώς όπως εκείνο το βράδυ. Σήκωνε το βλέμμα του κοιτούσε την άδεια θέση στην οποία καθόσουν και μετά ξαναγυρνούσε στο τετράδιο του κι έγραφε απορροφημένος. Σαν να ήταν μόνος εκεί μέσα. Ούτε η μουσική, ούτε η βαβούρα των θαμώνων τον ενοχλούσαν. Έμπαινε στον δικό του κόσμο και ‘απομονωνόταν’ σε αυτόν κλειδώνοντας τους πάντες και τα πάντα έξω. Υπήρχε μόνο η σκέψη του και το τετράδιο που έγραφε. Μόνο όταν ανασήκωνε το κεφάλι του κοιτώντας την άδεια θέση επανερχόταν στην πραγματικότητα.
Πήρες την απόφαση σου απότομα. Πήγες κατευθείαν στο μπαρ και παράγγειλες ένα ποτό. Το πήρες και με σταθερό βήμα κατευθύνθηκες προς αυτόν. Τον παρέκαμψες κάνοντας έναν μικρό κύκλο την ώρα που βρισκόταν απορροφημένος στο γράψιμο του και κάθισες ακριβώς στην ίδια θέση που καθόσουνα εκείνη την πρώτη νύχτα. Αποφάσισες να τον ‘ταρακουνήσεις’ λίγο με το κορμί σου. Να δεις από πιο κοντά τις αντιδράσεις του, αφού τώρα ήσουν και ολομόναχη. Ίσως να σε πλησίαζε να σου μιλήσει. Ίσως πάλι... Κούνησες το κεφάλι σου σε αυτήν την αρνητική σκέψη και αμέσως ξεκούμπωσες δυο - τρία κουμπιά από το πουκάμισο σου. Χάρηκες που είχες αποφασίσει τελικά να μην φορέσεις σουτιέν. Φορούσες μια φούστα λίγο πιο πάνω από το γόνατο που φρόντισες με το κάθισμα σου να την ανασηκώσεις αρκετά ψηλά.
Χαμήλωσες αρκετά στην πολυθρόνα ανοίγοντας κάπως περισσότερο τα πόδια σου. Ήσουν σίγουρη ότι το βλέμμα του θα έπεφτε αμέσως ανάμεσα τους πάνω στο κιλοτάκι σου. Ένιωσες μια γλυκιά αναταραχή. Την αναμονή της «εκδίκησης» σου όταν θα τον έκανες να τα χάσει με το θέαμα που του πρόσφερες. «Να μάθει να μην κοιτάζει τόσο επίμονα τον άλλον!», είπες μέσα σου. Περίμενες υπομονετικά αλλά και ανυπόμονα να σηκώσει το βλέμμα του…
Και ξαφνικά το σήκωσε. Τα μάτια του κοίταξαν το θέαμα που του πρόσφερες. Αλλά αντί να δεις την λάμψη της ερωτικής λαιμαργίας, την δίψα του αρπαχτικού έτοιμο να ορμήσει στην λεία του, το βλέμμα του καρφώθηκε βαθιά στο δικό σου ‘αποσβολώνοντάς’ σε. Τα καστανά του μάτια μίκρυναν απότομα. Σε κοίταξε με μίσος. Μίσος σαν να του κατάστρεψες κάτι πολύτιμο γι’ αυτόν. Μίσος; Μάλλον περισσότερο πόνος και απογοήτευση. Ναι... Δεν έκανες λάθος. Το σκοτεινιασμένο βλέμμα του σου μιλούσε ξεκάθαρα. Δεν πετάρισε ούτε για μια στιγμή στο κορμί σου. Σε κοιτούσε βαθιά στο βλέμμα σου περνώντας πίσω του, ‘μιλώντας’ κατευθείαν στο μυαλό σου. Σε έκανε μέσα σε δυο - τρία δευτερόλεπτα να νιώσεις πολύ χάλια. Κυριολεκτικά ένιωσες ντροπιασμένη, φτηνή, «ξεφτιλισμένη» μπροστά του. Και όλα αυτά μόνο με το βλέμμα του.
Ένιωσες για πρώτη φορά στην ζωή σου ίσως να θέλεις να ανοίξει η γη και να σε καταπιεί. Αλλά από την άλλη ένιωθες αυτό το άτιμο το συναίσθημα που σου προκαλούσε πάντα το βλέμμα του. Την περίεργη ενοχλητική ανακατωσούρα. Και τότε κατάλαβες. Κατάλαβες τι προσπαθούσε να κάνει αυτός ο τύπος μόνο με το βλέμμα του. Σίγουρα σε έγδυνε. Αλλά όχι το κορμί σου. Προσπαθούσε να προχωρήσει πιο βαθιά. Να ξεγυμνώσει το μυαλό σου, την καρδιά σου, την ίδια σου την ψυχή. Κούνησε αδιόρατα αργά το κεφάλι του αρνητικά με απογοήτευση και γύρισε αλλού το βλέμμα του.
Λυπημένη για το φέρσιμο σου, απογοητευμένη με τον ίδιο σου τον εαυτό, χαμήλωσες το βλέμμα σου ενώ ανακάθισες στην πολυθρόνα κατεβάζοντας την φούστα σου και κουμπώνοντας με ταραγμένα δάχτυλα το πουκάμισο σου. Έφυγε! Το κατάλαβες πριν σηκώσεις το βλέμμα σου. Αλλά το παράξενο τώρα ήταν ότι αυτό το ανακάτωμα που ένιωθες όποτε σε κοίταζε, παρέμεινε μέσα σου. Σηκώθηκες απότομα και κοίταξες γύρω σου. Δεν φαινόταν πουθενά. Βιαστικά, χωρίς να ξέρεις τι κάνεις, βγήκες έξω από το μπαρ. Μάταια όμως.. δεν φαινόταν πουθενά. Είχε εξαφανιστεί το ίδιο απότομα όπως είχε εμφανιστεί.
Ξαναγύρισες πίσω στην θέση σου στο μπαρ για να πιείς το ποτό σου. Ένιωσες να το χρειάζεσαι. Το κατέβασες σχεδόν μονορούφι και ζήτησες ακόμα ένα. «Τι στο καλό;», σκέφτηκες. «Δεν θα με κάνει να χαλαστώ ένας... ένας... ένας… Αυτός… Αυτός ο μυστηριώδης άγνωστος!». Ο σερβιτόρος έφερε το ποτό σου και αφήνοντας στο τραπέζι σου είπε:
- «Κερασμένο».
Τον κοίταξες απορημένη…
- «Από ποιον;»
Ο σερβιτόρος ανασήκωσε τους ώμους του και είπε:
- «Δεν τον ξέρω. Πρώτη φορά τον βλέπω εδώ μέσα. Πλήρωσε το ποτό σου και έφυγε αμέσως. Μου είπε να σας δώσω αυτό το μήνυμα…»
Και σου έδωσε έναν μικρό φάκελο σφραγισμένο. Τον πήρες ευχαριστώντας τον και πήγες να τον ανοίξεις. Τα χέρια σου όμως κοκάλωσαν. «Τι στο καλό μου συμβαίνει;», σκέφτηκες. «Το πολύ - πολύ να μου έχει δώσει το τηλέφωνο του και να μου ζητάει να συναντηθούμε για περαιτέρω. Με γουστάρει να του κάτσω αλλά το παίζει δύσκολος…». Δεν αποκατέστησες όμως καθόλου την αυτοπεποίθηση σου με αυτές σου τις σκέψεις. Το άνοιξες αργά - αργά και έβγαλες ένα χαρτάκι από μέσα. Το διάβασες αργά - αργά ξανά και ξανά πολλές φορές, προσπαθώντας να καταλάβεις τι σου έλεγε πίσω από το ‘εμφανές’ νόημα των φράσεων του.
«Αν είναι να με κάνεις ‘εχθρό’ σου δείχνοντας μου τα ‘όπλα’ που διαθέτεις, τότε είσαι ήδη νικημένη, προδομένη από την ίδια σου την κοκεταρία. Δεν ψάχνω για κάτι που το βρίσκω ανά πάσα στιγμή το θελήσω. Ψάχνω πέρα από αυτό. Να κατακτήσω κάτι που πάντα είναι δύσκολο. Και που πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να αγωνίζεσαι για να το κερδίσεις».
Έπιασες τον εαυτό σου να έχει φέρει το χαρτάκι στην μύτη σου κοντά και να μυρίζεις το άρωμα του, καθώς όλα τα συναισθήματα σου κάνανε πόλεμο μέσα σου. Την μια ένιωθες εξοργισμένη για την περιφρόνηση του κορμιού σου. Την άλλη ένιωθες πικραμένη από την στάση σου απέναντι του. Έπιανες τον εαυτό σου από την μια να τον βρίζεις και να τον ξαποστέλνεις και από την άλλη να σκέφτεσαι αν τον ξαναδείς κάποια στιγμή. «Για ποια με πέρασε δηλαδή; Τι νομίζει ότι είμαι; Παιχνιδάκι του να με κάνει ότι θέλει; Αλλά το φελέκι μου κι εγώ του την βγήκα πολύ στο απότομο. Μάλλον ήταν λάθος μου! Αλλά δεν φταίω κι εγώ. Αυτό το βλέμμα του. Ναι αυτό φταίει που χωνόταν μέσα στο δικό μου... ψαχούλευε το μυαλό μου! Ααα.. δεν θα περάσει το δικό του. Θα του δείξω εγώ. Την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε θα τον...».
«Μα ποια επόμενη φορά;» συνέχισες τον μονόλογο σου στην σκέψη σου τώρα. «Λες και τον ξέρω, έχουμε αλλάξει τηλέφωνα, γνωρίζω που μένει κτλ.; Μαλακίες σκέφτομαι. Πάει τέλειωσε. Αύριο θα νιώθω καλύτερα. Απλά με έπιασε απροετοίμαστη. Εδώ που τα λέμε τα ήθελα κι εγώ. Τον έπαιξα σαν να είναι κανένας πιτσιρικάς. Τον μείωσα χωρίς την θέληση μου επίτηδες όμως. Καλά να πάθει όμως. Του άξιζε... Αλλά εγώ τι φταίω να νιώθω τόσο χάλια; Θα πιω ακόμα ένα ποτάκι να συνέλθω…».
Κεφάλαιο τέταρτο
Την επομένη σηκώθηκες με βαρύ κεφάλι. «Πόσα ήπια εχτές;», αναρωτήθηκες. «Τρία; Τέσσερα; Παραπάνω; Ούτε που θυμάμαι…». Αλλά θυμώσουν πολύ καλά τα πάντα από την χθεσινή νύχτα... Και θυμώσουν ότι το ποτό δεν σε ‘έφτιαξε’. Απλά σήμερα σε ξύπνησε με χάλια διάθεση. Χώθηκες κάτω από το ντους και έμεινες αρκετά λεπτά κάτω από το καυτό νερό για να συνέλθεις. Πίνοντας τον καφέ σου σκέφτηκες με την ησυχία σου τα χθεσινοβραδινά γεγονότα. Αμέσως αυτό το γνώριμο συναίσθημα σε πλημμύρισε. «Όχι γαμότο μου. Αφού δεν με βλέπεις, γιατί νιώθω έτσι;», φώναξες στον αέρα.
Το χέρι σου άρπαξε το τσαντάκι σου κι έβγαλες το χαρτάκι με το σημείωμα του τύπου. Πίνοντας αργά τον καφέ σου το διάβασες πάλι πολλές φορές. Πιο ήρεμη σήμερα γέμισες με τύψεις και στεναχώρια. Ήθελες να τον έβλεπες ξανά. Έστω και για λίγο. Να του εξηγούσες ότι δεν το έκανες σκόπιμα. Απλά για να τον «πικάρεις».
Κακόκεφη ακόμα ετοιμάστηκες για να βγεις έξω για κάτι δουλειές που είχες. Πέρασες επίτηδες από το βιβλιοπωλείο και από την καφετέρια που τον είχες δει. Μέχρι και από το μπαράκι πέρασες με την μηχανή σου. Ήξερες ότι ήταν άσκοπο αυτό. Αλλά μέσα σου μια ελπίδα κρυφόκαιγε. Πλακώθηκες στα φρένα ξαφνικά. Λίγο έλειψε να πέσεις από την μηχανή σου. Δεν μπορεί να κάνω λάθος. Η καρδιά σου φτερούγισε δυνατά. Αυτός είναι. Τον είδες τελευταία στιγμή να βγαίνει από την είσοδο ενός κτιρίου. Αποφασισμένη μάρσαρες και του έκοψες τον δρόμο φρενάροντας μπροστά του…
Τα μάτια σας αντάμωσαν πολύ κοντά αυτήν τη φορά. Δυο καφετιές λάμψεις που από την μια σε χαστούκισαν θυμίζοντας σου το χθεσινό παιχνίδι σου αλλά από την άλλη σαν αόρατα χέρια βυθίστηκαν μέσα στο βλέμμα σου και άρχισαν να σε ψαχουλεύουν. Μείνατε για δυο - τρία ίσως και περισσότερα λεπτά χωρίς να μιλάτε. Απλά κοιταζόσασταν στα μάτια. Τα βλέμματα σας επικοινωνούσαν μόνα τους. Έλεγαν όλα αυτά που δεν μπορούσαν να πουν τα χείλη. Έσπασε αυτός την σιωπή πρώτος.
- «Έλα για καφέ!»
Δεν στο πρότεινε. Ούτε το απαίτησε. Απλά το είπε. Δείχνοντας ότι δεν τον ένοιαζε αν τον ακολουθήσεις ή όχι. Τον είδες να περνάει στο απέναντι κτίριο και να μπαίνει μέσα. Κοντοστάθηκε στα γραμματοκιβώτια για να κοιτάξει αν είχε τίποτε δικό του; Μάλλον για να δει αν τελικά τον ακολουθούσες. Το μυαλό σου λειτούργησε με χίλιες στροφές. Να πας μαζί με αυτόν τον άγνωστο στο διαμέρισμα του έτσι απλά, ήταν σαν να του δινόσουν απλόχερα. Δεν ήταν του στιλ σου. Από την άλλη όμως τίποτε στο παρουσιαστικό του ή στο φέρσιμο του έδειχνε μέχρι τώρα ότι πήγαινε αμέσως να σε κρεβατώσει.
Πήρες την απόφαση την τελευταία στιγμή που αυτός έστριψε για να καλέσει το ασανσέρ. Πάρκαρες όπως - όπως την μηχανή αφού την κλείδωσες στα γρήγορα και σχεδόν τρέχοντας μπήκες στο κτίριο την στιγμή που άνοιγε την πόρτα του ασανσέρ. Τον είδες για πρώτη φορά να χαμογελά αδιόρατα. Τότε εντόπισες κάτι άλλο πάνω του. Το πρόσωπο του δεν ήταν σοβαρό... απλά θλιμμένο.
Μπήκατε μέσα στο ασανσέρ. Δεν μιλούσατε. Αλλά πλέον ήσασταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. Σχεδόν τα κορμιά σας ακουμπούσανε μεταξύ τους. Αλλά αυτός ούτε που σε κοίταξε. Φαινόταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Και αυτό το άρωμα του. Γέμιζε τα ρουθούνια σου. Προσπαθώντας να πεις κάτι... οτιδήποτε για να σπάσεις την νεκρική σιγή είπες:
- «Ωραίο άρωμα φοράς. Ποιο είναι;»
Πριν σε κοιτάξει δαγκώθηκες σκεφτόμενη: «Μαλάκα μου, τι κοτσάνα είναι αυτή τώρα που πέταξες;». Ευτυχώς η αντίδραση του ήταν αδιάφορη και πέρασε στο ντούκου αυτή η ερώτηση.
- «Βρίσκεις; Δεν ξέρω. Απλά την φοράω γιατί μου αρέσει εμένα. Για τους άλλους...», έκανε μια κίνηση αδιαφορίας.
Φτάσατε στον όροφο και μπήκατε στο διαμέρισμα του. Ένα κλασσικό διαμέρισμα εργένη ελαφρά ακατάστατο... αλλά σίγουρα όχι άνω - κάτω. Μια μικρή γκαρσονιέρα. Με ένα δωματιάκι ένα λουτρό και μια σαλονοκουζίνα. Σου έδειξε να καθίσεις σε έναν από τους δυο καναπέδες και κατευθύνθηκε στο μικρό κουζινάκι αφού σε ρώτησε τι καφέ ήθελες. Όση ώρα ετοίμαζε τους καφέδες εσύ περιεργάστηκες το διαμέρισμα του.
- «Πολύ συμπαθητικό το διαμερισματάκι σου. Μικρό μεν αλλά πολύ γλυκό…»
Δαγκώθηκες ξανά. «Πάλι κοτσάνα αμόλησα!», σκέφτηκες. «Κοινότυπες εκφράσεις. Δεν βρίσκεις τίποτε καλύτερο να πεις βρε ζώο;». Όμως η απάντηση του σε έκανε να χαρείς. Κατάλαβες ότι είχες ακουμπήσει κάποιο ευαίσθητο σημείο του.
«Χαίρομαι που σου αρέσει. Είναι κάτι που το έχω αγαπήσει πάρα πολύ. Με εκφράζει. Μικρό και απομονωμένο... γεμάτο με πολλά όνειρα και σκέψεις... γεμάτο με...»
Έκοψε την φράση του απότομα.
- «Με...;», τον ρώτησες ενώ η περιέργεια σου άρχισε να σε γαργαλάει.
Ακούμπησε τα φραπεδάκια στο χαμηλό γυάλινο τραπεζάκι και κάθισε απέναντι σου. Δεν απάντησες στην ερώτηση σου. Την απόφυγε έντεχνα... χτυπώντας το θέμα που σε έτρωγε.
- «Οφείλω να σου ζητήσω ένα συγγνώμη για το χθεσινό μου μήνυμα. Ήταν πολύ σκληρό από μέρους μου. Με ξενέρωσες όμως απότομα. Αλλά συγγνώμη για εχτές…»
Τον κοίταζες με τα μάτια σου ορθάνοιχτα. Ρουφούσες μια - μια τις λέξεις τους και όχι μόνο με τα αφτιά σου, αλλά με ολόκληρη την υπόσταση σου. Απάντησες αμέσως κάπως κολακευμένη κάπως πειραγμένη.
- «Δεν ήταν και ότι πρέπον. Δεν ξέρω πως μου ήρθε. Όλη αυτή η κατάσταση...»
Σταμάτησες πίνοντας μια γουλιά από τον φραπέ σου και τραβώντας μερικές τζούρες από το τσιγάρο σου. Ένιωθες εκνευρισμένη. Το βλέμμα του ήταν μονίμως καρφωμένο στο δικό σου τώρα. Και το κακό είναι ότι σου μαγνήτιζε το δικό σου μην αφήνοντας σου την ελευθερία να παίξεις με τις αλλαγές του. Απλά τον άφηνες να σε κοιτάζει και να σε ψαχουλεύει με την σκέψη του.
- «Ποια κατάσταση εννοείς; Το ότι σε ‘παρακολουθώ’ από την πρώτη μέρα που σε συνάντησα; Και λέγοντας ‘σε παρακολουθώ’ εννοώ το βλέμμα μου. Ήταν τυχαίες οι συναντήσεις μας. Θέμα μοίρας. Πιστεύω απόλυτα στην μοίρα. Ενώνει πολλά αλλά καταστρέφει ακόμα περισσότερα…»
- «Ναι.. αυτό το βλέμμα σου. Με κάνει να νιώθω άβολα. Με εκνευρίζει. Νιώθω σαν να με ξεγυμνώνει... σαν να θέλει να...»
- «...μπει βαθιά μέσα στο μυαλό σου. Έχεις δίκιο. Προσπαθούσα να δω τι κρύβεται πίσω από την λάμψη των ματιών σου. Από αυτές τις γρήγορες μεταβολές στις εκφράσεις του…»
Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του και συνέχισε:
- «Με εντυπωσίασες πολύ εκείνο το βράδυ. Αυτό το ομολογώ. Αλλά όχι σαν θηλυκό... που το κυνηγάει ένα πεινασμένο για σεξ αρσενικό. Αλλά με εντυπωσίασες σαν γυναίκα... και θέλησα ακριβώς αυτό. Να προσπαθήσω να διεισδύσω μέσα στο μυαλό σου. Όσο μπορούσα φυσικά. Κρίνοντας από τις κινήσεις σου, από τις εκφράσεις σου, από τα γέλια σου...»
- «Και αυτά τα συμπεράσματα τα έγραφες; Σε έχω δει να το κάνεις πάμπολλες φορές. Να με κοιτάς και να γράφεις. Αλήθεια τι γράφεις; Είναι για μένα; Θέλω να το δω!»
Σηκώθηκε τότε και πήρε το τετράδιο που έγραφε.
- «Όταν το δημοσιεύσω θα το διαβάσεις. Ο λόγος που δεν στο δίνω είναι γιατί απλά δεν είσαι αυτό που γράφω. Είναι τελείως διαφορετικό αυτό που γράφω αλλά έχει άμεση σχέση με το βλέμμα σου, χωρίς όμως να έχει σχέση με τον υπόλοιπο εαυτό σου».
Κοίταξε το ρολόι του και χτύπησε το κεφάλι του σαν να θυμήθηκε κάτι.
- «Συγγνώμη θα πρέπει να φύγουμε. Έχω ένα σημαντικό ραντεβού και δεν πρέπει να αργήσω».
Απρόθυμα άφησες το διαμέρισμα του και βγήκατε στον δρόμο. Πριν χωρίσετε σου είπε:
- «Το βράδυ.. τι λες για δείπνο; Θα έχουμε όλη την ευκαιρία να τα πούμε με την άνεση μας…»
Δέχτηκες αμέσως σχεδόν. Έτσι κι αλλιώς αυτές σου οι μέρες θα ήταν κενές. Και ένα δείπνο με αυτό το μυστηριώδες άτομο ίσως να ήταν εποικοδομητικό. Ανατρίχιασες ελαφρά στην σκέψη του βλέμματος του. Μόνο που τώρα το ανακάτωμα που ένιωθες σταμάτησε να είναι ενοχλητικό. Απλά ήταν ακόμα αδικαιολόγητα παράξενο...
Κεφάλαιο πέμπτο
Πέρασες πάνω από μια ώρα μπροστά στον καθρέφτη σου δοκιμάζοντας όλα σου τα ρούχα. Δεν ήξερες πως να ντυθείς για να τον εντυπωσιάσεις. Πέρασες όλα τα ντυσίματα από πάνω σου χωρίς να μπορείς να κατασταλάξεις σε κάποιο. Δοκίμασες τα πάντα από το πιο σεμνό μέχρι το πιο καυτό και προκλητικό. Και ξαφνικά συνειδητοποίησες ότι φερόσουν σαν μαθήτρια που ετοιμάζεται να βγει το πρώτο της ραντεβού με κάποιον που νιώθει ερωτευμένη. «E όχι και έτσι!», μονολόγησες. «Είπαμε ότι μου έχει κινήσει το ενδιαφέρον αυτός ο άνδρας, αλλά όχι και να με βάλει από κάτω με την μια. Όχι τόσο εύκολα δηλαδή...», τελείωσες τον μονόλογο σου νιώθοντας πόση αλήθεια έκρυβαν στο βάθος τους τα τελευταία σου λόγια.
Άναψες ένα τσιγάρο και κάθισες στην άκρη του κρεβατιού καπνίζοντας το για να χαλαρώσεις λίγο. Κοίταξες το ρολόι. Είχες ακόμα ώρα μέχρι την ώρα του ραντεβού. Και τότε κοιτάζοντας τον εαυτό σου στον καθρέπτη, σχεδόν γυμνό μόνο με το στρινγκάκι, κατάλαβες πως έπρεπε να ντυθείς. Θυμήθηκες τα λόγια στο μήνυμα του. Έσβησες το τσιγάρο σου βιαστικά και έψαξες τα ρούχα στην ντουλάπα σου. Σταμάτησες μπροστά σε κάτι που το είχες φορέσει όλο και όλο δυο - τρεις φορές σε κάποιες επίσημες εκδηλώσεις. Ένα ταγέρ σε σκούρο μπλε χρώμα. Κοιτάχτηκες στον καθρέπτη. Πέταξες το στρινγκάκι και φόρεσες ένα απλό κανονικό κιλοτάκι. Μετά έναν «αυστηρό» στηθόδεσμο που κάλυπτε το πλούσιο στήθος σου και μάλιστα το κρατούσε κάπως σφιχτά ώστε να μην φαίνεται τόσο έντονο.
Για λίγο έμεινες σκεφτική… τι να φορούσες μέσα από το ταγέρ; Κατέληξες σε ένα λεπτό πουκάμισο σε γαλάζιο απαλό χρώμα. Έβαλες πρώτα την φούστα και μετά το σακάκι και κοιτάχτηκες στον καθρέπτη. Τα μαλλιά σου; Στεναχωρήθηκες που δεν ήταν αρκετά μακριά ώστε να τα μαζέψεις ψηλά. «Δεν πειράζει…», σκέφτηκες. Έβαψες προσεχτικά τα χείλη σου και τόνισες ελαφρά με ρουζ τα μάγουλα σου. Δεν έβαλες χρώμα πάνω στα βλέφαρα σου, ούτε πείραξες τις βλεφαρίδες σου. Τελείωσες φορώντας δυο μικρά σκουλαρίκια που τα είχες σαν σετ με το ταγέρ και φυσικά δεν αποχωρίστηκες την μικρή αλυσιδίτσα με το μονόγραμμα σου από τον λαιμό σου. Φόρεσες ένα ζευγάρι γόβες, όχι ψηλοτάκουνες. Δεν άρμοζε με την κατάσταση. Πήρες το τσαντάκι σου και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον καθρέπτη έφυγες για το ραντεβού σου.
Έφτασες με καθυστέρηση δέκα λεπτών στο ραντεβού σου. Τον βρήκες καθισμένο σε ένα τραπεζάκι να πίνει το ποτό του. Φυσικά με το τετράδιο μπροστά σου πάντα να γράφει. Τον πλησίασες αργά - αργά. Σκέφτηκες ότι ίσως θα μπορούσες να ρήξεις μια βιαστική ματιά στα γραπτά του. Έστω λίγες λέξεις για να χαλαρώσεις την περιέργεια σου. Μα αυτή η ανακατωσούρα βασανιστική.. πάλι γέμισε το είναι σου. «Λες να φταίει το άρωμα του;» συλλογίστηκες. «Όχι. Σίγουρα όχι!», συνέχισες να σκέφτεσαι πλησιάζοντας τον. Και την στιγμή που βρισκόσουν πίσω από την πλάτη του, αυτός ανασήκωσε το βλέμμα του κλείνοντας το τετράδιο του. Σε άφησε άναυδη καθώς σηκώθηκε και γύρισε προς το μέρος σου λέγοντας:
- «Το άρωμα σου σε προδίδει πριν την παρουσία σου…»
«Γαμότι μου!», σκέφτηκες. «Αυτό δεν το είχα υπολογίσει…». Σε κοίταξε εξεταστικά από πάνω μέχρι κάτω. Αυτή τη φορά το βλέμμα του δεν σε ‘έγδυνε’. Κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του χαμογελώντας ελαφρά.
- «Τέλεια…» ψιθύρισε, περισσότερο μονολογώντας στον εαυτό του, παρά απευθυνόμενος σε σένα. «Δείχνεις την γυναίκα πάνω σου, χωρίς να κρύβεις τον άνθρωπο από πίσω της…»
Πήρε το χέρι σου μέσα στα δυο του χέρια και αργά έσκυψε και ακούμπησε τα χείλη του πάνω στα ακροδάχτυλα σου. Αυτή του η τυπική ιπποτική κίνηση δεν πέρασε αδιάφορα μέσα από τον εγκέφαλο σου. Ένιωσες όμορφα αλλά και άβολα. Δεν ήσουν καθόλου μα καθόλου συνηθισμένη σε τέτοιου είδους συμπεριφορά. Ο άγνωστος πέρασε στην άλλη μεριά του τραπεζιού και τράβηξε την καρέκλα κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση ρίχνοντας σου την καρέκλα να καθίσεις. Σε κολάκεψε αυτή του η ιπποτική κίνηση. Μετά κάθισε απέναντι σου. Σε ρώτησε αν θέλεις κάτι να πιεις πριν από το φαγητό και παράγγειλε το ποτό στον σερβιτόρο.
Αρχίσατε να μιλάτε σχεδόν αερολογώντας. Τον άκουγες με τεταμένο ενδιαφέρον καθώς αυτός άλλαζε την κουβέντα του από το ένα θέμα στο άλλο με τρόπο που όσο και άσχετα να ήταν μεταξύ τους, αυτός τα συνδύαζε με πολύ έντεχνο τρόπο. Όταν ο σερβιτόρος ήρθε να πάρει την παραγγελία δεν σε άφησε να παραγγείλεις εσύ. Σε ρώτησε τι θα ήθελες και κατόπιν έδωσε ο ίδιος την παραγγελία στον σερβιτόρο. Στην διάρκεια του δείπνου δεν είπατε και πολλά πράγματα. Τον ρώτησες για την δουλειά του και απάντησε αόριστα ότι σίγουρα το γράψιμο δεν αποτελεί την πραγματική του δουλειά. Απλά ήταν κάτι που του άρεσε και με του έδινε ένα συν στον μισθό του.
Αντίθετα σε πολιόρκησε με πολλές ερωτήσεις για το άτομο σου δείχνοντας ενδιαφέρον, ιδιαίτερα για τις σχέσεις σου, με έναν παράξενο τρόπο. Σου ζητούσε να του λες τι σε έκανε να δημιουργείς την κάθε σου σχέση και τι σε έκανε να την τελειώνεις. Δεν έδειξε να τον ενδιαφέρει τόσο το περιεχόμενο.
Μετά το φαγητό, που ομολογουμένως σε εντυπωσίασε τόσο η γεύση του όσο και ο τρόπος σερβιρίσματος, προς μεγάλη απογοήτευση σου (ήλπιζες να υπάρχει και ανάλογη συνέχεια, όχι ερωτικής φύσεως... και δεν πρόλαβες να μάθεις τίποτε σχεδόν γι’ αυτόν ενώ αυτός σε διάβαζε σαν να ήσουν ανοιχτό βιβλίο), σου είπε ότι έπρεπε να φύγετε γιατί έχει κανονίσει κάποια συνάντηση. Τυπικός ιππότης, κάλεσε ένα ταξί και άνοιξε την πίσω πόρτα για να κάτσεις. Λίγο προτού σε καληνυχτίσει σου έδωσε μια κάρτα. Ένα όνομα με ένα κινητό. «Πάρε με αύριο... ή μεθαύριο. Να κανονίσουμε να πιούμε ένα ποτό». Έκλεισε την πόρτα και το ταξί ξεκίνησε. Γύρισες για να τον κοιτάξεις και να τον αποχαιρετήσεις και είδες να σημειώνει σε ένα μπλοκάκι κάτι στα γρήγορα. «Δεν είναι δυνατόν!», σκέφτηκες. «Σημειώνει το νούμερο του ταξί...»
Επέστρεψες μπερδεμένη στο διαμέρισμα σου. Είχες περάσει κάπως διαφορετικά, όμορφα θα μπορούσες να πεις, αλλά το απότομο τέλος αυτής της συνάντησης σε είχε αφήσει γεμάτη απογοήτευση. Ήθελες, ναι... ναι... μπορούσες να το πεις άφοβα πια. Ήθελες κατά κάποιον τρόπο να τον δεις να σε φλερτάρει. Έβγαλες τα ρούχα σου και έπεσες γυμνή πάνω στο κρεβάτι. Γιατί όμως δεν μπορούσες να κοιμηθείς; Γιατί στριφογύριζες στο κρεβάτι σου ενώ σκεφτόσουνα το βλέμμα του; Άκουγες την φωνή του να σου μιλά. Μόνο που του έβαζες να σου πει λόγια που εσύ ήθελες να ακούσεις από αυτόν. Λόγια γεμάτα έρωτα και πάθος...
Έπιασες τον εαυτό σου να χαϊδεύεται στην σκέψη σου. Κάτι όμως σε ενοχλούσε. Τα χάδια σου δεν ήταν αυτό που αποζητούσες. Τον ήθελες... αλλά χωρίς να σου ξυπνάει την ερωτική επιθυμία πάνω στο κορμί σου. Ο ύπνος ήρθε λυτρωτικός μετά από αρκετή ώρα. Και τον ονειρεύτηκες. Τον ονειρεύτηκες να σου κάνει έρωτα με το μυαλό του και όχι με το κορμί του. Μπερδεμένα όνειρα... Η παρουσία του, η συμπεριφορά του, η ομιλία του, σε συνδυασμό με τους σωματικούς έρωτες, τους πιο έντονους που έχουν περάσει πάνω από το κορμί σου...
Συνεχίζεται...
(Copyright protected OW ref: 66224)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.