Η ιστορία:
Καλησπέρα με λένε Νίκο και είμαι σαράντα χρονών. Η γυναίκα μου λέγεται Αλέκα και είναι γιατρός σε μεγάλο νοσοκομείο στην Αθήνα. Πολλές φορές είμαι μόνος στο σπίτι γιατί έχει εφημερίες στο νοσοκομείο.
Στο σπίτι έχουμε μια κοπέλα από την Αλβανία που φροντίζει για την τακτοποίηση και την καθαριότητα αλλά συχνά φτιάχνει και φαγητό. Η Άντζελα - αυτό είναι το όνομα της - είναι γύρω στα 35, με αρκετά καλό κορμί, χωρίς περιττά κιλά, με σφιχτό στήθος και στρογγυλό κωλαράκι. Είναι παντρεμένη με οικοδόμο και έχουν δύο παιδιά. Έρχεται πάντα γύρω στις οκτώ το πρωί και επειδή είναι χρόνια κοντά μας, έχει κλειδί υπηρεσίας και φεύγει κλειδώνοντας μόνη της αργά το μεσημέρι.
Να πω την αλήθεια την κοίταζα συχνά που έσκυβε ή ανέβαινε στη σκάλα να καθαρίσει αλλά δεν μου πέρναγε απ’ το μυαλό ότι θα μπορούσε να γίνει τίποτα, μια και δεν είχε δώσει δικαιώματα. Έβλεπα τον κώλο της σηκωμένο σαν της αγάμητης κότας κι έβαζα διάφορα με το μυαλό μου, αλλά δεν έλεγα και δεν έκανα τίποτα γιατί αν έπαιρνε χαμπάρι η Αλέκα, ποιος μας έσωνε.
Μια μέρα ήμουν στην τουαλέτα και την άκουσα να παραπονιέται στην Αλέκα ότι την παραμελεί ο άντρας της, έρχεται πάντα κουρασμένος, έχουν να κάνουν έρωτα πάνω από επτά μήνες και άλλα τέτοια, που λένε οι γυναίκες μεταξύ τους. Καύλωσα πολύ και φαντάστηκα, για να είμαι ειλικρινής, ότι τα έλεγε επίτηδες για να τ’ ακούω εγώ.
Την επόμενη Παρασκευή που η Αλέκα είχε εφημερία και ο καιρός ήταν βροχερός, είπα στη δουλειά μου ότι ήμουν άρρωστος -είμαι σε δημόσια υπηρεσία - κι έμεινα στο κρεβάτι. Όταν ήρθε η Άντζελα έβηχα κι έκανα πως κρύωνα και πονούσα σ’ όλο μου το κορμί. Μπήκε δειλά στο δωμάτιο και ρώτησε τι έχω. Μου λέει:
- «Μάλλον γρίπη έχετε. Να σας φτιάξω ένα ζεστό για το βήχα».
Όταν ξανάρθε με μισοκακόμοιρο ύφος της είπα πως πόναγα παντού και με πέθαινε η πλάτη μου. Μου λέει:
- «Να φέρω οινόπνευμα να σας τρίψω».
Άρχισε τις εντριβές και πήγε να μου σπάσει τα κόκκαλα. Της λέω:
- «Πιο σιγά, θα με σακατέψεις!»
- «Έτσι πρέπει γιατί αλλιώς, είναι μασάζ. Γυρίστε και από μπροστά…»
Μόλις γύρισα είδε την πούτσα μου τεράστια και κοκκίνισε αλλά το βλέμμα της είχε καρφωθεί και κοίταζε συνεχώς εκεί. Όσο μου έτριβε το στήθος τόσο η καύλα μου μεγάλωνε και ανασηκωνόταν το σλιπάκι. Δεν άντεχα και σκέφτηκα: «Ή τώρα ή ποτέ!». Της αρπάζω το χέρι και το κατεβάζω στον πούτσο μου απάνω.
- «Τι κάνετε κύριε Νίκο; Δεν κάνει…», μου λέει, αλλά το χέρι δεν το τράβηξε.
Της αρπάζω τον κώλο και μου σφίγγει τον πούτσο με δύναμη. Χωρίς δεύτερη κουβέντα τον βάζει στο στόμα της και μου κάνει ένα ξεγυρισμένο τσιμπούκι ρουφώντας τον όλο μέχρι το λαρύγγι και βογκώντας ρούφαγε με μανία. Εγώ είχα κατεβάσει το βρακί της κι έτσι που ήταν γυρισμένη της χάιδευα την κωλοτρυπίδα και προσπαθούσα να της βάλω κωλοδάχτυλο. Έβαλε το χέρι της να με διώξει κι αυτό με έκανε να χύσω αμέσως στο στόμα της. Παραλίγο να την πνίξω γιατί δεν το περίμενε αλλά δεν άφησε σταγόνα να πάει χαμένη.
Αφού ηρέμησα με τον πούτσο στο στόμα της, μου πήρε το χέρι και το οδήγησε στο μουνάκι της που ήταν μούσκεμα. Της έτριψα την κλειτορίδα και άρχισε να βογκάει και να κουνιέται ολόκληρη. Της έχωσα το δάχτυλο στο μουνί της κι έβγαλε μια κραυγή που πρέπει να μας άκουσε όλη η γειτονιά. Άρχισε να τρέμει σύγκορμη και να φωνάζει:
- «Αααααχ! Αααααα! Τι έπαθα η κακομοίρα…»
Και για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα μουνί να χύνει σα σιντριβάνι. Την πετάω μπρούμυτα στο κρεβάτι και της τον καρφώνω με βία στο υγρά μουνί της. Έβγαλε μια κραυγή όλο καύλα ενώ βούτηξε τα σεντόνια σα λυσσασμένη. Άρχισα να τη σφυροκοπώ και να τη δαγκώνω στην πλάτη. Δεν άντεξε ούτε τρία λεπτά κι έχυσε ξεφωνίζοντας:
- «Αααααχ! Αααααα! Τι έπαθα η κακομοίρα…»
Όσο το άκουγα τόσο με καύλωνε η πουτανίτσα. Έτσι όπως την είχα παραδομένη και ξεφυσώντας, οδηγώ την καυλωμένη πούτσα μου στην κωλοτρυπίδα της. Μόλις κατάλαβε τι πάω να κάνω, προσπάθησε να γυρίσει αλλά την καθήλωσα κρατώντας την από το σβέρκο.
- «Μη σας παρακαλώ κύριε Νίκο… δεν μπορώ από ‘κει…», μου λέει. «Μια φορά προσπάθησε ο άντρας μου και πόναγα πολύ».
- «Μη σε νοιάζει… εγώ είμαι μάστορας και θα δεις…», της λέω.
Πήρα χύσια από το υγρό μουνί της και άρχισα να της γεμίζω την τρυπούλα. Αυτή σφίγγεται και στριφογυρίζει αλλά σιγά - σιγά ηρεμεί και τουρλώνει τον κώλο της γιατί αρχίζει να την κατακλύζει η καύλα. Πέφτω πάνω της και της τον βάζω λίγο σπρώχνοντας στην τρύπα της. Σφίγγεται σαν να τη χτύπησε το ρεύμα αλλά επιμένω και σπρώχνω δυνατά και απότομα. Βγάζει μια κραυγή και αρχίζει τις φωνές:
- «Πονάω. Σταμάτα, σταμάτα!»
Αλλά εγώ τίποτα… αρχίζω να κουνιέμαι και να σπρώχνω ενώ της χαϊδεύω την κλειτορίδα. Σιγά - σιγά τον ρουφάει όλο κι αρχίζω να την καρφώνω ενώ αρχίζει να βογκάει και να μου λέει να σταματήσω. Εγώ εκεί… με επιμονή.. νιώθω να την σκίζω στα δύο και αρχίζει να κλαίει. Σταματάω λίγο και τη γλείφω στο λαιμό. Συνεχίζω να παίζω με το μουνάκι της. Αρχίζει τα:
- «Αααααχ! Ααααααχ! Αααααα! Τι έπαθα η κακομοίρα…»
Και αρχίζει να κουνάει και να τρίβει τον κώλο της. Αρχίζω να την καρφώνω ξανά. Σκούζει, φωνάζει αλλά ανοίγει τα πόδια της να μπω πιο βαθιά. Δεν αντέχω και της φωνάζω:
- «Χύνω! Χύνωωωω!!! Πάρτα μου!», και αρχίζω να της γεμίζω τον κώλο.
Άρχισε να ουρλιάζει, να δαγκώνει τα σεντόνια, να χτυπιέται σαν τρελή, να χύνει και να φωνάζει. Τρελάθηκα λέω, πάει.. θα μας διώξουν από την πολυκατοικία. Όπως χτυπιόταν κάνω να τραβηχτώ αλλά αυτή σφίγγεται και πάει.... Μου έμεινε ο πούτσος μέσα της. Τρελάθηκα! Αυτό ήταν. Τόμπολα!
Η συνέχεια έχει πολύ περιπέτεια. Θα σας τα πω αργότερα...
(Copyright protected OW ref: 10755)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.