Η ιστορία:
Είπα να στείλω κι εγώ κάτι που μου συνέβη πριν από κανένα μήνα. Καταρχάς, συστάσεις.. Είμαι ο Μάνος, τριάντα χρονών, 1.81, 85 κιλά, αρκετά καλός (λένε για μένα οι όμορφες).
Πριν από τέσσερις - πέντε εβδομάδες, εν τω μέσω τρελού πηξίματος στη δουλειά και τα λοιπά, δέχομαι μια κλήση στο κινητό από το φιλαράκι μου τον Νίκο, τον οποίο τον είχαμε χάσει ειρήσθω εν παρόδω, λόγω στρατού. Να μην τα πολυλογώ, κανονίζουμε το ίδιο βράδυ κιόλας να τα πούμε στο "σύνηθες μέρος", ένα ουζερί, να καλύψουμε το χαμένο χρόνο τα χαμένα ξύδια δηλαδή). Αν και κουρασμένος μέχρι αηδίας, μαζεύω τα κομμάτια μου (φίλος είναι αυτός) και κατεβαίνω στα νότια προάστια.
Μάτσα μούτσα, φιλιά χαρές, τι κάνεις ρε κολώψαρο κλπ.. και μπαίνουμε στο "ψητό" (στα ούζα δηλαδή). Τη στιγμή που έσκασα, πρέπει να πω πως αντίκρισα μια σχετικά μεγάλη παρέα (δημοφιλής ο Νικολάκης), και κάπου μέσα στις γνωστές και άγνωστες φάτσες βλέπω την Αλεξάνδρα, άγνωστη σε μένα μέχρι τότε, να μιλάει με έναν τυπά στα δεξιά της.
Η Αλεξάνδρα; Σχετικά κοντούλα, κόμπακτ που λένε και στην BMW, αδυνατούλα, γύρω στα 25 με 26, μαύρο μαλλάκι ίσιο, χειλάκια πλούσια, γλυκό προσωπάκι, αλλά το καλύτερο, παρότι αδυνατούλα, με κάτι βυζάρες που κοιτούσαν το Θεό (σχώρα με!). Πώς να μην την προσέξω; Κάθε φορά που σηκωνόταν για τουαλέτα (και σηκώθηκε πολλές η άτιμη, σα να το ‘ξερε), κατάφερα να δω το θεσπέσιο, αχλαδωτό και σφιχτό κωλαράκι της, που με τη βοήθεια του ποτού, ήθελα να ξεσκίσω επί τόπου. Χωρίς να το καταλάβω (έτσι γίνονται αυτά), σε ανύποπτο χρόνο βρέθηκα να κάθομαι δίπλα της.
- «Γεια σου, Μάνος».
- «Γεια! Αλεξάνδρα. Δεν σε έχω ξαναδεί ε;»
- «Ήμουν σε Ειρηνευτική Αποστολή στη Ρουάντα γι’ αυτό!» (για τρία καραφάκια, δεν θα μπορούσα να έχω καλύτερο χιούμορ!)
- «Χα! Χα! Χα!»
Αυτό το γελάκι, αχ αυτό το γελάκι. Φανταζόμουν τα χύσια μου εκείνη τη στιγμή να στάζουν από το στόμα της.
- «Πού μένεις;»
- «Κέντρο, στο …»
- «Έλα ρε! Κι εγώ (μούσι). Αν δεν έχεις αμάξι να σε πετάξω μετά αν είναι…»
- «Ναι αμέ!»
Και μου κλείνει ματάκι το καυλάκι, ενώ τα χείλη της λαμπύριζαν από τη γουλιά που είχε κατεβάσει. Ο πούτσος μου είχε αρχίσει να παίρνει την ανιούσα (αγάμητος καμιά δεκαπενταριά μέρες), αλλά φρόντισα να το κρύψω καλά (ακόμα). Σε μια ώρα φύγαμε, χαιρετηθήκαμε όλοι, δώσαμε το επόμενο ραντεβού και βρέθηκα με το πλασματάκι στο κάθισμα του συνοδηγού. Η καύλα είχε αρχίσει να ανεβαίνει επικίνδυνα, και η θερμοκρασία επίσης.
- «Λοιπόν, πού πάμε;»
- «Στην οδό …»
- «Την ξέρω. Σε δέκα λεπτάκια είμαστε εκεί».
- «Μη βιάζεσαι.. περνάω καλά».
Με χαϊδεύει στο πόδι απαλά.. ηλεκτρισμός. Η πούτσα μου τινάζεται λίγο (ξέρει το δρόμο αυτή..!). Λίγο πριν το σπίτι, πάει να ανάψει τσιγάρο. Ο αναπτήρας έχει τελειώσει.
- «Να, πάρε το δικό μου…»
Τη ανάβω το τσιγάρο.
- «Πω πω! Δεν έχω και κανένα αναπτήρα στο σπίτι…»
- «Θα σου δώσω εγώ, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα…»
- «Τι;»
- «Πηγαίνω μαζί με τον αναπτήρα μου. Δεν τον αποχωρίζομαι ποτέ!» (για να δούμε τι θα δούμε).
- «Ε, τότε, θα το υποστώ αυτό…», λέει και με χαϊδεύει ακόμα πιο έντονα στο πόδι..
Αυτό ήταν! Το σπίτι της ήταν μάλλον φοιτητικής αισθητικής, με ποστεράκια από τα Έρασμους και συναυλίες, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που με ένοιαζε…
- «Να βάλω ποτάκι;», ρωτάει.
- «Βάλε».
- «Μουσική;»
Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη. Το κωλαράκι της κουνιόταν μπροστά μου και μου φώναζε να το αποκαλύψω, να το γλείψω, να το σκίσω. Τη στιγμή που έσκυψε για να βάλει σταθμό στο στέρεο, κόλλησα πίσω της. Πάγωσε για μια στιγμή. Μια κραυγούλα βγήκε…
- «Μμμμ…»
Και λίγο μετά, άρχισε να κουνάει ανεπαίσθητα αλλά άκρως καυλωτικά τη λεκάνη της.
- «Σε θέλω!»
Ο πούτσος μου είχε βρει ήδη το δρόμο για τη χαραμάδα του υπέροχου κώλου της, έστω και με τα ρούχα. Δεν άντεξα.. άρχισα να χαϊδεύω τα κωλομέρια. Τι σφιχτά! Υπέροχα! Έβαλα δαχτυλάκι στο μουνάκι της…
- «Έτσι καύλα μου, έτσι.. Αααχχχχ…»
Με μια κίνηση, κατεβάζω το κολάν μαζί με το κόκκινο μικροσκοπικό στρινγκάκι της. Το μουνάκι της ήταν υγρό, η σούφρα της γλυκιά σοκολατί. Έπεσα στα γόνατα και έγλειφα παντού.. μουνί κώλος, όλα ήταν ένα.. Η γλώσσα μου μία έγλειφε τη φουσκωμένη κλειτορίδα και μία έμπαινε λαίμαργα στο μυρωδάτο κωλαράκι της.
- «Γλείψε με πούστη μου. Ξέσκισε το μουνάκι που γνώρισες πριν δυο ώρες. Ξέσκισε την τσουλάρα σου! Ναι!»
Και με μια κίνηση γυρνάει και ξεκουμπώνει τα πάντα. Σκύβει και αρχίζει να φτύνει και να γλείφει πούτσο και αρχίδια με απίστευτη μανία, λες και θα της τα παίρνανε από μπροστά της, λες και δεν είχε ξαναδεί.
- «Γλείψε ψωλάκι! Γλείψε καριολάκι. Θα σε τρελάνω στον πούτσο σήμερα! Ααααχχχ…»
Η καλύτερη πίπα της ζωής μου. Μετά από δέκα λεπτά απίστευτου τσιμπουκιού (για χύσιμο ούτε λόγος.. πριν από τη μια ώρα μου είναι αδύνατο να χύσω), την παίρνω στον αέρα και πέφτουμε στο χαλί για ένα απίστευτο 69. Ήμασταν μέσα στα υγρά και οι δύο.
- «Χύνωωωω! Χύνωωω πάλι ψωλαρά μου! Ναι!»
Πρέπει να μην είχε νιώσει τέτοιο γλείψιμο ποτέ το τσουλάκι. Μέσα σε πέντε λεπτά, την νιώθω να μετακινείται προς τα μπρος, με κατεύθυνση να χώσει το παλούκι μου μέσα της.
- «Πρώτα τον κώλο ψωλαρά!»
Τον σαλιώνει καλά και σπρώχνει το εργαλείο μου μέσα της.
- «Σκίσε με! Ξεφτίλισέ με! Γάμησε με από παντού!»
- «Πάρ’ τα μωρή πάρ’ τα! Ναι!!!»
Το θέαμα του πούτσου μου να χάνεται σ’ αυτό το υπέροχο κωλαράκι ήταν απίστευτο. Τα βυζόμπαλα της ξεχείλιζαν και έβλεπα τις άκρες τους όπως την είχα από πίσω. Τρομερή καύλα. Τον έβγαλα από πίσω και τον έχωσα στη μουνάρα της. Κάψα!
- «Πούστη μου σκίσε με πάλι. Σκίσε το τσουλάκι σου με δύναμη. Ναι!»
Την έβαλα να κοιτάζει τον τοίχο και τη σφυροκοπούσα με μανία. τω κωλί της έτρεμε από καύλα.
- «Έλα…», μου λέει. «Πάμε…»
- «Πού καύλα μου;», της λέω.
- «Στο μπαλκόνι…», μου λέει. «Πάμε!»
Στην κατάστασή μου, όλα ήταν μέσα πια. Βγήκαμε στο μπαλκόνι.. είχε αρχίσει να χαράζει.. Μια κυρία απέναντι είχε βγει στο δικό της μπαλκόνι και έβγαζε σκουπίδια. Στα αρχίδια μας.
- «Κοίτα τη, κοίτα τη την ψωλίτσα απέναντι…», μου έλεγε, καθώς την χτυπούσα στο μουνί της με τον πούτσο μου και χαλούσαμε την ησυχία του δρόμου.
- «Ναι. Θα την φωνάξω να την σκίσω κι αυτή όπως εσένα τσουλάρααααα! Σαν κι εσένα πουτανάκι είναι κι αυτό!»
- «Ναι ψωλαρά μου, ναι!»
- «Πάρ’ τα μωρή πάρ’ ταααα!!!»
Βγάζω τον πούτσο μου έξω, που είχε φτάσει στο σημείο χωρίς επιστροφή. Έσκυψε, τον έπαιξε και τον έβαλε στο στόμα της. Η κρέμα μου εκτοξεύθηκε και έκανε να πνιγεί σχεδόν. Ρυάκια έτρεχαν στις άκρες των χειλιών της. Τα ήπιε όλα.
Κοιμηθήκαμε μαζί εκείνο το βράδυ. Το πρωί έφυγα ήσυχα αφού τη φίλησα απαλά αποκαμωμένη όπως ήταν. Δεν έχει τύχει να τη δω ποτέ μετά από αυτό… ακόμα.
(Copyright protected OW ref: 12671)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.