Η ιστορία:
(Η ιστορία που ακολουθεί δεν είναι τρομερά ερεθιστική ούτε φτιάχτηκε για να ξυπνήσει άγρια ένστικτα στους αναγνώστες της. Είναι μια ιστορία με εικόνες και διαφορετικά συναισθήματα. Γι’ αυτό και μέχρι τελευταία στιγμή δεν ήξερα αν θα ‘πρεπε να δημοσιευτεί εδώ, αλλά τελικά το κίνητρο για τη συγγραφή αυτής της ιστορίας έκαμψε τις αναστολές μου).
Το αεροπλάνο σου για Βαρκελώνη είχε καθυστέρηση εκείνο το πρωί. Με πήρες τηλέφωνο και μου το είπες λίγο μετά την ανακοίνωση στο αεροδρόμιο. Θα ερχόσουν τρεις ώρες αργότερα απ’ ότι υπολόγιζες. Όταν με πήρες τηλέφωνο να μου το πεις, νόμιζες ότι θα στενοχωριόμουν αλλά εγώ αντίθετα χαμογέλασα και είπα γλυκά: «Καλύτερα έτσι».
Εσύ απόρησες: «Γιατί καλύτερα;» Κι εγώ κατευθείαν απάντησα: «Καλύτερα αγοράκι μου. Έτσι θα ‘χω περισσότερη ώρα να ετοιμάσω στην εντέλεια αυτά που θέλω και να είμαι και εγκαίρως στο αεροδρόμιο να σε πάρω».
Δεν μιλήσαμε πολύ ακόμη. Είχες να κάνεις μερικά τηλεφωνήματα και ήθελες να πάρεις και μερικά δωράκια από τα καταστήματα του αεροδρομίου όπως μου είπες - άραγε θα ‘παιρνες κάτι και για ‘μένα; Δεν σε ρώτησα γιατί μέσα μου ήμουν βέβαιη γι’ αυτό. Κλείσαμε γλυκά καθώς σου έστελνα φιλάκια λέγοντας σου «τα λέμε το μεσημέρι μωρό μου. Να προσέχεις».
Με το που κατέβασα τ’ ακουστικό, κοίταξα γύρω μου το δωμάτιο του ξενοδοχείου στ’ οποίο βρισκόμουν. Τελικά καλά έκανα και ήρθα μια μέρα νωρίτερα. Ούτως ή άλλως δύσκολα θα φτάναμε περίπου την ίδια ώρα στη Βαρκελώνη αφού θ’ απογειωνόμασταν ο καθένας απ’ την πόλη του. Εκμεταλλευόμενη αυτό το γεγονός μου μπήκε η ιδέα να πετάξω μια μέρα νωρίτερα στην πόλη που θυμόμουν πολύ καλά - απ’ την τελευταία φορά που την επισκέφτηκα - για να ετοιμάσω όσα ήθελα να δεις σαν έρθεις. Ίσα - ίσα τελικά θα προλάβαινα.
Μέτρησα ξανά πόσες ώρες είχα στη διάθεση μου. Φόρεσα τις φθαρμένες καφέ καουμπόικες μπότες μου - που τόσες φορές μ’ έχεις δει να ζορίζομαι να τις βγάλω απ’ τα πόδια μου - και αφού πέταξα το κλειδί του δωματίου μες στην τσάντα μου, άνοιξα κι έκλεισα με δύναμη την πόρτα πίσω μου. Μετά από μια μικρή καθυστέρηση στο ασανσέρ και μια μικρή συνομιλία μ’ ένα συμπαθέστατο ζευγάρι Νορβηγών που έμεναν στον ίδιο όροφο μ’ εμάς, βγήκα απ’ το ξενοδοχείο και σε μερικά βήματα βρέθηκα σ’ έναν από τους κεντρικότερους και ομορφότερους δρόμους της Βαρκελώνης: στον Λα Ράμπλα.
Αργότερα θα σου εξηγούσα - ενώ θα σου έδειχνα μέσα απ’ τα δικά μου μάτια τη Βαρκελώνη - πως είναι ένας πανέμορφος κεντρικός δρόμος που ενώνεται με πολλούς άλλους μικρούς. Πολλά μικρά δρομάκια με διαφορετικά ονόματα που σε οδηγούσαν ν’ ανακαλύψεις τις ομορφιές της πόλης, συναντιόντουσαν με τον κεντρικό πεζόδρομο και γι’ αυτό οι Ισπανοί προτιμούν να χρησιμοποιούν πληθυντικό αριθμό αναφερόμενοι στη συγκεκριμένη περιοχή, αποκαλώντας την Λας Ράμπλας.
Προχώρησα κεφάτα στο δρόμο και ένιωσα «ν’ ανακατεύομαι» κυριολεκτικά με όλες τις φυλές του κόσμου. Έβλεπα να περνούν με τρομερή ταχύτητα μπροστά από τα μάτια μου τουρμπάνια και φερετζέδες αλλά και πλουμιστές πολύχρωμες φούστες και ακριβές τουαλέτες ευρωπαίων σχεδιαστών. Έτσι είναι η Βαρκελώνη: πολύχρωμη, ενδιαφέρουσα αλλά και πολύ επικίνδυνη αν δεν είσαι λίγο υποψιασμένος. Συναντάς τους πάντες και τα πάντα εδώ και γι’ αυτό εσύ θα με είχες συνέχεια μαζί σου: για να νιώθεις ασφάλεια! Τουλάχιστον αυτή τη χαζή δικαιολογία θα χρησιμοποιούσα για να είμαστε συνέχεια πιασμένοι χέρι - χέρι.
Έφτασα τέσσερα στενά μακριά απ’ το ξενοδοχείο μας. Μπήκα σ’ ένα παντοπωλείο που λειτουργούσε εν μέρει και σαν εστιατόριο. Είχε ζωηρά χρώματα στα έπιπλα και στους τοίχους επηρεασμένο κι αυτό όπως και καθετί στη Βαρκελώνη, από τον μεγάλο αρχιτέκτονα Γκαουντί. Γέμισα ένα καλαθάκι με πράγματα που πίστευα ότι θα χρειαζόμασταν σίγουρα αυτές τις τρεις μέρες που θα μέναμε μαζί. Ίσως να το παρά έκανα λιγάκι με τη σαγκρία, αλλά σκέφτηκα ότι τρία μεγάλα μπουκάλια θα τα καταφέρναμε μέχρι να φύγουμε, διαφορετικά θα τα δωρίζαμε σε ένα τυχαίο ζευγάρι που θα συναντούσαμε αγκαλιά στο δρόμο, λίγο πριν φύγουμε για να προλάβουμε το αεροπλάνο της επιστροφής. Πήρα τις δυο μεγάλες σακούλες με τα ψώνια μου και βγήκα τρεχάτη από το μαγαζί. Έπρεπε να επιστρέψω γρήγορα στο ξενοδοχείο και να οργανώσω τα πάντα.
Οι ώρες πέρασαν πολύ γρήγορα. Δεν είχα πολύ χρόνο στη διάθεση μου κι ήμουν ακόμη με την πετσέτα του μπάνιου. Βλέπεις έπρεπε να προσέξω κάθε λεπτομέρεια. Έπρεπε όλα να είναι σαγηνευτικά και όμορφα για να νιώσεις ότι ετοιμαζόμουν ώρες πριν για ‘σένα. Ήθελα τόσο πολύ να δω τις αντιδράσεις σου για όλα αυτά… Έπεισα τον εαυτό μου να συγκεντρωθεί γιατί ο χρόνος με πίεζε. Αφού σιγουρεύτηκα ότι τα μαλλιά μου ήταν χτενισμένα όπως ακριβώς τα ήθελα, έβγαλα την πετσέτα από το σώμα μου και αφήνοντας την σε μια καρέκλα, πλησίασα το κρεβάτι. Το πρώτο που πήρα για να φορέσω ήταν το μοβ σατέν κιλοτάκι μου. Σου είχα πει παλαιότερα ότι κάποτε θα αγόραζα ένα σετ μοβ εσώρουχα - δεν ήξερα γιατί, απλά μου είχε κολλήσει σαν ιδέα. Ίσως γιατί δεν έτυχε ποτέ στη ζωή μου να φορέσω μοβ εσώρουχα.
Μόλις το ανέβασα ψηλά και το στερέωσα στη λεκάνη μου ένιωσα μια περίεργη αίσθηση. Ίσως να ‘φταιγε το σατέν, ίσως και τ’ ότι σε λίγο θα συναντιόμασταν αλλά ένιωσα μια μικρή ζεστασιά ανάμεσα στα πόδια μου. Θέλησα να βάλω τα δάχτυλα μου και να νιώσω το ύφασμα και την όλη περιοχή, αλλά δεν το ‘κανα σκεφτόμενη πως καλύτερα θα ήταν να περιμένω. Σε λίγο τα δικά σου δάχτυλα θα βρίσκονταν έξω και μέσα από το κιλοτάκι μου.
Με τη σκέψη αυτή πήρα το ασορτί σουτιέν μου και το φόρεσα σχετικά γρήγορα. Στερέωσα τις τιράντες και έπειτα κοιτάχτηκα στον καθρέφτη για να βεβαιωθώ ότι μου στρώνει καλά. Αναρωτιόμουν πόσα δευτερόλεπτα θα χρειάζονταν για να καυλώσεις όταν θα μ’ έβλεπες με αυτά τα εσώρουχα. Χαμογέλασα με την πιθανότητα ότι ίσως ήδη να ήσουν καυλωμένος, ακόμη κι αυτή τη στιγμή, μες στο αεροπλάνο, ενώ πλησίαζες όλο και περισσότερο στη Βαρκελώνη, μόνο με την ιδέα ότι σε λίγο θα συναντηθούμε και θα είμαστε σε μια ξένη χώρα μόνοι μας… για τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Μεθοδικά φόρεσα τις μοβ κάλτσες μου και τις στερέωσα στις μοβ ζαρτιέρες μου. Ξέρεις ότι ποτέ δεν έχω φορέσει ζαρτιέρες στη ζωή μου αλλά σκέφτηκα ότι όλα μαζί σου έτσι κι αλλιώς είναι πρωτόγνωρα, οπότε δε θα ήταν άσχημο να δοκιμάσω και για πρώτη φορά στη ζωή μου τι πράγμα είναι τέλος πάντων αυτές οι ζαρτιέρες.
Κοίταξα το ρολόι μου. Αν ήθελα να είμαι ακριβής, έπρεπε σε δέκα λεπτά περίπου να φύγω απ’ το δωμάτιο. Φόρεσα γρήγορα το μαύρο κοντομάνικο φορεματάκι μου και ισορρόπησα πάνω στις μαύρες γόβες μου. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη άλλη μια φορά. Αν δεν σ’ άρεσα έτσι, να πήγαινες να πνιγείς! Σκέτη καύλα ήμουν! Να με φας ολόκληρη! Στο κάτω - κάτω αν δεν με ήθελες εσύ, θα με ήθελαν πολλοί άντρες εδώ στη Βαρκελώνη. Οπότε το καλό που σου ήθελα ήταν να μου δείξεις εξαρχής πόσο με ποθείς, για να νιώσω τελείως πια ότι αυτό το ταξίδι άξιζε τον κόπο να γίνει, παρά τις δυσκολίες που και οι δυο αντιμετωπίσαμε μέχρι να τ’ οριστικοποιήσουμε.
Διόρθωσα το κοραλί κραγιόν στα χείλια μου και έβαλα λίγο άρωμα πίσω από τ’ αφτιά μου. Ήμουν έτοιμη πλέον. Πήρα στα χέρια μου το σακάκι μου αν και ήμουν σίγουρη ότι δεν θα το χρειαστώ. Βλέπεις τέλη Απριλίου στη Βαρκελώνη, έχει σχεδόν πάντα αρκετά υψηλή θερμοκρασία. Έκανα ένα μικρό έλεγχο για το αν είχα βάλει στο μαύρο τσαντάκι μου ότι χρειαζόμουν και βγήκα γρήγορα από το δωμάτιο.
Η πτήση σου ευτυχώς δεν είχε περαιτέρω καθυστέρηση πέρα απ’ αυτήν που ήδη ήξερα. Ευτυχώς γιατί έφτασα περίπου δέκα λεπτά νωρίτερα απ’ την ακριβή ώρα άφιξης σου και μέχρι να σε δω να προβάλλεις στους διαδρόμους του αεροδρομίου με τη βαλίτσα σου, πέρασε άλλο ένα τέταρτο. Ειλικρινά παραπάνω δεν είχα υπομονή να περιμένω! Έπρεπε να δω επιτέλους ότι είχες φτάσει και ότι όλα είχαν πάει καλά.
Σε είδα από αρκετά μέτρα μακριά. Άνοιγες το κινητό σου εκείνη την ώρα και είχες τα μάτια σου χαμηλωμένα ώσπου λίγα δευτερόλεπτα μετά τα σήκωσες. Έψαξες στο χώρο γύρω σου και μπροστά από μερικά άτομα που τελικά απομακρύνθηκαν από το οπτικό σου πεδίο, τελικά με είδες. Δεν είμαι σίγουρη ότι κατάλαβες απ’ την πρώτη στιγμή ότι είμαι εγώ γιατί λογικά ο οποιοσδήποτε χρειάζεται δυο - τρία δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει ότι έχει μπροστά του, το άτομο που γυρεύει. Το χαμόγελο μου όμως και η κλασσική κίνηση που κάνω πάντα όταν σε βλέπω από μακριά – σαν να χορεύω επί τόπου κάτι ακαθόριστο - σ’ έκαναν να χαμογελάσεις επίσης και να με πλησιάσεις πλέον με σίγουρα και μεγάλα βήματα. Λίγα δευτερόλεπτα πριν μ’ αγγίξεις σου είπα δυνατά και κοροϊδευτικά:
- «Τι θα γίνει επιτέλους; Εσένα θα περιμένω μια ζωή;»
Δε θέλησες φυσικά να μου απαντήσεις. Μόνο με τη γνωστή ορμή που σε διακατέχει πάντα, αγκαλιάζοντας με γρήγορα και λίγο άγαρμπα, με φίλησες. Ανταποκρίθηκα άμεσα και η αίσθηση των χειλιών σου και εν συνεχεία της γλώσσας σου, μου δημιούργησαν ένα ευχάριστο μούδιασμα σε όλο μου το σώμα. Το φιλί σου ήταν «κεφάτο» και μάλλον ήθελες να κρατήσει πολύ αλλά αισθάνθηκα κάπως αμήχανα γιατί σίγουρα κάποιοι γύρω μας θα μας κοιτούσαν. Εξάλλου δεν θα ωφελούσε σε τίποτα το να με καυλώσεις εκείνη τη στιγμή. Θέλαμε το λιγότερο μισή ώρα για να φτάσουμε στο ξενοδοχείο και «ν’ αφεθούμε» σε όσα επιθυμούσαμε και απ’ την άλλη οι τουαλέτες του αεροδρομίου θα ήταν πολύ άβολες για να επιχειρήσουμε τ’ οτιδήποτε, ειδικά έχοντας τόσα πράγματα να κουβαλήσουμε στα χέρια μας. Απομάκρυνα τα χείλια μου απ’ τα δικά σου και σε κοίταξα χαμογελώντας.
- «Μανάρι μου…», είπες κοιτώντας με.
Εγώ γι’ άλλη μια φορά σε πείραξα λέγοντας:
- «Έχεις γεύση πορτοκάλι. Ήπιες χυμό στο αεροπλάνο;»
Κούνησες καταφατικά το κεφάλι σου ενώ την ίδια στιγμή πέρασες το αριστερό σου χέρι ελαφρά γύρω από τον ώμο μου. Με το δεξί ήδη έσερνες τη βαλίτσα σου και μαζί προχωρούσαμε πλέον προς την έξοδο του αεροδρομίου. Ευτυχώς βρήκαμε ταξί εύκολα και δεν χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ. Πρότεινα να πάρουμε το λεωφορείο της γραμμής αλλά δεν το δέχτηκες σε καμία περίπτωση. Δήλωσες κουρασμένος ενώ επέμενες ότι με το ταξί και χρόνο θα κερδίζαμε και πιο άνετα θα ήμασταν από πολλές απόψεις. Ξέροντας πως έχεις δίκιο, συμφώνησα. Βολευτήκαμε στο πίσω κάθισμα και ο οδηγός ξεκίνησε. Ήταν ένας άντρας γύρω στα 35, αρκετά σκουρόχρωμος και δεν μου φαινόταν για ντόπιος. Πιο πολύ για μετανάστης κάποιας ανατολικής χώρας αλλά δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία.
Κοίταξα για μια στιγμή έξω από το παράθυρο μου, έτσι όπως καθόμουν στη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου, τον κόσμο στο αεροδρόμιο που ακόμη αναζητούσε κάποιο μεταφορικό μέσο και αμέσως μετά γύρισα, σε κοίταξα και σχεδόν αυτόματα μπήκα μες την αγκαλιά σου. Εσύ με καλοδέχτηκες και φάνηκε να την ήθελες πολύ αυτή την αγκαλιά - ίσως και περισσότερο από ‘μένα. Ήσουν ζεστός και ελαφρά ιδρωμένος. Μύρισα την κολόνια σου. Αχ αυτή η έντονη, γνώριμη μυρωδιά που την κουβαλάω πάνω μου κάθε φορά που τα σώματα μας έρχονται σε οποιαδήποτε είδους επαφή: από ένα απλό άγγιγμα μέχρι το γυμνό μας ερωτικό αγκάλιασμα στο κρεβάτι.
Δεν κρατήθηκες και με φίλησες. Το φιλί σου πέρα από «κεφάτο», ήταν πλέον και πολύ έντονο. Με φίλησες με απίστευτη ταχύτητα και με έντονο «θράσος», χωρίς να περιμένεις πολύ την ανταπόδοση μου. Ήθελες απλά να με ρουφήξεις ολόκληρη, αυτό μου ‘δινες να καταλάβω. Να λιώσεις το στόμα μου με το δικό σου. Η γλώσσα σου έκανε κανονική επίθεση στη δικιά μου. Τ’ ομολογώ: δεν σε προλάβαινα! Ήσουν τόσο γρήγορος και ορμητικός! Λίγο τ’ ότι μου ‘κοψες την ανάσα, λίγο η σκέψη του τι θα σκέφτεται ο έρμος ο ταξιτζής, μ’ έκαναν να σε κόψω και να σου ζητήσω να ηρεμήσεις. Με ρώτησες γιατί και σου εξήγησα.
Έριξες μια ματιά στον άνθρωπο που μας οδηγούσε στο κέντρο της Βαρκελώνης και απ’ το ύφος σου κατάλαβα ότι πραγματικά εκείνη τη στιγμή δεν έδινες δεκάρα για το τι μπορεί να σκεφτόταν ο οποιοσδήποτε για μας. Το κατάλαβα αμέσως και χωρίς να έχεις ξεστομίσει λέξη για το θέμα σου απάντησα:
- «Εμένα με νοιάζει. Θέλω να ξανάρθω στη Βαρκελώνη. Αν όχι μ’ εσένα, με κάποιον άλλον ενδεχομένως».
Το πείραγμα μου έπιασε τόπο αμέσως! Τα μάτια σου γυάλισαν την επόμενη στιγμή. Ήξερα πάρα πολύ καλά ότι αυτό το αστείο θα το πλήρωνα πολύ ακριβά τις επόμενες τρεις μέρες… και μάλλον αυτό ήθελα! Δεν έχασες χρόνο. Το βασανιστήριο μου ξεκίνησε αμέσως. Ένωσες πάλι τα χείλη σου με τα δικά μου και με φίλησες αργά και βαθιά. Κλασσικά, είσαι πολύ μεγάλο καθίκι! Ήθελες να μ’ ερεθίσεις και άρχισες να με φιλάς με τον τρόπο που ξέρεις ότι με τρελαίνει. Αργά και βασανιστικά έγλειφες τα χείλια μου και πλέον μου άφηνες περιθώριο ν’ ανταποκρίνομαι κι εγώ στα φιλιά σου. Εγώ για λίγο ξέχασα που ήμουν και αφέθηκα σ’ αυτό που μου έκανες. Σε φιλούσα με όλο μου το είναι και προσπαθούσα πάρα πολύ να μην αναστενάξω.
Δεν χρειάστηκαν πάνω από τριάντα δευτερόλεπτα. Συνέβη αυτό που ήθελες. Το σατέν, μοβ κιλοτάκι μου απέκτησε τις πρώτες σταγονίτσες καύλας. Ένιωσα την κλειτορίδα μου να πρήζεται, να «φουσκώνει» και να υγραίνεται. Ένιωσα τις πρώτες συσπάσεις από το μουνάκι μου: αυτό το ελαφρύ αλλά υπέροχο άνοιξε - κλείσε που κάνει όταν καυλώνει και θέλει κάτι να το γεμίσει. Κι εσύ φυσικά το κατάλαβες! Πόσο καλά μ’ έχεις μάθει τελικά! Και για να με ισοπεδώσεις τελείως εκείνη τη στιγμή, σταμάτησες απότομα να με φιλάς, απομάκρυνες το πρόσωπο σου από το δικό μου και γύρισες κανονικά στο κάθισμα σου σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
Σε κοίταξα με τρομερή απορία και αμέσως μετά προσπάθησα να συνέλθω και να κοιτάξω κι εγώ μπροστά. Ο οδηγός μας έριχνε κλεφτές ματιές αλλά μάλλον ούτε εκείνος καταλάβαινε τι ήθελες να κάνεις. Θεώρησα πως σκέφτηκες λογικά ότι ο χώρος του ταξί δεν είναι ο κατάλληλος για να καυλώσουμε ανεπανόρθωτα και μάλλον γι’ αυτό τραβήχτηκες απότομα. Η πραγματικότητα στη συνέχεια με άφησε άφωνη! Πέρασαν ένα - δυο λεπτά σχετικά ήρεμα… Παρόλο που με είχες καυλώσει τρομερά πριν λίγο, ξαναέβρισκα την ανάσα μου και ερχόμουν στα συγκαλά μου κοιτώντας πλέον έξω απ’ το παράθυρο τους όμορφους δρόμους στα προάστια της Βαρκελώνης. Σε περίπου είκοσι λεπτά θα ήμασταν στο ξενοδοχείο μας. Η σκέψη αυτή με ηρέμησε από κάθε άποψη. Όμως αυτή η ηρεμία μου δεν κράτησε για πολύ…
Ξαφνικά ένιωσα ένα ύφασμα να πέφτει πάνω στα πόδια μου. Ξαφνιάστηκα και κοίταξα μπροστά μου για να το συνειδητοποιήσω αμέσως: Το σακάκι μου. Αυτό που πίστευα ότι δεν θα χρειαζόμουν καθόλου σήμερα. Κάλυπτε την περιοχή κάτω απ’ την κοιλιά μου και έφτανε πολύ κάτω απ’ τα γόνατα μου. Σε κοίταξα έχοντας καταλάβει τι σκεφτόσουν. Εσύ πάλι κοιτούσες μπροστά και μόνο κατά διαστήματα έριχνες μερικές πλάγιες ματιές προς τα ‘μένα, περισσότερο για να ελέγχεις τις αντιδράσεις μου και όχι τόσο γιατί ήθελες να με κοιτάξεις. Το μόνο που ήθελες ήταν να με στριμώξεις, να με φέρεις σε δύσκολη θέση μες το ταξί, να με «τιμωρήσεις» για την εξυπνάδα που είπα προηγουμένως. Έκανα να τραβήξω με το αριστερό μου χέρι το σακάκι απ’ τα πόδια μου. Πριν προλάβω να έχω το αποτέλεσμα που ήθελα μου άρπαξες το χέρι μου και το ‘κλεισες σφιχτά μέσα στο δικό σου.
Και τότε δεν ξέρω τι συνέβη… Δεν θέλησα να σηκώσω το ελεύθερο, δεξί μου χέρι για να πιάσω το σακάκι και να το τραβήξω. Ήταν σαν ένα ζεστό κύμα παραίτησης να με πλάκωσε και να με ακινητοποίησε. Μπορούσα αλλά σαφώς δεν ήθελα. Αφέθηκα. Άφησες απαλά το αριστερό μου χέρι στο πλάι της μέσης μου. Με είδες ακίνητη πλέον και κατάλαβες. Πέρασες σιγά - σιγά το δεξί σου χέρι από το πλάι του σακακιού. Αργά το έσυρες μέσα από το σακάκι στο αριστερό μου μπούτι. Ανατρίχιασα καθώς σ’ ένιωσα να «κυλάς» τα δάχτυλα σου πάνω μου. Κοίταξα στιγμιαία τον οδηγό. Δεν ξέρω τι πίστευε αλλά εκείνη τη στιγμή δεν μας κοιτούσε. Οι δρόμοι δεν είχαν κίνηση και ελαφρώς τρέχαμε. Θα φτάναμε γρήγορα στο κέντρο της πόλης.
Το χέρι σου έφτασε πάνω απ’ το μουνάκι μου και ήδη τραβούσε το λιγοστό ύφασμα από το φόρεμα μου προς τα πάνω. Άγγιξες τις ζαρτιέρες μου. Ήταν η μόνη στιγμή που γύρισες και με κοίταξες. Σε κοίταξα κι εγώ μες στα μάτια. Δεν είχα κουράγιο να πω τίποτα. Απλά σε κοιτούσα παραδομένη κι έτοιμη για ότι κι αν μου ‘κανες πλέον. Χάιδεψες τις ζαρτιέρες μου και ένιωσες την υφή τους. Έπαιξες για λίγο μαζί τους ενώ τα ακροδάχτυλα σου ήδη άγγιζαν φευγαλέα το μουνάκι μου πάνω απ’ το κιλοτάκι.
Δεν άντεχα πλέον να κοιτάζω εκείνο το σημείο που φούσκωνε κάτω απ’ το σακάκι. Γύρισα το κεφάλι μου δεξιά και κοίταξα έξω. Ήμασταν στο κέντρο της Βαρκελώνης επιτέλους. Όλα τα γνώριμα κτίρια ήταν μπροστά μας. Πήρες μια βαθιά ανάσα σαν να ετοιμαζόσουν να εισβάλλεις κάπου επικίνδυνα. Και τότε το έκανες. Έβαλες το μεσαίο σου δάχτυλο μπροστά στο άνοιγμα ανάμεσα στα πόδια μου κι έσπρωξες προς τα μέσα. Το μόνο που μπόρεσα να κάνω χωρίς να φωνάξω απ’ την καύλα, ήταν να τ’ ανοίξω όσο καλύτερα μπορούσα τη δεδομένη στιγμή, για να σε διευκολύνω. Πήρα βαθιά ανάσα ενώ δεν σταμάτησα στιγμή να κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο. Φτάναμε στο ξενοδοχείο μας.
Έσπρωξες κι άλλο και τότε το μουσκεμένο μου κιλοτάκι μαζί με το δάχτυλο σου μπήκαν μέσα μου. Ένιωσα το σατέν να βυθίζεται μέσα μου, ενώ το δάχτυλο σου σαν ένας μικρός πούτσος με τρυπούσε, με γέμιζε επιτέλους… Έκλεισα τα μάτια και έσφιξα τα χείλη μου δυνατά, ενώ ένα δάκρυ έτρεξε στο μάγουλο μου. Δεν άντεχα άλλο πια. Έπρεπε οπωσδήποτε να κατέβουμε απ’ αυτό το ταξί. Να μείνουμε μόνοι μας. Μόνοι μας κι εσύ πλέον να μ’ έκανες ότι ήθελες. Να με «τιμωρούσες» τρεις μέρες συνεχόμενα χωρίς εγώ να μπορώ να πάρω ανάσα. Και πριν το καταλάβω, το ταξί σταμάτησε σε μια γωνία του δρόμου κι εσύ τράβηξες απότομα το δάχτυλο σου από μέσα μου.
Φτάσαμε γρήγορα στην είσοδο του ξενοδοχείου μας. Αν κι εσύ έσερνες τη βαλίτσα σου και καθυστερούσες αρκετά στο βηματισμό σου, εγώ αντίθετα σχεδόν έτρεχα και μετά βίας περπατούσαμε δίπλα - δίπλα. Διασχίζαμε ένα κομμάτι της κεντρικής Ράμπλας κι εσύ κοιτούσες συνέχεια γύρω προσπαθώντας να συνειδητοποιήσεις που βρίσκεσαι. Ήθελες όπως πάντα να συγκρατήσεις εικόνες. Εγώ όμως δεν είχα καιρό για τέτοια. Είχα θέσει άλλες προτεραιότητες πλέον αφότου κατεβήκαμε από το ταξί. Σίγουρα ήθελες να με ρωτήσεις πολλά κι εγώ είχα να σου εξηγήσω ακόμη περισσότερα, όμως αυτό δεν θα συνέβαινε τη δεδομένη στιγμή. Ίσως αργότερα, αν είχαμε δυνάμεις και οι δύο.
Μπαίνοντας στο ξενοδοχείο και ανακοινώνοντας την άφιξη σου στον υπεύθυνο της ρεσεψιόν, προχωρήσαμε στο μπαρ του ξενοδοχείου μετά από δική μου πρόταση.
- «Μα γιατί δεν ανεβαίνουμε στο δωμάτιο κατευθείαν; Μπορούμε να κατέβουμε αργότερα εδώ, αφού ξεκουραστούμε λίγο…», είπες εσύ εμφανώς απορημένος για την επιθυμία μου να σε κουβαλήσω πρώτα απ’ όλα στο μπαρ.
Χαμογέλασα με αυτοπεποίθηση γιατί εκείνη τη στιγμή σιγουρεύτηκα. Είχε έρθει η δική μου σειρά να «παίξω» μαζί σου και αυτό σκόπευα να κάνω. Χωρίς να μιλήσω σε οδήγησα στο πρώτο τραπέζι που βρήκα και σ’ έβαλα να καθίσεις. Εγώ στάθηκα δίπλα σου όρθια και πήρα τη βαλίτσα μου στα χέρια σου. Δεύτερο απορημένο ύφος από ‘σένα:
- «Εσύ δεν θα καθίσεις;»
Και τότε μόνο είπα εγώ με σταθερό βλέμμα και σιγανή αλλά επιβλητική φωνή:
- «Θα πάρω τη βαλίτσα σου και θ’ ανέβω πάνω στο δωμάτιο μας. Εσύ θα περιμένεις εδώ. Θα παραγγείλεις να πιεις κόκκινο κρασί. Θα σε τονώσει μετά το ταξίδι και θ’ αυξήσει την κυκλοφορία του αίματος σου. Να έχεις το κινητό σου πάνω στο τραπέζι, γιατί κάποια στιγμή θα λάβεις μήνυμα από ‘μένα. Αν δεν σε ειδοποιήσω δεν θα σηκωθείς απ’ αυτή την καρέκλα!»
Όση ώρα μιλούσα εσύ με κοίταζες και προσπαθούσες να καταλάβεις αν όντως θα σ’ άφηνα εκεί να περιμένεις ή μήπως αστειευόμουν. Αυτό όμως που δεν καταλάβαινες περισσότερο ήταν το τι είχα στο μυαλό μου. Το είδα μέσα στα ανέκφραστα - για λίγα δευτερόλεπτα - μάτια σου. Αυτό μου έδωσε απέραντη ικανοποίηση. Χαμογέλασα ελαφρά και είπα:
- «Φεύγω και όπως είπαμε. Μην τολμήσεις να χαλάσεις τα σχέδια μου!»
Γύρισα απ’ την άλλη μεριά κι άρχισα ν’ απομακρύνομαι. Ένιωθα έντονα το βλέμμα σου πάνω μου και χαιρόμουν που τελικά όλα θα πήγαιναν όπως τα ήθελα. Ταυτόχρονα θα σ’ έκανα να έχεις λίγη απ’ την αγωνία που είχα κι εγώ μες στο ταξί όταν μάντευα τι ήθελες να μου κάνεις. Ήλπιζα όμως να σου χάριζα και λίγη απ’ την καύλα που εσύ μου χάρισες. Αφού έκλεισα απαλά την πόρτα του δωματίου μας, στερέωσα σε μια γωνία, που δεν θα μας ενοχλούσε, τη βαλίτσα σου. Το μυαλό μου λειτούργησε αστραπιαία και αμέσως ξεκίνησα να βάζω τις τελευταίες πινελιές σε αυτό που είχα ετοιμάσει.
Πρέπει να είχε περάσει σχεδόν μισή ώρα όταν έλαβες το μήνυμα: «Έλα πάνω αγόρι μου. Δωμάτιο 195». Δεν ξέρω αν κατάλαβες ή αν γέλασες με το που διάβασες το νούμερο, αλλά σίγουρα ούτε αυτό ήταν τυχαίο! Πήρες το ασανσέρ και σε δυο λεπτά είχες φτάσει έξω απ’ το δωμάτιο μας. Βρήκες την πόρτα μισάνοιχτη. Με το χέρι σου έσπρωξες κι έκανες να μπεις κι εκείνη τη στιγμή είμαι σίγουρη ότι άκουσες τη μουσική που είχα βάλει. Το κομμάτι που έπαιζε επίτηδες ήταν το “Love in Spain” από Ypey. Άκουσα τα βήματα σου… Μπήκες τελικά μέσα στο - σχεδόν σκοτεινό - δωμάτιο και εκεί που αναρωτήθηκες που βρίσκομαι, προχώρησες ένα μέτρο ακόμα και τότε με είδες. Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι στη στάση που σε τρελαίνει. Μπρούμυτα, στηριζόμενη στους ώμους μου και με τις γάμπες μου να πηγαίνουν πάνω κάτω - πότε ν’ αγγίζουν το κρεβάτι και πότε να φτάνουν μέχρι τον κώλο μου. Ήμουν ημίγυμνη. Είχα βγάλει το φόρεμα μου και φορούσα τα μοβ εσώρουχα μου και τις μαύρες γόβες μου.
Κανονικά θα δυσκολευόσουν να με δεις αφού είχα κλείσει όλα τα φώτα και είχα κλείσει σχεδόν τέρμα τις κουρτίνες, αλλά τα λευκά και κόκκινα κεριά που είχα ανάψει γύρω απ’ το κρεβάτι σε βοηθούσαν να δεις τόσα όσα έπρεπε τη δεδομένη στιγμή ενώ σου άφηναν περιθώριο να φανταστείς πολλά περισσότερα. Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα για να επεξεργαστείς την εικόνα που σου παρουσίαζα. Αφού τα μάτια σου διέτρεξαν γρήγορα όλο μου το σώμα, κατάλαβα ότι το βλέμμα σου σταμάτησε για λίγο στο σημείο που κάλυπτε το μοβ σατέν κιλοτάκι μου, λίγο πιο κάτω από τις ζαρτιέρες μου. Τα λάτρευες ανέκαθεν τα δυο χαριτωμένα, φουσκωτά λοφάκια στο κάτω μέρος της μέσης μου. Και τώρα έτσι όπως διαφαίνονταν μέσα απ’ το σατέν, σίγουρα σε προκαλούσαν να τ’ αγγίξεις. Κι αυτό άλλωστε έκανες.
Πήρες το βλέμμα σου από ‘κεινο το σημείο και στιγμιαία τα μάτια σου βρήκαν τα δικά μου. Σου χαμογέλασα γλυκά και συνάμα πονηρά και αφού απάντησες στο ερέθισμα μου μ’ ένα σπινθηροβόλο βλέμμα, με πλησίασες. Έκανες μερικά βήματα έως ότου να βρεθείς περίπου στη μέση του κρεβατιού - πάνω απ’ τον κώλο μου. Και τότε έσκυψες ελαφρά και χάιδεψες το κιλοτάκι μου. Το άγγιγμα σου ήταν απαλό και αργό, δεν βιαζόσουν. Ξεκίνησες με δυο δάχτυλα σου να με χαϊδεύεις από τα πλάγια και στην πορεία βρέθηκες να τα σέρνεις στη σχισμή μου, στο σημείο που στο σατέν κιλοτάκι διαγραφόταν ξεκάθαρα το κωλαράκι μου. Μ’ έκανες ν’ ανατριχιάσω και ν’ αναστενάξω ελαφρά. Με τα δυο σου δάχτυλα άρχισες να πιέζεις ελαφρά τη σχισμούλα μου πάνω απ’ το κιλοτάκι μου ώσπου ένιωσα να βυθίζεις κομμάτι απ’ το ύφασμα του ανάμεσα στα οπίσθια μου. Άσκησες κι άλλη πίεση με τα δάχτυλα σου.
Συνέχιζες να χαϊδεύεις την γύρω περιοχή με τρομερή προσοχή ενώ άρχισες να διεισδύεις κι άλλο στο εσωτερικό της σχισμής μου ώσπου το σατέν άγγιξε την πίσω τρυπούλα μου και μαζί μ’ αυτό άγγιξαν και τα δάχτυλα σου το εσωτερικό απ’ το κωλαράκι μου. Αναστέναξα αρκετά δυνατότερα τώρα. Εσύ έριξες το βλέμμα σου μπροστά για να καταλάβεις από τα πλαϊνά του προσώπου μου, τι συμβαίνει. Εγώ είχα κρεμάσει το κεφάλι ανάμεσα στους ώμους μου και είχα κλείσει ελαφρά τα μάτια, όταν σ’ άκουσα να λες σιγανά:
- «Τι είναι παιδί μου; Τι έπαθες;»
Το πιο εξοργιστικό απ’ όλα ήταν ότι ήξερες την απάντηση απλά γούσταρες τρελά να τ’ ακούσεις, να στο πω εγώ λιγωμένη. Μετά απ’ αυτή τη διαπίστωση άνοιξα τα μάτια και θέλησα να βάλω τέλος σ’ αυτό που συνέβαινε εκείνη την ώρα. Εξάλλου παίζαμε με τους δικούς μου κανόνες και δεν θα σ’ άφηνα να με κάνεις ότι θέλεις. Κούνησα λοιπόν όλο μου το σώμα και μόλις πρόλαβες να πάρεις το χέρι σου, εγώ σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι. Αν πεις ότι δεν ξαφνιάστηκες, θα ήταν ψέματα. Πριν προλάβεις όμως να ρωτήσεις τ’ οτιδήποτε εγώ είπα με ήρεμο αλλά σίγουρο τόνο στη φωνή μου:
- «Είναι πολύ νωρίς ακόμη. Ας μην προχωρήσουμε τόσο γρήγορα. Εξάλλου έκανα τόση ετοιμασία».
Και τότε σου έδειξα μια γωνιά του δωματίου που είχα αφήσει πάνω σ’ ένα τραπεζάκι ένα μπουκάλι σαγκρία και δυο ποτήρια από δίπλα να περιμένουν να τα γεμίσουμε. Λίγο πιο πέρα υπήρχε ένα μπολ με κομμάτια από φράουλα, μπανάνα και ρώγες από σταφύλι. Όλα έτοιμα εδώ και ώρα από ‘μένα. Τότε με κοίταξες συνειδητοποιώντας τι ήθελα και μ’ ένα βλέμμα ικανοποίησης πλησίασες το τραπεζάκι που σου υπέδειξα. Το ‘ξερα πως θα έβρισκες ενδιαφέρουσα την ιδέα μου, γι’ αυτό εξάλλου την έβαλα σ’ εφαρμογή. Σου πήρε δυο λεπτά ν’ ανοίξεις το μπουκάλι και άλλα δυο λεπτά να γεμίσεις με προσοχή τα ποτήρια. Στη συνέχεια γύρισες και μου πρόσφερες ευγενικά το ένα. Εγώ το πήρα στα χέρια μου και τότε σου έδωσα την πρώτη - και τελευταία - εξήγηση εκείνης της μέρας:
- «Είναι πολύ διαφορετική από ‘κεινη που κυκλοφορεί στην Ελλάδα. Έχει ακόμη και άλλη γεύση αν την παρατηρήσεις. Δοκίμασε και πες μου τι σου θυμίζει».
Εσύ υπάκουσες και αφού έφερες το ποτήρι κοντά στη μύτη σου, στη συνέχεια ήπιες την πρώτη σου γουλιά. Είχε πολύ γούστο αυτή η σκηνή! Κάποτε εσύ μου έδειχνες πως πρέπει να δοκιμάζω ένα κρασί και τώρα εγώ σ’ έβαζα να δοκιμάσεις και να μου πεις. Αφού το κράτησες λίγο μες το στόμα σου, το κατάπιες αργά και γλείφοντας μια φορά τα χείλια σου εξαφανίζοντας ότι σταγονίτσες μπορεί να είχαν απομείνει πάνω τους, είπες:
- «Έχει γεύση σταφύλι, άρωμα κανέλας και είναι ελαφριά σαν αναψυκτικό».
Χαμογέλασα με την υπέροχη απάντηση σου και τότε ήπια κι εγώ λίγο απ’ το δικό μου ποτήρι. Αφού κατάπια τη γουλιά μου απομακρύνθηκα από κοντά σου. Πλησίασα στο cd-player μου και έψαξα να βρω το τραγούδι που μου άρεσε. Πριν το βάλω να παίξει σου είπα με επιτακτικό τρόπο:
- «Κάνε μεταβολή και κάτσε στην καρέκλα που βρίσκεται πίσω σου δίπλα στο παράθυρο. Θέλω να σου δείξω κάτι».
Δεν ξέρω αν το υποψιάστηκες αλλά με υπάκουσες αμέσως χωρίς να κάνεις άλλες περιττές κινήσεις. Και τότε έβαλα τη μουσική να παίζει. Σε κοίταξα έντονα στα μάτια και χαμογέλασα ελαφρά. Νομίζω απ’ τα πρώτα δευτερόλεπτα κατάλαβες ότι είχα βάλει να παίζει το “crazy” των Aerosmith. Χαμογέλασες κι εσύ επειδή με το συγκεκριμένο κομμάτι σου ήρθαν διάφορες κοινές μας αναμνήσεις. Το χαμόγελο όμως σου κόπηκε όταν με είδες να σου γυρίζω την πλάτη και ν’ αρχίζω να κουνιέμαι στο ρυθμό της μουσικής. Τότε κατάλαβες σίγουρα. Θα σου έκανα στριπτίζ!
Άρχισα να κουνάω πρώτα ρυθμικά τους ώμους μου και τα χέρια μου αλλά πολύ γρήγορα άρχισα να κουνάω το κωλαράκι μου. Ο ρυθμός ήταν αργός κι αυτό με βοηθούσε να κάνω απαλές και αισθησιακές κινήσεις. Έβαλα τα χέρια μου στους γοφούς μου και ανοίγοντας ελαφρά τα πόδια μου άρχισα να κουνάω πάνω - κάτω τη λεκάνη μου και μαζί της κουνιόταν όλο το κορμί μου έτσι. Απλά για να φανταστείς πως θα κουνιέμαι σε λίγη ώρα πάνω σου! Λίγα δευτερόλεπτα μετά γύρισα να σε κοιτάξω ενώ με τα δάχτυλα μου απομάκρυνα το πολύ ύφασμα από τα οπίσθια μου και το έχωνα προκλητικά στη σχισμή μου. Τώρα το περισσότερο από το κωλαράκι μου ήταν μπροστά στα μάτια σου. Άρχισα πλέον να κουνάω κυκλικά τη μέση μου ενώ σε κοιτούσα από το πλάι. Σίγουρα απολάμβανες το θέαμα.
Ενώ δεν σταμάτησα να κουνιέμαι ισορροπώντας προκλητικά στις γόβες μου, ανέβασα τα χέρια μου στο πάνω μέρος του σώματος μου και άρχισα αργά να κατεβάζω την δεξιά τιράντα από το σουτιέν μου. Με πολύ απαλές κινήσεις έβγαλα το δεξί μου χέρι έξω απ’ την τιράντα και το ίδιο στη συνέχεια έκανα και με τ’ αριστερό κομμάτι του σουτιέν μου. Γύρισα και σε κοίταξα συνεχίζοντας να έχω πλάτη σ’ εσένα ενώ ξεκούμπωνα το σουτιέν μου. Περίμενες με αγωνία να το βγάλω, το έβλεπα. Και τότε εγώ για να σε τρελάνω λίγο περισσότερο, έκανα αυτό που είχα δει σε τόσες ταινίες: το έβγαλα και στο πέταξα. Εσύ το πήρες στα χέρια σου και ενώ συνέχισες να με κοιτάς, το μύριζες. Σίγουρα θα μύριζε από το άρωμα και τον ιδρώτα μου. Ήλπιζα να σ’ ερεθίσει περισσότερο η μυρωδιά μου. Γύρισα το κεφάλι μου απ’ την άλλη και συνέχισα να κουνιέμαι ενώ με τα χέρια μου πλέον σ’ άφηνα να καταλάβεις ότι αγγίζω το στήθος μου. Και τότε έκανα στροφή 180 μοιρών και γύρισα προς το μέρος σου.
Κοιταζόμασταν έντονα ενώ πλέον παρατηρούσες ότι είχα αγκαλιάσει με τις παλάμες μου το στήθος μου και το έσφιγγα. Σίγουρα δεν περίμενες την επόμενη κίνηση μου. Άρχισα κουνώντας το κορμί μου ερεθιστικά να σε πλησιάζω και μόλις έφτασα να έχω μισό μέτρο απόσταση από ‘σένα άπλωσα το δεξί πόδι μου και το έβαλα στο κέντρο που παντελονιού σου, εκεί που τόση ώρα υπήρχε ένα φούσκωμα, τ’ οποίο ήθελα να μεγαλώσει στην πορεία κι άλλο. Άρχισα με τη γόβα μου να σε τρίβω ενώ σε κάποια στιγμή πήρα τα χέρια μου απ’ το στήθος μου αφήνοντας ελεύθερη τη «θέα» στα μάτια σου. Τα χέρια μου πέρασαν ανάμεσα στα μαλλιά μου, τα οποία τίναξα και άρχισα ν’ ανακατεύω προκλητικά, κουνώντας όλο το πάνω μέρος του σώματος μου - και φυσικά το στήθος μου - πέρα δώθε. Ξεροκατάπιες κι έκανες επιτέλους ν’ απλώσεις τα χέρια σου στα «κοριτσάκια» μου, όπως τα ‘λεγες. Εγώ όμως απομάκρυνα τα χέρια σου και είπα αποφασιστικά:
- «Μην αγγίζεις το σώμα μου αν δεν στο έχω ζητήσει. Για την ώρα ξεκούμπωσε τις ζαρτιέρες μου».
Εσύ βρήκες όση αυτοσυγκράτηση μπορούσες και με αργά και ελαφρώς τρεμάμενα χέρια έκανες αυτό που σου ζήτησα. Με το που έκανες το ίδιο και στο αριστερό μου μπούτι, απομακρύνθηκα από κοντά σου, έχοντας πάλι την πλάτη μου προς εσένα. Άρχισα προκλητικά να κατεβάζω τις ζαρτιέρες μου απ’ τη μέση μου. Όταν τις έφτασα στη μέση του κώλου μου απλά τις άφησα να γλιστρήσουν και να πέσουν ρυθμικά από το σώμα μου προς το πάτωμα. Μόλις σιγουρεύτηκα ότι προσγειώθηκαν πάνω στις γόβες μου έπεσα στα τέσσερα και τότε με είδες να τις αφαιρώ με το αριστερό μου χέρι απ’ τα πόδια μου. Στη συνέχεια ανασηκώθηκα και όπως ήμουν γονατιστή κρατώντας τις ζαρτιέρες μου ψηλά στα χέρια μου άρχισα να κουνιέμαι πολύ πιο έντονα ενώ με το δεξί μου χέρι άρχισα να παίζω ερεθιστικά με το σατέν που είχα βάλει στη σχισμή μου.
Σηκώθηκα ένα λεπτό αργότερα. Έκανα μια γρήγορη στροφή και σου πέταξα τις ζαρτιέρες μου ενώ για τελευταία φορά γύρισα πλάτη. Είχε έρθει η ώρα για το κιλοτάκι μου. Είχα σκοπό να μείνω μόνο με τις μοβ κάλτσες και τις γόβες μου. Έπιασα το κάτω μέρος από το κιλοτάκι μου - αυτό που καλύπτει την μπροστινή σχισμούλα μου - και το τράβηξα ελαφρώς προς τα έξω. Ήταν πολύ υγρό. Άρχισα ν’ ανεβοκατεβάζω δυο δάχτυλα μου πάνω απ’ τη συγκεκριμένη περιοχή, πιο πολύ για να σε τρελάνω και λιγότερο για να καυλώσω εγώ. Άκουσα ένα έντονο «Αχχχ» από ‘σένα. Όποτε τ’ άκουγα αυτό το «Αχχχ» ήξερα ότι τα πήγαινα καλά στο να σε «αποπλανήσω» μέχρι του σημείου να χάσεις κάποια στιγμή τον έλεγχο και την αυτοσυγκράτηση σου.
Σηκώθηκα ρυθμικά και πάλι όρθια. Ήμουν έτοιμη πια. Έπιασα από τα πλάγια το κιλοτάκι μου και άρχισα να το ανεβοκατεβάζω ρυθμικά πάνω στο κωλαράκι μου. Το έφτανα μέχρι τη μέση και μετά το ξανανέβαζα. Και μετά πάλι το ίδιο. Το έκανα τρεις - τέσσερις φορές και μετά πήρα την απόφαση να το κατεβάσω όλο. Με τα δάχτυλα μου το τράβηξα αργά και το έφτασα μέχρι κάτω από τα μπούτια μου. Κι εκεί το σταμάτησα για να κάνω μια τελευταία «σπουδαία» κίνηση. Με τα χέρια μου άνοιξα ελαφρώς το κωλαράκι μου στα δύο και στο ρυθμό της μουσικής άρχισα να κάνω ένα βαθύ κάθισμα τεντώνοντας παράλληλα τα πόδια μου. Ήθελα να βλέπεις ξεκάθαρα αυτό που σου έδειχνα: τις δυο ροζ καυλωμένες τρυπούλες μου να σε περιμένουν.
Δεν πρόλαβα, θυμάμαι να κάνω κάτι άλλο. Ούτε τα χέρια μου κούνησα άλλο, ούτε κατέβασα πιο χαμηλά το κιλοτάκι μου. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι ένιωσα το αριστερό σου χέρι να πέφτει βαριά και ορμητικά πάνω στον κώλο μου ενώ το δεξί σου μου έσκιζε το σατέν κιλοτάκι μου «ελευθερώνοντας» τα μπούτια μου. Ευτυχώς που με κράτησες σφιχτά εκείνη τη στιγμή αλλιώς απ’ τη δύναμη σου θα έπεφτα σίγουρα. Δεν μπόρεσα φυσικά ούτε να μιλήσω και να σου πω να σταματήσεις, ούτε να γυρίσω την πλάτη μου γιατί το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο ένιωσα να με γραπώνεις ακόμη πιο δυνατά, για να μείνω ακίνητη - και ίσως να μη σου φύγω ή να μην αντισταθώ - ενώ βύθιζες τη γλώσσα σου μες το μουνάκι μου δύναμη.
Με κάρφωνες καθώς την έβαζες πλέον μουγκρίζοντας - με τρομερή ένταση - μέσα μου. Την ένιωσα σκληρή και βελούδινη να μ’ ερεθίζει σαν ένας μικρός πούτσος και εγώ μην μπορώντας πλέον ν’ αντισταθώ άρχισα να βογκάω δυνατά. Για να μην πέσω μπροστά από την ένταση ίσιωσα κάπως την πλάτη μου και πιάστηκα από μερικές τούφες των μαλλιών σου. Αυτό σ’ ερέθισε περισσότερο και ταυτόχρονα σ’ έκανε να βάλεις τη γλώσσα σου πιο βαθιά μέσα μου… Ένιωσα ζεστά κύματα να κατακλύζουν όλο μου το σώμα. Σε μια στιγμή πέρασαν όλα από το μυαλό μου: το πως συναντηθήκαμε στο αεροδρόμιο, αυτά που μου έκανες στο ταξί, αυτά που σου έκανα εγώ μες στο δωμάτιο.
Σφίχτηκε το μουνί μου πάνω στη γλώσσα σου και την ώρα που άρχισες επίμονα να ρουφάς την κλειτορίδα μου, άρχισα να χύνω βογκώντας απελπισμένα και ανεβοκατεβάζοντας αργά και έντονα την λεκάνη μου πάνω στο στόμα σου. Δεν άντεξα και γονάτισα στα τέσσερα για να τ’ αντέξω ως το τέλος του. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν με πας στο κρεβάτι, ήταν ο ήχος που έκανε το στόμα σου καθώς ρουφούσες με λύσσα τα υγρά μου…
Υ.Γ. Αφιερωμένο στους εραστές ανά τον κόσμο που προσπαθούν να κάνουν τις σχέσεις τους όμορφες και μοναδικές κάθε στιγμή.
(Copyright protected OW ref: 16550)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.