Η ιστορία:
Με λένε Μάνο και θα σας διηγηθώ μια αξέχαστη σεξουαλική εμπειρία μου.
Όταν ήμουν δεκαοκτώ χρονών, πήγαινα Τρίτη Λυκείου και σε ένα μήνα έδινα Πανελλήνιες. Οι δικοί μου έβλεπαν την επίδοση μου που ήταν χάλια και αποφάσισαν να μου πάρουν καθηγητή για ιδιαίτερα, για φιλολογικά μαθήματα. Εγώ μόλις το άκουσα έγινα έξαλλος. Δεν πίστευα στα αφτιά μου. Δεν ήθελα με τίποτα να κάνω ιδιαίτερα. Ειδικά με φιλόλογο που είναι πιο αυστηροί και είμαι και πιο πολύ σκράπας. Δεν άκουγαν κουβέντα όμως, ήθελαν ντε και καλά να κάνω ιδιαίτερα.
Παρόλη την άρνηση μου πήραν τηλέφωνο για φιλόλογο να συνεννοηθούν. Η μάνα μου, μου είπε ότι είναι γυναίκα. «Α, μάλιστα!», λέω. «Γυναίκα.. Φαντάζομαι, μια κοντή γριά, με γυαλιά, όπως μια καθηγήτρια στο σχολείο. Για τα μπάζα θα είναι!», σκέφτηκα και όταν είχαν κανονίσει να έρθει σπίτι να κανονίσουν λεπτομέρειες για τα μαθήματα είπα στη μάνα μου ότι θα έβγαινα έξω και να κανονίσουν αυτοί ότι είναι, να τελειώνουμε. Βασικά ήθελα να την αποφύγω. Βγήκα έξω και σε τρεις ώρες επέστρεψα. Είδα την μάνα μου άνετη και την ρώτησα:
- «Τα μαθήματα; Τι έγινε;»
- «Κανονίστηκε. Αύριο θα έρθει να σε πάρει να πάτε σε ένα φροντιστήριο που έχει να κάνετε μάθημα».
- «Καλά, ιδιαίτερα δεν θα κάνουμε;»
- «Ναι, αλλά όχι σπίτι».
- «Καλά…»
Εκείνο το βράδυ αφού είχαν πέσει οι δικοί μου για ύπνο, εγώ είχα μεγάλες καύλες και δεν ήξερα που να εκτονωθώ. Είχα άλλωστε κανένα μήνα να γαμήσω γιατί δεν είχα κοπέλα. Άρχισα λοιπόν να την παίζω για να εκτονωθώ αλλά πάλι τίποτα. Τέλος πάντων ξημέρωσε η αυριανή μέρα, πήγα σχολείο, σχόλασα και κατά το απόγευμα περίμενα την καθηγήτρια για μάθημα.
Χτύπησε το κουδούνι κατά τις πέντε το απόγευμα. Ανοίγω εγώ την πόρτα και βλέπω μια μουνάρα. Μια ψηλή μαυρομάλλα, αδύνατη, με πλούσιο στήθος, γυναικάρα. Είχα μείνει στη θέα και δεν μιλούσα. Φαινόμουν σαν χαζός.
- «Τι… τι… τι θα θέλατε;»
- «Είμαι η φιλόλογος για τα ιδιαίτερα…»
- «Αααα. Αλήθεια; Εγώ τότε είμαι ο μαθητής σας».
- «Χάρηκα! Πώς σε λένε;»
- «Μάνο εσάς;
- «Αμαλία. Και μπορείς να μου μιλάς στον ενικό. Άλλωστε δεν έχουμε μεγάλη διαφορά ηλικίας…»
- «Ok Αμαλία».
Φύγαμε αμέσως για το φροντιστήριο. Με έβαλε στο αυτοκίνητο της και ξεκινήσαμε. Άρχισα να καυλώνω μόνο που την έβλεπα. Ήταν μια θεά. Φτάσαμε στο φροντιστήριο, κάναμε μάθημα, πιο πολύ γνωριμία και με ξανάφερε σπίτι. Μου είχε πει μάλιστα ότι αν θέλω κι εγώ να είμαστε φίλη. Τα μαθήματα είχαν καθοριστεί για κάθε μέρα πέντε με επτά. Για καμιά εβδομάδα γίνονταν τα μαθήματα κανονικά. Την όγδοη μέρα που πήγαμε στο φροντιστήριο, έδειχνε διαφορετική, πολύ στεναχωρημένη. Προσπαθούσε να το κρύψει αλλά φαινόταν. Ώσπου μια στιγμή την ρωτάω:
- «Τι έχεις;»
- «Τίποτα…»
- «Δε με ξεγελάς. Δεν φαίνεσαι καθόλου καλά. Έλα, πες… δεν έχεις πει να είμαστε φίλοι;»
- «Ok. Χώρισα…»
- «Πώς; Γιατί;»
- «Άστο, μεγάλη ιστορία. Απλά συνέβη το πιο συνηθισμένο…»
- «Ποιο;»
- «Με απάτησε».
Τότε έβαλε τα κλάματα και πήγε κατευθείαν στο μπάνιο. Κάθισε δέκα λεπτά περίπου και την άκουγα να κλαίει. Είχα τύψεις γιατί εγώ της άνοιξα κουβέντα. Μόλις βγήκε τα μάτια της ήταν λίγο πρησμένα. Θέλοντας να την παρηγορήσω λίγο της είπα:
- «Συγγνώμη… δεν ήθελα να σε κάνω να κλάψεις. Απλά…»
- «Δεν φταις εσύ. Τον αγαπώ. Αυτό φταίει».
- «Ok, αλλά αν είναι να γίνεσαι έτσι κάθε λίγο και λιγάκι, καλύτερα να τον ξεχάσεις. Άλλωστε άντρες θα περάσουν πολλοί απ’ τη ζωή σου».
- «Το ξέρω».
- «Αν θες έναν φίλο πάντως, εγώ είμαι εδώ».
Χαμογέλασε και συνεχίσαμε το μάθημα. Την έβλεπα καλύτερα αλλά πολύ σκεπτική. Ξαφνικά, εκεί που είχα θολώσει, την έπιασα απ’ τον σβέρκο και την φίλησα. Ίσα - ίσα που ακούμπησα τα χείλη μου στα δικά της και τραβήχτηκα για να μην τραβηχτεί αυτή και γίνει χειρότερα το θέμα.
- «Συγγνώμη… Συγγνώμη… Ειλικρινά συγγνώμη. Δεν ξέρω τι με έπιασε…»
- «Ok. Δεν χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη. Ίσως φταίει η αγαμία…», και μου έκλεισε το μάτι.
- «Τι; Τι είπες;»
- «Ok, αν δεν ήταν σωστό συγγνώμη κι εγώ…»
- «Όχι, δεν πειράζει. Αλλά που το κατάλαβες;»
- «Φαίνεται αγόρι μου…!», είπε και χαμογέλασε.
Εκείνη τη στιγμή ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Τελείωσε το μάθημα σε λίγο και με πήγε σπίτι όπως πάντα. Η νύχτα ήταν βασανιστική. Απ’ τη μία να έχω τις νυχτερινές μου καύλες και απ’ την άλλη να ντρεπόμουν να ξαναδώ την Αμαλία.
Ήρθε και η επόμενη μέρα, πήγε πέντε παρά τέταρτο και χτυπάει η πόρτα. Η Αμαλία ήταν. Εγώ εμφανίζομαι με τα μούτρα ως το πάτωμα. Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία… Με πήρε και φύγαμε. Παρατήρησα ότι ήταν κεφάτη σήμερα. Έτσι, της είπα:
- «Τι έγινε Αμαλία; Τα ξαναβρήκες με τον δικό σου;»
- «Όχι, γιατί;»
- «Πολύ κεφάτη σε βλέπω…!»
- «E, και;»
Φτάσαμε στο φροντιστήριο, άνοιξε την πόρτα, κάθισα και κάθισε κι αυτή. Αρχίσαμε το μάθημα. Εγώ ήμουν όμως στον κόσμο μου και φαινόταν.
- «Μάνο! Τι έγινε; Που βρίσκεσαι; Μπορείς να μου πεις κι εμένα;»
- «Άστο..»
- «Τι έγινε; Ανησυχώ. Πες…»
- «Απλά ντράπηκα χτες γι’ αυτό που μου είπες. Που έχω αγαμίες…»
- «Αυτό είναι βρε κουτό;», είπε και έκανε να έρθει δίπλα μου. «Μην στενοχωριέσαι… Όλα σε αυτή τη ζωή είναι προσωρινά…»
- «Δεν με νοιάζει αυτό. Με νοιάζει που μου το είπες και τώρα νιώθω άσχημα…»
- «Τι να κάνω για να επανορθώσω; E;»
- «Τίποτα, άστο…. θα μου περάσει….»
- «Όχι, κάτι θα κάνω…»
Εκείνη τη στιγμή με πιάσε απ’ τα μαλλιά, με τράβηξε και με φίλησε στο στόμα. Την κοίταξα σαστισμένα και πριν προλάβω να πω τίποτα, με ξαναφίλησε. Εκείνη τη στιγμή το ήξερα ότι θα κάνω σεξ με την Αμαλία. Είπα να μην κάτσω λοιπόν με σταυρωμένα χέρια. Την έπιασα κι εγώ με τα χέρια μου στο κεφάλι και της είπα:
- «Έτσι ξέρεις να φιλάς εσύ;»
Την σήκωσα, σηκώθηκα κι εγώ απ’ την καρέκλα και την ξάπλωσα στο τραπέζι. Άρχισα να την χουφτώνω σιγά - σιγά και να την ξεντύνω. Της έβγαλα την μπλούζα και έπαιζα με τις ρωγίτσες της. Περιττό να πω ότι ο πούτσος μου είχε φτάσει στο ζενίθ του. Κόντευε να σκίσει το παντελόνι, τουλάχιστον έτσι ένιωθα. Της έπιανα το ένα βυζί όσο της έγλειφα το άλλο.
Άρχισα να κατεβαίνω και έγλειφα την κοιλιά της όσο της ξεκούμπωνα τα παντελόνι. Της το έβγαλα και έμεινε με το κιλοτάκι. Με τραβάει πάνω και μου βγάζει λυσσασμένα την μπλούζα, μου ξεκουμπώνει και το παντελόνι και απλά το κατέβασε. Εγώ ξανάπεσα στο μουνάκι της. Της έβαλα το κιλοτάκι και άρχισα να της χαϊδεύω το μουνάκι της. Άρχισα να της το γλείφω… της το έγλειφα - αργά και της το ρούφαγα. Πρώτη φορά που έκανα τόσο καλό γλειφομούνι.
Της έβαλα ένα δάχτυλο. Η καύλα της όμως ήταν μεγάλη, την άκουγα. Της έβαλα και δεύτερο δάχτυλο και άρχιζε να ουρλιάζει. Μου τραβούσε τα μαλλιά. Αυτό με καύλωνε. Ξαφνικά άφησε τα μαλλιά μου και σηκώθηκε απ’ το τραπέζι. Έσκυψε, μου έβγαλε τελείως το παντελόνι και μου έπιασε τον πούτσο. Τον έπαιζε αργά - αργά και τον έβαλε στο στόμα της.
Άρχισα να αναστενάζω. Τον έχωνε αργά και σιγά - σιγά δυνάμωνε. Πήρε τα αρχίδια μου στο στόμα της και μετά ξανά τον πούτσο μου. Νόμιζα ότι θα χύσω και δεν την άφησα να συνεχίσει γιατί ήθελα να μην τελειώσω από τώρα. Έτσι την άρπαξα, την πέταξα πάνω στο τραπέζι και πριν της τον χώσω με σταμάτησε. Ξενέρωσα λίγο.
Έβγαλε απ’ την τσάντα ένα προφυλακτικό και μου το φόρεσε. Ξάπλωσε πίσω και μου είπε να μπω μέσα της. Μπήκα, στην αρχή σιγά και κάθε λίγο δυνάμωνα. Αυτή είχε ξαπλώσει ανάσκελα στο τραπέζι κι εγώ είχα πέσει πάνω της ώστε ακουμπούσε το στήθος μου με το δικό της. Αυτή είχε ξεσκίσει την πλάτη μου με τις γρατζουνιές της αλλά ήταν τέλεια. Φώναζε συνεχώς:
- «Πιο δυνατά! Πιο δυνατάααα! Αχ… ναι!!! Αααααααα!!! Έτσι μωρό μου! Επιτέλους! Ααααα!!!»
Μετά σηκώθηκα και την σήκωσα. Την έβαλα να κάτσει στα τέσσερα στο πάτωμα και της έγλειφα για λίγο τον κώλο. Ο κώλος της ήταν πολύ κλειστός και σιγά - σιγά άνοιγε. Ύστερα της έβαλα ξανά την πούτσα μου μέσα. Αυτή ούρλιαζε.
- «Πονάς;»
- «Ναι. Δεν μπορώ…»
- «Δεν θα σε πονέσω πολύ…»
Έτσι μπαινόβγαινα σιγά και μαλακά. Της χάιδευα τον κώλο και έπεσα λίγο πιο μπροστά να της χαϊδέψω και τα βυζιά. Την άκουσα που ούρλιαζε ακόμα από πόνο. Έτσι βγήκα, την γύρισα ανάσκελα και έβαλα τα πόδια της στο στήθος μου. Την γαμούσα γρήγορα εκεί. Σε λίγο ξάπλωσα εγώ ανάσκελα και κάθισε πάνω μου.
Την άφησα να κάνει ότι θέλει χωρίς να κάνω τίποτα. Ανεβοκατέβαινε αργά και δυνάμωνε… Ξαφνικά ένιωσα ότι θα χύσω. Της το είπα και τραβήχτηκε απότομα. Πήρε τον στα χέρια της, έβγαλε την καπότα και τον έπαιζε ώσπου άρχισα να χύνω στη μούρη της. Πήγε στο μπάνιο κι έπλυνε το πρόσωπο της. Ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου στο πάτωμα. Την πήρα αγκαλιά και με μια φωνή ικανοποίησης της είπα:
- «Πώς σου φάνηκε μωρό μου;»
- «Τέλεια ήταν!», είπε και με φίλησε.
Ντυθήκαμε και με πήγε σπίτι. Από εκείνη την ημέρα το ξανακάναμε και ήταν απίστευτα. Στις πανελλήνιες πέρασα και μόλις το έμαθε χάρηκε πάρα πολύ. Αλλά από τότε δεν είχα δικαιολογία να την βλέπω. Δεν με πείραζε όμως, βγαίναμε κι έτσι.
Την Αμαλία την έχασα μέχρι τώρα που είμαι 25 και την συνάντησα σε ένα πάρτι. Ήταν ακόμα πιο κούκλα, τριαντάρα πια. Με θυμήθηκε κιόλας, δεν με ξέχασε. Αλλά ήταν αρραβωνιασμένη και δεν βρήκα την ευκαιρία να της πω να ξαναβρεθούμε όπως παλιά. Δεν πειράζει, είμαι σίγουρος ότι θα την ξαναπετύχω και μάλιστα ελεύθερη, γιατί αυτή είναι το απωθημένο μου.
(Copyright protected OW ref: 10012)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.