Η ιστορία:
Το τελευταίο πράγμα που περνούσε από το μυαλό του είναι πως αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που θα την έβλεπε. Ίσως σε κάποια συζήτηση να του το είχε αναφέρει αλλά εκείνη την στιγμή όλο του το είναι είχε βυθιστεί στη ματιά της, στο πρόσωπό της στο κορμί της. Απολάμβανε κάθε της λεπτομέρεια μόνο κοιτώντας την. Σαν να είχε βρει ότι πιο τέλειο στη ζωή του και δεν μπορούσε να το χορτάσει. Την παρατηρούσε και ήθελε τόσο πολύ να νιώσει στα δάχτυλά του το απαλό της δέρμα, την θέρμη του σώματός της. Να αγγίξει το υπέροχο πρόσωπό της.
Ακόμα πιο πολύ τον συνεπήρε το βλέμμα της. Ένιωθε να τον γδύνει, να τον ψάχνει, όπως έκανε ο ίδιος και για εκείνη. Θα είχαν περάσει ελάχιστα λεπτά από την στιγμή που κάθισαν στον καναπέ ο ένας δίπλα στον άλλον σε εκείνο το μεγάλο καφέ που βλέπει στην θάλασσα. Με το έξτρα φως του φεγγαριού να αντανακλά πάνω της, την φανταζόταν σαν μια μικρή θεότητα που βρέθηκε στον δρόμο του έτοιμη να τον ταξιδέψει σε μέρη άγνωστα ακόμη για εκείνον.
Η ώρα περνούσε και όσο και να μιλούσαν για αδιάφορα θέματα, τόσο πιο πολύ χανόταν μέσα της. Κάποια στιγμή σταμάτησε να βγάζει και νόημα ο λόγος, είχε ζαλιστεί από το κοίταγμά της. Τον μάγευε η παρουσία της ολόκληρη. Όμως κίνηση να την ακουμπήσει, να την τραβήξει πάνω του δεν έκανε. Του το είχε ζητήσει η ίδια να αντισταθεί, να μην την σαγηνεύσει άλλο, γιατί δεν έπρεπε. Αυτή η σκέψη τον έτρωγε όλο και πιο πολύ. Πώς να της αντισταθεί; Πώς να μην παρασυρθεί και να χαθούν ο ένας στον άλλο; Να γίνουν αυτό το δυνατό ‘ένα’; Να αλληλοσυμπληρωθούν; Χωρίς να το καταλάβουν είχαν περάσει ώρες μαζί και αποφάσισαν να φύγουν…;
Στον δρόμο, χωρίς να το έχει καν καταλάβει, την κρατούσε αγκαλιά και εκείνη περπατούσε δίπλα του σαν να ήταν μαζί χρόνια. Ήθελε να ξέρει πολύ τι σκέφτεται εκείνη την ώρα, αλλά μόνο να μαντεύει μπορούσε.
Περπατούσαν μόνοι τους αρκετά, μέχρι που οι βοές του κόσμου, τα αυτοκίνητα, η φασαρία χάθηκαν. Σε μια κίνηση παράξενή σαν αστραπή κάπως την γύρισε προς το μέρος του, την κοίταξε με όλο του το είναι, την έφερε τόσο κοντά του που τα χείλη τους συναντήθηκαν. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά, και να χέρια της να πιάνονται πάνω του σαν να μην θέλουν να τον αφήσουν πότε ξανά. Ποιος παρέσυρε όμως ποιον τώρα; Το φιλί τους έγινε έντονο, βαθύ, καυτό, με γεύσεις που δεν είχαν ποτέ νιώσει. Αυτή η έλξη ίσως και να ήταν στις απαγορευμένες για την τόση της δύναμη που ένιωθαν.
Κρατούσε μόνο το πρόσωπό της με τα δυο του χέρια για να την έχει καθηλωμένη εκεί στα χείλη του, όμως σύντομα ξεχύθηκε πάνω της, την τύλιξε, την αγκάλιασε, και άρχισε να ψάχνει το κορμί της. Εκείνη ένιωθε τόσο μουδιασμένη, τόσο έντονα καθηλωμένη που οι κινήσεις της ήταν ακόμα δύσκολες και μικρές. Της έδωσε μια παύση και την κοίταξε.. ήθελε να δει πάλι τα μάτια της να τον κοιτούν έντονα. Μα αυτή την φορά το βλέμμα της ήταν πιο δυνατό, πιο ποθητό από πριν. Συμμετείχε κι αυτή στην αποπλάνηση. Δεν την αποπλανούσε εκείνος, η ίδια τον είχε παρασύρει σε ένα έντονο πάθος.
Την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε σε μια σκοτεινή γωνιά του δρόμου. Ίσα - ίσα το φως του γεμάτου φεγγαριού περνούσε να φωτίσει τα πρόσωπά τους. Έπιασε τα δυο της χέρια και τα κόλλησε στον τοίχο. Μια ανάσα ξέφυγε από μέσα της έντονα. Ζύγωσε να την φιλήσει όμως εκείνη γύρισε το πρόσωπο της και χαμογέλασε. Προσπάθησε ξανά αλλά πάλι εκείνη τον απέφυγε. Όσο τον απέφευγε τόσο τον προκαλούσε να γίνει πιο δυνατός, να της κλέψει το φιλί.
Άφησε τα χέρια της, την βούτηξε και παρόλες τις αντιστάσεις της, βρέθηκαν τα χείλη τους κολλημένα να πονάνε από την ένταση τους. Τον αγκάλιασε και τον τράβαγε κοντά της. Τα χέρια της κατέβηκαν στην μέση του και με όση δύναμη είχε δεν τον άφηνε να απομακρυνθεί χιλιοστό. Τυλίχτηκε πάνω του περνώντας και το ένα της πόδι γύρω του και μετά και το άλλο. Τα σώματα τους σχεδόν κόντευαν να γίνουν ένα. Οι κινήσεις τους συμπλήρωναν τον παθιασμένο τους χορό.
Άφησε τα χείλη της και πέρασε στο λοβό του αφτιού της, κατέβηκε και δάγκωσε τον λαιμό της θέλοντας να πάρει όλη την ζωή που έκρυβε μέσα της. Τα μάτια της έκλεισαν και οι ανάσες της έβγαιναν με πιο γρήγορο ρυθμό. Το δέρμα της τεντώθηκε κι ένιωσε αυτή την μοναδική ανατριχίλα σε όλο της το κορμί. Μούδιαζε σε κάθε του φιλί, σε κάθε του άγγιγμα…
Τραβήχτηκε βίαια ελάχιστα μακριά της. Το χέρι του πέρασε ανάμεσα τους και έλυσε την ζώνη της. Φάνηκε λίγο να διστάζει στις κινήσεις του, άλλα πόσο να αντισταθεί πια…; Ήθελε τόσο πολύ να του παραδοθεί ολοκληρωτικά, που ήταν ήδη έρμαιο στις κινήσεις του και στα θέλω του. Άνοιξε απότομα το τζιν της και το κατέβασε αρκετά χαμηλά να μην εμποδίζει. Χάιδεψε τους μηρούς της, να νιώσει αυτή την υπέροχη αίσθηση τους. Έβλεπε πόσο απολάμβανε το χάδι του και την βασάνισε ελάχιστα πριν ο ίδιος ξελύσει την ζώνη του και το τζιν του. Τράβηξε το μικροσκοπικό της εσώρουχο κόβοντας το, αυτό και την ανάσα της.
Ήρθε κοντά της και οδήγησε τον πούτσο του στο μουνάκι της αργά. Ένιωθε την καυτή της ροή να τον καίει και δεν μπορούσε άλλο να αντισταθεί. Την καταλάβαινε πως περίμενε να μπει μέσα της. Το μουνί της αγκάλιασε τον πούτσο του ολοκληρωτικά σε μια απότομη κίνηση του και ο ρυθμός των κινήσεων τους παραχώρησε απόλυτη ηδονή. Όλα ήταν τόσο αργά αλλά και τόσο άγρια ταυτόχρονα. Έμπαινε μέσα της με δύναμη και έβγαινε με βασανιστικό τρόπο. Κάθε στιγμή έρχονταν όλο και πιο κοντά, ανακάτευαν τα είναι τους όλο και πιο πολύ…
Τα φιλιά τους γέμισαν τόσο πάθος που θα έσκαγε και η πιο δυνατή καρδιά. Δάγκωνε τα χείλη της και τον λαιμό της. Κρατήθηκε από τα μαλλιά της και έμεινε μέσα της να κινείται σε έντονο ρυθμό. Τα νύχια της τον πονούσαν πάνω από το ρούχο του. Θα μπορούσαν να είναι μέσα του τελείως και να μην το έχει καταλάβει. Η ανάσα της βαριά, έβγαζε την φωτιά από το κορμί της έντονα σε κάθε της ήχο.
Σε μια στιγμή μικρής παύσης μαρτυρικά του ψιθύρισε πόσο πολύ τον θέλει κι εκείνος δεν δίστασε καθόλου.. έγινε μονομιάς δικός της κλέβοντας το κορμί και την ψυχή της σ’ αυτό το παραλήρημα του έρωτα που ζούσαν εκείνη την μοναδική στιγμή.
Έσφιξε τα μάτια της κλειστά και μια βαθιά φωνή βγήκε από μέσα της. Και μετά ξανά και ξανά τραβώντας τον να μείνει μέσα της όσο πιο πολύ, όσο πιο βαθιά γίνεται. Ένιωθε τον κόλπο της να τον πιέζει, να τον κατακλύζει και πριν προλάβει να ακούσει την τελευταία κραυγή του πάθους της, το κορμί του την τράνταξε όπως δεν είχε κάνει τόση ώρα. Η βαριά του ανάσα μαρτυρούσε το τέλος του, όπως και το κάψιμο που ένιωθε μέσα της.
Κανείς δεν ξέρει πόση ώρα έμειναν σε αυτή την τελική τους ένωση, καθώς τους φάνηκε δύσκολο να αποχωριστούν. Η σκέψη στο μυαλό τους ήθελε συνέχεια μέχρι να μην αντέχουν και τα κορμιά τους να παραδοθούν σε λήθη.
Όταν την άφηνε αργότερα να φύγει, αυτή η λάμψη στο πρόσωπό της ήταν ακόμα πιο έντονη, ακόμα πιο δυνατή. Έφυγε στέλνοντας του ένα φιλί στον αέρα να το πιάσει.
(Copyright protected OW ref: 15379)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.