Επιτέλους λίγη ανθρώπινη ατμόσφαιρα. Σηκώθηκα να πάω στη τουαλέτα του μαγαζιού και πέρασα, αναγκαστικά, από δίπλα τους. Έξι γυναίκες, σαραντάρες και κάτι παραπάνω κάποιες, τουλάχιστον με μια φευγαλέα ματιά, άσχετες μεταξύ τους. Διαφορετικά ντυσίματα, διαφορετικά στυλ, προφανώς φίλες από παλιά, σχολείο, πανεπιστήμιο, που συναντήθηκαν μετά από χρόνια. "Βρήκαν μέρος…" σχολίασα μισογελώντας από μέσα μου και προσπέρασα.
Ένα σχόλιο, "ενοχλήσαμε τον περίεργο" το άφησα να αιωρείται μιας και ειπώθηκε πίσω απ' την πλάτη μου.
Γυρνώντας στο σκαμπό μου είδα τη μία από αυτές, μια ξανθιά αδύνατη σαρανταπεντάρα να με κοιτά με αυθάδικο υφάκι. Προφανώς δικό της ήταν το σχόλιο πριν. Κάθισα στο σκαμπό μου και μόλις ο Β.Β.King άρχισε να χαϊδεύει τη Lucille του να σου κι η ξανθιά από δίπλα. Κάτι είπε με τη μπαργούμαν, ζήτησε και μια γύρα σφηνάκια για την παρέα της και γύρισε σ' εμένα μ' ένα αυτάρεσκο κι αυθάδικο υφάκι "ενοχλήσαμε"; Περισσότερο το απολάμβανε παρά ρωτούσε. Χωρίς καν να της απαντήσω ξεκίνησα να την ακτινογραφώ από πάνω μέχρι κάτω.
Μαλλί κομμωτηρίου, μακιγιάζ τόσο όσο, κραγιόν λίγο πιο έντονο απ' όσο θα 'θελα αλλά σίγουρα της πήγαινε. Πουκάμισο λευκό, ελάχιστα διάφανο, τόσο όσο να διαγράφεται ένα λευκό δαντελένιο σουτιέν, όμορφο, ακριβό, με γούστο και καθόλου φτηνό ή χυδαίο. Φούστα πένσιλ αναδείκνυε με το καλύτερο τρόπο τη μέση και τα πόδια της. Γόβες ασορτί με τη φούστα, μεσαίο τακούνι οπότε δεν ήταν ντύσιμο εξόδου, βγήκε κατευθείαν μετά τη δουλειά. Προϊσταμένη σε πολυεθνική, διευθύντρια σε κάποια μεγάλη εταιρεία ή δικηγόρος, τελικά αποδείχτηκε δικηγόρος σε μεγάλο γραφείο.
Κάτι άλλο είπε, στο ίδιο υφάκι όσο την ακτινογραφούσα στο οποίο δεν έδωσα καμία σημασία.
- Σιγά, μη μας δείρεις κιόλας, είπε θυμωμένη.
- Μόνο όσες το αξίζουν, της απάντησα.
Τα έχασε, τα μάτια της αποπροσανατολίστηκαν, τα χέρια της αμήχανα κρέμονταν.
- Μωρέ τι μας λες…
κατάφερε να πει μετά από μισό λεπτό σαστιμάρας.
- Αν πιστεύεις πως είσαι τόσο ξεχωριστή κι αξίζεις την τιμωρία, αύριο τέτοια ώρα εδώ, χωρίς τις φίλες σου, της είπα.
Γύρισε ενοχλημένη κι έφυγε για το τραπέζι της χωρίς καν να σχολιάσει όσα άκουσε. Πια είχε χάσει τον αέρα της, το βήμα της ήταν πιο αβέβαιο, το μυαλό της ταξίδευε αλλού και παρ' ότι κάθισε με την παρέα της ήταν σιωπηλή πια, αφηρημένη. Πριν προλάβει να συνέλθει, έστειλα στο τραπέζι της ένα δίσκο σφηνάκια, πλήρωσα κι έφυγα.
Το επόμενο βράδυ, πριν καλά-καλά μπω στο μαγαζί, η μπαργούμαν μ' έπιασε απ τα μούτρα. Τι έκανα στη γυναίκα, μ' έψαχνε όταν πήγαν τα σφηνάκια στο τραπέζι τους, τι της είπα και την αναστάτωσα τόσο. Εγώ γέλαγα. "Και λίγα της είπα…" απάντησα στη μπαργούμαν. Η μπαργούμαν είχε δοκιμάσει παλιότερα τις χειροπέδες και τα μαστίγια μου, οπότε κατάλαβε περισσότερα απ' όσα είπα. Η ώρα πέρασε, μίλησα με γνωστούς και φίλους, τελικά έφυγα με μια ξενέρωτη που στην εικόνα και μόνο ενός μαστιγίου στο τραπεζάκι του σαλονιού έφυγε τρέχοντας. Μάλλον, δυο χρόνια μετά, ακόμη θα τρέχει.
Μετά από μια εβδομάδα, Παρασκευή βράδυ, ενώ πια την είχα ξεγράψει, να σου η ξανθιά στο μαγαζί. Μαύρες γόβες ψηλοτάκουνες, κόκκινο φουστάνι, πιο έντονο βάψιμο και με ένα αέρα… "είμαι όμορφη και το απολαμβάνω".
- Καλησπέρα, είπε χαμογελαστή.
- Έχεις ένα μικρό προβληματάκι με το χρόνο, της είπα.
- Δηλαδή;
- Δηλαδή σου είπα την επόμενη μέρα κι όχι όποτε θέλεις εσύ.
Έκανε να φύγει θυμωμένη.
- Στο καλό αλλά μην ξανάρθεις, της είπα.
Πάγωσε, γύρισε και με σχεδόν δακρυσμένα μάτια έπεσε στην αγκαλιά μου.
- Μη με διώξεις σε παρακαλώ, άσε με να σου εξηγήσω, παρακάλεσε εντελώς αλλαγμένη πια.
Ή τώρα ή ποτέ είπα μέσα μου, ή θα την τσάκιζα να δει ποιος έχει το πάνω χέρι ή που θα έφευγε. Πήρα τη τσάντα της απ' τα χέρια της και της είπα "θα με βρεις στο τραπέζι στο βάθος".
- Γιατί; Εγώ που θα πάω; ρώτησε απορημένη.
- Εσύ θα πας στις τουαλέτες του μαγαζιού και γυρνώντας θα μου φέρεις το κιλοτάκι σου σκλάβα.
Στο άκουσμα της λέξης σκλάβα τινάχτηκε, αναψοκοκκίνισε αλλά τα μάτια χαμήλωσαν αμέσως στο πάτωμα.
- Μάλιστα απάντησε με σβησμένη φωνή κι έφυγε στα χαμένα ψάχνοντας τις τουαλέτες.
Πέρασαν πάνω από δέκα λεπτά μέχρι να επιστρέψει, με βλέμμα χαμένο έψαχνε το μαγαζί να με βρει. Επιτέλους, με είδε και με ασταθή βήματα ήρθε στο τραπέζι. Στο σφιγμένο χέρι της κρατούσε το κιλοτάκι που φορούσε μέχρι πριν λίγο. Η αυτοπεποίθησή της είχε πάει περίπατο, ότι είχε απομείνει από το ύφος της είχε αφαιρεθεί όπως και το βρακάκι της. Αν στεκόταν ολόγυμνη μπροστά μου λιγότερη αμηχανία θα ένιωθε.
- Ορίστε, είπε και μου το πρόσφερε.
- Ορίστε, τι… σκλάβα; Ρώτησα χαμηλόφωνα.
- Ορίστε Κύριε, ψέλλισε κατακόκκινη από ντροπή.
- Τώρα μπορείς να καθίσεις, της είπα όσο περιεργαζόμουν το βρακάκι της.
Δαντελένιο στρινγκ, ολοκαίνουργιο, το χε αγοράσει για τη συγκεκριμένη βραδιά. Το άφησα μπροστά μου, πάνω στο τραπέζι, μαζεμένο κουβάρι να το βλέπει. Με χαμηλωμένα μάτια και κομπιασμένη φωνή απαντούσε σχεδόν μονολεκτικά στις ερωτήσεις μου. Παντρεμένη, με επιτυχημένη καριέρα, θέση εξουσίας στη δουλειά της, αλλά πέρα από αυτό παραμελημένη σ' ένα συμβατικό γάμο, χωρίς παιδιά. Όσο περνούσε η ώρα χαλάρωνε, μιλούσε περισσότερο, λίγο το ποτό, λίγο η κουβέντα ανοιγόταν περισσότερο. Εμπειρίες στο bdsm καμία, σκέψεις και φαντασιώσεις, αργότερα μου αποκάλυψε πως είχε μαλακιστεί κάποιες φορές στη σκέψη πως είναι σκλάβα ενός Κυρίαρχου.
Δεν είχε απατήσει ποτέ τον άντρα της αλλά η γνωριμία μας της ξύπνησε την ανάγκη να βιώσει τη σκλάβα μέσα της, να υποταχτεί, να παραδοθεί. Η ώρα πέρασε, έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι της. Πλήρωσα και βγήκαμε έξω, πυκνή βροχή κι έρημοι δρόμοι, δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Την τράβηξα στο κοντινό άλσος. Με ακολούθησε υπάκουη, με πιο σίγουρο βήμα, καυλωμένη, σα να ήξερε τι θ' ακολουθούσε και το ήθελε τρελά. Σε μια απόμερη γωνιά του άλσους, μακριά απ' τα κεντρικά δρομάκια την τράβηξα κάτω από ένα πεύκο.
- Σήκωσε το φουστάνι σου σκλάβα και γονάτισε, τη διέταξα.
Κοίταξε γύρω, βροχή και σκοτάδι, υπάκουσε. Το φουστάνι της στη μέση κι εκείνη γονατισμένη στο βρεγμένο χώμα μπροστά στον Αφέντη της. Ξεκούμπωσα το παντελόνι, έπιασα το κεφάλι της κι έτριψα το πρόσωπό της πάνω στο σλιπ μου να νιώσει τον καυλωμένο πούτσο μου.
- Τον θέλεις ψώλα;
- Μάλιστα κύριε, δωσ' τον μου.
Κατέβασα το σλιπ, έπιασα το καυλί μου και το χτυπούσα στα μάγουλά της, στα χείλη της, στο μισάνοιχτο στόμα της.
- Παρ' τον καργιόλα, της είπα και της τον έχωσα στο στόμα.
Πήγε να αφήσει το φουστάνι, να ελευθερώσει τα χέρια της.
- Χωρίς χέρια πουτάνα, δείξε στον Κύριο σου τι τσούλα είσαι.
Ρούφαγε, έγλειφε, πνιγόταν, μου 'χουν πάρει πολύ καλύτερα τσιμπούκια αλλά θα μάθαινε. Την έπιασα απ τα μαλλιά και της έδινα ρυθμό, της γάμαγα το στόμα. Λίγο η εικόνα της, η καθώς πρέπει δικηγόρος στα γόνατα, να με τσιμπουκώνει υπάκουα, λίγο η συσσωρευμένη καύλα μου κάρφωσα τον πούτσο μου στο λαρύγγι της, "παρ' τα καργιόλα, πιες τα όλα πουτάνα". Έχυνα, τραβήχτηκα ελαφρά μη πνιγεί και συνέχισα να της γεμίζω το στόμα χύσια.
Ρούφαγε και κατάπινε άτσαλα, γρήγορα με τα μάτια της καρφωμένα πάνω μου, να λάμπουν από ικανοποίηση.
- Ευχαριστώ Κύριε… είπε όταν κατάπιε και την τελευταία σταγόνα. Το ήθελα τόσο πολύ.
Τη βοήθησα να σηκωθεί, καθάρισε όπως-όπως τα γόνατά της μ' ένα χαρτομάντιλο κι αφού συνήλθε λίγο την οδήγησα στο αυτοκίνητό της.
Της έδωσα το κινητό μου κι η εντολή μου ήταν ξεκάθαρη, θα επικοινωνούσε μαζί μου μόνο αν ήταν έτοιμη να γνωρίσει τη σκλάβα μέσα της, τα θέλω της και τα όριά της.
Δεν πέρασε μισή ώρα, μόλις είχα βγει απ το ντους του σπιτιού μου και χαλάρωνα όταν χτύπησε το κινητό μου, μήνυμα από τη Δήμητρα.
"Είμαι έτοιμη για όλα Κύριε. Σας ευχαριστώ πολύ για απόψε. Ανυπομονώ για τη συνέχεια".
Η συνέχεια αποδείχτηκε υπέροχη.
Copyright protected OW ref: 179173
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.