Με την Ιωάννα βγαίναμε με κάποια συχνότητα, περίπου μια φορά στις δέκα μέρες. Θα το ξαναπώ πως η κοπέλα δεν παιζόταν. Πολύ γαμάτη σαν παρέα, γλυκιά και κουκλάρα. Νομίζω ήταν η ιδανική γυναίκα για μένα. Μιλούσαμε πολλές φορές για τα ερωτικά μας (να σας θυμίσω πως η Ιωάννα είχε χρόνια σχέση), έχοντας φτάσει σε πολλές λεπτομέρειες.
- Ρε συ, της έλεγα μια μέρα, όσο του γκρινιάζεις τόσο θα απομακρύνεται. Αν θέλει να βγει με τους φίλους του, ασ' τον να βγει.
- Ναι αλλά αν γνωρίσει καμιά άλλη;
- Αν θέλει να γνωρίσει, θα γνωρίσει. Είτε στη δουλειά, είτε έξω, οπουδήποτε. Δε μπορείς να το αποτρέψεις. Μη σου πω ότι τον εξωθείς ακόμη περισσότερο όσο γκρινιάζεις.
- Ε το ξέρω, αλλά δε μπορώ να σταματήσω.
Χαμήλωσε το κεφάλι αδύναμα.
- Άσε με εμένα, συνέχισε, εσείς πως τα πάτε με το αίσθημα;
- Α, της δικιάς μου της αρέσει το κέρατο…
είπα γελώντας. Ξέρετε, ήταν το γέλιο που ξέρει ο άλλος ότι λες αλήθεια και γελάς μόνο και μόνο για τους τύπους.
- Τι εννοείς της αρέσει το κέρατο;
Η Ιωάννα είχε γουρλώσει τα μάτια -χωρίς να έχει σοκαριστεί ιδιαίτερα κι αυτή- και χαμογελούσε. Στα μάτια της νομίζω διέκρινα μια μικρή ελπίδα.
- Ναι ρε, της αρέσει.
Συνέχισα να γελάω για να νομίσει ότι της κάνω πλάκα. Θέλει να μ’ έχει βασιλιά.
- Άσε ρε τώρα τα σάπια. Δεν τα τρώω εγώ αυτά.
Με σκούντηξε λίγο στον ώμο. Πάντα σε τέτοιες κουβέντες έβρισκε μια αφορμή να με αγγίξει.
- Γιατί, το βρίσκεις τόσο αδιανόητο;
- Νομίζω ότι είσαι λίγο ψωνάρα!
- Μάλλον εσύ είσαι ξενέρωτη. Πρόσεξε, μπορεί όντως ο Πανούλης να βρει άλλη με τα μυαλά που κουβαλάς.
Έφερε το σκαμπό της πιο κοντά σ’ εμένα. Μου μίλησε στ’ αυτί συνωμοτικά:
- Δηλαδή τι, έχετε κάνει παρτούζες;
Η φωνή της είχε μια υπόκωφη, ερωτική αγωνία.
- Αμέ, της λέω.
- Σοβαρά; ξανά ρωτάει αυτή.
- Ναι ρε, μας αρέσουν αυτά.
Παραμύθι φυσικά, δεν είχε παιχτεί ποτέ κάτι τέτοιο με την Κωνσταντίνα. Για κάποιο λόγο όμως πίστευα ότι της Ιωάννας θα της άρεσε. Θα το ξανά πω ότι οι ήσυχες γυναίκες, οι ντροπαλές , οι είναι που έχουν το πιο πονηρό μυαλό. Η Ιωάννα ανακάτεψε το ποτό της πάνω στο μπαρ. Το δεξί της πόδι κινούνταν ρυθμικά πάνω-κάτω για να ξεσπάσει τη νευρικότητά της. Κατάλαβα ότι είχα πετύχει φλέβα.
- Πως είναι;… με ρώτησε δειλά.
Το σκέφτηκα για λίγο.
- Είναι πολύ ωραία εμπειρία, γνωρίζεις πράγματα για τον εαυτό σου που δε θα τα έβλεπες αλλιώς.
(Το ξέρατε; Τώρα η παρτούζα χρησιμοποιείται και σαν εργαλείο για ψυχανάλυση).
- Δηλαδή τι έχετε κάνει;
Ήπια μια γουλιά απ’ το ποτό μου.
- Εσύ τι θα ήθελες να κάνεις;… της λέω.
Η Ιωάννα μαζεύτηκε.
- Δεν είπα ότι θέλω να κάνω κάτι...
- Κι όμως, το είπες, της απαντώ.
Με σκουντάει ξανά.
- Έλα πες μου.
- Είχαμε δυο φορές μια άλλη γυναίκα στην παρέα μας και μία άλλη ένα ζευγάρι. Αυτά.
Έπρεπε να στήσω το παραμύθι στα μέτρα της, πώς να το κάνουμε;
- Ήταν ωραία;… ρωτάει.
- Είναι απ’ τις εμπειρίες που πρέπει να τις ζήσεις για να τις καταλάβεις, της λέω. Όσο καλά και να στις περιγράψει κανείς δεν έχει νόημα.
Κούνησε το κεφάλι απογοητευμένη. Ήταν σειρά μου να την αγγίξω, χαϊδεύοντάς τη στην πλάτη. Εκείνη δεν αντέδρασε. Γαμώτο, με καύλωνε ακόμη και αυτό το μικρό άγγιγμα.
- Εσείς;… τη ρωτάω.
- Εμείς... Τίποτα.
- Είστε παραδοσιακοί τύποι;
- Σκατά είμαστε… αλλά τέλος πάντων.
- Ξέρεις, όταν δεν τραβάει μια σχέση καλό είναι να την τελειώνεις.
Με το άλλο μου χέρι έπιασα το δικό της. Της τον κάρφωνα εκείνη τη στιγμή μπροστά σ’ όλους αν έπαιρνα το πράσινο φως.
- Λες ρε Άλεξ; Καμιά φορά σκέφτομαι να ζήσω λίγο περισσότερο πριν παντρευτώ. Δεν έχω χαρεί τίποτα στη ζωή μου.
Άφησα λίγο χρόνο να κυλήσει.
- Ξέρεις, μπορείς απλά να δοκιμάσεις κάτι και… αν δεις ότι δε σου ταιριάζει, το αφήνεις. Δε χρειάζεται να καταστρέψεις ό,τι έχεις φτιάξει τόσο καιρό.
Γύρισε προς τα μένα:
- Δηλαδή;
- Σε γουστάρω ρε γαμώτο, δεν το έχεις καταλάβει τόσο καιρό;
Χαμογέλασε, δαγκώνοντας απαλά και τα χείλια της. Την αρπάζω και τη φιλάω επιτόπου. Ανταποκρίθηκε. Μετά έβαλε το χέρι της στο στήθος μου κρατώντας με μακριά.
- Και η Κωνσταντίνα;… μου λέει κοιτώντας με στα μάτια με αγωνία.
- Ποιος τη χέζει την Κωνσταντίνα…
Φύγαμε βιαστικά με κατεύθυνση το σπίτι μου. Καθώς οδηγούσα της κρατούσα το χέρι χαϊδεύοντάς τη με τον αντίχειρα.
- Μήπως δεν πρέπει; με ρωτούσε κάθε τόσο. Μήπως είναι λάθος;
Η καύλα μας όμως ήταν μεγαλύτερη απ' τις αναστολές. Μπήκαμε σπίτι, καθίσαμε στον καναπέ και φιληθήκαμε ξανά. Πασπάτευα το κορμάκι της, τη φιλούσα στο λαιμό, της ψιθύριζα στ' αυτί πόσο τη θέλω. Είχε πολύ απαλό δέρμα και η μυρωδιά της με αιχμαλώτιζε. Της έβγαλα τη μπλούζα, ξεκούμπωσα το επάνω κουμπί του παντελονιού της.
- Είναι το πιο απόκρυφο σημείο μου... είπε.
- Είσαι καύλα μωρό μου, της απάντησα βυθίζοντας ένα δάχτυλο μέσα της.
Αναστέναξε. Κοίταξε το χέρι μου που είχε χωθεί μέσα στο βρακάκι της και μετά εμένα. Φιληθήκαμε ξανά. Έσκυψε αγγίζοντας το στήθος μου. Το άγγιγμά της με σαγήνευε. Απαλό και ταυτόχρονα θηλυκό, αδύναμο. Κατέβηκε προς τα κάτω. Πάνω στο παντελόνι η πούτσα μου ζητούσε ελευθερία. Τον φίλησε στιγμιαία και άφησε το σώμα της να γονατίσει μπροστά μου. Τον χάιδεψε και με ρώτησε αν μπορεί να τον δει. Η ανάσα της πάνω μου μαγεία. Μιλούσε ψιθυριστά, με μια δόση ένοχης επιθυμίας.
Τον πήρε στο στόμα της, χαρίζοντας μου το καλύτερο τσιμπούκι που μου έχουν κάνει ποτέ. Δε βιάστηκε και δε το έκανε για να με ικανοποιήσει, με τη γνωστή πουτανιά που το κάνουν μερικές. Τον έγλειφε γιατί το αποζητούσε η ίδια, ρουφούσε και χούφτωνε τα αρχίδια μου, σα να ήταν το μόνο πράγμα στο κόσμο γι' αυτή. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα για τον άντρα απ' το να τον εξυψώνεις μ' αυτό τον τρόπο. Ένιωθα Θεός σε κάθε της άγγιγμα.
Την πήρα απ' το χέρι οδηγώντας τη στην κρεβατοκάμαρα. Τα χέρια μου ταξίδευαν στο κορμί της. Την ένιωθα από κάτω μου γυμνή να κινείται, προσπαθώντας κι αυτή να με νιώσει. Τα σώματά μας τρίβονταν, κάθε εκατοστό και μια πηγή ηδονής που αύξανε τον πόθο μου γι' αυτή τη γυναίκα στα ουράνια. Μπήκα μέσα της. Ήταν μούσκεμα το κορίτσι μου, πραγματικά είχε πλημμυρίσει. Βογκήξαμε και οι δύο μόλις τερμάτισα στο μουνάκι της. Ήθελα κάτι να πω χωρίς να ξέρω τι. Έμεινα βαθιά μέσα της για λίγο παγωμένος απ' την υπέρτατη ηδονή που ένιωθα. Μετά το σώμα μου ζητούσε κι άλλο και επανέλαβα την παλινδρομική κίνηση.
- Τι καύλα είναι αυτή μωρό μου;…
της είπα. Η φωνή μου έτρεμε, οι λέξεις έβγαιναν ανάμεσα σε αναστεναγμούς.
- Μη σταματάς... αχ, ναι έτσι... έτσι, ναι!
Με πίεσε απαλά να χωθώ στην τρυπούλα της.
Το κάναμε 4 φορές εκείνο το βράδυ. Κάθε μία απ' αυτές τελείωσα μέσα της. Αν με ρωτούσατε εκείνη τη στιγμή θα σας έλεγα ότι δε μ' ενδιέφερε καθόλου. Θα σας έλεγα ότι αυτή είναι η γυναίκα της ζωής μου και, αν μείνει έγκυος, θα μεγαλώσουμε τα παιδιά μας μαζί, με τον καλύτερο τρόπο και θα είμαστε ευτυχισμένοι όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Το πρωί, αφού έφυγε η Ιωάννα, έστειλα μήνυμα στην Κωνσταντίνα να μην πάει στη δουλειά για να βρεθούμε. Το πουτανάκι ποτέ δεν έλεγε όχι σε πρωινά γαμήσια. Ήταν το φετίχ της… "μετά από ένα καλό ύπνο ο οργανισμός της ζητούσε πούτσα". Πήγα απ' το σπίτι της. Χωρίς να μου προσφέρει καν καφέ, με καβάλησε και αρχίσαμε το φάσωμα-μπαλαμούτι. Χούφτωνα άπληστα κώλο και μπουτάκια κι αυτή κουνούσε τη λεκάνη της πάνω μου ερεθίζοντάς με.
- Ρίχνε μου και καμιά σφαλιάρα, είπε με παράπονο. Να πονάω και λίγο...
Από τότε που είχαμε μιλήσει για την Ιωάννα, το αποζητούσε το ξύλο περισσότερο. Την έπιασα απ' το λαιμό, κλείνοντάς της στιγμιαία την αναπνοή. Δάγκωσε τα χείλη της και έκλεισε τα μάτια.
- Γονάτισε… της είπα.
Σαν καλό κορίτσι σηκώθηκε από πάνω μου πέφτοντας στα γόνατα. Με το που ακούμπησε στο χαλί, της έριξα μια σφαλιάρα. Ο ήχος ακόμα ηχεί στ' αυτιά μου αυτή τη στιγμή. Η Κωνσταντίνα τρόμαξε αλλά δεν είπε τίποτα. Έμεινε στη θέση της περιμένοντας. Της έριξα και μια δεύτερη. Γι' αυτό που είχα στο μυαλό μου, έπρεπε να έχει ταπεινωθεί λίγο εκ των προτέρων.
- Πουτάνα…
της είπα υποτιμητικά. Με κοίταξε με μάτια πεινασμένα. Έσκισα το μπλουζάκι που φορούσε και τσίμπησα τις ρώγες της. Έκανε ένα μορφασμό. Αυτή η υποταγή της ήταν το κάτι άλλο. Ξεκούμπωσα το παντελόνι (το ίδιο που φορούσα και με την Ιωάννα) και της τον έδωσα στο στόμα. Εννοείται πως δεν είχα κάνει μπάνιο μετά τα βραδινά. Κράτησα το κεφάλι της αναγκάζοντάς τη να τον πάρει μέχρι μέσα. Την άφησα εκεί για λίγο. Περίπου δέκα δευτερόλεπτα αφότου την ένιωσα να πνίγεται για τα καλά, την άφησα να αναπνεύσει.
- Τα ένιωσες τα χυσάκια την Ιωάννας μωρό μου;… της είπα. Δεν έβαλα καπότα ειδικά για χάρη σου καργιόλα μου. Την ξεμούνιαζα όλο το βράδυ.
Η Κωνσταντίνα τρόμαξε. Δε νομίζω να το περίμενε σε καμία περίπτωση να προχωρήσω χωρίς τη συγκατάθεσή της. Έκανε να τραβηχτεί. Το ήξερε ότι έλεγα αλήθεια. Εγώ την κοιτούσα χαρούμενος με την αντίδρασή της.
- Έλα καργιολίτσα μου, της είπα. Παρ' τον μόνη σου αυτή τη φορά.
- Με κεράτωσες;
- Αμέ.
- Σοβαρά;
- Μετά τα χθεσινά τα κέρατά σου πρέπει να φτάνουν τη Σελήνη.
- Μα...
Τη χάιδεψα στα μαλλάκια να πάρει θάρρος. Ήταν ακόμη γονατισμένη μπροστά μου.
- Έλα κορίτσι μου. Ρούφα τον να δεις τη ωραία που χύνει η Ιωάννα. Έλα σαν καλό κορίτσι.
Δειλά-δειλά, τον πήρε ξανά στο στόμα της. Νομίζω πως δάκρυσε λίγο καθώς με τσιμπούκωνε. Απ' την άλλη μπορεί να ήταν τα σάλια της και απλώς να το φαντάστηκα. Συνέχισα να την κατευθύνω ελέγχοντας το ρυθμό της και αναγκάζοντάς τη να πνίγεται όποτε το ήθελα.
- Ήταν πολύ καλύτερη από σένα, της είπα. Το μουνάκι της ήταν το καλύτερο που έχω γαμήσει ποτέ. Τόσο απαλό τόσο υγρό. Καμία σχέση με το δικό σου το μέτριο. Θα μπορούσα να την πηδάω για πάντα και δε θα χρειαζόμουν το δικό σου ποτέ ξανά.
Τη μπούκωνα και την άφηνα ν' ανασάνει. Τα χέρια της τα είχε κατεβασμένα στο πλάι. Η εκπαίδευσή της είχε πιάσει τόπο.
- Θα κοιμάμαι μαζί της από δω και πέρα, να το ξέρεις. Σ' εσένα θα έρχομαι μόνο για να σε ξεφτιλίζω. Αυτή είναι η επίσημη πλέον και εσύ μια δεύτερη για να βγάζω τις καύλες μου. Αν είσαι καλό κορίτσι, μπορεί και να σ' αφήσω να γλείψεις το μουνάκι της. Και αν θέλει κι αυτή, θα της πάρουμε ένα strap on να σε πηδάμε εναλλάξ.
Τελείωσα στο στόμα της, βαθιά. Μετά το ολονύχτιο με την Ιωάννα δεν είχαν μείνει παρά μερικές σταγόνες γι' αυτήν. Παρ' όλα αυτά, τα ρούφηξε λαίμαργα και συνέχισε να μου τον παίζει και να τον ρουφάει, όπως έκανε πάντα, μέχρι να μου πέσει εντελώς. Καθίσαμε δίπλα-δίπλα στο κρεβάτι. Το θηρίο είχε κοπάσει πια και μπορούσαμε να μιλήσουμε κανονικά. Την αγκάλιασα. Ήταν παγωμένη. Έγειρε πάνω μου και σιγά-σιγά μαλάκωσε και έκλαψε για την αδικία που είχε υποστεί. Την παρηγόρησα με τα χάδια μου και της σκούπισα τα μάτια. Όταν ηρέμησε τελικά μου είπε:
- Θα μ' αγαπάς κι εμένα λίγο, ε;
Τη φίλησα στα χείλη.
- Πάντα θα σ' αγαπάω καρδιά μου.
Copyright protected OW ref: 133828
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.