- Ξύπνα, Δημητρό, είναι ώρα να ετοιμαστούμε για την εκκλησία παλικάρι μου.
Ο παππούς μου με λάτρευε. Ήμουν το μικρότερο παιδί μέσα στην οικογένεια. Η αδερφή μου, η Φρόσω, ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερή μου κι ο Γιάννης, ο αδερφός μου, τρία χρόνια μεγαλύτερος. Δεν λέω, «με αγαπούσαν», αλλά σαν μεγαλύτεροι που ήταν, έφαγα αρκετές φάπες και από τους δυο προκειμένου να με «συνετίσουν» κάθε φορά που έκανα διάφορες σκανταλιές. Ήμουν τότε στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου. Όλοι στην οικογένειά μου ήταν πολύ θρήσκοι. Και μάλιστα, ο παπάς της ενορίας μας ήταν και στενός οικογενειακός μας φίλος και με τον πατέρα μου, πολύ καλοί φίλοι από παιδιά. Είχε κι εκείνος τρία παιδιά. Δυο γιους πολύ μεγαλύτερους από μένα, ο ένας αστυνομικός και ο άλλος ζούσε στην Αθήνα και δούλευε σε Υπουργείο, παιδιά της παπαδιάς από τον πρώτος της γάμο και μία κόρη από με το γάμο του με εκείνον. Η κόρη του ήταν ένα πανέμορφο μελαχρινό πλάσμα με ένα αγγελικό πρόσωπο και δυο όμορφα εκφραστικά μάτια. Ήταν η πιο έξυπνη της οικογένειας του παπά. Ήταν δυο χρόνια μικρότερή μου.
Σε λίγο ήταν όλη η οικογένεια έτοιμη για την εκκλησία. Μόλις βγήκαμε στη βεράντα με πιάνει απόμερα ο αδερφός μου και μου λέει:
- Κοίτα, κωλόπαιδο, μην κάνεις καμιά μαλακία στην εκκλησία, μέρα που είναι. Θα είναι τόσος κόσμος. Μην μας κάνει ρεζίλι πάλι, εντάξει; Είπε και μου έδωσε ένα χαστούκι προκαταβολικά.
- Έχε τον στο νου σου, Γιάννη, είπε η Φρόσω, αφού κι εκείνη ήταν πάντα στο ίδιο μήκος κύματος με τον Γιάννη.
- Έννοια σου! είπε ο Γιάννης έχοντας ύφος λοχαγού.
Δεν είπα τίποτα. Δεν με έπαιρνε, μια και αντιλαμβανόμουν ότι όλοι ήταν σε επιφυλακή εναντίον μου. Αν εξαιρέσουμε τον παππού μου, όλοι οι άλλοι συναινούσαν σε αυτήν τη σκληρή στάση απέναντί μου. Βέβαια, ήμουν κι εγώ ατίθασο παιδί. Μεγάλωσα με το παρατσούκλι «το κωλόπαιδο του κυρ Θανάση». Μου την έδινε, όταν το άκουγα πολλές φορές στις παρέες, από μεγάλους και μικρούς. Κι ο ίδιος ο δάσκαλός μου, μια φορά που του ξέφυγε, με χαρακτήρισε έτσι σε μια συζήτηση με τους άλλους δασκάλους στο σχολείο. Ήμουν στην Πέμπτη Δημοτικού. Θυμάμαι τότε, που θύμωσα πάρα πολύ που το άκουσα, ήμουν πιο πέρα και έπαιζα στο διάλειμμα. Τον πλήρωσε το χαρακτηρισμό του ο κύριος Λάμπρος. Μία ώρα μετά το σχόλασμα, βρήκε τα λάστιχα του αυτοκινήτου σκασμένα με μαχαίρι. Ήταν τέλη Μαΐου τότε. Καθόμουν κρυμμένος σε μια γωνιά και έπινα μια λεμονάδα που είχα κλέψει από το περίπτερο της πλατείας. Απολάμβανα να τον βλέπω να χτυπιέται από τα νεύρα και να βρίζει. Εκείνη την μέρα έφυγα ικανοποιημένος μονολογώντας:
«Να μάθεις, κυρ Δάσκαλε, να μην τα βάζεις με τα κωλόπαιδα!», έλεγα από μέσα μου και στο δρόμο που γύριζα, κι άρχισα ένα τραγούδι σφυρίζοντας.
Φτάσαμε στην εκκλησία. Εγώ, «ως καλός Χριστιανός», άναψα το κεράκι μου, χαιρέτησα με ευλάβεια τις εικόνες και πήγα και στάθηκα ανάμεσα στον πατέρα μου και στον αδερφό μου με ένα πολύ σοβαρό ύφος. Ο παπα-Πέτρος με ήθελε πάντα σηκώνω τα εξαπτέρυγα, «μπας και με φωτίσει ο Θεός», όπως έλεγε. Εγώ το μισούσα αυτό, το σιχαινόμουν. Το έβλεπα ψεύτικο και θύμωνα πολύ, κι επιπλέον, μου θύμιζε κάθε φορά πόσο δαχτυλοδειχτούμενος ήμουν από όλους. Και τότε, ακόμα και στην εκκλησία, κάθε φορά που με πίεζαν θα έκανα την διαολιά μου από αντίδραση και πείσμα. Σε ένα σημείο της λειτουργίας με πλησίασε η κα Μαρίκα, η παπαδιά.
- Δημητράκη μου, θέλεις να πας να βοηθήσεις τον παπά;
- Δεν είμαι καλά κυρά-Μαρίκα. Ας πάει ο Γιάννης καλύτερα. Με το ζόρι ήρθα στην εκκλησία σήμερα.
- Γιατί, καμάρι μου, τι έχεις;
- Πονάει η κοιλιά μου, δε μπορώ, νιώθω πολύ άρρωστος… είπα παίρνοντας ένα περίλυπο ύφος.
Ο Γιάννης με τον πατέρα μου με κοίταζαν αγριεμένοι.
- Πήγαινε, ψιθύρισε θυμωμένος ο Γιάννης σκουντώντας με.
Του έγνεψα. Έσκυψε στο κεφάλι μου.
- Γιάννη, πώς θέλεις να τελειώσει η λειτουργία, με επεισόδια ή χωρίς; Την προηγούμενη φορά που με πιέσατε να ντυθώ πάλι καρνάβαλος με ράσα, αν θυμάσαι, το αντίδωρο είχε γεύση ούζου. Τώρα τι γεύση θέλεις να έχει;
- Θα τα πούμε έξω, βρε κωλόπαιδο! Μου ψιθύρισε μέσα στα νεύρα.
- Κυρία Μαρίκα, θα έρθει ο Γιάννης, μου το είπε τώρα, ε Γιάννη;… είπα.
Εκείνος τότε ντράπηκε και δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Πήγε. Στη λειτουργία χαμογελούσα προκλητικά για εκείνον, όταν έβλεπα τον Γιάννη να φοράει το ράσο. Για να τον πειράξω εκείνη τη μέρα, μια φορά που πλησίασε τον πατέρα στη διάρκεια της λειτουργίας φορώντας το ράσο, είπα στον πατέρα:
- Πατέρα, δεν θα φιλήσεις το χέρι του παπα-Γιάννη;
Ο Γιάννης κοκκίνισε από το θυμό του. Ο πατέρας από τη μια θύμωσε, αλλά από την άλλη με τη βία κρατιόταν να μην σκάσει στα γέλια με την ατάκα που είπα.
Μετά την λειτουργία, εγώ βρέθηκα στην πλατεία με τα άλλα παιδιά της παρέας μου. Μαζί μας ήταν και η κόρη του παπά, η Άσπα. Με την Άσπα, αυτόν τον όμορφο άγγελο, κάναμε παρέα από μικρά. Στο σχολείο θεωρούσα ότι ήταν το πιο όμορφο κορίτσι του χωριού και πάντα την προστάτευα από τα άλλα παιδιά. Λέγαμε αστεία και γελούσαμε όλοι. Εγώ είχα να κάνω πάντα με τα πειράγματα. Ο καλύτερος φίλος μου ήταν ο Κωστής. Ένα παιδί πολύ χαμηλών τόνων. Πολλές φορές τον υπερασπιζόμουν κι αυτόν από τους άλλους που τον πείραζαν ή τον χτυπούσαν. Μάλιστα πλακώθηκα πολλές φορές για χάρη της Άσπας και του Κωστή. Έτσι, όταν όλοι έβλεπαν το «κωλόπαιδο» δίπλα τους, δεν τολμούσαν να τους πειράξουν.
Εκείνη τη μέρα, όταν πήγε πια μεσημέρι, ήρθε ο αδερφός μου και με τράβηξε βίαια να πάμε στο σπίτι. Με το που φτάσαμε με έβαλε κάτω και με χτυπούσε. Όσο με χτυπούσε αντιστεκόμουν, αλλά δεν έλεγα τίποτα. Μας χώρισε ο παππούς. Όταν πήρα ανάσα και σηκώθηκα όρθιος, τίναξα τα ρούχα μου και του είπα με ήρεμο τόνο:
- Το βράδυ να κλειδώσεις το δωμάτιό σου. Δεν είσαι ασφαλής από τώρα και πέρα. Η νύχτα κρύβει πολλά.
Σηκώθηκα, τίναξα τα ρούχα μου και πήγα στο δωμάτιο. Κλειδώθηκα και βγήκα μόνο για το φαγητό.
Στη Β’ γυμνασίου έμεινα στην ίδια τάξη. Ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσα να ζήσω! Όλοι μου έβαζαν χέρι και μου το χτυπούσαν συνέχεια. Μόνο ο παππούς μού καλομιλούσε και η Άσπα. Μάλιστα, θυμάμαι ότι η Άσπα, όταν έμαθε ότι έμεινα στην ίδια τάξη, ήρθε και μου έκανε παρέα σχεδόν όλη τη μέρα, με παρηγορούσε και μου έδινε κουράγιο. Ακόμα και η μάνα μου μού φέρονταν πολύ σκληρά. Μάλιστα μια καλοκαιρινή ημέρα, εκείνης της χρονιάς που έμεινα, είχαμε καλέσει και την οικογένεια του παπα-Πέτρου στο σπίτι για να τους κάνουμε το τραπέζι. Για πάνω από μισή ώρα η συζήτηση στο τραπέζι ήταν για μένα που έμεινα στην ίδια τάξη. Ακόμα κι ο παπάς μού την έλεγε συνέχεια και με ειρωνευόταν. Μόνο η Άσπα κι ο παππούς δε μου έλεγαν τίποτε. Δεν είχα προλάβει να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. Βαρέθηκα να τους ακούω, θύμωσα πολύ. Σηκώθηκα ξαφνικά όρθιος, πήρα το ποτήρι μου, έβαλα λίγο νερό και το ήπια μονορούφι.
- Καθίστε εσείς να απολαύσετε το ευλογημένο σας γεύμα. Εγώ, ως αμαρτωλός, αποχωρώ. Δεν έχω σχέση με τέτοιου είδους ευλογία…
είπα και έφυγα με νεύρα στο δωμάτιό μου. Κλείστηκα μέσα, κλειδώνοντας την πόρτα. Με πήραν τα κλάματα. Ήρθε ο αδερφός μου και χτυπούσε για να βγω έξω. Εκείνη τη μέρα δεν βγήκα από το δωμάτιο μέχρι που έφυγαν όλοι.
Βγήκα με τα μάτια κόκκινα και πήγα στην τουαλέτα. Ήταν μόνο οι δικοί μου εκεί. Πήγε η μάνα μου να μου πει κάτι, προφανώς με λυπήθηκε.
- Μην πεις τίποτα! της είπα μέσα στο θυμό. Έτσι κι ανοίξεις το στόμα σου, τότε θα την κάνω από εδώ, κατάλαβες; Δεν ξέρω που στον αγύριστο θα πάω, αλλά θα φύγω, γιατί σας σιχάθηκα.
Εκείνη τη μέρα στο τραπέζι τα μόνα άτομα που δεν γελούσαν καθόλου με τα πειράγματα ήταν η Άσπα κι ο παππούς. Ήταν εκείνοι που συμμερίζονταν την κατάστασή μου.
Με την Άσπα την άλλη μέρα βγήκαμε βόλτα και πήγαμε στην ποταμιά, ήταν το αγαπημένο μας μέρος. Συχνά το κάναμε αυτό. Εκεί συζητούσαμε για τα όνειρά μας. Εκείνη μου έλεγε ότι ήθελε να σπουδάσει μαθηματικά, εγώ πάλι το όνειρό μου ήταν να σπουδάσω μηχανικός. Μου άρεσε να ασχολούμαι με τις μηχανές. Μαστόρευα τα πάντα από μικρός, έφτιαχνα οτιδήποτε χαλούσε· σε αντίθεση με το Γιάννη που τα χέρια του ήταν ξερά και δεν ήξερε να δέσει ούτε τα κορδόνια του μέχρι μεγάλος.
Ο καιρός περνούσε και αισίως έφτασα στη Β’ Λυκείου. Με την Άσπα διατηρούσαμε πολύ καλή και στενή σχέση. Πάντα την πρόσεχα. Η ήττα που έπαθα στην Β’ Γυμνασίου όμως με ταρακούνησε πολύ από τη θέση μου. Σοβαρεύτηκα πολύ με το θέμα των μαθημάτων. Από την Τρίτη Γυμνασίου και μετά, άρχισα να διαβάζω όσο κανένας άλλος συμμαθητής μου. Έβλεπα και τα αδέρφια μου να έχουν περάσει σε πανεπιστήμια και ήθελα κι εγώ.
Ήταν θυμάμαι χειμώνας. Σχόλασα από το φροντιστήριο Παρασκευή βράδυ. Πήγαινα να πάρω το ποδήλατο να πάω στο χωριό. Το χωριό μου από την πόλη ήταν μακριά 5 χιλιόμετρα. Ξεκίνησα γρήγορα με το φόβο να μην με πιάσει η βροχή. Μόλις απομακρύνθηκα λίγο από το φροντιστήριο δεν τη γλύτωσα. Τραβήχτηκα κάτω από το μπαλκόνι μιας πολυκατοικίας. Είχα γίνει μούσκεμα και κρύωνα. Πέρασε μια γυναίκα γύρω στα 40. Με είδε στην κατάσταση που ήμουν και μου είπε να περάσω μέσα. Δεν είχα και πολλές επιλογές. Αυτή τη γυναίκα την έβλεπα αρκετά συχνά στη γειτονιά όπου ήταν το φροντιστήριο.
Η Κυρία Γωγώ ήταν μια καλοστεκούμενη κυρία, λίγο γεματούλα, αλλά συμπαθητική. Μου είπε να βγάλω τα ρούχα μου να στεγνώσουν. Εγώ ντρεπόμουν. Σε λίγο φάνηκε στο σαλόνι κρατώντας ένα μπουρνούζι.
- Πάρε αυτό, παιδί μου, είναι του μακαρίτη του άντρα μου.
Πήγα στο μπάνιο και γδύθηκα. Πήρε τα ρούχα μου και τα έβαλε στο καλοριφέρ. Βγήκα και κάθισα στο σαλόνι. Σε μια στιγμή που είδα τον εαυτό μου σε εκείνο το γελοίο μπουρνούζι κοιτάζοντας στο τζάμι της μπαλκονόπορτας, έβαλα τα γέλια.
- Γιατί γελάς, Δημήτρη;
- Με τον εαυτό μου, κα Γωγώ.
- Τι το αστείο έχει;
- Να, μου φαίνομαι αστείος με αυτό. Δε με έχω συνηθίσει έτσι.
Χαμογέλασε. Κάθισε δίπλα μου και αρχίσαμε να συζητάμε. Εκεί έμαθα ότι είχε οχτώ χρόνια που έμεινε χήρα. Άρχισε να μου κλαίγεται για τη μοναξιά της.
- Ε, πώς, βρε Γωγώ μου, είπα ξεπερνώντας από μόνος μου τους τύπους κόβοντας το κυρία, εσύ μια τόσο όμορφη γυναίκα και δεν βρήκες άλλον άντρα;
- Είναι δύσκολο, βρε Δημήτρη. Ξέρεις, όταν ο τόπος είναι μικρός, τα πράγματα είναι δύσκολα.
- Και θα σου λείπει και το σεξ, ε; Είπα με ένα θράσος που ξεπέρασε κάθε προηγούμενο.
Εκείνη κοκκινήσει. Σκέφτηκα ότι έκανα μεγάλη μαλακία εκείνη την ώρα. Αλλά από την άλλη άρχισα να σκέφτομαι ότι εκείνη το πήγαινε πονηρά. Δεν με γελούσε η διαίσθησή μου. Μείναμε σιωπηλοί και οι δύο. Άπλωσα το χέρι μου και έπιασα το δικό της. Εκείνη είχε παγώσει.
- Λοιπόν, δε μου απάντησες· σου λείπει;
Με κοίταζε με μια αμηχανία και μια ντροπή. Μέσα μου σε μια στιγμή σκέφτηκα ότι ίσως καλά κάνανε και με λέγανε κωλόπαιδο από μικρό. Δε σεβάστηκα τη φιλοξενία της και της την έπεσα. Αλλά πάλι από την άλλη, εκείνη ξεκίνησε τα μυξοκλάματα. Τότε πήρα την μεγάλη απόφαση. Την τράβηξα προς το μέρος μου και τη φίλησα στο στόμα. Στην αρχή πήγε να αντιδράσει και να τραβηχτεί από μένα. Δεν την άφησα. Την κράτησα με δύναμη πάνω μου και συνέχισα να τη φιλάω. Άρχισε να της αρέσει. Αφέθηκε από μια στιγμή και μετά στο πάθος. Σταματήσαμε να πάρουμε ανάσα. Με κοιτούσε μπλοκαρισμένη για λίγο.
- Η ζωή είναι μικρή, Γωγώ μου, για να την περάσουμε μέσα στη μιζέρια. Ζήσε την τώρα που μπορείς, πριν είναι αργά.
- Ποιος σου έμαθε αυτές τις φιλοσοφίες, Δημήτρη;
- Κανείς, είναι δική μου άποψη, γεννήθηκα σοφός.
Με μα κίνηση έβγαλα τα ρούχα της. Δύο βυζάρες πετάχτηκαν μπροστά μου. Έσκυψα και άρχισα να τις πιπιλάω. Η Γωγώ αφέθηκε στην καύλα της. Σε λίγο ήμαστε γυμνοί και οι δύο. Την έβαλα ανάσκελα στον καναπέ και της τον έχωσα με την μία. Άρχισα να τη γαμάω με ένταση. Εκείνη βογκούσε από την ηδονή. Πράγματι είχε καιρό να γαμηθεί α έκρινα το πόσο στενό ήταν το μουνί της. Και μάλιστα εντελώς αξύριστο. Δεν άργησα να φτάσω στο τέλος. Έχυσα πάνω στο τριχωτό μουνί της. Μέχρι που πήγε δέκα η ώρα το βράδυ, το κάναμε άλλη μια φορά.
Εγώ είχα ελάχιστη πείρα από τις γυναίκες σε θέματα του σεξ. Όλο κι όλο είχα πάει τρεις φορές με γυναίκα. Την μια φορά, μάλιστα, την πρώτη, ήταν με μια πόρνη, όταν το περασμένο καλοκαίρι την έκανα από το χωριό για την Αθήνα με τον Κωστή. Φύγαμε με το τρένο βγάζοντας εισιτήρια με επιστροφή. Το πρόβλεψα, γιατί ήμουν βέβαιος ότι θα ξοδεύαμε ό,τι χρήματα είχαμε, είτε στις πουτάνες είτε στο φαγητό. Επομένως για να μην έρθουμε στην άσχημη θέση να ζητάμε βοήθεια από τους δικούς μας, τα φροντίσαμε όλα. Θυμάμαι ότι ο Κωστής κώλωνε στην αρχή, όταν περνούσαμε από διάφορα μπουρδέλα μέχρι να δούμε αν μας αρέσουν οι κοπέλες. Τότε είχαμε διασκεδάσει με την ψυχή μας. Από τότε είχα δύο περιπέτειες μόνο με κάποιες τελειωμένες μεγάλες γυναίκες που απεγνωσμένα έψαχναν να γαμηθούν. Έτυχε μια φορά το ίδιο καλοκαίρι που πήγα να ασπρίσω, κρυφά από τους δικούς μου μια αυλή σε μια «καλή κυρία». Τότε μου την έπεσε στα ίσα εκείνη. Τη δεύτερη ήταν με την φίλη της, την Καίτη. Έκτοτε δεν είχα καμία άλλη επαφή.
Έφυγα από τη Γωγώ με το ποδήλατο για το σπίτι. Στα μισά του δρόμου άρχισε πάλι να βρέχει δυνατά. Ήθελα πέντε λεπτά ακόμα να φτάσω μέχρι το σπίτι μου. Έφτασα έχοντας γίνει μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο. Μπήκα κατευθείαν στο μπάνιο. Έκανα ένα ζεστό μπάνιο να συνέλθω. Βγήκα και πήγα στο δωμάτιό μου. Ντύθηκα και πήγα στην κουζίνα να βρω να φάω. Ήταν οι γονείς μου με κατεβασμένη τη μούρη. Ο πατέρας μου ήταν θυμωμένος και το έδειχνε.
- Μάνα, τι έχει να φάω;… ρώτησα.
- Τίποτα, απάντησε ο πατέρας μου με αυστηρό ύφος.
- Α, μάλιστα! Ωραία! Και γιατί, παρακαλώ;
- Κατ’ αρχάς πού ήσουν τόσες ώρες; Και κατά δεύτερο, γιατί πήγες με το ποδήλατο; Δεν τον έβλεπες τον καιρό; Να ξέρεις ότι η κουζίνα κλείνει μετά από κάποια ώρα, από σήμερα και πέρα. Φαγητό αύριο!
Η μάνα μου πήγε κάτι να πει, αλλά δεν την άφησε ο πατέρας μου.
- Μη μιλάς, Μαρία! Πρέπει να του γίνει μάθημα μια φορά να μην επαναληφθεί. Μια ζωή τώρα τα ίδια προβλήματα με τον Δημήτρη. Το καλοκαίρι εξαφανίστηκε με τον Κωστή. Τρελαθήκαμε για δύο μέρες. Πήγαν λέει να δουν συναυλία στην Αθήνα. Ούτε ο Γιάννης, ούτε η Φρόσω μας δημιούργησαν τα προβλήματα που μας δημιουργεί αυτός. Λοιπόν για το αποψινό, ας μείνει νηστικός. Κατάλαβες; Και συ αύριο ετοιμάσου να πάμε στο κτήμα να τακτοποιήσουμε τις αποθήκες. Κατάλαβες;…
γύρισε και μου είπε με αυστηρό ύφος. Δεν είπα τίποτα. Σηκώθηκα, πήγα στο δωμάτιό μου και κλειδώθηκα μέσα. Τους άκουγα που λογομαχούσαν. Πήγα να δακρύσω σε μια στιγμή, αλλά ο εγωισμός μου δε με άφηνε. Την άλλη μέρα σηκώθηκα νωρίς νωρίς, στις εφτά. Ο καιρός έφτιαξε. Πήγα και χτύπησα την πόρτα του δωματίου τους και τους ξύπνησα.
- Εμπρός, σήκω! φώναξα του πατέρα μου. Εγώ μπορώ να σε βοηθήσω μέχρι τις 11 πριν το μεσημέρι. Μετά έχω διάβασμα.
Δεν είπε τίποτα. Σε λίγο σηκώθηκε και κάθισε για λίγο στην κουζίνα. Η μάνα μου σηκώθηκε και μας έφτιαξε πρωινό. Εγώ ούτε που κάθισα μαζί τους. Πήγα στο δωμάτιο, το συγύρισα, το αέρισα και το καθάρισα, όπως έκανα πάντα. Πάντα μου άρεσε στο δωμάτιό μου να είναι όλα στην εντέλεια. Ντύθηκα με τα ρούχα της δουλειάς και τον περίμενα έξω στην βεράντα.
- Δεν θα φας κάτι; με ρώτησε ο πατέρας.
- Όχι, δε θέλω, είπα με σοβαρό ύφος.
- Καλά…
Φύγαμε. Εγώ ήμουν μέσα στα νεύρα. Κουβάλησα σχεδόν όλα τα πράγματα της αποθήκης έξω σε μισή ώρα. Δεν έπαιρνα ανάσα.
- Κάτσε λίγο, να πάρεις μια ανάσα, είπε ένα πιο μαλακό ύφος, όταν είδε ότι δε σταμάτησα καθόλου.
- Όχι, είπαμε μέχρι τις 11. Ό,τι μείνει μετά θα το κάνεις μόνος σου. Εγώ στις 11 θα φύγω. Είπα ότι έχω πολύ διάβασμα και το εννοώ, είπα με αυστηρό ύφος.
Η αποθήκη καθαρίστηκε, και πλάκωσα πάλι χωρίς ανάσα και τακτοποίησα τα πράγματα μέσα. Όσο δούλευα, δε μιλούσα καθόλου. Τα λόγια μου ήταν μετρημένα και πάνω σε αυτό που κάναμε μόνο. Εκείνος προσπάθησε μια δυο φορές να μου μιλήσει, αλλά εγώ συνέχιζα το ίδιο το τροπάριο. Πήγε έντεκα ακριβώς. Είχαμε τελειώσει με την αποθήκη. Τα πράγματα τακτοποιήθηκαν, τα περισσότερα από μένα. Πήγα στη γεώτρηση που είχαμε μια αντλία με μανέλα και πλύθηκα. Τότε ο πατέρας μου μού ζήτησε να κλαδέψουμε κάτι δέντρα που υπήρχαν στο κτήμα.
- Εγώ, πατέρα, φεύγω. Πήγε έντεκα. Μετά δε μου φτάνει ο χρόνος να διαβάσω.
Έμεινε να με κοιτάζει σαν χάνος. Δεν πίστευε σε καμιά περίπτωση πως το εννοούσα, όταν έλεγα για τις έντεκα.
- Άσε τα χαζά, Δημήτρη, κι έλα να με βοηθήσεις!
- Σήμερα στο πρόγραμμά μου ήταν η αποθήκη. Σας είπα ότι δεν μου φτάνει ο χρόνος για το διάβασμα, έχω πολλά να διαβάσω και δε σκοπεύω να τα αφήσω πίσω.
Πήρα ένα μικρό σακίδιο που είχα τα προσωπικά μου αντικείμενα και το κινητό μου και έφυγα με τα πόδια. Το χωριό ήταν δυόμισι χιλιόμετρα από το κτήμα. Στο δρόμο έστειλα μήνυμα στην Άσπα. Με πήρε πίσω. Είχα ανάγκη να της μιλήσω. Της τα είπα, αλλά όχι για τη φάση με την Γωγώ. Την Άσπα τη σεβόμουν και δεν της έλεγα και τις μαλακίες που έκανα. Με την κουβέντα της ηρέμησα. Σε λίγη ώρα έφτασα σπίτι.
Πήγα στο μπάνιο. Πλύθηκα και κλείστηκα στο δωμάτιο. Άρχισα το διάβασμα. Είχα πολύ δουλειά. Μέχρι τις τέσσερις που γύρισε ο πατέρας μου δε σήκωσα κεφάλι. Ήμουν έτοιμος. Βγήκα στην κουζίνα. Ήταν η μάνα μου με τον παππού. Πήγα και τον φίλησα στο μάγουλο.
- Δημητρό, έλα να φας… είπε ο παππούς μου.
- Όχι, παππού, δε θέλω. Θα βγω.
- Πού θα πας;
- Έχω μια δουλειά. Θα αργήσω να γυρίσω.
- Μα, είσαι νηστικός από χθες το μεσημέρι… είπε η μάνα μου.
- Και τώρα σ΄ έπιασε ο πόνος; Μην ανησυχείς για μένα, είπα και έφυγα με τα πόδια.
Στο δρόμο για την πόλη με βρήκε ένα αγροτικό αμάξι και με πήρε. Πήγα στη Γωγώ κατευθείαν. Χτύπησα. Βγήκε στην είσοδο.
- Δημήτρη εσύ;
- Ναι, εγώ. Μπορώ να περάσω;… είπα έχοντας ένα πονηρό χαμόγελο.
- Κοίταξε προς τον ουρανό.
- Μα δεν βρέχει… είπε έχοντας διάθεση για αστεία.
- Επειδή πρόκειται να χαλάσει, όπως είπαν στο ράδιο, είπα να έρθω πιο νωρίς να μη βραχώ.
- Πέρασε μέσα, βρε κωλόπαιδο… eίπε με ένα περιπαιχτικό τόνο.
Τσιτώθηκα λίγο μέσα μου, μόλις άκουσα την λέξη αυτή. Αλλά είπα από την άλλη:
«Δε βαριέσαι, λες και πρώτη φορά είναι που ακούς, το κωλόπαιδο, Δημητράκη; Τι τσατίζεσαι; Αυτό το κωλόπαιδο σε έσωσε από πολλές κακοτοπιές μέχρι τώρα.»
Πέρασα. Εκείνη είχε μαγειρέψει, προφανώς κρέας. Το κατάλαβα από τις μυρωδιές του σπιτιού. Αρχίσαμε την κουβέντα. Κι εκεί της είπα για την περιπέτειά μου στο σπίτι με τους δικούς μου. Με το που τα άκουσε σηκώθηκε και έβαλε την κατσαρόλα να ζεστάνει φαγητό, χωρίς καν να με ρωτήσει. Καθίσαμε οι δυο μας και φάγαμε. Ήταν φανταστική μαγείρισσα. Ύστερα έφτιαξε δυο καφεδάκια. Αράξαμε στο σαλόνι. Έβγαλα το κινητό μου και το έκλεισα. Δεν ήθελα να μιλήσω με κανένα.
Σε μια στιγμή την τραβάω και αρχίζω να την φιλάω. Δεν είπε τίποτα. Σηκωθήκαμε και πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα. Αρχίσαμε τις αγκαλιές και τα φιλιά. Γυμνωθήκαμε. Εκείνη ξάπλωσε ανάσκελα. Έπεσα πάνω της. Σε λίγο ήμουν μέσα στο τριχωτό μουνί της. Άρχισα να την γαμάω δυνατά. Δεν άργησα να χύσω. Μετά από μισή ώρα ήμουν πάλι έτοιμος. Άρχισα να τη γαμάω ξανά στην κλασική στάση. Εκείνη μετά από δέκα λεπτά έχυσε. Έχυσε πολύ δυνατά. Συνέχισα κι εγώ λίγο. Τον έβγαλα και έχυσα πάνω στην κοιλιά της. Έπεσα πάνω της και άρχισα να τη φιλάω τρυφερά στα χείλη. Ύστερα ξαπλώσαμε και πείραζε ο ένας τον άλλον. Πέρασαν πάνω από δύο ώρες μέσα στις αγκαλιές και τα χάδια. Άρχισα να παίζω με τις τρίχες του μουνιού της.
- Μην μου τις τραβάς, βρε Δημήτρη, πονάω!
- Έχω την λύση της είπα. Πάμε στο μπάνιο.
Εκείνη κόμπλαρε για λίγο.
- Σήκω, έλα, της λέω και την τράβηξα από το χέρι, απόψε θα το ξουρίσουμε.
Με ακολούθησε στο μπάνιο. Άνοιξε ένα ντουλάπι και πήρε μια ξυριστική μηχανή. Την πήρα από το χέρι της.
- Θα σου το κάνω εγώ, της είπα.
- Μην μου κόψεις το μουνί, κωλόπαιδο; Είπε θέλοντας να διασκεδάσει την κατάσταση.
- Μη, φοβάσαι, το κωλόπαιδο ξέρει να εκτιμάει και δεν είναι τόσο κωλόπαιδο όσο νομίζουν πολλοί.
Με κοίταξε παράξενα. Άρχισα να κόβω τις πολλές με ένα ψαλιδάκι. Ύστερα τη σαπούνισα καλά. Άρχισα να την ξυρίζω προσεκτικά. Σε λίγο στο μουνί και στη γύρω περιοχή δεν υπήρχε τρίχα ούτε για δείγμα. Μάλιστα, της έκοψα μερικές και από τον κώλο της. Όταν την ξέπλυνα της έτριβα με το χέρι μου ο μουνί και την κωλοτρυπίδα της. Εκείνη είχε καυλώσει.
- Μάλιστα, είπα, αυτό είναι μουνί!
- Γιατί, πριν τι ήταν; είπε εκείνη μέσα στα γέλια.
- Έμοιαζε με στόμα ιερομόναχου.
Εκείνη ξεράθηκε στα γέλια, όπως και εγώ, φυσικά. Ύστερα έσκυψα και άρχισα να της πιπιλάω την κλειτορίδα. Εκείνη έπαθε από την καύλα. Της έχωσα ένα δάχτυλο μέσα στο μουνί και άρχισα να την γαμάω όσο της έγλειφα την κλειτορίδα. Έφτασε σε έναν δυνατό οργασμό. Στο μουνί της επικρατούσε πλημμύρα. Ακούμπησε στον τοίχο. Μπήκα κι εγώ μέσα στην μπανιέρα και κάρφωσα με την μία τον πούτσο μου που είχε γίνει ξανά κάγκελο. Την γαμούσα και το ευχαριστιόμουν περισσότερο όταν την έβλεπα που ήταν ξυρισμένη. Μετά από αρκετά λεπτά, έχυσα δυνατά πάνω στα μουνόχειλα της. Ξεπλυθήκαμε και πήγαμε στο κρεβάτι. Είχε πάει βράδυ πια.
- Πώς θα φύγεις; Με ρώτησε.
- Με διώχνεις, δε ντρέπεσαι;… τη ρώτησα.
- Όχι, για τους δικούς σου λέω, για να μην έχεις προβλήματα βρε παιδί μου. Για μένα, χαρά μου είναι να κάτσεις μαζί μου.
- Μην ανησυχείς. Θα πάρω τηλέφωνο και θα τους πω ότι θα αργήσω να έρθω.
Σηκώθηκα, άνοιξα το κινητό μου και πήρα στο σπίτι. Το σήκωσε η μάνα μου.
- Καλησπέρα, μάνα! Κοίτα δεν θα έρθω στο σπίτι απόψε, θα κοιμηθώ σε ένα φίλο μου. Έχω να κάνω μια εργασία.
- Ποιο φίλο σου;
- Δεν τον ξέρεις. Θα τα πούμε αύριο.
Έκλεισα ξανά το τηλέφωνο να μην με ενοχλήσουν.
- Είδες πόσο καλύτερο είναι χωρίς το γένι; Της είπα προκειμένου να διασκεδάσω την κατάσταση. Έτσι έτσι όπως ήσουν πριν ήταν σαν να τον έβαζα σε στόμα αρχιμανδρίτη.
Η Γωγώ έλιωσε ξανά στο γέλιο με αυτή μου την ατάκα. Τόσο που ξεκαρδίστηκε μπροστά μου. Από την πρώτη μας συνάντηση έδειξε να διασκεδάζει με τις ατάκες μου.
- Είσαι απίθανος, μου είπε.
- Λοιπόν, δεν κάνεις κάτι να τσιμπήσουμε;
- Πείνασες πάλι;
- Ναι!
- Ωραία, σηκώνομαι να ετοιμάσω δύο σάντουιτς.
Εγώ ντύθηκα μόνο με τον παντελόνι μου και μια κοντομάνικη μπλούζα. Κάθισα στο σαλόνι και άνοιξα την τηλεόραση. Είχε μια ταινία αμερικάνικη. Είχα απορροφηθεί με την ταινία, όταν ήρθε και με φίλησε στο μάγουλο. Σηκώθηκα και πήγα μαζί της στο τραπέζι της κουζίνας. Αρχίσαμε να μιλάμε. Άρχισε να μου λέει τα πάντα για την ζωή της. Πώς την πάντρεψαν με το ζόρι και πως κι όταν ζούσε ο άντρας της δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένη στο θέμα του σεξ, καθώς και άλλα. Κι εκεί που έλεγε αυτό για το σεξ, την ρώτησα:
- Είχες ποτέ την φαντασίωση, να κάνεις σεξ με περισσότερους άντρες ταυτόχρονα;
Κοκκίνησε. Λες και ήταν κανένα κορίτσι άβγαλτο, στην εφηβεία. Χαμήλωσε το βλέμμα της από ντροπή.
- Λοιπόν;… τη ρώτησα ξανά, κοιτώντας, ένα επιτακτικό βλέμμα στα μάτια. Ξέρεις δεν είναι ντροπή να λέμε τις επιθυμίες μας. Κακό είναι και ανήθικο, να καταπιέζουμε τον εαυτό μας, σκεπτόμενοι μόνο και μόνο μην παρεξηγήσουν οι άλλοι. Και να ξέρεις ότι οι άλλοι ποτέ δε θα νοιαστούν πραγματικά τι νιώθεις εσύ. Ποτέ όμως. Εγώ το ένιωσα καλά στο πετσί μου από μικρό παιδί. Ήμουν και είμαι το «κωλόπαιδο» της κοινωνίας που μεγάλωσα. Δε λέω, ατίθασος, αλλά δε μπορούσα τον φαρισαϊσμό στους ανθρώπους. Μου φέρθηκαν και μου φέρονται όλοι πολύ σκληρά, ακόμα και η ίδια μου η μάνα. Γι’ αυτό σου λέω πώς δε χρωστάμε χάρη σε κανέναν. Την ζωή μας πρέπει να τη ζούμε όσο μπορούμε ακόμα. Να με συγχωρείς που παίρνω θάρρος, να ρωτήσω κάτι τέτοιο. Σε βλέπω όμως να έχεις υποφέρει πολύ στη ζωή σου.
Σήκωσε το βλέμμα της.
- Αν και μικρός για την ηλικία σου, βρε Δημήτρη, μίλησες σα σοφός γέρος. Λοιπόν, με το μακαρίτη, όπως σου είπα, με παντρέψανε σχεδόν με το ζόρι. Δώδεκα χρόνια μαζί του δεν ένιωσα τι θα πει έρωτας. Όταν το κάναμε, κοίταζε μόνο την πάρτη του. Άρχισα πού και πού να έχω οργασμό, όταν φανταζόμουν ότι αυτό που έκανα εκείνη τη στιγμή, το έκανα με κάποιον άλλον. Δεν ήθελα να σκέφτομαι εκείνον. Σ’ αυτό που με ρώτησες, ναι, είχα πολλές φορές τη φαντασίωση. Έτσι μέσα από αυτές τις φαντασιώσεις έφτανα σε οργασμό. Θυμάμαι μια φορά που καθυστέρησε να χύσει κείνος, εγώ φανταζόμουν τον εαυτό μου να κάνει σεξ με δύο άντρες. Έφτασα δύο φορές σε οργασμό στη σκέψη ότι πρώτα έχυσα με τον έναν και ύστερα με τον άλλον.
- Και καλά έκανες. Έτσι κοίταξες λίγο τον εαυτό σου, είπα.
- Ναι.
Ύστερα η συζήτηση συνεχίστηκε αρκετά περί σεξ. Εκείνο το βράδυ δε σταματήσαμε να το κάνουμε. Ξεθεωθήκαμε και οι δύο. Το κάναμε σε όποια στάση μου κατέβαινε στο μυαλό, σε όποια στάση θυμόμουν από τις τσόντες που είχα δει μέχρι τότε.
Ξημέρωσε. Η Γωγώ σηκώθηκε πριν από μένα. Έφτιαξε πρωινό και ήρθε και με ξύπνησε. Πήγαμε στην κουζίνα. Ήμαστε και οι δυο πολύ ευδιάθετοι. Κόντευε 10 το πρωί. Έφυγα, γιατί είχα το διάβασμα. Της το είπα και εκείνη έδειξε να καταλαβαίνει. Έφτασα στο σπίτι κατά τις έντεκα. Με το που μπήκα μέσα, ήταν και ο Γιάννης με την Φρόσω εκεί. Είχαν έρθει για λίγες μέρες από τη Θεσσαλονίκη όπου σπούδαζαν.
- Καλημέρα, παιδιά… είπα μέσα στο χαμόγελο. Αδερφούλα μου, τι κάνεις;… είπα και πήγα να την φιλήσω. Εκείνη τραβήχτηκε.
- Πού ήσουν, Δημήτρη;… ρώτησε με αυστηρό τόνο.
- Σε έναν φίλο μου… είπα κι εγώ, αφού εισέπραξα το παγωμένο ύφος της.
- Γιάννη, τι κάνεις, αδερφέ μου; είπα και του έδωσα το χέρι μου.
- Καλά είμαι, απάντησε κι εκείνος, αδιαφορώντας για τη χειρονομία μου.
- Ωραία! Είπα. Μην χαίρεστε και τόσο που με βλέπετε! Κουλ! Δεν χρειάζεται τόσος ενθουσιασμός! Οι γέροι πού είναι;
- Άντε να χαθείς, ρε κωλόπαιδο, που θα πεις γέρους τους γονείς μας…
είπε ο Γιάννης με ύφος κακομαθημένου. Δεν είπα τίποτα. Τσατίστηκα τόσο πολύ, που ήθελα εκείνη την στιγμή να τον αρπάξω από το λαιμό και να του σπάσω τα μούτρα. Ο Γιάννης μπορεί να ήταν πιο ψηλός, αλλά πιο γεροδεμένος και γυμνασμένος ήμουν εγώ, αυτός ήταν ένα λαπάς, ένας βουτυρομπεμπές.
Έφυγα και πήγα στο δωμάτιό μου. Κάθισα στο γραφείο μου. Έπιασα το κεφάλι μου με τα χέρια μου. Έπρεπε να ηρεμήσω. Έμεινα έτσι κάπου στο μισάωρο. Όταν ηρέμησα, βγήκα στην κουζίνα. Είχε έρθει και η μάνα μας. Έφτιαξα έναν καφέ και πήγα στο δωμάτιό μου. Άρχισα το διάβασμα. Σε δύο ώρες είχα τελειώσει. Στο πρόγραμμα ήταν να αρχίσω πάλι το απόγευμα. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Ήξερα ότι ο φίλος μου ο Κωστής δεν είχε κοπέλα, όπως και εγώ. Σκεφτόμουν ότι, έπρεπε να κανονίσω φάση με την Γωγώ. Στο κάτω κάτω, τι φίλοι ήμαστε; Εκείνος με βοηθούσε πάντα σε ό,τι δεν καταλάβαινα στα μαθήματα. Ήταν άριστος μαθητής. Έτσι πέρασε η ώρα σκεπτόμενος όλα αυτά. Σε λίγο άκουσα να χτυπάει η πόρτα. Ήταν η μητέρα μου.
- Δημήτρη, έλα να φάμε!
- Δεν πεινάω, απάντησα.
Δεν είχα καμιά διάθεση να καθίσω μαζί τους στο τραπέζι. Ήξερα ότι στο τέλος θα τσακωνόμουν.
- Έλα, βρε παιδί μου να φάμε όλοι μαζί. Ήρθαν τα αδέρφια σου, να φάμε όλοι μαζί.
Βγήκα από το δωμάτιο. Πήγα στην κουζίνα. Πήρα ένα ποτήρι νερό.
- Καλά, τι έφαγες; ρώτησε η μάνα μου.
- Δεν έφαγα, τίποτα δεν έφαγα, πού να φάω; Και δε θέλω να φάω μαζί σας. Τι δεν καταλαβαίνετε, γαμώ το Θεό σας, είπα με νεύρα. Και γιατί να φάω μαζί σας; Χόρτασα με την ωραία υποδοχή που είχα από τα αγαπημένα μου αδέρφια. Δε θέλω άλλο, θα σκάσω από το πολύ φαΐ.
- Δηλαδή, είσαι από προχθές νηστικός;… ρώτησε η Φρόσω έχοντας ένα ύφος ότι ενδιαφέρεται για μένα.
- Ναι, και δε θέλω. Καταλάβατε. Άντε στο διάολο όλοι σας, παρατήστε με ήσυχο!
- Μίλα πιο όμορφα, είπε ο Γιάννης.
- Γιατί, ρε, θα με δείρεις;… γύρισα και του είπα με ένα αγριεμένο ύφος.
Εκείνη την στιγμή μπήκε ο πατέρας μου.
- Θανάση, πες του, σε παρακαλώ, να φάει· είναι από προχθές νηστικός, είπε η μάνα μου.
- Κάτσε να φας… είπε επιτακτικά ο πατέρας μου. Κάτσε στο τραπέζι τώρα! Όλη η οικογένεια πρέπει να κάθεται μαζί στο τραπέζι.
Κάθισα μαζί τους. Η μάνα μού σέρβιρε, αλλά όση ώρα ήμουν στο τραπέζι δεν έφαγα μπουκιά, κι ας πεινούσα σαν λύκος. Ο πατέρας με κοιτούσε αγριεμένος. Το ίδιο και ο αδερφός μου. Δεν έδινα σημασία, εγώ το πείσμα μου. Ο παππούς με κοίταξε με ένα βλέμμα μέσα στη σκέψη. Δεν είπε τίποτε. Όταν όλοι φάγανε το φαγητό τους, σηκώθηκα από το τραπέζι και πήγα στο δωμάτιο. Έμεινα μέχρι τις 4 το απόγευμα. Ύστερα βγήκα για λίγο στο μπάνιο και κλείστηκα πάλι κλειδώνοντας την πόρτα. Το διάβασμα αυτήν τη φορά κράτησε μέχρι τις δέκα το βράδυ. Με πήρε ο Κωστής τηλέφωνο. Ζήτησε να πάω από εκεί. Ήταν κι εκείνος κουρασμένος. Βγήκα στην κουζίνα ντυμένος. Η μάνα μου έδειχνε να έχει μετανιώσει. Μαζί της ήταν κι ο παππούς. Βγήκα στη βεράντα, να δω το πόσο κρύο κάνει να ντυθώ ανάλογα. Με πλησίασε ο παππούς. Ένιωσα το χέρι του στην κωλότσεπη. Μου είχε βάλει χρήματα. Γύρισα προς το μέρος του.
- Σουτ! Πάψε Δημητρό… μην πεις τίποτε.
Έφυγα. Πήγα από τον Κωστή. Καθίσαμε στο σπίτι του και τα λέγαμε. Ο ένας παρηγορούσε τον άλλο πάντα. Παραγγείλαμε από την ψησταριά του χωριού. Σε λίγο τα ψητά ήρθαν κι εγώ και ο Κωστής σκάσαμε από το φαγητό. Έμεινα σε εκείνον μέχρι τη μία το πρωί.
Γύρισα στο σπίτι. Έβαλα το κλειδί στην πόρτα. Δεν άνοιγε. Κατάλαβα αμέσως τι έγινε. Ο Γιάννης ή η Φρόσω άφησαν επίτηδες το κλειδί από μέσα να μη μπορώ να μπω στο σπίτι. Χτυπούσα πάνω από είκοσι λεπτά. Όλοι τους, όσο και βαθιά να κοιμόταν, θα ξυπνούσαν. Εξαίρεση ήταν ο παππούς που έπαιρνε ένα χάπι και κοιμόταν του καλού καιρού. Αγανάκτησα. Την επόμενη είχα σχολείο, αλλά έκανε και τέτοιο ψοφόκρυο! Τσατίστηκα πολύ. Πήγα στην αποθήκη. Έχωσα μια κλωτσιά στην πόρτα και την άνοιξα. Μπήκα μέσα. Υπήρχε ένα λοστάρι. Το πήρα. Πήγα στο παράθυρο της κουζίνας και με δυο κινήσεις το άνοιξα βγάζοντας εντελώς το παραθυρόφυλλο. Μπήκα μέσα μην λογαριάζοντας κανέναν, κρατώντας το λοστάρι στα χέρια μου. Άναψα τα φώτα. Πήγα στο δωμάτιο. Πήρα ένα σακίδιο και πήρα τα βιβλία μου και κάποια ρούχα μου. Ξύπνησαν όλοι από τον θόρυβο που έκανα. Η μάνα μου με κοιτούσε έντρομη, το ίδιο και η Φρόσω. Ο Γιάννης ήρθε προς το δωμάτιο. Είχα δακρύσει από τα νεύρα μου. Σήκωσα το λοστάρι και το πρότεινα μπροστά του.
- Μαλάκα, μην τολμήσεις και με πλησιάσεις θα καταλήξεις στα επείγοντα απόψε σε πολύ άσχημη κατάσταση. Δε θα κωλώσω και να σε στείλω ακόμα κι αδιάβαστο απόψε! Κατάλαβες; ούρλιαξα από θυμό.
- Μα τι κάνεις, πού πας; Με ρώτησε η Φρόσω.
- Τα μαζεύω και φεύγω. Αυτό δεν κάνατε; Δε με κλειδώσατε απ’ έξω χειμωνιάτικα, μέσα στο ψοφόκρυο; Τι δείχνει η πράξη σας, ότι είμαι ανεπιθύμητος σ’ αυτό το σπίτι, έτσι δεν είναι; Τι θέλεις και εσύ, ρε βλαμμένο, και μιλάς; Βλήμα… είπα στη Φρόσω με θυμό.
Η μάνα μου με κοιτούσε σαστισμένη και ο πατέρας μου επίσης. Μάζεψα γρήγορα τα πράγματά μου. Γύρισα σε μια στιγμή και κοίταξα την μάνα μου και τον πατέρα μου με μίσος.
- Ακούστε, τα υπόλοιπα θα έρθω να τα πάρω άλλη μέρα. Μην κάνετε καμιά μαλακία με τα πράγματά μου, θα το πληρώσετε όλοι σας πολύ ακριβά! Έχετε να κάνετε με ένα κωλόπαιδο, μην το ξεχνάτε αυτό. Ιδιαίτερα εσύ, Γιαννάκο.
Εκείνη τη στιγμή γύρισα και κοίταξα πίσω μου στο διάδρομο. Στεκόταν ο παππούς δακρυσμένος. Με αγκάλιασε.
- Κάτσε, βρε αγόρι μου, πού θα πας τέτοια ώρα; Είπε με μια φωνή που ίσα που έβγαινε.
Έφυγα από το σπίτι κουβαλώντας δύο σακίδια. Δεν ήξερα που πήγαινα πραγματικά. Πήρα τηλέφωνο τη Γωγώ. Την ξύπνησα. Με δυο λόγια της ζήτησα με φιλοξενήσει. Δέχτηκε. Το είδα σα σανίδα σωτηρίας. Περπάτησα φορτωμένος με τα σακίδια. Δεν κατάφερα να βρω ταξί, ήταν αργά και το έκοψα με τα πόδια. Θα πήγαινα στου Κωστή, αλλά δεν ήθελα να ανησυχήσω τους ανθρώπους. Έφτασα μετά από μία ώρα περπάτημα. Μπήκα κατάκοπος στο μπάνιο. Ύστερα βγήκα. Με πήραν τα κλάματα μπροστά της. Δεν άντεχα άλλο την ψυχική πίεση. Εκείνη έπαθε σοκ. Σε λίγο πήγα για ύπνο. Κοιμηθήκαμε μαζί. Δεν κάναμε τίποτα. Ήμουν σε πολύ χάλια κατάσταση και το καταλάβαινε και η ίδια.
Την άλλη μέρα σηκώθηκα νωρίς και έφυγα για το σχολείο. Στο διάλειμμα με πλησίασε η Άσπα. Μιλούσαμε για τα μαθήματα.
- Δημήτρη, απόγευμα θα έρθω από το σπίτι. Θα είσαι εκεί; Τι ώρες έχεις φροντιστήριο;
- Δε θα με βρεις, κορίτσι μου, έφυγα από το σπίτι.
- Τι έκανες;… είπε με έκπληξη…
και κάθισα και της τα είπα όλα, ακόμα και τη φάση με την Γωγώ. Όταν άκουσε για τη Γωγώ, συνοφρυώθηκε για λίγο.
- Τώρα πρέπει να δω τι θα κάνω. Πήγα σε εκείνη, γιατί δεν είχα πού να ακουμπήσω. Χθες το βράδυ έκανε ψόφο! Στην αρχή σκέφτηκα την ερειπωμένη αποθήκη έξω από το χωριό, αλλά θα πέθαινα από το κρύο. Πρέπει να βρω και μια δουλειά και να νοικιάσω ένα σπίτι. Δεν ξαναπάω εκεί. Τέλειωσε!
- Τα λες, γιατί είσαι ακόμα θυμωμένος.
- Μα τι λες; Δεν ξέρεις, βρε κορίτσι μου, πώς με συμπεριφέρονται όλοι; Ήξεραν ότι είμαι νηστικός, άσχετα πώς τη βόλεψα εγώ. Και στο φινάλε να με κλείσουν απ’ έξω καταχείμωνο με τέτοιο κρύο; Είμαστε σοβαροί; Αν δεν ήμουν το κωλόπαιδο που λένε, τι θα έκανα; Καλά που σκαρφίζομαι πράγματα και έμαθα να μην κωλώνω στα δύσκολα από μικρός. Όλη μου η ζωή, βρε Άσπα μου, ήταν μια συνεχόμενη επιβίωση εκεί μέσα. Πες μου, πότε ένιωσα στοργή εκεί μέσα; Ακόμα και η ίδια η μάνα μου είναι πολύ σκληρή μαζί μου σε σχέση με τα αδέρφια μου που είναι δυο τσογλάνια, δυο παλιοχαρακτήρες και τίποτα άλλο και τους έχει ακόμα και τώρα μη στάξει και μη βρέξει.
Εκεί βούρκωσα. Έσκυψα το κεφάλι μου να μην προδοθώ. Η Άσπα το κατάλαβε. Έπιασε τρυφερά το χέρι μου.
- Εγώ σε καταλαβαίνω, Δημήτρη μου, πάντα σε ένιωθα.
- Το ξέρω. Είσαι το μοναδικό άτομο στο κόσμο που με καταλαβαίνει. Σε ευχαριστώ. Ευτυχώς που έχω και σένα.
- Για σένα θα είμαι πάντα εδώ, να το ξέρεις.
Χτύπησε το κουδούνι. Πήγαμε στο μάθημα.
Το μεσημέρι που σχόλασα, η Γωγώ με περίμενε ορεξάτη. Μετά το φαγητό σηκώθηκε να πάρει ένα ποτήρι νερό. Το ήπιε όρθια στην κουζίνα. Πήγα πίσω της. Την έβαλα να ακουμπήσει τα χέρια στον πάγκο της κουζίνας τουρλώνοντας τον κώλο της. Της κατέβασα την κιλότα που φορούσε και της κάρφωσα τον πούτσο μου με τη μία στο μουνί της. Άρχισα να την γαμάω με ένταση. Εκείνη είχα εκστασιαστεί. Δεν άργησε να φτάσει σε οργασμό. Σε λίγο έχυσα πάνω στον κώλο της. Γύρισε και μου έδωσε ένα γλωσσόφιλο. Ύστερα πήγε στο μπάνιο. Εγώ ντύθηκα χωρίς να πλυθώ. Σε λίγο έφυγα για το φροντιστήριο. Στο σχόλασμα πήρα ένα γραπτό μήνυμα από την Άσπα.
«Δημήτρη μου, στο σπίτι σου έγινε χαμός. Ο παππούς ξεσπάθωσε για τα καλά εναντίον όλων. Πήγε ο μπαμπάς με την μαμά μου εκεί και μαζί τους κι εγώ για να δω τι γίνεται. Ο Γιάννης έλεγε ότι «κάπου θα βολεύτηκε το κωλόπαιδο». Τον σταμάτησα αφού κι ο δικός μου ο θυμός έφτασε στα μάτια, του την είπα για τους χαρακτηρισμούς που έλεγε για σένα. Φύγαμε με την υπόσχεση να σου μιλήσω αύριο στο σχολείο.»
Στο δρόμο σκεφτόμουν διάφορα. Ξαφνικά συνάντησα κάποιον γνωστό μου. Είχε μια ψησταριά και έψαχνε άνθρωπο για την κουζίνα. Το είδα ως «μάνα εξ ουρανού». Του ζήτησα αν ξέρει καμιά γκαρσονιέρα. Του τα είπα κι ο κυρ Κώστας έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
- Κοίτα, από τον άλλο μήνα είμαι ενήλικος. Δε μπορεί κανείς να κάνει τίποτα. Απλά για λίγο θα την κάνουμε γαργάρα.
- Εντάξει. Αλλά, ρε παιδί μου, δεν το σκέφτεσαι καλύτερα; Να φύγεις από το σπίτι;
- Τα σκέφτηκα όλα.
- Καλά, όπως θέλεις.
Έφυγα πήγα στην Γωγώ. Μέχρι τις 10 το βράδυ κάθισα σε μια γωνιά και διάβαζα. Της φαινόταν λίγο παράξενο. Δεν είχε παιδιά και δεν το έζησε ποτέ αυτό. Ίσως εκείνη να νόμιζε ότι το μυαλό μου ήταν πάντα μέσα στις τρέλες μαζί της και το σεξ. Όταν τελείωσα, πήγα και έκανα ένα μπάνιο όπως μου ζήτησε η ίδια. Ύστερα πήγα στο δωμάτιο. Ήταν γυμνή, ξάπλωσα κι εγώ δίπλα της. Τότε έκανε κάτι για πρώτη φορά έσκυψε πάνω μου και άρχισε να φιλάει τον πούτσο μου. Δεν είχε πάρει ποτέ της πίπα. Άρχισε να μου περιεργάζεται το πουτσοκέφαλο με τη γλώσσα της. Ύστερα άρχισε το μέσα έξω. Αν και αρχάρια κατάφερε να μου τον κάνει στειλιάρι. Ύστερα κάθισε πάνω μου και τον πήρε ολόκληρο μέσα της. Άρχισε να τρίβεται μπρος πίσω πάνω μου. Έχυσε στα πρώτα πέντε λεπτά. Τη γύρισα στο πλάι και πήγα από πίσω της. Άρχισα να τη γαμάω με ένταση. Την κρατούσα από τη μέση και την γαμούσα με δύναμη. Σε λίγο πούτσος μου τεντώθηκε τον έβγαλα και τον ακούμπησα στη σούφρα της. Τον έτριβα και έχυσα πάνω στη σούφρα της. Γύρισε και με φίλησε στο στόμα.
- Είσαι υπέροχος… μου είπε.
- Θέλεις να ικανοποιήσουμε τις φαντασιώσεις μας; Τη ρώτησα.
- Ναι, απάντησε με νάζι.
- Κάτσε λίγο να ξεκουραστούμε, και μετά θέλω να σε γαμήσω πρώτα από το μουνί και μετά από τον κώλο. Τι λες; Το δοκιμάζουμε;
- Δε θα πονέσω;
- Θα προσέξουμε. Άντε εσύ να τον πλύνεις καλά. Και πάρε και εκείνο το παιδικό λάδι. Αύριο θα πάρουμε πιο εξειδικευμένα μέσα.
- Είσαι απίστευτος τελικά. Δεν κωλώνεις ρε φίλε, σε τίποτα.
Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Έκανε αρκετή ώρα, ίσως και μισή ώρα. Βγήκε κρατώντας το λάδι στα χέρια.
- Τώρα πρέπει να βοηθήσεις νεαρέ μου!
- Πολύ ευχαρίστως!
Ξάπλωσε δίπλα μου και αρχίσαμε τα χαμουρέματα. Όταν είδε ότι ο πούτσος μου άρχισε να αντιδρά στα χάδια της, έσκυψε πάνω μου άρχισε την πίπα. Η πίπα της κράτησε περίπου στο ένα τέταρτο. Αν και άπειρη, έτσι και συνέχιζε λίγο ακόμα θα έχυνα. Τότε ξάπλωσε πάλι στο πλάι δίπλα μου. Έπιασα τον πούτσο μου και τον οδήγησα την μούνα της. Άρχισα να τη γαμάω. Βρήκα ένα ρυθμό που κατάλαβα ότι της έδινε ηδονή. Έχυσε. Ύστερα τον έβγαλα. Πήρα το λάδι από το κομοδίνο. Έβαλα αρκετό στην κωλοτρυπίδα της και στον πούτσο μου. Κεντράρισα τον πούτσο μου. Έσπρωχνα πολύ προσεκτικά μπρος πίσω. Εκείνη χαλάρωσε.
- Πρόσεχε, Δημήτρη, έχεις χοντρό πούτσο. Μην πονέσω σε παρακαλώ.
Σε μια στιγμή το πουτσοκέφαλο συρρικνώθηκε και πέρασε τη ροδέλα της. Άρχισα τα μπρος πίσω. Πολύ σιγά. Πονούσε.
- Σε παρακαλώ, μην τον χώσεις πιο μέσα, ήδη πονάω.
- Μην ανησυχείς! Είπα και συνέχισα τα μέσα έξω.
Σε λίγο η τρύπα της άρχισε να χαλαρώνει έριξα κι άλλο λάδι και συνέχισα. Εκείνη άρχισε να τρίβει την κλειτορίδα της.
- Γωγώ μου, αν αισθανθείς, πόνο να μου πεις.
- Εντάξει! Είπε με αναστεναγμό.
Άρχισα πιο γρήγορα. Το πουτσοκέφαλο έμπαινε με μεγαλύτερη ευκολία. Έριξα κι άλλο λάδι. Πλέον μπορούσα και έμπαινα με άνεση. Άρχισα να τον χώνω πιο μέσα. Πλέον η τρύπα της προσαρμόστηκε. Δεν άντεχα άλλο. Έχυσα δυνατά μέσα της. Έμεινα μέσα της μέχρι να στραγγίσω και την τελευταία σταγόνα μέσα της. Τον έβγαλα.
- Πώς σου φάνηκε;
- Ήταν υπέροχο! Κι εσύ το κάτι άλλο! Πρωτόγνωρη αίσθηση.
Μέχρι το πρωί το κάναμε μια φορά ακόμα.
Την άλλη μέρα στο σχολείο συναντήθηκα με την Άσπα. Της είπα για τη δουλειά. Διαφώνησε μαζί μου κάθετα, με τη σκέψη ότι θα παραμελούσα το διάβασμα. Εκεί μου εξήγησε τι έγινε και στο σπίτι μου. Την επόμενη η Φρόσω με τον Γιάννη φύγανε για τη Θεσσαλονίκη. Μόλις σχόλασα από το σχολείο με περίμενε μια έκπληξη. Ο παππούς με περίμενε με ένα ταξί. Βγήκε και με αγκάλιασε. Ήταν συγκινημένος. Μπήκα στο ταξί.
- Πού έχεις τα πράγματά σου;
- Θα σου πω.
Σταμάτησε το ταξί ένα στενό πιο κάτω. Εγώ πετάχτηκα στη Γωγώ και πήρα τα πράγματά μου. Έδειξε να θυμώνει με την ξαφνική αποχώρησή μου.
- Έννοια σου. Να ξέρεις ότι όλες τις φαντασιώσεις μας θα τις πραγματοποιήσουμε της είπα. Ο Δημήτρης δε θα σε ξεχάσει ποτέ, μπορεί να τον λένε κωλόπαιδο, αλλά αχάριστος δεν είναι.
Χαμογέλασε. Ύστερα με αγκάλιασε και με φίλησε στο μάγουλο. Έφυγα με το ταξί. Φτάσαμε στο σπίτι. Μπήκαμε μέσα με τον παππού. Καθίσαμε στο τραπέζι της κουζίνας. Δεν ήταν κανείς στο σπίτι. Σε λίγο φάνηκαν οι γονείς μου.
- Ήρθες άσωτε;… είπε ο πατέρας μου.
- Θανάση, πάψε, είπε με αυστηρό τόνο ο παππούς μου. Καθίστε κάτω και οι δυο σας.
Κάθισαν.
- Να σας ρωτήσω, γιατί τον αποπαίρνετε έτσι τον Δημήτρη; Τι σας έκανε;
- Τι μας έκανε;… λέει ο πατέρας μου.
- Ναι, τι σας έκανε; Που να σας πάρει ο διάολος! Ό,τι δουλειά του βάλετε, την κάνει· και δουλεύει, δεν την φοβάται τη δουλειά. Από μικρό παιδί τα κατάφερνε σε όλα. Γιατί τον πολεμάτε έτσι; Άλλος θα τα είχε παίξει με τα όσα του κάνετε. Αυτός είναι γερό σκαρί, το λέει η καρδιά του· αυτό δεν παλεύετε όλοι σας. Και συ Μαρία, γιατί στέκεσαι απέναντί του τόσο σκληρά; Όσο για τον Γιάννη και τη Φρόσω, καλά παιδιά είναι και του λόγου τους! Με το που τον είδαν τον πήραν από τα μούτρα. Εκείνος ο κακομοίρης πήγε να χαρεί, όταν τους είδε κι εκείνη η αδερφή του τον πήρε από τα μούτρα. Έχω κάποιο κομπόδεμα στην άκρη για το Δημήτρη. Αυτό είναι για να σπουδάσει ο Δημήτρης. Καταλάβατε μωρέ;
Τους είπε ακόμα κάμποσα. Η μάνα μου είχε κατεβάσει το κεφάλι και δεν μιλούσε. Ύστερα πήγε να με αγκαλιάσει. Τραβήχτηκα, δεν την άφησα καν να με αγγίξει. Πήγα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα. Με πήρε ο ύπνος. Την επόμενη μέρα σηκώθηκα και έφυγα νωρίς για το σχολείο. Στο διάλειμμα ήμασταν με την Άσπα. Έβγαλε κάτι κουλουράκια που είχε και μου έδωσε και μένα. Της τα είπα. Εκείνη έδειξε να είναι ευχαριστημένη με την εξέλιξη.
- Ευτυχώς έχω δυο τρεις ανθρώπους που με καταλαβαίνουν και νιώθουν τον πόνο μου.
- Ποιους; είπε έχοντας ένα γλυκό χαμόγελο στο πρόσωπό της.
- Εσένα, τον παππού και τον Κωστή. Για μένα είστε ο κόσμος όλος, ο καθένας σας με ξεχωριστό τρόπο.
Όταν σχολάσαμε, φύγαμε μαζί για το χωριό. Στο λεωφορείο, μάλιστα, της κράτησα και την τσάντα, γιατί μια στιγμή παραπονέθηκε ότι την πόνεσε η πλάτη της.
Οι μέρες περνούσαν. Ήρθε η άνοιξη. Ο Κωστής μπήκε για τα καλά στο χορό των εξετάσεων. Μια μέρα με πήρε τηλέφωνο και πήγα από εκεί. Είχε ανάγκη να βγούμε να ξεσκάσει. Τότε σκέφτηκα αυτά που λέγαμε με τη Γωγώ. Καλέσαμε ένα ταξί και πήγαμε κατευθείαν στο σπίτι της. Στον Κωστή δεν είπα πού θα πηγαίναμε και τι είχα σκοπό να κάνουμε. Εκείνη άργησε λίγο να ανοίξει. Άνοιξε.
- Καλησπέρα… της είπα. Ήρθαμε για τα χαλιά!
- Ε, τελικά είσαι μεγάλο κωλοπαίδι… είπε και με τράβηξε μέσα.
Μπήκε και ο Κωστής. Τους σύστησα. Ο Κωστής ήταν πολύ μαζεμένος. Μας έφτιαξε δύο καφέδες και καθίσαμε στο σαλόνι της.
- Ξέρεις, Δημήτρη, έχω θυμώσει μαζί σου. Πάει ενάμισης μήνας να φανείς.
- Τι να κάνω, βρε συ; Βλέπεις τα προβλήματα δε σταμάτησαν. Να ‘ναι καλά ο παππούς μου.
- Σ’ αγαπάει!
- Ναι, πολύ!
- Εσύ, Κωστή, πώς τα πας; Τον ρώτησε.
- Καλά, πώς να τα πάω. Πέφτει διάβασμα φουλ. Είμαι στην τελική ευθεία.
- Και πού θέλεις να περάσεις;
- Γιατρός.
- Μπράβο! Σου εύχομαι καλή επιτυχία!
- Σας ευχαριστώ!
- Να σου πω, βρε Γωγώ μου, τι έκανες με το παράθυρο που δεν έκλεινε η μπετούγια στο υπνοδωμάτιο; Το έφτιαξες; Εγώ γι’ αυτό ήρθα σήμερα.
Ξεροκατάπιε μια στιγμή. Ύστερα μπήκε στο νόημα.
- Δε ρίχνεις μια ματιά; είπε.
- Ναι, πάμε για λίγο. Κώστα, μας συγχωρείς.
Πήγαμε στο δωμάτιο εκείνη έκλεισε την πόρτα πίσω της.
- Τι θες, Δημητράκη;
- Ξέρεις. Και σήμερα ετοιμάσου να σε πάρουμε και οι δύο.
- Είσαι στα συγκαλά σου; Το παιδί δεν το γνωρίζω. Τι λες, είσαι καλά, έχεις τρελαθεί εντελώς;
- Εμένα με γνώριζες καλύτερα; Ευκαιρία είναι να τον γνωρίσεις κι εκείνον. Πού ξέρεις μπορεί να έχει μεγαλύτερα προσόντα…
- Είσαι απαίσιος!
- Το ξέρω. Είπα και την άρπαξα και τη φιλούσα.
Τη στρίμωξα στον τοίχο και της κατέβασα τη φόρμα που φορούσε. Την έβαλα να σταθεί στον τοίχο όρθια. Άρχισα να τη γαμάω. Εκείνη το απολάμβανε εκείνο το βίαιο στιλ πολλές φορές. Σε λίγο έχυσα πάνω στην κωλοτρυπίδα της. Ντύθηκε.
- Εγώ, βρε βλαμμένε, δεν έχυσα.
- Μην ανησυχείς. Θα σε περιλάβει ο Κωστάκης. Μην τον βλέπεις έτσι…
είπα και βγήκα από το δωμάτιο.
Πήγα στο σαλόνι.
- Κώστα, πήγαινε στο μπάνιο και πλύσου. Πλύνε την ψωλή σου.
Εκείνος κόμπλαρε, κοκκίνησε.
- Έλα, μωρέ μαλάκα. Μόλις πριν λίγο τη γάμησα εγώ.
Σε λίγο μπήκε κι εκείνη στο σαλόνι.
- Παιδιά, με συγχωρείτε. Θα μπω για λίγο στο μπάνιο.
Βγήκε σε λίγο φορώντας ένα μπουρνούζι. Από μέσα φαινόταν ότι ήταν ολόγυμνη. Ύστερα πήγε κι ο Κωστής. Εγώ πήγα μαζί της στο δωμάτιο.
- Κοίτα είναι ντροπαλός. Όρμα του. Θα έχει και πλάκα. Εγώ θα είμαι στο σαλόνι. Θα έρθω ύστερα μέσα.
- Εντάξει είπε.
Ο Κωστής βγήκε από το μπάνιο. Τον πιάνω από το χέρι και τον οδήγησα στο δωμάτιο. Εκείνη είχε ξαπλώσει πάνω από τα σκεπάσματα. Πήγα από την άλλη του κρεβατιού και τη φίλησα στο στόμα. Έλυσα τη ζώνη από το μπουρνούζι της και την άφησα γυμνή στα μάτια του Κώστα. Εκείνος γούρλωσε τα μάτια του και καρφώθηκε πάνω στο γυμνό της κορμί. Εκείνη άρχισε να κάνει τα νάζια της κοιτώντας τον προκλητικά.
- Κώστα κοίτα τι ωραία γυναίκα! Όρμα και ξεμούνιασε τη.
Ο Κώστας γδύθηκε. Ο πούτσος του είχε σηκωθεί. Τον είχε μεγαλύτερο από τον δικό μου και του είχε γίνει κάγκελο στη θέα του γυμνού. Η Γωγώ τον κοιτούσε με δέος. Ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι κι εκείνη έπεσε σα λυσσάρα πάνω του. Του έπαιρνε μια πίπα κι εκείνος τα είχε δει όλα. Βγήκα από το δωμάτιο. Έμειναν περίπου ένα τέταρτο μέσα. Ύστερα βγήκαν και οι δύο.
- Ταλέντο ο φίλος σου, Δημήτρη!
- Δε σου είπα;
Καθίσαμε καμιά ωρίτσα και σαχλαμαρίζαμε στο σαλόνι. Ύστερα γύρισα στην Γωγώ και της είπα:
- Είναι ώρα να εκπληρώσουμε την φαντασίωσή μας. Θα σε πάρουμε ταυτόχρονα με τον Κωστή.
Δεν είπε τίποτα. Πήγε στο μπάνιο. Έκανε περίπου ένα τέταρτο. Ύστερα βγήκε κρατώντας το τζελ στο χέρι της. Τράβηξε στο δωμάτιο. Ακολουθήσαμε κι εμείς. Σε λίγο γδυθήκαμε και εγώ με τον Κώστα. Στεκόμαστε όρθιοι. Εκείνη γονάτισε και έπιασε τον πούτσο του Κώστα και άρχισε να τον γλείφει. Ύστερα συνέχισε με τον δικό μου. Με τα χέρια της έπιανε και των δυο και τους μαλάκιζε. Ύστερα ξάπλωσε ανάσκελα. Έπεσα πάνω της και άρχισα να την γαμάω. Εκείνη αναστέναζε από καύλα. Τη γύρισα στα τέσσερα. Τότε ο Κώστας πήγε από μπροστά και της έδωσε τον πούτσο του στο στόμα της. Τον έγλειφε και βογκούσε συνάμα.
Βγήκα και ήρθε στη θέση μου ο Κωστής. Της τον έχωσε με τη μία και άρχισε να την σφυροκοπά αλύπητα. Εκείνη ήρθε σε ένα δυνατό οργασμό. Εγώ είχα ξαπλώσει δίπλα της και τη φιλούσα στο στόμα. Τραβήχτηκε από τον Κώστα. Τον έβαλε να ξαπλώσει ανάσκελα και έπεσε πάνω του παίρνοντας τον πούτσο του βαθιά στο μουνί της. Άρχισε να χοροπηδάει. Γύρισε και με κοίταξε. Ξέρεις τι να κάνεις. Τον τρόπο και τι θέλω το ξέρεις.
Σηκώθηκα πήρα το τζελ και έβαλα στον πούτσο μου. Έβαλα και στην κωλοτρυπίδα της. Άρχισα να την δαχτυλώνω. Πήγα πίσω της και ακούμπησα τον πούτσο μου στην τρύπα της. Σταμάτησε να κουνιέται πάνω στον Κώστα. Άρχισα κυκλικές κινήσεις πιέζοντας το πουτσοκέφαλό μου στη ροδέλα της. Άρχισα να τον βάζω σιγά σιγά. Άρχισε κι εκείνη να κουνιέται και να αναστενάζει. Σιγά σιγά το καυλί μου είχε προχωρήσει το μισό μέσα στην κωλοτρυπίδα της που είχε χαλαρώσει. Εκείνη άρχισε να χύνει δυνατά. Ο πούτσος μου πια χωνόταν βαθιά στην κωλάρα της. Πλέον είχαμε ξεφύγει και οι τρεις. Πρώτος έχυσα εγώ μέσα στην κωλοτρυπίδα της αδειάζοντάς εντελώς. Βγήκα.
Ο Κωστής της έκανε νόημα να τραβηχτεί. Την έστησε στα τέσσερα. Τον έχωσε με την μία στον κώλο της. Άρχισε να την γαμάει με δύναμη. Ο πούτσος του χωνόταν μέχρι μέσα. Δε λυπόταν τον κώλο της και εκείνη από μια στιγμή και μετά το γούσταρε. Άρχισε να τρίβει την κλειτορίδα της. Έχυσε μέσα σε δυνατά βογκητά. Ύστερα κι Κώστας έχυσε βαθιά στον κώλο της. Βγήκε κι εκείνος και είδε ότι είχε λερωθεί λίγο. Πήγε αμέσως στο μπάνιο και πλύθηκε. Βγήκαμε και οι τρεις στο σαλόνι. Ντυθήκαμε.
- Λοιπόν, Κωστή, ήσουν απίθανος! Καλά τι πούτσα είναι τούτη, ρε παιδί μου; Φαίνεσαι μικρόσωμος αλλά τα προσόντα... δεν φαντάζομαι να περιμένεις το Δημήτρη να έρθεις εδώ; Το σπίτι το ξέρεις.
- Φυσικά και θα έρθω και μόνος μου, είπε ο Κώστας, αφού πια πήρε θάρρος.
Αργότερα φύγαμε. Στο δρόμο τα λέγαμε και χασκογελούσαμε. Ο Κωστής είχε χαλαρώσει αρκετά, όπως κι εγώ. Φτάσαμε στο χωριό. Τραβήξαμε καθένας για το σπίτι του. Το βράδυ άρχισα το διάβασμα και με πήρε τρεις το πρωί. Την άλλη μέρα το Σάββατο είχα φροντιστήριο. Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος και το πήγαινε για βροχή. Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η Άσπα.
- Έλα, Δημήτρη, τι κάνεις;
- Καλά είμαι. Έχω φροντιστήριο και δεν ξέρω πώς να πάω. Το πάει για βροχή.
- Κοίτα, εμένα θα με πάει ο μπαμπάς μου με το αμάξι. Θέλεις να έρθεις μαζί μας;
- Ναι, θέλω. Αν δεν σας είμαι βάρος.
- Σώπα, καημένε, τι βάρος;
Σε λίγο ο παπάς ήταν έξω από το σπίτι μου και κορνάρισε. Βγήκα γρήγορα μια και άρχισε να ψιχαλίζει. Μπήκα τους χαιρέτησα.
- Πώς τα πας, Δημήτρη με το σχολείο;
- Καλά παπα-Πέτρο. Καλά! Μέχρι στιγμής δεν αντιμετωπίζω πρόβλημα. Και οι βαθμοί μου είναι καλοί.
Στο δρόμο μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Φτάσαμε στο φροντιστήριο. Εγώ κατέβηκα πρώτος. Η Άσπα πήγαινε στα αγγλικά. Τελειώναμε σχεδόν την ίδια ώρα. Ο πατέρας της Άσπας θα πήγαινε για κάτι δουλειές και μετά θα μας έπαιρνε πίσω.
Το μάθημα τελείωσε. Ο παπα-Πέτρος πήρε την Άσπα από το δικό της φροντιστήριο. Θα με περίμεναν ένα στενό πιο κάτω. Εγώ πήγα πιο πριν και περίμενα στην γωνία. Τους είδα που έρχονταν από μακριά. Όπως περίμενα, βλέπω ένα αυτοκίνητο να πετάγεται σφήνα από το κάθετο στενό και έστριψε μπροστά στο αμάξι που έρχονταν η Άσπα και ο παπάς. Εκείνος φρέναρε απότομα να αποφύγει τη σύγκρουση. Τους κορνάρισε εκνευρισμένος. Άνοιξε το παράθυρο.
- Καλά, βρε ευλογημένε, δεν έβλεπες; Θέλεις να σκοτωθούμε;
Από το αμάξι βγήκαν τρεις γεροδεμένοι, τριαντάρηδες περίπου. Είχαν όρεξη για καυγά και άρχισαν να βρίζουν το παπά και την Άσπα που τα είχε χάσει. Δε σεβάστηκαν τίποτα, ούτε το γεγονός ότι ήταν ιερέας, ότι ήταν μεγαλύτερός τους· και στο κάτω κάτω δεν τους έβρισε. Σκέφτηκα ότι ήταν αδύνατο να τα βγάλω πέρα, αν τσακωνόμουν μαζί τους. Εκείνοι είχαν κατέβει από το αμάξι και προκαλούσαν τον παπα-Πέτρο να κατέβει από το αυτοκίνητο, να λογαριαστούν. Το αμάξι τους ήταν με τη μηχανή αναμμένη και η πόρτα του οδηγού μισάνοιχτη. Δεν έχασα στιγμή. Μπούκαρα στο αμάξι τους και ξεκίνησα. Εκείνοι φρίκαραν. Έτρεξαν λίγο και σταμάτησαν. Εγώ σταμάτησα λίγο. Με είδαν και άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος μου, θεωρώντας ίσως ότι δε μπορώ να προχωρήσω. Ξεκίνησα αργά. Ήθελα να τους δώσω την εντύπωση ότι δε μπορώ πιο γρήγορα και ότι μπορούν να με προφτάσουν. Στο πρώτο στενό έστριψα αριστερά. Προχώρησα και έκανα δύο τρία ζιγκ ζαγκ όπου έβρισκα να στρίψω. Άφησα το αμάξι σε ένα δρόμο στη μέση. Πέταξα το κλειδί μέσα σε μια σχάρα από ένα αυλάκι μπροστά σε ένα σπίτι. Άφησα ένα σημείωμα στη θέση του οδηγού.
«Με συγχωρείτε, αλλά, γαμώ την γκαντεμιά μου. Μου έπεσε το κλειδί μέσα στη σχάρα στο αυλάκι. Κρίμα, κι ήθελα να πάω μεγάλη βόλτα! Γαμώ το!»
Ήξερα ότι αυτό θα τους καθυστερούσε πολύ, μέχρι να βγάλουν το κλειδί. Έφυγα από τα στενά με τα πόδια, πότε τρέχοντας, πότε με γρήγορο βήμα. Βγήκα στο δρόμο που οδηγούσε έξω απ’ την πόλη. Πήρα τηλέφωνο την Άσπα.
- Δημήτρη, πού είσαι, βρε παιδάκι μου, σε πιάσανε;… είπε με αγωνία.
- Όχι, μωρέ! Ποιοι να με πιάσουνε, τα ζώα; Αυτοί μόνο να βελάζουν ξέρουν. Είμαι έξω από το βενζινάδικο. Περάστε να με πάρετε.
Σε λίγο είδα το αμάξι τους. Σταμάτησαν. Μπήκα μέσα.
- Παπα-Πέτρο, τέλος καλό, όλα καλά. Τρελάθηκαν οι νταήδες. Τους έφυγε η γη κάτω από τα πόδια τους, όταν είδαν να χάνουν το αμάξι. Και η πλάκα είναι ότι δε με είδαν, δεν ξέρουν ποιος τους την έκανε. Θα νομίζουν ότι είμαστε άσχετοι μεταξύ μας.
- Καλά, είσαι απίστευτος… είπε η Άσπα μέσα στα γέλια.
- Δημήτρη, παιδί μου, ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό που έκανες. Να μην το ξανακάνεις, σε παρακαλώ.
- Μα ούτε το έχω ξανακάνει παπα-Πέτρο, ούτε και θα το ξανακάνω. Θύμωσα μαζί τους, όταν τους άκουσα να βρίζουν εσάς και την Άσπα. Να τσακωνόμουν μαζί τους; Δεν θα τα έβγαζα πέρα. Ε, σκαρφίστηκα κάτι άλλο. Μην ξεχνάτε πως ο Οδυσσέας κυρίεψε την Τροία με το μυαλό κι όχι με τα όπλα.
Εκείνος γέλασε.
Φτάσαμε στο σπίτι. Κατέβηκα. Πήγα στην κουζίνα. Ήταν απόγευμα σχεδόν. Δεν ήταν κανένας εκεί. Βρήκα ένα σημείωμα από τη μάνα μου ότι πήγαν σε ένα θείο στο διπλανό χωριό. Έφαγα και άραξα στη βεράντα. Ο καιρός είχε ξανοίξει. Σε λίγο είδα την Άσπα να έρχεται. Ήταν χαρούμενη. Στο χέρι της κρατούσε μια τσάντα.
- Χαιρετώ τον πολυμήχανο Οδυσσέα… είπε μια ένα όμορφο χαμόγελο. Έλα, ήρωά μου! Έφερα παγωτά και πορτοκαλάδες να κεράσω, που μας έσωσες.
- Ω… τέλεια! Πάω να φέρω κουταλάκια.
Καθίσαμε και απολαμβάναμε το παγωτό μας. Ήταν το αγαπημένο μας γλύκισμα χειμώνα, καλοκαίρι. Όλη την ώρα με κοίταζε με ένα γλυκό και γελαστό βλέμμα. Εγώ έλεγα τα δικά μου αστεία να την κάνω να γελάει. Ήθελα πολύ να βλέπω αυτό το πρόσωπο χαρούμενο.
- Βρε Δημήτρη μου, σταμάτα πια με τα αστεία σου! Με πόνεσε η κοιλιά από τα γέλια, είπε προσπαθώντας πραγματικά να πάρει ανάσα από το γέλιο.
- Μου αρέσεις πολύ όταν γελάς… της είπα. Το γέλιο σε κάνει ακόμα πιο όμορφη. Σ’ αγαπώ!
Σοβάρεψε. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Την πλησίασα της έπιασα το χέρι τρυφερά και τη φίλησα στο στόμα. Εκείνη έμεινε. Δεν το περίμενε. Με κοίταζε έκπληκτη. Ξαφνικά με πιάνει και μου δίνει ένα παθιασμένο φιλί στο στόμα. Σταματήσαμε να φιλιόμαστε μόνο όταν έπρεπε να πάρουμε ανάσα.
- Σ’ αγαπώ πολύ, γύρισε και μου είπε.
- Σ’ αγαπώ, κορίτσι μου!
Σηκωθήκαμε και πήγαμε μέσα στο σπίτι. Δε θέλαμε να γίνει καμιά παρεξήγηση με τη γειτονιά, που όλοι τους είναι όλο αυτιά και μάτια. Πήγαμε στο σαλόνι στον καναπέ. Αγκαλιαστήκαμε και αρχίσαμε πάλι τα φιλιά. Είμαστε και οι δυο τόσο χαρούμενοι. Ζούσαμε ένα όνειρο. Η Άσπα ήταν πάντα το κορίτσι που ήταν πάντα δίπλα μου. Την αγαπούσα, τη λάτρευα, αλλά και θαύμαζα την ομορφιά της.
- Δεν πιστεύω να ξαναπάς στην άλλη τη βρωμιάρα τη Γωγώ, θα σου βγάλω τα μάτια, κατάλαβες;
- Αποκλείεται. Να είσαι σίγουρη. Τώρα που είμαι μαζί σου δε με νοιάζει τίποτα και κανένας. Ξέρεις ότι το κωλόπαιδο κρατάει την υπόσχεσή του, δεν είναι και τόσο κωλόπαιδο.
- Το ξέρω ότι είσαι χρυσή καρδιά κι είναι ένας λόγος ακόμα να σ’ αγαπώ.
Ζούσαμε ένα όνειρο μέσα στις αγκαλιές και τα φιλιά. Και ήρθε ο θόρυβος που έκανε η μάνα μου στη βεράντα να μας βγάλει από αυτό. Η Άσπα τραβήχτηκε από μένα. Εγώ άνοιξα την τηλεόραση με το τηλεκοντρόλ.
- Καλησπέρα, είπε η μάνα μου.
- Καλησπέρα, κυρία Μαρία, είπε η Άσπα.
- Τι φάγατε, βρε, παγωτό;… ρώτησε η μάνα μου βλέποντας τα πλαστικά κουπάκια.
- Ναι, κυρία Μαρία, τα πήρα από το περίπτερο στην πλατεία.
- Καλά, βρε Δημήτρη, αφού έχουμε δικό μας σπιτικό, πήγατε και αγοράσατε; Τι να σου πω, καημένε;
Σε λίγο ήρθε και ο πατέρας. Μας χαιρέτησε. Ήταν ήρεμος. Σηκωθήκαμε με την Άσπα και πήγαμε στο δωμάτιό μου. Μόλις έκλεισα την πόρτα, έπεσε πάνω μου. Αγκαλιαστήκαμε και αρχίσαμε τα φιλιά. Ήμαστε και οι τόσο ευτυχισμένοι! Κοίταξε το ρολόι της. Έπρεπε να φύγει. Με φίλησε ξανά και βγήκαμε από το δωμάτιο. Εγώ κάθισα στην κουζίνα. Άνοιξα την τηλεόραση. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο παπα-Πέτρος. Μίλησε με τον πατέρα μου και προφανώς του τα είπε.
- Καλά, τρελάθηκες, βρε κωλόπαιδο;… είπε μόλις έκλεισε το τηλέφωνο.
- Γιατί;
- Τι πήγες κι έκανες, ξέρεις πού θα έμπλεκες;
- Και τι να έκανα, να άφηνα να δείρουν τον παπα-Πέτρο; Δε μπορούσα να τα βγάλω πέρα μαζί τους. Ε, σκαρφίστηκα αυτό το τέχνασμα να αφήσουν τον παπά και την Άσπα ήσυχη.
- Και αν σε τραβούσαν στο τμήμα;
- Αποκλείεται. Τα υπολόγισα όλα με μεγάλη ακρίβεια. Αύριο και να συναντηθούμε πρόσωπο με πρόσωπο, δε θα με αναγνωρίσουν.
- Τι να σου πω παιδί μου; Μια ζωή παλαβός! Καλά σε λέγανε «το κωλόπαιδο του κυρ Θανάση».
Εκνευρίστηκα τόσο πολύ με την δήλωσή του αυτή που, αν δε σιωπούσα, θα γινόταν χαμός. Κοκκίνησα, σηκώθηκα και πήγα στο δωμάτιό μου να ηρεμήσω. Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Πήρα το κινητό μου και έστειλα μήνυμα στην Άσπα. Της τα είπα. Εκείνη άρχισε να μου γράφει γλυκόλογα. Έτσι ηρέμησα.
Την άλλη μέρα πριν το μεσημέρι, πήραμε τα ποδήλατα με την Άσπα και τραβήξαμε στην ποταμιά. Κρύψαμε τα ποδήλατά μας. Κατεβήκαμε στο μέρος που πάντα πηγαίναμε από μικρά και παίζαμε. Μόλις κατεβήκαμε την άρπαξα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου. Αρχίσαμε τα φιλιά και τα γλυκόλογα. Εκείνη είχε πάρει μια παλιά κουρελού μαζί της και την απλώσαμε σε ένα ίσιωμα στην όχθη του ποταμού. Ήμαστε μέσα στην γλύκα και τα φιλιά. Κάποια στιγμή άπλωσα το χέρι μου και την χάιδεψα στα μπούτια. Με σταμάτησε. Μου ζήτησε συγγνώμη, γιατί δεν ήταν έτοιμη, όπως μου είπε. Ήταν ακόμα παρθένα. Μείναμε μέχρι το μεσημέρι εκεί. Ύστερα σηκωθήκαμε και φύγαμε. Στο δρόμο λέγαμε αστεία και γελούσαμε.
Όταν έφτασα στο σπίτι, πήγα κατευθείαν στο μπάνιο. Ύστερα άκουσα κουβέντες στην κουζίνα. Βγήκα. Ο Γιάννης με την Φρόσω είχαν έρθει από την Θεσσαλονίκη για μια βδομάδα. Αυτή τη φορά δεν ήμουν τόσο εγκάρδιος όσο την προηγούμενη φορά.
- Γεια σας, αδέρφια! Τι κάνετε;
- Καλησπέρα, Δημήτρη, είπε η Φρόσω κι έκανε να έρθει να με αγκαλιάσει.
- Μην με πλησιάζεις, της είπα. Μπορεί να έχω κολλήσει ψείρες. Κράτα αποστάσεις καλύτερα.
Όλοι τους με κοίταξαν περίεργα. Ήξεραν ότι ήμουν το μοναδικό άτομο στο σπίτι που δεν κολλούσα ποτέ ψείρες. Μου έλεγαν πάντα ότι είμαι τόσο ανάποδος, που ακόμα και οι ψείρες ακόμα έκοβαν δρόμο.
- Από πότε οι ανάποδοι άνθρωποι άρχισαν να κολλάνε ψείρες;… ρώτησε με ειρωνικό ύφος ο Γιάννης.
- Από τότε που κάτι γλυκοαίματοι βουτυρομπεμπέδες πήγαν στην συμπρωτεύουσα να γίνουν άνθρωποι, απάντησα λες και είχα την απάντηση στο τσεπάκι.
- Τι κάνεις, Δημήτρη μου;… ρώτησε η Φρόσω θέλοντας φυσικά να μην οδηγηθεί η κατάσταση σε κάποια ένταση. Πώς τα πας;
- Τέλεια.
- Με τα μαθήματα εννοώ.
- 19 μέσος όρος. Ε, θα τον ανεβάσω. Εγώ θέλω να περάσω εκεί που θέλω. Κι όταν το βάλω στόχο κάτι, δεν γίνεται να μην τον πετύχω, αδερφούλα μου.
- Και τότε που έχασες τη χρονιά, στόχο το είχες;… είπε ο Γιάννης με μια ειρωνεία.
- Μη δίνεις σημασία, σε πειράζει, είπε η Φρόσω.
- Δεν δίνω, βρε Φρόσω μου. Αν ήταν να δίνω σημασία σε όλες τις παπαριές που λέει ο μαλάκας ο Γιαννάκης, θα χάναμε την μπάλα εντελώς. Δεν ξέρεις το ρητό που λέει: «Μαλάκα Γιάννη».
Εκείνος έγινε πυρ και μανία. Ήταν έτοιμος να πιαστούμε στα χέρια. Εκείνη την στιγμή μπήκε ο πατέρας μου. Είδε το σκηνικό. Χτύπησε το χέρι στο τραπέζι.
- Τι γίνεται εδώ;
- Μόλις μας είδε, βρήκε τον καλό του εαυτό… βιάστηκε να πει ο Γιάννης.
- Δημήτρη, ντρέπομαι για σένα είπε ο πατέρας μου. Έτσι υποδέχεσαι τα αδέρφια σου; Μα, πότε θα γίνεις άνθρωπος πια;
Εκνευρίστηκα τόσο που κόντευα να εκραγώ. Η Φρόσω σώπασε σαν την σιγανοπαπαδιά. Κοκκίνισα από το θυμό μου. Την κοίταξα. Εκείνη χαμήλωσε το κεφάλι. Ποτέ δεν πήρε το μέρος μου, ποτέ!
Σηκώθηκα απότομα και πήγα στο δωμάτιό μου. Κλείδωσα και την πόρτα πίσω μου. Πήρα το κινητό και έστειλα μήνυμα στην Άσπα. Σε πέντε λεπτά με πήρε πίσω. Της τα είπα. Εκείνη με παρηγορούσε, μου έλεγε πόσο με αγαπάει, και φυσικά αυτό μου έδινε κουράγιο. Κανονίσαμε να βρεθούμε.
Έτσι κι έγινε. Βγήκε από το σπίτι της και συναντηθήκαμε σε μια παλιά αποθήκη που υπήρχε έξω από το χωριό. Με το που την είδα έτρεξα προς το μέρος της και την αγκάλιασα. Φιληθήκαμε στο στόμα με ένα παθιασμένο φιλί. Μπήκαμε στην αποθήκη. Αρχίσαμε να φιλιόμαστε πάλι. Άπλωσα το χέρι μου στα όμορφα στήθη της και τα χάιδευα. Της άρεσε, με άφησε να της τα χαϊδεύω. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι. Άρχισα να την χαϊδεύω τον πεταχτό της κώλο. Εκείνη τριβόταν πάνω μου. Ο πούτσος μου σηκώθηκε και το κατάλαβε κι κείνη. Τρίβονταν επάνω του στέλνοντας την καύλα μου στα ύψη. Με μια κίνηση της ξεκούμπωσα το παντελόνι. Δεν αντέδρασε. Της το κατέβασα. Σε λίγο ήμαστε κι οι δύο γυμνοί τα ρούχα μας πεταμένα κάτω. Ξαπλώσαμε πάνω στα ρούχα μας. Της άνοιξα τα πόδια και άρχισα να τρίβω τον πούτσο μου στο παρθένο της μουνί.
- Φοβάμαι, αγόρι μου… είπε και με φίλησε στο αφτί.
- Χαλάρωσε, μωρό μου, όλα θα πάνε καλά. Είπα και τη φίλησα στο λαιμό.
Με μια κίνηση χώθηκα μέσα στο στενό μουνί της. Την έσπασα. Εκείνη σφίχτηκε στην αρχή. Δεν έβγαλα τον πούτσο μου, άρχισα να την γαμάω προσεκτικά. Ο πόνος και το τσούξιμο που ένιωσε στην αρχή έδωσαν τη θέση τους στη γλύκα. Ήταν υπέροχο! Ήταν πολύ στενή και δεν άντεξα. Έχυσα γρήγορα πάνω στην κοιλιά της. Μείναμε αγκαλιασμένοι και λέγαμε τρυφερόλογα. Ύστερα έβγαλε ένα πακέτο υγρά μαντηλάκια και σκουπιστήκαμε. Σε λίγο ήμουν πάλι έτοιμος. Τον έχωσα σιγά σιγά και άρχισα να τη γαμάω πιο δυνατά. Σε λίγο έχυσε κι εκείνη σε ένα δυνατό οργασμό, τον πρώτο της. Τον έβγαλα μετά και έχυσα πάνω στα μπούτια της αυτήν τη φορά. Σκουπιστήκαμε και καθόμαστε στις γλύκες και στα φιλιά. Κοίταξε το ρολόϊ της. Έπρεπε να φύγει για το σπίτι. Την πήγα μέχρι ένα στενό πιο κάτω.
Ύστερα πήρα τηλέφωνο τον Κωστή. Μου είπε να περάσω για λίγο. Πήγα. Του τα είπα για την Άσπα και χάρηκε. Εκείνος μου είπε ότι είχε ξαναπάει στη Γωγώ. Το σεξ τον χαλάρωνε από το στρες των εξετάσεων. Γύρισα σπίτι μου χαλαρός κι ευτυχισμένος. Μπήκα στο σπίτι και η μάνα μου με τον Γιάννη κάθονταν στο σαλόνι και συζητούσαν. Σε λίγο βγήκε και η Φρόσω από το μπάνιο. Πήγα και πλύθηκα. Βγήκα και κάθισα μαζί τους έχοντας ένα χαμογελαστό κι ευτυχισμένο ύφος.
- Τι κάνετε, ρε παιδιά; Πώς τα περνάτε στη συμπρωτεύουσα;
- Καλά, είπε η Φρόσω.
- Με τα μαθήματα πώς τα πάτε, Φρόσω;
- Ε, από τον Σεπτέμβρη θα κοιτάξω να ξεφορτωθώ μαθήματα που χρωστάω.
- Χρωστάς πολλά από τα προηγούμενα;
- Ε, κάμποσα.
- Ε, στρώσου και θα τα περάσεις. Να σου πω, κανένα φλερτ υπάρχει; Μάνα δεν πας να κάνεις καμιά δουλειά, μπας και μάθουμε κανένα νέο;… είπα θέλοντας να πειράξω τόσο την μάνα μας όσο και την ίδια τη Φρόσω.
- Έλα, βρε Δημήτρη, άρχισες πάλι;… είπε η μάνα μας.
- Καλά, είσαι μαλάκας, αγόρι μου;… είπε ο Γιάννης θυμωμένος.
- Γιατί, βρε, κακό είναι; Σε ποια εποχή ζούμε; Μην κοιτάς εσύ που θα μείνεις γεροντοπαλλήκαρο, ποια θα σε πλησιάσει εσένα, τέτοιος μπουχέσας που είσαι; Η Φρόσω γιατί να μείνει ανύπαντρη, γεροντοκόρη; Εξάλλου, ωραίο γκομενάκι είναι!
- Δημήτρη, τι λες, πας καλά;… είπε με αγανάκτηση η Φρόσω.
Σηκώθηκα και πήγα δίπλα της. Πριν αντιδράσει τη φίλησα στο μάγουλο.
- Ρε βλαμμένο, σ’ αγαπάω και μ’ αρέσει να σε πειράζω. Θέλω να σε βλέπω να τσατίζεσαι. Παίρνεις ένα θυμωμένο ύφος που σε κάνει ακόμα πιο όμορφη αδερφούλα μου. Έλα μη χολοσκάς! Εμένα δεν με πειράζει… κι ας μείνεις γεροντοκόρη!
Εκείνη τη στιγμή μου άστραψε ένα χαστούκι που τα είδα όλα.
- Ε, μα πια! Δεν υποφέρεσαι… είπε με αγανάκτηση.
- Δεν πειράζει, Φρόσω μου, εγώ εξακολουθώ να σ’ αγαπώ, αδερφούλα μου. Χτύπα με όσο θέλεις!
Έσκυψα και τη φίλησα ξανά στο μάγουλο.
- Να είδες; Εσύ με χτυπάς και σε φιλάω και σου λέω πόσο σ’ αγαπάω! Και θα σου βρω εγώ ένα γαμπρό, να ίσα με εκεί πάνω, λεβέντη!
- Ε, άι στο διάολο, ρε…
είπε με αγανάκτηση, ενώ μετά τα δύο φιλιά οι άμυνές της έδειξαν να πάνε περίπατο και χαμογέλασε.
- Γιατί, δε θέλεις λεβέντη; Τι θέλεις να είναι κανένας βουτυρομπεμπέ σαν το παλληκάρι από απέναντι, που δε μπορεί να σκουπίσει και τον κώλο του;
Εκείνος θύμωσε τόσο, που μου πέταξε το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια. Έφυγα και πήγα γελώντας στο δωμάτιο. Ήμουν ευχαριστημένος που τους τσίτωσα λιγάκι. Πήρα την εκδίκησή μου. Η μάνα μου σε όλο το σκηνικό δεν πήρε θέση. Ίσως να ήθελε να μη φανεί ότι είναι πάντα με το μέρος τους.
Ο καιρός περνούσε. Εγώ με την Άσπα είχαμε κάνει κρυψώνα μας την παλιά αποθήκη. Κάθε βδομάδα βρισκόμαστε δύο ή και τρεις φορές και πραγματικά του δίναμε και καταλάβαινε στον έρωτα. Μάλιστα στην αρχή αφιέρωσα μια δυο μέρες και επισκεύασα την πόρτα, πήρα κάτι τάβλες και έστρωσα κάτι κουρελούδες. Από τη Γωγώ δεν είχα πάει καθόλου πια, είχα ξεκόψει εντελώς.
Θυμάμαι την μέρα πριν φύγει η Άσπα για διακοπές, που βρεθήκαμε στην αποθήκη. Ήμασταν μέσα στις αγκαλιές και τα φιλιά. Γυμνωθήκαμε και αρχίσαμε να χαϊδευόμαστε. της άνοιξα τα πόδια και χώθηκα με την μία στο μουνί της. Άρχισα να τη γαμάω αργά. Ήθελα να το απολαύσω. Όσο κρατούσε τη στάση, κοιτούσε ο ένας στα μάτια τον άλλον και ανταλλάσσαμε φιλιά και τρυφερόλογα. Η Στάση αυτή ήταν πολύ χαλαρή και για του δυο μας. Ύστερα ανέβασα το ρυθμό. Η Άσπα έχυσε με μεγάλη ένταση. Ακολούθησα κι εγώ πάνω στην κοιλιά της. Μείναμε αγκαλιασμένοι αρκετά.
- Δημήτρη μου, στενοχωριέμαι, που δε θα ξεκουραστείς καθόλου, μωρό μου.
- Θα σταματήσω το διάβασμα για λίγο καρδιά μου, θα ξεκουραστώ, μην ανησυχείς για μένα.
- Ανησυχώ, γιατί μετά το διάβασμα θα είσαι στην πολύ σκληρή δουλειά και τα αδέρφια σου στην ντόλτσε βήτα. Είδαμε και τον αδερφό σου να σπουδάζει χημικός και τη Φρόσω νοσηλεύτρια! Σπουδαία τα λάχανα! Και τους έχουν στα όπα όπα. Από μικρή στενοχωριόμουν για σένα αγάπη μου. Εσύ από μικρός διάβασμα και ταυτόχρονα δουλειά, από το πρωί μέχρι το βράδυ στη δουλειά και μετά πάλι μία από τα ίδια· και πάντα στην απ’ έξω. Και τότε που έχασες την τάξη, εγώ ξέρω ότι δεν έφταιγες εσύ κατά βάθος. Πόσο πόλεμο μπορούσες να αντέξεις; Θυμάσαι τι σπασίματα σου κάνανε; Λες, ρε πούστη μου, και δεν ήσουν παιδί τους, λες κι ήσουν ένας υπηρέτης.
- Σου είπα μικρή μου, να μην ανησυχείς για μένα. Εγώ είμαι ευτυχισμένος που έχω εσένα. Κατάλαβες; Αυτό μου αρκεί. Όλοι οι άλλοι περισσεύουν.
Δε μίλησε. Αρχίσαμε τα φιλιά και τα χάδια. Με το χέρι μου της χάιδευα το νεανικό της μουνάκι. Εγώ ήμουν έτοιμος πάλι. Κατέβηκα και άρχισα να φιλάω τρυφερά τα όμορφα βυζιά της. Το απολάμβανε. Ύστερα ξάπλωσα ανάσκελα και την έβαλα να με καβαλήσει. Πήρε τον πούτσο μου αργά, βαθιά μέσα της. Άρχισε να κουνιέται εμπρός πίσω έχοντας τον βαθιά. Ύστερα άρχισε τα πάνω κάτω. Οι κινήσεις της μέσα στην ένταση. Ήταν υπέροχο. Η αναπνοές μας όλο και πιο γρήγορες. Άρχισε να βογκάει από την καύλα έχυσε δυνατά. Τραβήχτηκε μόλις κατάλαβε ότι θα έχυνα. Έσκυψε γρήγορα πάνω μου και άρχισε να παίρνει τον πούτσο μου στο στόμα της. Τον έπαιζε με το χέρι της ταυτόχρονα. Άρχισα να χύνω δυνατά. Τα χύσια μου πασάλειψαν το όμορφο πρόσωπό της. Ύστερα έκανε κάτι αναπάντεχο. Πήρε τον πούτσο μου όπως ήταν μέσα στο στόμα της. Άρχισε να γλείφει τα χύσια μου.
- Τελικά δεν είναι και τόσο απαίσια όσο φοβόμουν, είπε με ένα γλυκό χαμόγελο κοιτώντας με στα μάτια.
Τραβήχτηκε πάνω μου. Άρχισε τα γλωσσόφιλα. Σε μια στιγμή με ρωτάει:
- Είδες ότι δεν είναι και τόσο απαίσια;
Σκάσαμε στα γέλια και οι δύο. Αγκαλιαστήκαμε. Φύγαμε από την αποθήκη κοντά στα μεσάνυχτα.
Το καλοκαίρι εγώ είχα ένα μήνα ακριβώς να «ξεκουραστώ» από το διάβασμα. Ύστερα θα άρχιζα εντατικό διάβασμα. Όλον αυτόν το μήνα τον πέρασα δουλεύοντας πότε στο ένα δικό μας κτήμα, πότε συντηρούσα και κάποιους άλλους λαχανόκηπους από ανθρώπους που έλειπαν συνήθως από το χωριό για καλοκαίρι και πότε πήγαινα τα βράδια σε άλλες δουλειές σε ταβέρνες. Δούλευα σαν το σκυλί πραγματικά. Δεν κώλωνα σε καμιά δυσκολία. Κοίταζα να βγάλω χρήματα και να τα βάζω στην άκρη. Οι δικοί μου με έβλεπαν πολλές φορές που γυρνούσα πολύ κουρασμένος και δεν μου έλεγαν τίποτα. Πολλές φορές είχα την εντύπωση ότι δεν νοιάζονταν καθόλου. Μόνο ο παππούς μού συμπαραστεκόταν. Κι αυτός ήταν που μου πρότεινε να πάω λίγες μέρες διακοπές, αλλά αρνήθηκα. Μια φορά όλο κι όλο η μάνα μου, με ρώτησε αν κανόνισα κάτι για διακοπές και της είπα ένα ξερό «όχι»· λες και μπορούσα να το κανονίσω μόνος μου. Με πείραζε το γεγονός ότι δε με ρωτούσαν ποτέ αν θέλω κάτι ή όχι. Ο Γιάννης με την Φρόσω πήγαν διακοπές ξεχωριστά για δύο εβδομάδες. Εγώ το έμαθα την τελευταία μέρα που φεύγανε.
Θυμάμαι που γύρισαν με μία μέρα διαφορά, εγώ ήμουν στο κτήμα και πότιζα τα δέντρα. Ήταν 20 Αυγούστου. Παράλληλα με το πότισμα καθάριζα και το κτήμα. Ο πατέρας μου είχε πάει αλλού, στο άλλο μεγάλο κτήμα που είχαμε. Σ’ αυτό το κτήμα σπάνια πήγαινα, αλλά μου φόρτωσαν το άλλο σχεδόν εξολοκλήρου. Όταν πήγαινα στο κτήμα, περνούσα όλη τη μέρα εκεί, μια και ήταν μακριά. Ήμουν από τους ανθρώπους που ήθελαν να τελειώνουν οι δουλειές τους. Δεν ήθελα τις εκκρεμότητες με τίποτα. Το βράδυ της μέρας εκείνης που γύρισε ο Γιάννης κανόνισε ήδη με τους φίλους έξοδο. Εγώ γύρισα σούρουπο κατάκοπος, ίσα που στεκόμουν όρθιος. Έκανα ένα μπάνιο και κάθισα να πάρω λίγο το πάνω μου από την κούραση. Με πήραν τηλέφωνο από την ταβέρνα. Ζητούσαν άτομο για βοήθεια. Χωρίς δεύτερη σκέψη δέχτηκα. Ντύθηκα και πήρα το αμάξι του πατέρα και πήγα.
Στα μέσα της δουλειάς χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ο Γιάννης. Ήθελε το αμάξι. Του το αρνήθηκα και του έκλεισα το τηλέφωνο, αφού στη δουλειά γινόταν ένας σκοτωμός. Είχε πάει περασμένες δύο το βράδυ, όταν σχόλασα. Αφού χαιρέτησα τα παιδιά, βγήκα από το μαγαζί και προχώρησα στο επόμενο στενό όπου είχα παρκαρισμένο το αμάξι του πατέρα. Δεν το βρήκα. Θύμωσα τόσο πολύ που κόντευα να τρελαθώ. Ήμουν μέσα στα νεύρα. Έριξα μια κλωτσιά στον κάδο σκουπιδιών. Περπατούσα στα χαμένα. Δεν έπρεπε να περάσει έτσι αυτό. Θα μπορούσα να πάρω ταξί, αλλά γιατί; Να μου φύγει το μισό μεροκάματο που με τόσο κόπο έβγαλα; Ήμουν βέβαιος ότι το καθίκι ο Γιάννης το πήρε με το εφεδρικό κλειδί. Κάθισα σε μια πλατεία σε ένα παγκάκι. Βούρκωσα. Ύστερα με έπιασε το πείσμα. Σηκώθηκα και πήγα κατευθείαν στο αστυνομικό τμήμα. Δήλωσα κλοπή και ζήτησα να δοθεί σήμα πριν γίνει καμιά στραβή και βρεθώ με την πλάτη στον τοίχο.
Ύστερα έφυγα. Γύρισα, με τα νεύρα που είχα, με τα πόδια στο σπίτι, παρ’ όλη την κούραση που είχα. Έφτασα κοντά στις τέσσερις το πρωί. Έπεσα ξερός. Το πρωί ήταν στο πρόγραμμα πάλι το πότισμα και η περιποίηση του κήπου και του περιβολιού ενός συγχωριανού μας. Την πήρα τη δουλειά για όλο το καλοκαίρι που θα έλειπε ο άνθρωπος και μου έδωσε και καλά λεφτά. Είχε μείνει πολύ ικανοποιημένος την προηγούμενη χρονιά με την δουλειά που του έκανα και γι’ αυτό μου το πρότεινε ο ίδιος την επόμενη.
Σηκώθηκα περασμένες οχτώ το πρωί πιασμένος από την κούραση. Πονούσε η πλάτη μου από τη δουλειά. Έπινα τον καφέ μου στην κουζίνα. Ήμουν μόνος. Σε κάποια στιγμή βλέπω τον πατέρα μου να έρχεται με μένος μέσα στο σπίτι.
- Καλά, τι πήγες και έκανες, βρε κωλόπαιδο;
- Τι έκανα; ρώτησα, αν και κατάλαβα τι έγινε.
- Γιατί πήγες στην αστυνομία και είπες ότι έκλεψαν το αμάξι; Με πήρε ο αδερφός σου από το τμήμα. Τον έπιασαν τα χαράματα και τον τραβάνε μέχρι τώρα. Δεν είχε και χαρτιά μαζί του κι εκείνος ο βλάκας, ούτε καν την ταυτότητά του.
- Εγώ τι φταίω; Με ρώτησε και του είπα ότι το χρειάζομαι. Δούλευα στο κάτω κάτω, δεν ήμουν στη διασκέδαση! Γιατί δε σεβάστηκε αυτό που του είπα; Και δε με ειδοποίησε και καθόλου, ήρθε και μου το πήρε κρυφά από τη δουλειά.
- Δε μπορούσες να τον πάρεις τηλέφωνο;
- Όχι! Δεν μπορούσα. Είδα ότι το αμάξι έλειπε και πήγα στην αστυνομία. Τι να έκανα; Δεν ήξερα ποιος το πήρε. Έλα, σε παρακαλώ! Έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω, του είπα με θυμό, υψώνοντας την φωνή μου.
Σηκώθηκε και έφυγε έξω φρενών. Κάλεσε ένα ταξί και έφυγε. Εγώ εκείνη τη μέρα γύρισα από τη δουλειά κατά τις τέσσερις μετά το μεσημέρι, ψόφιος στην κούραση. Στα χέρια μου κρατούσα δυο τσάντες με λαχανικά. Πήγα στην κουζίνα. Ο Γιάννης ήταν με τη Φρόσω στο σαλόνι μουτρωμένοι. Δεν τους μίλησα. Πήγα έκανα ένα μπάνιο. Στο φούρνο υπήρχε φαγητό. Πήρα ένα πιάτο και πήγα να πάρω.
- Επ… το φαγητό δεν είναι για σένα, ούτε και το ψωμί, κάτω τα χέρια σου! είπε ο Γιάννης με επιτακτικό τρόπο.
Έκλεισα το φούρνο. Πήρα ένα άλλο βαθύ πιάτο και έκοψα μια σαλάτα από αυτά που έφερα. Άνοιξα το ψυγείο και πήρα και λίγο τυρί. Την έφαγα σκέτη, χωρίς ψωμί, γιατί θα έπεφτα κάτω από την πείνα και την κούραση. Τσατίστηκα όμως τόσο πολύ! Μόλις έφαγα, έπλυνα ό,τι λέρωσα στην κουζίνα και πήρα τις τσάντες με τα υπόλοιπα λαχανικά και βγήκα έξω. Πήγα στο βάθος του οικοπέδου και τα πέταξα στις κότες. Γύριζα πίσω μέσα στο θυμό. Με πολύ δυσκολία συγκρατούσα τα νεύρα μου.
Πριν μπω στο σπίτι είδα τον πατέρα μου και την μάνα μου να έρχονται. Ο πατέρας μου ήταν μουτρωμένος, εξαιτίας του γεγονότος με την αστυνομία. Μπήκα και έπλυνα τα χέρια μου στο μπάνιο. Ύστερα βγήκα στη βεράντα. Ακούμπησα στην κουπαστή με σκυμμένο το κεφάλι και προσπαθούσα να ηρεμήσω. Σε μια στιγμή έρχεται η μάνα μου.
- Δημήτρη, έλα λίγο μέσα, σε παρακαλώ!
Σηκώθηκα και πήγα. Ήμουν σοβαρός, θυμωμένος.
- Τι θέλεις, μάνα;
- Έφαγες;
- Ναι, έφτιαξα μια σαλάτα και έφαγα σκέτη, γιατί ήμουν έτοιμος να καταρρεύσω από την πείνα και την κούραση.
- Γιατί δεν έφαγες φαγητό;
- Γιατί ο καργιόλης, ο Γιαννάκης, ο κανακάρης σου, μου είπε ότι δεν είναι για μένα το φαγητό, ούτε και το ψωμί. Λοιπόν είχα φέρει δυο τσάντες λαχανικά. Έφτιαξα για μένα μια σαλάτα για να μην πέσω από την εξάντληση που είχα και τα υπόλοιπα τα έριξα στις κότες.
- Είσαι στα συγκαλά σου; Φώναξε θυμωμένος ο πατέρας μου.
Εκεί πλέον το ποτήρι ξεχείλισε. Όπως ακουμπούσα στον τοίχο με την πλάτη τινάχτηκα πάνω από τα νεύρα μου.
- Εγώ ή αυτός ο βουτυρομπεμπές που μεγάλωσες; Ε; Εγώ; Γύρισα κατάκοπος από τη δουλειά και μου απαγόρευσε το μουνόπανο να φάω. Στο κάτω κάτω τι ζόρι τραβάτε, ρε; Άντε στο διάολο όλοι σας… είπα με νεύρα. Το είπα κάποτε, αλλά τώρα θα το κάνω στην πράξη. Ή θα του πείτε αυτού, του καργιόλη απέναντί μου, να το βουλώσει, ή θα σας τον σερβίρω για το νοσοκομείο καμιά μέρα. Αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα τον πάρουν οι τέσσερις, με τα νεύρα που έχω τώρα.
- Μα τι πράγματα είναι αυτά που λες για τον αδερφό σου;… ξεφώνισε η μάνα μου.
Ύστερα πήραν σειρά όλοι τους. Όλοι εναντίον μου. Σώπασα. Προσπαθούσα να ελέγξω τον εαυτό μου, έτρεμα ολόκληρος. Ο Γιάννης παίρνοντας θάρρος από την παρέμβαση των άλλων εναντίον μου, πετάχτηκε πάνω, με πλησίασε και με έπιασε ξαφνικά από τη μπλούζα. Δεν ήθελα περισσότερο. Του έχωσα μια γροθιά στο στομάχι. Ύστερα δυο τρεις απανωτές στο πρόσωπο. Ήρθε ο πατέρας μου να με τραβήξει. Τον έπιασα κι εκείνον και τον έσπρωξα με δύναμη. Παραπάτησε και παραλίγο να πέσει κάτω. Ύστερα έπιασα το Γιάννη από το πουκάμισο και τον άρχισα στα χαστούκια. Δεν μπορούσε να αντιδράσει. Έφαγε δυο τρία χαστούκια. Η Φρόσω είχε σοκαριστεί, έβαλε τα κλάματα σε μια γωνιά του σαλονιού. Τον παράτησα σπρώχνοντάς τον πάνω στον καναπέ, όπου έσκασε σαν τσουβάλι. Η μάνα μου έτρεμε κι εκείνη κι έκλαιγε, τα είχε χάσει. Ο πατέρας μου με κοιτούσε άναυδος.
- Βάλ’ το καλά στο μυαλό σου, ρε αρχίδι. Με «το κωλόπαιδο του Θανάση, τον Δημήτρη» δεν θα τα βγάλεις πέρα ποτέ! Ποτέ όμως!
Οι άλλοι έμειναν να με κοιτάζουν. Πήγα στο τραπέζι της κουζίνας. Κάθισα σε μια καρέκλα. Ξέσπασα σε λυγμούς. Δεν άντεχα άλλο.
- Γαμώ το Θεό που πιστεύετε όλοι σας εδώ μέσα! Τι στον διάολο σας έκανα; Μια ζωή εδώ μέσα να νιώθω σαν ένας σκύλος και τίποτα άλλο.
Σηκώθηκα και έχωσα μια δυνατή κλωτσιά στο τραπέζι στέλνοντάς το πάνω στα ντουλάπια της κουζίνας. Βγήκα έξω φρενών έξω από το σπίτι. Πήρα το ποδήλατό μου και έφυγα. Πήγα στην ερειπωμένη αποθήκη που είχα κρυψώνα με την Άσπα. Κάθισα σε μια γωνιά. Με πήρε πάλι το παράπονο. Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν από το σταθερό του σπιτιού. Στην αρχή δεν ήθελα να το σηκώσω. Ύστερα το σήκωσα. Ήταν ο παππούς. Μόλις είχε γυρίσει.
- Γύρνα, βρε Δημητρό! είπε με μια φωνή που μόλις έβγαινε από το στόμα του.
- Σ’ αγαπάω, παππού! Σ’ αγαπάω! Μόνο εσένα αγαπάω. Μην ανησυχείς για μένα. Θα γυρίσω μόνο για σένα. Αργότερα όμως, μόλις ηρεμήσω. Μην ανησυχείς για μένα. Ποτέ να μην ανησυχείς. Δεν ξέρεις τι κωλόπαιδο είμαι εγώ; Τι θα πάθω; Δεν παθαίνω τίποτα εγώ.
Έκλεισα το τηλέφωνο, γιατί η φωνή μου δεν έβγαινε άλλο. Ο παππούς το κατάλαβε και δε μιλούσε. Με πήραν τα κλάματα. Ύστερα άπλωσα την κουρελού και έβαλα το μπουφάν μου για μαξιλάρι. Δεν κατάλαβα πότε πέρασε η ώρα. Είχα αποκοιμηθεί από την πολλή κούραση και τη στενοχώρια. Ξύπνησα νιώθοντας δυο χείλη να με φιλάνε γλυκά στο πρόσωπο. Ήταν η Άσπα. Με αγκάλιασε. Στην αρχή νόμισα ότι ονειρεύομαι.
- Μην πεις τίποτα αγάπη μου, τα έμαθα όλα. Πήγαμε από το σπίτι σου, και τα μάθαμε. Σ’ αγαπώ, καλέ μου! Έπιασα παράμερα τον παππού και του είπα ότι εγώ μπορώ να σε βρω και τον διαβεβαίωσα να μην ανησυχεί.
- Τελικά, είσαι ένας άγγελος! Ήρθες πάνω στην πιο κατάλληλη στιγμή. Γιατί ήρθατε νωρίτερα από τις διακοπές; Δεν ήταν να έρθετε σε τέσσερις μέρες;
- Ναι, αλλά έτυχε μια ξαφνική υποχρέωση στον πατέρα μου και έπρεπε.
Καθίσαμε μέσα τις αγκαλιές και τα φιλιά. Η αγκαλιά της και τα φιλιά της με ηρέμησαν. Σε κάποια στιγμή αναστέναξα βαθιά. Εκείνο το βράδυ δεν κάναμε κάτι γιατί η Άσπα ήταν στις δύσκολες μέρες της. Δε με ένοιαξε καθόλου. Με παρηγορούσε η συντροφιά της, η αγκαλιά της. Μας πήρε δέκα το βράδυ που γυρίσαμε. Κανονίσαμε το ραντεβού μας για την άλλη μέρα και χωριστήκαμε.
Πήγα στο σπίτι. Ο παππούς ήταν έξω στη βεράντα και με περίμενε. Καθίσαμε μαζί. Του τα είπα με κάθε λεπτομέρεια. Εκείνος ήταν σοφός άνθρωπος. Δεν εκνευριζόταν ποτέ. Κούνησε απλά το κεφάλι του.
- Και πότε ξεκινάς μαθήματα;
- Από βδομάδα παππού.
- Ωραία.
- Γιατί, ρωτάς;
- Έχω τους λόγους μου.
Ύστερα μιλήσαμε λίγο για τον θείο Μανώλη τον ανιψιό του που είχε πάει επίσκεψη σ’ αυτόν. Πήγαμε μέσα. Εγώ πήγα και ξάπλωσα.
Οι μέρες περνούσαν. Εγώ άρχισα το εντατικό διάβασμα. Μετά το επεισόδιο όλοι είχαν μια πολύ ψυχρή στάση απέναντί μου που με πλήγωνε αφάνταστα. Ένιωθα σαν απόπαιδο. Το μόνο θετικό ήταν ότι δεν ασχολούνταν μαζί μου. Σιγά σιγά έφτασε ο καιρός για τις εξετάσεις. Την πρώτη μέρα που γράφαμε σηκώθηκα με πολύ άγχος. Όταν έφευγα, βγήκε ο παππούς στη βεράντα.
- Δημήτρη… μού φώναξε.
Τον κοίταξα.
- Ψηλά το κεφάλι! Όπως πάντα, Δημητρό.
- Ναι, παππού! Ψηλά!
Έφυγα. Οι εξετάσεις τελείωσαν. Οι μέρες πέρασαν και βγήκαν τα αποτελέσματα και σημείωσα μια πολύ υψηλή βαθμολογία. Εκείνη τη μέρα πήγα πρώτα από τον παπα-Πέτρο. Είπα τα ευχάριστα στην Άσπα και αναγκαστικά και στους δικούς της. Ύστερα γύρισα στο σπίτι. Είδα τον παππού μου να κάθετε στη βεράντα. Με είδε. Διάβασε το ύφος του προσώπου μου.
- Στο είπα, μωρέ, δεν στο είπα βρε Δημητρό;
Σηκώθηκε και κορδώθηκε. Καμάρωνε για μένα σαν γύφτικο σκεπάρνι. Αγκαλιαστήκαμε.
- Κάτσε, να σου πω δυο κουβέντες. Αν σκέφτεσαι για σχολή στην Αθήνα, εγώ είμαι εδώ. Έχω μαζέψει κάποια χρήματα και θα σε βοηθήσω για να σπουδάσεις.
- Σ’ ευχαριστώ πολύ, παππού! Σ’ αγαπάω… είπα και τον φίλησα.
Μπήκα μέσα στο σπίτι. Κάθισα στο σαλόνι. Έκλεισα τα μάτια μου. Ήμουν τόσο ευτυχισμένος. Ένιωθα ότι έχει φύγει ένα μεγάλο βάρος από μέσα μου. Σε λίγο μπήκε ο πατέρας μου με την μάνα μου.
- Δημήτρη, άντε να ξεφορτώσεις κάτι σακιά που έχω στ’ αμάξι.
Σηκώθηκα. Πήγα και ξεφόρτωσα τα σακιά. Γύρισα μέσα στο σπίτι. Κάθισα στην κουζίνα να πιω έναν καφέ.
- Χαρούμενο σε βλέπω, είπε ο πατέρας μου, λες και εκείνη την στιγμή ήρθε από τον Άρη.
Χαμήλωσα το βλέμμα μου. Με πείραξε τόσο πολύ η αδιαφορία τους! Θυμήθηκα ότι για τον Γιάννη και τη Φρόσω κάνανε σαν τρελοί.
- Ε, είναι να μην είμαι; Κέρδισε η ομάδα μου, 4-1.
- Α μπράβο…
είπε κι εκείνος ειρωνικά, αφού γνώριζε ότι ποτέ δεν μου άρεσε το ποδόσφαιρο. Εκείνη την στιγμή μπήκε ο παππούς μέσα από την βεράντα. Άκουσε την συζήτηση.
- Τελικά, δεν έχετε το Θεό σας! Τι να σας πω; Ο Δημητρός έγραψε καλά, μωρέ! Καλά, είστε σοβαροί; Δεν υπάρχει γονιός που να έδωσε το παιδί του πανελλήνιες και να μην ξέρει ότι βγήκαν σήμερα οι βαθμοί. Περνάει στα καλύτερα πανεπιστήμια της Αθήνας.
- Μπράβο, παιδί μου… είπαν και οι δυο ταυτόχρονα.
Ο παππούς μου πήγε στο δωμάτιό του. Ήρθε αμέσως και μου έδωσε ένα σεβαστό χαρτζιλίκι.
- Αυτά να το γλεντήσεις απόψε. Ο Κωστής ήρθε στο χωριό;
- Όχι, δεν ήρθε ακόμα. Την άλλη βδομάδα.
Το βράδυ κανονίσαμε με την Άσπα να πάμε να διασκεδάσουμε. Προτίμησα να πάρω ταξί, γιατί ήμουν σίγουρος ότι ο τσόγλανος, ο Γιάννης, κάτι θα σκαρφιζόταν να μου την σπάσει. Βγήκαμε και πήγαμε για φαγητό. Πήγαμε σε μια καλή πιτσαρία. Ύστερα πήγαμε σε μια pub και χορέψαμε. Εκεί, φυσικά, βρήκαμε και άλλους φίλους μας από το σχολείο. Περάσαμε υπέροχα. Γυρίσαμε κατά τις 3 το πρωί.
Το καλοκαίρι πέρασε μέσα στη δουλειά· την πολλή δουλειά. Αποφάσισα να μην δίνω σημασία στον Γιάννη και στην Φρόσω. Τις περισσότερες φορές τους αγνοούσα. Δούλευα όπου έβρισκα δουλειές. Με την Άσπα το δίναμε και καταλάβαινε στον έρωτα κάθε φορά που συναντιόμασταν στην αποθήκη. Η Άσπα ήταν κι εκείνη μέσα στο άγχος. Εγώ την εμψύχωνα όσο μπορούσα. Ήταν πολύ καλή μαθήτρια, κοφτερό μυαλό. Ήρθε η στιγμή που περίμενα. Πέρασα εκεί που ήθελα. Τον Σεπτέμβρη πήγα και νοίκιασα μια γκαρσονιέρα. Ο παππούς μου με πήρε από το χέρι μια μέρα και πήγαμε στην πόλη. Εκεί στην τράπεζα μου άνοιξε έναν λογαριασμό.
- Σε αυτόν εδώ το λογαριασμό, Δημητρό μου, θα σου βάζω χρήματα. Να μην χολοσκάς με τίποτα. Και κοίτα, μην αρχίσεις τη δουλειά πάλι. Θέλω να τελειώσεις γρήγορα με το πανεπιστήμιο, βρε αδερφέ. Να δεις τι θα κάνεις με τη ζωή σου.
Εκείνη τη μέρα πήγαμε και φάγαμε οι δυο μας σε μια ταβέρνα. Το ευχαριστήθηκε πολύ! Ήπιαμε και το κρασάκι μας· αν κι εκείνος δεν έκανε να πίνει, μια εξαίρεση την έκανε. Ήρθε η μέρα που έφευγα για την Αθήνα. Ετοίμασα τα πράγματά μου. Περίμενα να έρθει το ταξί.
- Ήρθε ο πατέρας μου να μου δώσει χρήματα.
- Δεν θέλω, πατέρα, έχω. Ευχαριστώ. Κράτα τα, όταν ξανάρθω. Τώρα μου έδωσε ο παππούς, έχω και κάτι οικονομίες από τη δουλειά.
- Καλά! Είπε. Γιατί δεν θέλεις να σε πάω μέχρι το λεωφορείο;
- Αφού ξέρω, ότι έχεις δουλειά. Δεν με πειράζει.
Το ταξί ήρθε και τους χαιρέτησα όλους.
Στην Αθήνα εγκαταστάθηκα και προσαρμόστηκα γρήγορα. Κάθε βράδυ μιλούσαμε με την Άσπα. Τον Νοέμβρη η Άσπα μου ήταν να έρθει στην Αθήνα για τρεις μέρες. Το θεωρήσαμε ευκαιρία να βρεθούμε μόνοι μας στο σπίτι μου. Η Άσπα ήρθε. Με το που ήρθε πήγε κατευθείαν στον αδερφό της τον Θωμά. Το βράδυ βρεθήκαμε και βγήκαμε βόλτα. Έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του αδερφού της. Την άλλη μέρα το πρωί με την πρόφαση να πάει να δει κάποια φίλη της, βρεθήκαμε στο Σύνταγμα. Δεν καθίσαμε ούτε για καφέ κάπου. Πήραμε από έναν καφέ στο χέρι και πήγαμε κατευθείαν στο σπίτι μου. Με το που μπήκαμε αγκαλιαστήκαμε, αφήσαμε τους καφέδες στο τραπέζι της κουζίνας. Την στρίμωξα όρθια στον τοίχο. Εκείνη με φιλούσε με πάθος. Φορούσε μια φούστα. Κατέβασα το παντελόνι μου και παραμέρισα το κιλοτάκι. Τον έχωσα με την μία μέσα. Το πάθος και η λύσσα και των δύο ήταν μεγάλη. Τη γαμούσα με ένταση. Εκείνη έβγαζε τέτοιο πάθος, που φαινόταν πόσο της έλειψα. Έχυσα πάνω στα πόδια της. Με κοίταξε στα μάτια.
- Αγάπη μου! Δημήτρη μου! Σε λατρεύω!
Την πήρα στα χέρια μου και την σήκωσα αγκαλιά. Πήγαμε στον καναπέ που γίνονταν και κρεβάτι. Τον είχα ανοιχτό από όταν έφυγα από το σπίτι για να συναντηθούμε. Ξαπλώσαμε και αρχίσαμε τις γλύκες. Περάσαμε αρκετή ώρα συζητώντας. Πιάσαμε κουβέντα για τα μαθήματά της. Ήταν πολύ αγχωμένη. Την ηρέμησα. Άρχισα να τη φιλάω. Την ξεγύμνωσα. Κατέβηκα στο όμορφά της στήθη και άρχισα να παίζω με τις ρώγες της. Εκείνη το απολάμβανε και έβγαζε μικρά βογκητά ευχαρίστησης.
Με έσπρωξε ανάσκελα. Κατέβηκε στον πούτσο μου και τον πήρε στο στόμα της. Άρχισε στην αρχή με μια ρηχή αισθησιακή πίπα. Πότε πότε έριχνε ματιές και χαμόγελα. Ύστερα άρχισε να τον παίρνει πιο βαθιά.
Σταμάτησε. Με καβάλησε και έχωσε τον πούτσο μου μέσα στο μουνί της. Άρχισε να κουνιέται με ένταση. Εγώ της χάιδευα τα βυζιά. Ύστερα έβγαλε τον πούτσο μου. Τον έπιασε και άρχισε να τρίβει το πουτσοκέφαλο στην κλειτορίδα της. Έκλεινε τα μάτια της και σήκωνε το κεφάλι της προς τα πάνω. Στο πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένη η απόλυτη ηδονή που ζούσε. Το χέρι της συνέχιζε με έναν εντατικό ρυθμό να τρίβει το πουτσοκέφαλό μου πάνω στην κλειτορίδα της. Αναψοκοκκίνισε, η αναπνοή της έγινε γρήγορη. Άρχισε να χύνει κουνώντας σπασμωδικά το κορμί της πάνω μου. Έχωσε τον πούτσο μου στο μουνί της τη στιγμή που έχυνε. Στηρίχτηκε με τα χέρια της πάνω στο στήθος μου. Οι σπασμοί της ήταν έντονοι και το μουνί της μούσκεμα από τα χύσια της. Νιώθοντάς την ότι έφτασε στο τέλος, άρχισα να κουνιέμαι σε έναν ρυθμό που θα μου χάριζε την μεγαλύτερη καύλα. Ο πούτσος μου είχε γίνει πέτρα. Τον έχωνα βαθιά κρατώντας την από τη μέση της και την πίεζα προς τα κάτω. Κυλίσαμε στο πλάι και την έβαλα από κάτω. Άρχισα να τη γαμάω με δύναμη. Έπλεξε τα δάχτυλά της πίσω από το σβέρκο μου, ενώ εγώ στηριζόμουν με τεντωμένα τα χέρια μου. Ήθελα να την βλέπω καθώς τη γαμούσα με τόση ένταση.
- Χύσε με, Δημήτρη μου! Χύσε με! Μέσα σε παρακαλώ! Θέλω να σε νιώσω να τελειώνεις μέσα μου. Πήρα αντισύλληψη, αγάπη μου. Δώσε μου τα χύσια σου. Σε παρακαλώ…
έλεγε μέσα στην καύλα της και με κοιτούσε στα μάτια. Συνέχισα λίγο ακόμα. Ο πούτσος μου πήγαινε να σπάσει πια. Έχυσα δυνατά! Με σπασμούς μέσα της. Ίδρωσα κι ας έκανε λίγη ψύχρα. Συνέχισα μέχρι που δεν είχα άλλο να βγάλω. Έπεσα ξέπνοος πάνω της. Με έπιασε και με φιλούσε στο στόμα.
- Αγάπη μου, τι ήταν αυτό;… είπα λαχανιασμένος.
- Ήταν υπέροχο!
- Έζησα την απόλυτη ηδονή! Σ’ αγαπάω!
- Κι εγώ σ’ αγαπάω Δημήτρη μου! Σ’ αγαπάω πολύ!
Όταν βρήκαμε πλέον τις αναπνοές μας ξάπλωσα ανάσκελα. Ήρθε δίπλα μου, στην αγκαλιά μου. Την έσφιξα πάνω μου και την φίλησε στο μάγουλο. Σκεπαστήκαμε με ένα σεντόνι. Μείναμε αρκετά χουζουρεύοντας και απολαμβάνοντας ο ένας την αγκαλιά του άλλου. Μέχρι το βράδυ το κάναμε άλλη μια φορά, βιώνοντας ανεπανάληπτες στιγμές. Βγήκαμε βόλτα στο κέντρο. Πήγαμε σε ένα fast food και φάγαμε, γιατί δεν υπήρχε τίποτα στο σπίτι μου. Αργότερα καθίσαμε να πιούμε καφέ.
- Δεν ξέρεις μωρό μου πόσο περιμένω την ώρα και τη στιγμή που θα περάσεις στην Αθήνα. Ειλικρινά σου μιλάω.
- Κι εγώ ανυπομονώ, καλέ μου.
- Εδώ θα είμαστε μόνοι μας.
- Όχι, ακριβώς! Είπε με κάποιο διστακτικό βλέμμα. Ο Μπαμπάς μού ξεκαθάρισε ότι θα μείνω στου Θωμά ή στου Τάκη. Εγώ όμως δεν θέλω με τίποτα. Αυτοί έχουν τις γυναίκες τους τα παιδιά τους, τις οικογένειές τους. Εξάλλου δεν είναι και αδέρφια μου. Ετεροθαλή είναι. Ε, δεν ήμασταν και ποτέ πολύ κοντά ως αδέρφια. Από τον πρώτο γάμο της μάνας μου είναι.
- Τουλάχιστον εσύ δεν τους είχες και απέναντί σου.
- Αυτό να λέγεται. Οι δικοί σου… άλλοι από εκεί. Καλά ο Γιάννης, μπορεί να είναι μαλάκας, αλλά και η Φρόσω, ρε παιδί μου; Δε μπόρεσα ποτέ να την καταλάβω. Εγώ επειδή έχω μεγάλη διαφορά με τους αδερφούς μου, ένιωθα ότι μεγάλωνα σαν μοναχοκόρη. Και ξέρεις πόσες φορές το σκεφτόμουν; Αν είχα μικρότερο αδερφό, θα τον είχα μη στάξει και μη βρέξει.
- Έχεις εμένα μη στάξει και μη βρέξει, έτσι δεν είναι;
- Ναι, έτσι είναι! Είπε και με φίλησε τρυφερά στο στόμα.
- Ήσουν πάντα η παρηγοριά μου στα δύσκολα. Σ’ αγαπούσα και σ’ αγαπάω ακόμα περισσότερο.
Μείναμε λίγο ακόμα στο σύνταγμα. Είχε πάει 10 το βράδυ. Την πήρε ο Θωμάς στο τηλέφωνο. Σε λίγο χωριστήκαμε. Εκείνη πήρε ένα ταξί και πήγε στο σπίτι. Η νύφη της τη ρώτησε απ’ έξω-απέξω πού ήταν. Η Άσπα δικαιολογήθηκε ότι βρήκε μια φίλη της συμμαθήτρια από παλιά που πέρασε στην Αθήνα και πήγανε για καφέ. Με την Άσπα βρεθήκαμε και την επόμενη μέρα. Πήγαμε πάλι στο σπίτι μου. Πάλι το δώσαμε και κατάλαβε στον έρωτα. Την άλλη μέρα αναχώρησε για το χωριό.
Οι μέρες περνούσαν. Ήταν Κυριακή νωρίς το απόγευμα. Καθόμουν και έπινα έναν καφέ μόνος μου στην κουζίνα. Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η Άσπα.
- Ναι!
- Δημήτρη μου, καλησπέρα, αγάπη μου… τι κάνεις;
- Καλά είμαι, γλυκιά μου! Πώς και με πήρες τόσο νωρίς; Είσαι καλά, αγάπη μου;
- Εγώ καλά είμαι καλέ μου! Ο παππούς σου δεν είναι καλά. Τον πήγαν στο νοσοκομείο. Παρουσίασε ένα πρόβλημα με την καρδιά του. Μόλις ήρθα από το σπίτι σου.
- Άσπα μου, είπα μέσα στην ταραχή μου, είναι καλά;
- Καλά είναι, αλλά τον άκουσα πριν έρθει το ασθενοφόρο να λέει στη μάνα σου να σε πάρουν τηλέφωνο.
- Έρχομαι απόψε κιόλας. Ελπίζω να προλάβω το λεωφορείο.
Κλείσαμε το τηλέφωνο. Ήμουν μέσα στην ταραχή. Πήρα σε ένα μικρό σακίδιο κάποια ρούχα και έφυγα για το ΚΤΕΛ. Στο ταξίδι μίλησα μια δυο φορές ακόμα με την Άσπα. Μου έκανε εντύπωση που οι δικοί μου δεν με πήραν καθόλου τηλέφωνο. Θύμωσα μαζί τους. Μετά έμαθα από την Άσπα ότι ήταν και ο Γιάννης με τη Φρόσω στο σπίτι. Έτυχε να έρθουν από την προηγούμενη. Έφτασα στην πόλη. Αμέσως πήρα ταξί και πήγα στο νοσοκομείο. Η ώρα είχε πάει 8 το βράδυ. Πήγα στο θάλαμο και τον βρήκα. Ήταν με τη αποκλειστική νοσοκόμα που έβαλαν. Τσατίστηκα.
«Δεν μπορούσαν ούτε ένα βράδυ να καθίσουν μαζί του;», αναρωτήθηκα. Μόλις με είδε δάκρυσε.
- Παππού, τι κάνεις;
- Ήρθες, Δημητρό μου;
- Ναι, πώς ήταν δυνατόν να μην έρθω; Για σένα και δε θα ερχόμουν;
- Δημητρό μου, όλα τα έχω τακτοποιήσει! Μην ανησυχείς!
- Για τι πράγμα μιλάς;
- Για τα περιουσιακά και τα άλλα. Καταλάβαινα, βρε παιδί μου, το κουράγιο μου. Έπρεπε πριν είναι αργά να τα τακτοποιήσω. Απλά θέλω από σένα να μην σκύψεις κεφάλι παλληκάρι μου. Είσαι δυνατός, πιο πολύ από όλους. Υποσχέσου το σε παρακαλώ, υποσχέσου ότι σε καμιά δυσκολία δεν θα σκύψεις το κεφάλι.
- Στο υπόσχομαι παππού! Τώρα όμως προέχεις εσύ. Κοίτα να μη συγχίζεσαι και να γίνεις καλά. Εγώ θα πεταχτώ μέχρι το σπίτι να αφήσω τα πράγματα και θα έρθω πάλι.
- Να μην έρθεις απόψε. Εγώ θα κοιμηθώ. Μην ανησυχείς!
Έμεινα κάμποσο και του έκανα παρέα. Έλεγα αστεία να τον κάνω να ξεχαστεί. Ύστερα βγαίνοντας βρήκα έναν γιατρό και τον ρώτησα. Μου είπε ότι η κατάσταση είναι κρίσιμη. Μπορεί να δείχνει καλά, αλλά είναι κρίσιμη. Έφυγα για το σπίτι με ένα ταξί. Τους βρήκα όλους μαζεμένους. Δεν με περίμεναν, αφού δεν με ειδοποίησαν. Μπήκα μέσα και τους καλησπέρισα. Εκείνη με καλησπέρισαν τυπικά. Θεώρησα ότι ήταν αγχωμένοι, γι’ αυτό και ήταν όλοι τόσο σκυθρωποί και η υποδοχή τους ήταν το ίδιο ψυχρή όπως συνήθως· δεν με είχαν συνηθίσει βέβαια και σε πιο θερμές υποδοχές. Πήγα στο μπάνιο και πλύθηκα. Βγήκα και κάθισα μαζί τους.
- Να σας πω, πότε είχατε σκοπό να μου το πείτε για τον παππού; Ε; Δε σας καταλαβαίνω. Εγώ δεν έχω θέση εδώ μέσα;
- Δεν θέλαμε να σε αγχώσουμε, βρε Δημήτρη, είπε η μάνα μου.
- Μάλιστα. Με σκεφτήκατε. Σας ευχαριστώ, είπα θυμωμένος.
Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα. Ήπια ένα ποτήρι νερό.
- Έχει τίποτα για φαγητό;
- Δημήτρη, δεν προλάβαμε να κάνουμε τίποτα, είπε η μάνα μου.
- Θα παραγγείλω απέξω, νηστικοί θα μείνετε; Είπα με σοβαρό ύφος.
- Εμείς τσιμπήσαμε με το Γιάννη, είπε η Φρόσω. Έφτιαξα δύο τοστ μετά τα γεγονότα και μια μπουκιά τη φάγαμε.
- Καλά, είπα. Πείτε μου τώρα τι θα φάτε, να παραγγείλω.
Σκεφτόμουν να καλέσω να φάω απ’ έξω. Θα παράγγειλα φαγητό απ’ έξω για όλους και ήμουν διατεθειμένος να πληρώσω εγώ.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν από το νοσοκομείο. Μας ενημέρωσαν για την δυσάρεστη εξέλιξη. Ο κυρ Δημήτρης έφυγε. Στο τηλέφωνο ήταν ο Γιάννης. Εκείνη τη στιγμή όλοι παγώσαμε. Εγώ έπεσα στην καρέκλα της κουζίνας. Έκλαιγα σιωπηρά. Βγήκα στην βεράντα του σπιτιού. Ακούμπησα στα κάγκελα και έβαλα τα κλάματα, έκλαιγα γοερά. Οι άλλοι ήταν μέσα. Όλοι τους ήταν πιο ψύχραιμοι. Δίπλα μου ήταν ένα σκαμπό. Έριξα μια κλωτσιά από τα νεύρα μου και έφτασε στην άλλη μεριά της βεράντας.
Σε λίγο φάνηκε ο παπα-Πέτρος με την Άσπα και την κα Μαρίκα. Ο παπάς ήρθε και με συλλυπήθηκε. Ήμουν ο πρώτος που συνάντησαν. Το ίδιο και η κυρία Μαρίκα. Η Άσπα έμεινε πιο πίσω. Όταν μπήκαν όλοι μέσα, ήρθε και με αγκάλιασε σφιχτά.
- Συλλυπητήρια, αγάπη μου, μου ψιθύρισε στο αυτί. Κουράγιο, αγαπημένε μου!
Ήταν και εκείνη κλαμένη. Με κοίταξε.
- Ο παππούς κατάλαβε για μας. Από καιρό τώρα. Όταν έφευγε για το νοσοκομείο, γύρισε και μου είπε σε μια στιγμή που οι άλλοι ήταν στον πανικό: «Αν πάθω τίποτα, θα μου τον προσέχεις; Ξέρεις ποιον, και να τον αγαπάς, σε παρακαλώ· αυτός σ’ αγαπάει πολύ.»
Μπήκαμε με την Άσπα μέσα στο σπίτι. Έπρεπε να πάμε στο νοσοκομείο. Το κανόνισαν κιόλας να πάνε ο Γιάννης με τον πατέρα.
- Θα έρθω κι εγώ είπα με μια κουβέντα που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
- Τι να κάνεις και συ, ρε Δημήτρη, μού είπε ο Γιάννης, προσπαθώντας όπως κάθε φορά να με βγάλει απέξω από τα πράγματα.
- Αν δε με πάρετε μαζί σας, παίρνω ταξί.
- Ήρεμα! είπε ο πατέρας μου. Θα έρθεις.
Φύγαμε. Πήγαμε στο νοσοκομείο. Πήγα στο θάλαμο που ήταν ο παππούς. Μόλις είδα κρεβάτι του άδειο, έσπασα. Δεν άντεξα. Οι πρώτες πέντε μέρες ήταν πολύ δύσκολες για μένα. Η Άσπα διακριτικά ερχόταν στο σπίτι και μου κρατούσε παρέα κάποιες ώρες. Έφυγα για την Αθήνα. Πριν το μνημόσυνο δέχτηκα ένα τηλέφωνο από κάποιον συμβολαιογράφο. Τις μέρες που έφταναν τα σαράντα είχα μείνει από λεφτά. Πήγα στην τράπεζα και διαπίστωσα ότι ο λογαριασμός μου είχε γύρω στα 60 χιλιάρικά μέσα. Τότε κατάλαβα τι μου είπε ο παππούς πριν πεθάνει. Αυτά ήταν που μου έλεγε για τις σπουδές μου. Έβγαλα κάποια λεφτά και πήγα στο χωριό. Έπρεπε να μπορώ να κινηθώ. Βρήκα το συμβολαιογράφο. Κανονίσαμε μετά το μνημόσυνο να ανοίξει η διαθήκη.
Όταν ήρθε η μέρα της διαθήκης πήγαμε με τον αδερφό μου, το Γιάννη, να πληρώσουμε τις υποχρεώσεις για το μνημόσυνο. Όπου πήγαινα, πλήρωνα εγώ, κι ας του είχε δώσει ο πατέρας χρήματα. Εκείνος σε κάθε φάση έκανε το κορόιδο και καβάντζωνε τα λεφτά που του έδωσε ο πατέρας. Ύστερα πήγαμε με τον Γιάννη στο συμβολαιογράφο, ήταν όλοι εκεί.
Η διαθήκη ανοίχτηκε, ο παππούς έδωσε αυτά που υποσχέθηκε στον πατέρα μου. Ο τελευταίος κληρονόμος ήμουν εγώ. Σε μένα άφησε το κτήμα στη Ρεματιά που δούλευα τόσα χρόνια σχεδόν αποκλειστικά μόνος μου. Βέβαια, ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας έμεινε στον πατέρα μου, όπως και το σπίτι μου μέναμε. Ένα άλλο, πιο μικρό σπίτι, το άφησε σε μένα. Εκείνο θυμάμαι πώς πάντα το είχαμε νοικιασμένο. Ήταν της θείας μου της Άννας, που είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια. Μέσα στη διαθήκη όμως υπήρχε και ένας φάκελος. Ο Συμβολαιογράφος μου τον έδωσε κλειστό. Ήταν η τελευταία επιθυμία του παππού μου. Αφορούσε εμένα αποκλειστικά. Μέσα στο φάκελο υπήρχαν φωτογραφίες δικές μου, όταν ήμουν 2 χρονών και μικρότερος, με τη θεία μου, την Άννα και τον αρραβωνιαστικό της. Τη θεία μου, την αδερφή του πατέρα μου, δεν την θυμόμουν καθόλου. Πέθανε πολλά χρόνια πριν με τον αρραβωνιαστικό της εξαιτίας ενός τροχαίου.
Ήταν η μάνα μου, η πραγματική μου μάνα. Έμεινα παγωμένος. Ο παππούς μου τα εξήγησε όλα μέσα στο γράμμα. Όλοι με κοιτούσαν μαγκωμένοι. Υποψιαζόταν προφανώς το περιεχόμενο του γράμματος. Δεν τους είπα τίποτα. Έβαλα ψύχραιμα τα πράγματα μέσα στο φάκελο και τα έβαλα μέσα στην τσάντα μου. Πήρα το παγερό ύφος που είχε πάντα το κωλόπαιδο. Ευχαρίστησα τυπικά τον συμβολαιογράφο και κανονίσαμε την επόμενη ένα ραντεβού για τα τυπικά· ο πατέρας μου το κανόνισε άλλη μέρα. Τους άφησα στο συμβολαιογραφείο και έφυγα σοκαρισμένος με τις αποκαλύψεις.
Περπατούσα σαν χαμένος. Κάθισα σε ένα παγκάκι. Έσκυψα το κεφάλι μου. Χάθηκα μέσα στις σκέψεις μου. Μπορεί να ένιωθα αρκετή μοναξιά μέσα μου εξαιτίας της συμπεριφοράς των άλλων, αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι όλοι γύρω μου είναι ξένοι. Έστειλα ένα μήνυμα στην Άσπα να έρθει να με βρει, ότι δεν αισθάνομαι καλά. Μόλις τελείωσε το φροντιστήριο, ήρθε στο πάρκο και με βρήκε. Της τα είπα όλα. Έμεινε κόκαλο.
- Τώρα εξηγούνται όλα, αγάπη μου, είπε.
- Ναι. Και η στάση τους, ακόμα και της γυναίκας που θεωρούσα μάνα μου, αλλά ποτέ δεν ένιωσα τη μητρική στοργή που είχε ο Γιάννης και η Φρόσω. Τώρα εξηγούνται όλα.
- Αγάπη μου, έχεις εμένα! Θα έχεις εμένα για πάντα δίπλα σου.
- Να σου, πω, ο παππούς μου μου έλεγε ότι είμαι δυνατός, κι αυτό μου ζήτησε στα τελευταία του. Λοιπόν, θα τηρήσω την υπόσχεσή μου. Πάμε να φάμε;
- Έτσι μπράβο καλέ μου. Αυτό σου πάει εσένα. Λοιπόν θα πάμε, μόνο να ειδοποιήσω τους δικούς μου, είπε με ένα όμορφο χαμόγελο.
- Πες ότι είσαι μαζί μου. Πες τους το, μην τους πεις ψέματα, σε παρακαλώ.
Με κοίταξε και χαμογέλασε. Πήρε τηλέφωνο και το είπε στον πατέρα της. Εκείνος της είχε αδυναμία και της το επέτρεψε. Πήρα το τηλέφωνο, από τα χέρια της.
- Ελάτε παπα- Πέτρο. Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε για την Άσπα. Είναι μαζί μου. Με το κωλόπαιδο που έχει δίπλα της σήμερα, ποιος θα τολμήσει να την πειράξει; Δε θα αργήσουμε. Θα πάμε να φάμε και θα γυρίσουμε.
Πήγαμε σε ένα εστιατόριο πολυτελείας. Καθίσαμε και παραγγείλαμε ένα ακριβό γεύμα. Όλη την ώρα καμάρωνα την ομορφιά της. Άνοιξα το κρασί της σέρβιρα. Σε μια στιγμή πέρασε ένα παιδί με λουλούδια, πήρα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και της το χάρισα. Με κοίταξε με την πιο γλυκιά ματιά του κόσμου. Σκύψαμε και οι δύο και φιληθήκαμε πεταχτά στο στόμα. Ήταν πολύ ευτυχισμένη και το έδειχνε στο αγγελικό της πρόσωπο. Φάγαμε το γεύμα μας. Ύστερα βγήκαμε και περπατήσαμε στην πόλη πιασμένοι χέρι χέρι. Ύστερα πήγαμε στο πάρκο της πόλης και καθίσαμε λίγο. Πήραμε ένα ταξί και πήγαμε στο σπίτι τους. Κατέβηκα κι εγώ. Μπήκαμε μέσα. Τους καλησπέρισα ευγενικά. Καθίσαμε στο σαλόνι όλοι.
- Δημήτρη, να σε κεράσουμε κάτι, ψυχή μου; είπε η κυρία Μαρίκα.
- Ναι, κα Μαρίκα. Ένα καφέ σκέτο. Θα ήταν ό,τι πρέπει τώρα! Ξέρετε με την Άσπα ήπιαμε και λίγο κρασί με το φαγητό και ένα καφεδάκι σκέτο θα ήταν ό,τι πρέπει.
- Ο ίδιος πάντα Δημήτρης… είπε ο παπα-Πέτρος, ευθύς, άμεσος και θαρραλέος!
- Τι να κάνω παπα-Πέτρο, έτσι μ’ έμαθε η ζωή. Παρ’ όλο που έκανα τις διαολιές μου μια ζωή, ήμουν ειλικρινής· άλλοι ήταν οι φαρισαίοι, οι καθωσπρέπει. Πόσοι δεν κάνανε μακρύ σταυρό από το ποίμνιο και ήταν οι μεγαλύτεροι φαρισαίοι;
- Τι εννοείς, Δημήτρη; Μίλα ξεκάθαρα! Δεν με έχεις συνηθίσει να μιλάς με μισόλογα. Αν και πολλές φορές γινόσουν εριστικός με πολλούς, το χαιρόμουν αυτό σε σένα.
- Χαίρομαι, πάτερ, που βρήκα έναν άνθρωπο να μιλάω αντρίκια μαζί του. Λοιπόν μια και μιλάμε έξω από τα δόντια, θέλω την αλήθεια. Στο κάτω κάτω, αυτή μας δίδαξε κι ο Χριστός, έτσι δεν είναι;
- Ναι, για ποια αλήθεια μιλάς;
- Μπαμπά, ο Δημήτρης ξέρει. Ξέρει ότι δεν είναι το παιδί του κυρίου Θανάση, αλλά το κωλόπαιδό του.
- Άσπα! Δεν σου επιτρέπω… είπε με ενόχληση ο παπα-Πέτρος.
- Γιατί, μπαμπά; Ακόμα και εσύ και η μαμά το αποκαλούσατε έτσι όταν βρισκόσαστε με τον κύριο Θανάση. Σας έχω ακούσει πολλές φορές.
Ο παπα-Πέτρος, αν και θύμωσε με την παρέμβαση της Άσπας, δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Εγώ τον κοιτούσα στα μάτια με ένα ψυχρό ύφος. Άρχισε να εξιστορεί την ιστορία της μάνας μου. Ότι ο πατέρας μου την παράτησε έγκυο. Μετά που γεννήθηκα εγώ, αρραβωνιάστηκε κάποιον Νίκο με τον οποίο σκοτώθηκαν σε τροχαίο δυστύχημα. Ο Θανάσης, ο θείος μου, με υιοθέτησε για να μην είμαι στο δρόμο. Είχαν ήδη τον Γιάννη και τη Φρόσω. Μιλούσε αρκετή ώρα. Μου τα είπε όλα. Και για τη «μάνα μου», την κα Μαρία που αρχικά δε με ήθελε. Έτσι κατάλαβα. Τα κατάλαβα όλα. Χάθηκα μέσα στις σκέψεις μου, στις αναμνήσεις μου. Σε ένα σημείο βούρκωσα. Όσο ο παπα-Πέτρος μού μιλούσε, περνούσαν σαν τρέιλερ όλα στο μυαλό μου. Ο παπάς το είδε.
- Δημήτρη, είσαι καλά;
- Ναι, πάτερ! Είπα με μια βραχνή φωνή. Με συγχωρείτε για την ανθρώπινη αδυναμία μου.
- Μα, τι λες, παιδί μου;
Η Άσπα πετάχτηκε και μου έφερε ένα ποτήρι νερό. Η ώρα πέρασε, άρχισε να νυχτώνει. Η Άσπα αποτραβήχτηκε μέσα στο δωμάτιό της για διάβασμα.
- Παπα-Πέτρο, σε όλη μου τη ζωή ένιωθα ότι είχα τρεις ανθρώπους δίπλα μου. Την Άσπα, τον παππού και τον φίλο μου τον Κωστή. Αυτές οι τρεις ψυχές μου γέμιζαν το κενό που ένιωθα. Κι όταν τότε είδα τους κάφρους να σας βρίζουν εσάς και την Άσπα, δεν υπήρχε περίπτωση να τη βγάλουν καθαρή από μένα. Εκείνη τη μέρα ήμουν ικανός να φτάσω στα άκρα. Τα λόγια αυτών των τριών ανθρώπων με παρηγορούσαν πάντα, όταν πνιγόμουν, όταν ο κόμπος που ένιωθα στο λαιμό μου δεν με άφηνε, όχι μόνο να μιλήσω, αλλά ούτε να πάρω ανάσα.
Φεύγοντας, έσκυψα και του φίλησα το χέρι. Πήγε να το τραβήξει.
- Αυτή η κίνηση ήταν από πραγματικό σεβασμό πάτερ, του είπα. Σας ευχαριστώ για όσα μου είπατε. Είναι όσα… οι άλλοι δεν τόλμησαν ή δεν ήθελαν ποτέ να μου πουν. Καλό βράδυ!
- Καλό βράδυ! Είπαν σχεδόν ταυτόχρονα με την κα Μαρίκα.
Έφυγα με τα πόδια. Σκεφτόμουν πώς θα αντιμετωπίσω τους άλλους. Ήθελα όμως να περάσω την νύχτα χωρίς πολλές άλλες κουβέντες. Έφτασα σπίτι. Ήταν όλοι στην κουζίνα. Με περίμεναν.
- Καλησπέρα, είπα.
- Καλησπέρα, Δημήτρη μου, είπε η «μάνα μου».
- Θα πάω να ξαπλώσω, είμαι κομμάτια. Θα τα πούμε αύριο, αν είναι, εντάξει;
- Εντάξει, Δημήτρη μου, είπε η «μάνα μου».
Εκείνο το βράδυ μετά τις δέκα, η ώρα που ήξερα ότι η Άσπα τελείωνε το διάβασμα, έλαβα ένα μήνυμα. Την πήρα τηλέφωνο. Μιλήσαμε αρκετά. Μου είπε ότι ο πατέρας της κάποια στιγμή την κοιτούσε καχύποπτα, όπως και η μάνα της. Ίσως να κατάλαβαν ότι κάτι τρέχει μεταξύ μας. Δεν της είπαν όμως κουβέντα.
Την άλλη μέρα σηκώθηκα το πρωί. Φόρεσα τις φόρμες μου και πήγα για περπάτημα. Έφτασα μέχρι το κτήμα που στην ουσία ήταν προίκα της βιολογικής μου μητέρας. Ύστερα γύρισα και πήγα στο νεκροταφείο και άναψα το καντήλι και των δύο. Επέστρεψα στο σπίτι. Έκανα ένα μπάνιο να ξεβρωμίσω από τον ιδρώτα και πήγα στο σαλόνι. Εκεί ήταν ο Γιάννης, η Φρόσω και η «μάνα μου». Έφτιαξα έναν καφέ και κάθισα στο σαλόνι έχοντας ένα σοβαρό ύφος. Τους κοίταζα σιωπηλός για λίγα λεπτά. Σε λίγο φάνηκε και ο «πατέρας μου». Κάθισε κι εκείνος.
- Λοιπόν, για να σας βγάλω από την δύσκολη θέση, τα ξέρω όλα! Τα πάντα. Μόλις πριν πήγα και άναψα το καντήλι του παππού, και της μάνας μου. Ένα πράγμα θα ήθελα να μου πείτε, ποιος είναι ο βιολογικός μου πατέρας;
Ο «πατέρας μου» ήταν σκεπτικός. Σήκωσε το βλέμμα του και χαμογέλασε πικρόχολα και κούνησε λίγο το κεφάλι. Αναστέναξε.
- Ο βιολογικός σου πατέρας ήταν ένα ρεμάλι. Γνώρισε νέα τη μάνα σου. Η μάνα σου, η αδερφή μου, δηλαδή, τον ερωτεύτηκε παράφορα. Ήταν από ένα χωριό της Μακεδονίας. Όταν έμαθε για την εγκυμοσύνη της μάνα σου, σηκώθηκε νύχτα και έφυγε. Η μάνα σου κόντεψε να πεθάνει. Πήγε για λίγο στην Θεσσαλονίκη γιατί δεν μπορούσε να μείνει εδώ στο χωριό. Όταν γεννήθηκες έμεινε δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Εκεί γνώρισε κάποιο καλό παλικάρι και ήθελαν να παντρευτούν. Όμως ένα βράδυ ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη εδώ. Ήταν μοιραίο να σκοτωθούν και οι δύο. Εσένα εκείνο το βράδυ σε άφησαν σε μας. Μετά το δυσάρεστο γεγονός, πήραμε την απόφαση να σε υιοθετήσουμε. Ο παππούς σου κίνησε γη και ουρανό για να γίνει αυτό. Δεν ήθελε να πέσεις σε ξένα χέρια.
- Να σας πω, το σπίτι που μου άφησε ο παππούς, αυτό που τόσα χρόνια νοικιάζαμε, προοριζόταν για προίκα στην μάνα μου;
- Ναι, όπως και το κτήμα στη Ρεματιά, αυτό που δουλεύεις.
- Κάνε μου μια χάρη! Πες στους ενοικιαστές να το ξενοικιάσουν.
- Και πώς θα σπουδάσεις, βρε παιδί μου;… είπε με ένα ύφος ότι νοιαζόταν για μένα.
Χαμογέλασα. Σκέφτηκα ότι μου περνούσε ξεκάθαρα το μήνυμα να μην περιμένω καμιά οικονομική βοήθεια από τον ίδιο. Σιγά σιγά έπεφταν οι μάσκες. Σιώπησα για μισό λεπτό.
- Θα δουλέψω. Απλά, θέλω το χώρο μου. Σας ευχαριστώ πολύ που με ανεχτήκατε τόσα χρόνια. Αρκετά! Δεν νομίζετε; Εξάλλου ποτέ δεν ήμουν ευχάριστη παρουσία εδώ μέσα. Το δείχνατε με την στάση σας πολλές φορές.
- Έβαζες το χεράκι σου και εσύ, είπε ο Γιάννης.
- Σωστά. Τέτοιο κωλόπαιδο που ήμουν! Πάντα όμως είχα την απορία. Δεν σας πείραζε καθόλου ότι μου κόλλησαν το παρατσούκλι «κωλόπαιδο»; Φυσικά και όχι, αφού ούτε παιδί σας ήμουν ούτε αδερφός σας. Γιατί να σας πειράξει; Ίσως και να σας βόλευε. Τέλος πάντων, εγώ φεύγω σήμερα για την Αθήνα. Εσύ κάνε αυτό που είπα με το σπίτι, είπα απευθυνόμενος στον πατέρα μου. Αν δεν μπορείς, θα το κάνω εγώ με ένα δικηγόρο.
Σηκώθηκα και πήγα στο δωμάτιό μου. Έφτιαξα τα πράγματά μου για το ταξίδι. Βγήκα, ήταν ο Γιάννης και η Φρόσω στην κουζίνα, μόνο οι δυο τους. Ο πατέρας βγήκε για λίγο έξω.
- Να σου πω, Δημήτρη, είπε ο Γιάννης, πότε θα αδειάσεις το δωμάτιο;
- Με διώχνετε κιόλας; Πού να πάω τα πράγματά μου; Γιατί, δεν έχεις χώρο; Θα φύγω, όσο συντομότερα μπορέσω.
Η Φρόσω έδειχνε αδιάφορη σε όλη τη συζήτηση, πράγμα που σήμαινε ότι κουβέντιασαν με τον Γιάννη. Βγαίνοντας ήρθε ο πατέρας μου. Τον συνάντησα στη βεράντα.
- Κοίτα, τα «αδέρφια μου», βιάζονται να με ξεφορτωθούν. Ευχαρίστως θα με πετούσαν και στο δρόμο, αν ήταν στο χέρι τους. Έχω όμως πολλά πράγματα. Αν πραγματικά σας πιάνουν το χώρο, να μου το πείτε, να νοικιάσω μια αποθήκη μέχρι να συμμαζευτώ στο σπίτι μου. Αλλά να μου το πείτε τώρα όμως, να το τακτοποιήσω. Α, και άμα πάτε για το καντήλι του παππού, ανάβετε και κανένα κεράκι για την ψυχή της μάνας μου. Σίγουρα εκείνη δεν θα ήθελε να μεγαλώσω έτσι όπως μεγάλωσα.
- Μα τι λες, βρε παιδί μου; Γιατί να σε διώξουν; Είπε με νεύρα.
Ντράπηκε πολύ και το έδειξε. Είχε γίνει κατακόκκινος. Ίσως και να ένιωθε ενοχές.
- Εγώ τι λέω; Ό,τι μου ζήτησαν τα «αδέρφια μου» θέλω να κάνω.
Μπήκε στο σπίτι έξω φρενών. Άρχισαν έναν πολύ δυνατό καυγά. Δεν έδωσα παραπέρα σημασία, πήρα το σακίδιο στον ώμο και περίμενα στο δρόμο. Σε λίγο ήρθε το ταξί. Έφυγα χωρίς καν να τους χαιρετήσω. Στο δρόμο πήρα την Άσπα και της τα είπα. Είχα πικραθεί όμως, πολύ. Λες και περίμεναν την ευκαιρία.
Όλον τον καιρό στην Αθήνα ο «πατέρας μου» δύο φορές όλο κι όλο με πήρε τηλέφωνο να με ρωτήσει αν θέλω χρήματα· και φυσικά του είπα ότι έχω, γιατί δουλεύω. Ήμουν σίγουρος ότι η «μάνα μου» δεν τον άφηνε. Όλον το καιρό δούλευα σερβιτόρος σε ταβέρνα. Έτσι έβγαζα τα προς το ζην και με το παραπάνω. Τα χρήματα του παππού δεν τα άγγιζα σχεδόν καθόλου.
Ο καιρός πέρασε. Ενδιάμεσα πήγαινα στο χωριό πότε πότε και φρόντιζα το κτήμα. Έτσι έβλεπα και το κοριτσάκι μου. Είχα πληρώσει ένα παλικάρι, τον Τάσο, να το ποτίζει πότε πότε. Ήρθε το καλοκαίρι. Τελείωσα με τις υποχρεώσεις στο πανεπιστήμιο και πήγα στο χωριό. Τις πρώτες δύο εβδομάδες έμεινα κατ’ ανάγκη στο σπίτι που μεγάλωσα. Δεν τους έδινα σημασία. Η Άσπα έδωσε εξετάσεις και έγραψε καλά. Το σπίτι ξενοικιάστηκε από την άνοιξη. Το άφησαν όμως σε κακό χάλι. Τις πρώτες μέρες πέθανα μέχρι να το κάνω σπίτι. Κτήμα και σπίτι ταυτόχρονα. Σε διάστημα δύο εβδομάδων από στάβλο που το είχαν αφήσει το έκανα κανονικό σπίτι. Η Άσπα, μια που δεν είχε υποχρεώσεις, ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα και με βοηθούσε. Σύντομα πλέον το είχα εξοπλίσει με τα απαραίτητα.
Τις περισσότερες φορές, μέχρι να φτιάξω το σπίτι, μού έφερνε η Άσπα κρυφά φαγητό. Οι δικοί μου δεν μου έδιναν καθόλου σημασία· και δεν το χωρούσε ο νους μου με την σκατοψυχιά τους. Ακόμα και τις μέρες που πήγαινα να φροντίσω το κτήμα, αραιά και πού και τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού που έμεινα στο σπίτι που μεγάλωσα μέχρι να φτιάξω το δικό μου. Δε με ρώτησαν μια φορά, αν πεινάω, δεν μου είπαν μια φορά να κάτσω να φάω. Δεν έβλεπαν την ώρα και τη στιγμή να τους αδειάσω τη γωνιά. Μέχρι πρότινος ήμουν, υποτίθεται το παιδί τους, και τώρα μου συμπεριφέρονταν σαν να είμαι ένας ανεπιθύμητος ξένος.
Το σπίτι σιγά σιγά συμμαζεύτηκε. Μια μέρα ήρθε η Άσπα με ένα τάπερ γεμάτο κεφτεδάκια. Είχε μαγειρέψει εκείνη για τους δικούς της και έφερε και σε μένα. Φάγαμε παρέα. Ύστερα πήγαμε στο δωμάτιο και ξαπλώσαμε. Εκείνη άρχισε να με πειράζει και να με φιλάει. Σε λίγο ήμαστε γυμνοί και τη χάιδευα σε όλο της το κορμί. Είχα και εγώ μεγάλες καύλες. Της σήκωσα τα πόδια και άρχισα να την γαμάω με ένα ρυθμό που ήξερα ότι την ικανοποιεί. Η Άσπα με έπιανε από τους γλουτούς και με πίεζε πάνω της. Σε λίγο ένιωσα το μουνί της πολύ υγρό. Έχυνε και βογκούσε. Συνέχισα λίγο ακόμα. Βγήκα και έχυσα στα βυζιά της παίζοντας τον πούτσο μου. Αγκαλιαστήκαμε και πασαλειφτήκαμε και οι δύο από τα χύσια μου. Μείναμε έτσι μέχρι να μας πιάσει φαγούρα. Μπήκαμε στο μπάνιο μαζί και κάναμε ένα ντους.
Ύστερα βγήκαμε στη βεράντα του σπιτιού. Πίναμε καφέ. Ξαφνικά βλέπω την Φρόσω να ξεπροβάλει στο δρόμο με το ποδήλατό της. Μπήκε μέσα στην αυλή. Κρατούσε μια τσάντα με διάφορα μικροπράγματα που είχα ξεχάσει στο πατάρι.
- Καλησπέρα, είπε.
- Καλησπέρα, Φρόσω μου, είπα με χαμόγελο. Τι κουβαλάς εκεί;
- Κάτι που ξέχασες στο πατάρι. Σκέφτηκα ότι ίσως τα θέλεις.
- Να ‘σαι καλά, σε ευχαριστώ.
Η Άσπα σηκώθηκε και πήρε τις τσάντες.
- Αν θυμάμαι καλά, νομίζω φραπέ γλυκό με γάλα; Έτσι δεν είναι;
- Μην μπαίνεις σε κόπο, βρε Άσπα.
- Μα τι κόπος; Είπε η Άσπα και σηκώθηκε να της φτιάξει τον καφέ.
Σε λίγο ήρθε η Άσπα με τον καφέ της.
- Εσύ, πώς από εδώ;… τη ρώτησε με πονηριά η Φρόσω.
- Εγώ, Φρόσω μου, τον Δημήτρη δεν θα το άφηνα ποτέ μόνο του, σε όλο αυτό που τραβάει. Τον νοιάζομαι, και τον νοιάζομαι πολύ.
- Μπράβο! Είπε η Φρόσω. Δημήτρη, θέλω να μου δείξεις τι αλλαγές έκανες στο σπίτι.
- Ναι, αμέ, είπα χωρίς να το σκεφτώ και πολύ.
- Τα χρώματα στην κουζίνα και στα δωμάτια είναι δική μου επιλογή, είπε η Άσπα.
- Α, Φρόσω μου, να σε συστήσω στην ντεκορατέρ του σπιτιού. Είναι γεγονός, ενώ στα τεχνικά τα καταφέρνω μια χαρά, αλλά σε θέμα τα αισθητικής η Άσπα δεν πιάνεται, είναι αστέρι.
Σηκωθήκαμε και της δείξαμε πρώτα την κουζίνα, ύστερα το σαλόνι, το πιο μικρό δωμάτιο που το είχα άδειο, και ύστερα το υπνοδωμάτιο. Εκεί ήταν η γκάφα μας. Το κρεβάτι ήταν άστρωτο και τα δύο μαξιλάρια άνω κάτω. Ένα μακό μπλουζάκι της Άσπας στην άκρη του κρεβατιού κουβάρι. Η Φρόσω αμέσως πήρε ένα πονηρό βλέμμα. Το κατάλαβε, αν και ήμουν σίγουρος ότι το υποψιαζόταν από πριν βλέποντας το μεγάλο ενδιαφέρον της Άσπας για μένα. Ύστερα βγήκαμε στη βεράντα πάλι και πίναμε τον καφέ μας. Έφυγε. Μετά από μισή ώρα έφυγε και η Άσπα.
Εγώ συμμάζεψα λίγο και πήγα στο δωμάτιο. Το συγύρισα. Έβαλα λίγα από τα κεφτεδάκια που μου έφερε η Άσπα και έφαγα. Ύστερα άνοιξα την τηλεόραση να χαζέψω. Χτύπησε το τηλέφωνό μου.
- Δημήτρη μου, έγινε χαμός. Το βλαμμένο η Φρόσω, πήγε και είπε στη μάνα μου για εμάς. Και φυσικά τα έμαθε κι ο μπαμπάς. Έρχεται σε σένα μέσα στα νεύρα.
- Μην ανησυχείς, τίποτα δεν θα γίνει κορίτσι μου.
Ντύθηκα και βγήκα στη βεράντα. Σε λίγο φάνηκε το αμάξι του παπά. Άνοιξε την αυλόπορτα. Τον περίμενα όρθιος στην βεράντα. Ανέβηκε τα σκαλιά με ύφος.
- Θα έπρεπε να ντρέπεσαι, κωλόπαιδο… είπε με μένος. Ωραία μου την έφερες!
- Πώς, δηλαδή; Πού είναι το κακό παπα-Πέτρο; Πού; Το ότι με την Άσπα ερωτευθήκαμε; Το ότι αγαπιόμαστε; Ε; Το ότι ερωτεύτηκα το μόνο άτομο που ένιωθα κοντά μου, σε όλη μου τη ζωή; Το ότι η Άσπα είναι όλος ο κόσμος μου; Αυτό είναι το έγκλημα που έκανε το κωλόπαιδο; Ε; Σας είπα ότι για την Άσπα, θα έφτανα εκεί που δεν το βάζει ανθρώπου νους, αν την πείραζε ποτέ κάποιος και θα το έκανα. Λοιπόν, επειδή το κωλόπαιδο έχει ψυχή και έχει μπέσα, σας ζητάω το χέρι της τώρα. Με την Άσπα αγαπιόμαστε. Θα ήθελα να σας την ζητήσω διαφορετικά, κάτω από άλλες περιστάσεις, πιο επίσημα, αλλά μια και το θέσατε το θέμα έτσι, το κάνω τώρα. Λοιπόν;
- Τι να σε κάνει εσένα ρε έρμε; Να παντρευτεί ένα κωλόπαιδο, που να μην ξέρει τι τρέλα θα της σκαρώσει την άλλη μέρα; Και πώς θα ζήσετε; Όχι, δεν σου δίνω την συγκατάθεσή μου. Και να μην την ξαναδείς πια. Αν δεν το κάνεις, έρχονται τα αδέρφια της από την Αθήνα, κατάλαβες;
Ήταν απόλυτος στα λόγια του. Ένιωσα τόση προσβολή στα λόγια του, πληγώθηκα τόσο πολύ! Έμεινα να τον κοιτάζω με ένα παγερό βλέμμα. Εκείνο το βλέμμα που είχε το «κωλόπαιδο» όταν έπρεπε να σκεφτεί, να σκαρώσει κάτι, να βρει τη λύση σε δύσκολες καταστάσεις. Με κοιτούσε και εκείνος σιωπηλός. Ύστερα γύρισε και έφυγε. Δεν ανταλλάξαμε κουβέντα πια. Ήταν ολοφάνερο πως ο καθένας θα έκανε το δικό του. Ο πόλεμος άρχισε. Έπρεπε πρώτα να δώσω ένα μάθημα στην πρώην οικογένειά μου. Κλείδωσα το σπίτι και έφυγα. Πήγαινα με τα πόδια μέσα στην τσατίλα.
Έφτασα στο σπίτι. Ήταν ο Γιάννης με τη Φρόσω εκεί. Είχα πολλά νεύρα. Η πόρτα της κουζίνας ήταν ανοιχτή. Μπήκα μέσα. Την έπιασα από το μαλλί και την κάθισα με το ζόρι σε μια καρέκλα.
- Τι έκανες, βρε μαλακισμένο, ε; Τι έκανες;
Κι εκεί της κόβω ένα χαστούκι. Ο Γιάννης πετάχτηκε να με δείρει. Δεν ήθελα πολύ. Του έχωσα μια γροθιά στο στομάχι και μία στο πρόσωπο και παραπάτησε προς τα πίσω.
- Τι νομίζεις, ρε λαπά, ότι θα με δείρεις;
- Θα σε γαμήσω, κωλόπαιδο, με αυτό που έκανες;
- Δηλαδή πώς; Και τον πλησίασα να του δώσω κι άλλες.
Εκείνη τη στιγμή άκουσα από μέσα την κα Μαρία να φωνάζει.
- Σταματήστε! Γιατί τσακώνεστε; Τι συμβαίνει; Δημήτρη, τι είναι αυτά; ρώτησε με θυμό.
- Ρώτα τον κανακάρη σου και την κόρη σου κα Μαρία. Η Φρόσω πήγε και είπε στον παπα-Πέτρο για μένα και την Άσπα.
- Γιατί, ψέματα είναι; είπε η Φρόσω, που πήρε αέρα μόλις είδε την μάνα της.
- Ψέματα δεν είναι μαλακισμένο· εσύ γιατί να πας να δημιουργήσεις θέμα; Λέγε τι είπες ακριβώς στον πατέρα της και την μάνα της. Αλλιώς θα σας κάψω όλους εδώ μέσα σήμερα. Λέγε!
Εκείνη τη στιγμή ήρθε κι ο πατέρας, ή καλύτερα ο πατέρας τους.
- Τι συμβαίνει;
- Ρώτα την κόρη σου! Έλα!
- Φρόσω, τι συμβαίνει;
Η Φρόσω παραδέχτηκε μπροστά στον πατέρα της ότι πήγε και έβαλε λόγια στην παπαδιά. Και φυσικά έβαλε και τα δικά της ψέματα από πάνω. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από τα νεύρα. Την κοίταξα υποτιμητικά. Έβλεπα ένα τιποτένιο πλάσμα μπροστά μου.
- Μια ζωή, ρε πούστη, τιποτένιοι θα είστε. Ίχνος αξιοπρέπειας. Δεν αξίζετε ούτε καλημέρα να σας λέει άνθρωπος.
Έφυγα σκεπτόμενος πως δεν άξιζε τον κόπο να ασχοληθώ μαζί τους πια. Μέσα μου από εκείνη τη στιγμή τους είχα ξεγράψει. Περπατούσα με το κεφάλι σκυφτό. Έπρεπε να προστατέψω την Άσπα, έπρεπε να βρω λύση. Πήγα μια από το νεκροταφείο. Άναψα τον καντήλι του παππού και της μάνας. Κάθισα λίγο εκεί. Έβλεπα την φωτογραφία της μάνας μου. Δάκρυσα. Αν ζούσε εκείνη σκεφτόμουν, δεν θα είχα αυτή τη ζωή που είχα. Έφυγα. Στο δρόμο για το σπίτι συνάντησα τον πατέρα μου, ήταν με το αμάξι. Του έγνεψα. Κοντοσταμάτησε με το φορτηγάκι. Ήταν με τον Γιάννη. Πλησίασα στο παράθυρο.
- Να σε ρωτήσω κάτι; Ξέρω ότι η συγχωρεμένη, η μάνα μου, δεν πέθανε αμέσως μετά το ατύχημα. Ήσουν στο πλάι της μέχρι την τελευταία στιγμή. Πες μου, σου ζήτησε κάτι; Καμιά τελευταία επιθυμία; Ε;
Δε μίλησε. Έσκυψε ένοχα το κεφάλι. Συνέχισα τον δρόμο μου προς το σπίτι. Έφτασα και ο ύπνος δεν με κολλούσε. Τα σκεφτόμουν όλα και πήγαινα να τρελαθώ. Αργά την νύχτα σηκώθηκα και έκοβα βόλτες στην αυλή.
Την άλλη μέρα πήγα στην πόλη πρωί πρωί. Πήγα σε μια μάντρα που ήξερα και είδα κάποια μεταχειρισμένα αμάξια. Πήρα ένα σε πολύ καλή κατάσταση. Ήταν σχεδόν καινούριο. Έπρεπε να πατάω στα πόδια μου.
Γύρισα στο σπίτι. Έφτιαξα δύο αυγά να φάω και δεν πήγαιναν κάτω με τίποτα. Είχα πολύ στενοχώρια. Έστειλα ένα μήνυμα στην Άσπα, πιο πολύ να μάθω τι κάνει, και δεν πήρα απάντηση.
Σε δύο μέρες οι διατυπώσεις ήταν έτοιμες. Είχα το αυτοκίνητο. Πήγαινα από το χωριό στην πόλη χωρίς να ταλαιπωρούμαι με την συγκοινωνία και τα ταξί. Πήγα στο κτήμα και το συμμάζεψα λίγο. Το μισό κτήμα ήταν φυτεμένο αχλαδιές. Κι έπρεπε να φροντίσω τα δέντρα και να οργανώσω την συγκομιδή. Πήγα στο καφενείο του χωριού. Κάθισα μόνος μου σε ένα τραπέζι. Παρήγγειλα μια πορτοκαλάδα. Ύστερα ήρθε ο Κωστής και δυο παλιοί μου συμμαθητές. Αρχίσαμε τα αστεία.
- Ρε Τάσο, είπα σε μια στιγμή, ξέρεις πού θα βρω εργάτες; Πλησίασε ο καιρός.
- Τι να σου πω, ρε Μήτσο; Οι περισσότεροι έχουν ήδη βρει. Θα ρωτήσω και θα σου πω. Ο πατέρας σου, δεν βρήκε;
- Ναι, για το δικό του κτήμα. Όχι, για το δικό μου. Δεν ξέρεις τι εξελίξεις είχαμε; του είπα.
- Όχι, ρε, τι;
Κι εκεί του εξήγησα τη φάση με μένα και το σουτ που έφαγα στα καλά καθούμενα από το σπίτι. Τα παιδιά δεν ήξεραν την ιστορία, αλλά ούτε κι ο Κωστής πέρα για πέρα μια και άργησε να έρθει από την Θεσσαλονίκη που σπούδαζε. Εκεί που καθόμαστε και μιλούσαμε με τα παιδιά, βλέπω τον παπά να έρχεται παρέα με δύο άλλους συγχωριανούς. Μας καλησπέρισε όλους.
- Καλησπέρα, είπαν όλοι.
- Καλησπέρα παπα-Πέτρο, καλησπέρα κυρ- Γιάννη, κυρ-Κώστα είπα τελευταίος.
Γύρισα προς την παρέα μου. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένας χωριανός μας.
- Τα μάθατε βρε, πέθανε ο μπάρμπα-Γιώργης, ο μεσίτης. Τώρα τι θα κάνουμε στο παραπέντε; Μου λέτε; Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με τα φρούτα αλλά και τα πιπέρια. Αυτός είχε διασυνδέσεις με τα εργοστάσια και τους μεγαλέμπορους και δεν ήταν απατεώνας. Τώρα θα μας την πέσουν οι άλλοι, οι αλήτες.
Όλοι ήταν σκεπτικοί.
- Και γιατί δεν κάνουμε έναν συνεταιρισμό, βρε παιδιά;… πετάχτηκα και είπα φωναχτά.
- Και να σε βάλουμε και πρόεδρο;… είπε ο παπάς με ειρωνικό ύφος.
- Να έχουμε ένα κωλόπαιδο για πρόεδρο! Είπε ο κυρ-Κώστας, δήθεν για αστείο και έσκασε όλο το καφενείο στα γέλια.
Δεν περίμενα τέτοια χολή από τον παπά. Ακόμα και τα παιδιά της παρέας μου γελούσαν, εκτός από τον Κωστή. Σηκώθηκα και πήγα στον καφετζή. Κέρασα την παρέα μου. Γύρισα σοβαρός στον Κωστή και του ζήτησα να έρθει το βράδυ από το σπίτι. Έφυγα. Πήρα το αμάξι και πήγα στην πόλη. Πήγα σε ένα σούπερ μάρκετ και ψώνισα κάτι πράγματα. Μέσα μου άρχισε να με τριβολίζει μια ιδέα.
- «Γιατί να μην γίνω κι εγώ μεσίτης στο κάτω κάτω; Τι παραπάνω έχουν οι άλλοι από μένα;», σκέφτηκα.
Ήθελα να αναλάβω εγώ τις μεσιτείες. Ήθελα να μπω στο μάτι όλων, αλλά πιο πολύ των δικών μου και του παπά. Μου την είχε βιδώσει για τα καλά. Ο Κωστής ήρθε και παραγγείλαμε και ψητά απέξω. Του έκανα το τραπέζι. Εκεί του τα είπα όλα όσα μου συνέβησαν. Του είπα και για τη σκέψη μου αυτή.
- Και τι θα κάνεις, Δημήτρη, θα αφήσεις το πανεπιστήμιο; Κι αν στραβώσει κάτι;
- Ε, στράβωσε. Δεν θα βάλω κεφάλαιο. Θα ζητήσω από το εργοστάσιο να βάλουν αυτοί χρήματα. Κορόιδο είμαι; Γιατί, τι νομίζεις ότι οι μεσίτες έβαζαν χρήματα;
- Τι να σου πω; Επικίνδυνα αυτά.
Με τον Κωστή χαλάρωσα. Τα είπαμε και το ευχαριστήθηκα. Ήταν ο μόνος άνθρωπος πια που μου έμεινε.
Την άλλη μέρα δεν έχασα ευκαιρία. Πήγα στο εργοστάσιο που ήταν κάποια χιλιόμετρα μακριά. Εκεί βρέθηκα με τον ιδιοκτήτη και διευθυντή. Του είπα για το θέμα και εκείνος με κοιτούσε στην αρχή περίεργα. Έβλεπε έναν νέο άνθρωπο μπροστά του να θέλει να πάρει τέτοια ρίσκα. Με τα πολλά τον έπεισα να δοκιμάσω. Εμφανίστηκαν φυσικά και άλλοι μεσίτες στην περιοχή, που αντιπροσώπευαν άλλα εργοστάσια και μεγαλέμπορους. Την επόμενη τακτοποίησα τις διατυπώσεις και σε δύο μέρες έβγαλα ανακοίνωση στην πλατεία του χωριού και στα δύο καφενεία. Όλοι με κοιτούσαν καχύποπτα. Άλλοι πάλι κορόιδευαν πίσω από την πλάτη μου. Το καταλάβαινα, αλλά έλεγα πάντα πως «γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος».
Οι μέρες περνούσαν. Με την Άσπα πια δεν είχα καμία επαφή. Την πήρα κάποιες φορές τηλέφωνο και δεν το σήκωνε. Μου ερχόταν τρέλα. Έπρεπε να βγω κερδισμένος από όλο αυτό. Ήθελα να τους μπω όλους στο μάτι. Νοίκιασα ένα μικρό χώρο που ήταν ψιλικατζίδικο παλιά για γραφείο κοντά στην πλατεία του χωριού. Ένα οικόπεδο πιο κάτω, όπου θα γίνονταν οι παραδώσεις. Ο Τάσος και ο Γιάννης, ο ξάδερφός του Τάσου, θα ήταν το δεξί μου χέρι σε όλη τη σεζόν. Με το αζημίωτο φυσικά, μια και ήταν παιδιά του χωριού και γνώριζαν τις δουλειές όπως κι εγώ.
Οι μέρες περνούσαν. Εγώ αφοσιώθηκα στη δουλειά, αυτή. Βρήκα ξένους εργάτες και μάζεψα τη σοδιά μου πιο γρήγορα από όλους. Την πρώτη βδομάδα όλοι με απέφευγαν, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Κινδύνευα με πλήρη αποτυχία. Πήγα στο εργοστάσιο. Ζήτησα τις επιταγές να τις κάνουν δίμηνες, εκεί που άλλα εργοστάσια και έμποροι τις είχαν τρίμηνες και τετράμηνες. Τελικά μετά από πίεση και παρακάλια και πολύωρη συζήτηση, δέχτηκαν. Τις πρώτες σοδιές από το χωριό τις έπαιρνε με το ζόρι ένας άλλος μεσίτης, που έπρεπε όλοι να τον παρακαλάνε και να τις δίνουν σε σκοτωμένη τιμή. Μάλιστα, όταν με συναντούσε στο χωριό, «ο μάγκας», με κοιτούσε ειρωνικά.
Καθόμουν στο γραφείο με τον Κωστή. Ήταν Κυριακή πρωί μετά την εκκλησία. Πέρασε η Άσπα με την μάνα της από μπροστά μας. Δεν γύρισαν καν να με κοιτάξουν. Η Άσπα έριξε μια λοξή ματιά, όταν είχαν απομακρυνθεί και αυτό ήταν όλο. Το βλέμμα της μου φάνηκε αδιάφορο. Ήταν σαν να μου έσκιζαν την καρδιά. Ο Κωστής με κατάλαβε και με χτύπησε παρηγορητικά στην πλάτη.
Την άλλη μέρα πήρα την μεγάλη απόφαση. Έβγαλα μια ανακοίνωση με την τιμή που θα αγόραζα τα φρούτα από τους παραγωγούς. Το κέρδος μου βέβαια ήταν λιγότερο, αλλά ως κωλόπαιδο που ήμουν, ήξερα να ελίσσομαι στα δύσκολα. Η τιμή ήταν η καλύτερη στην περιοχή. Και με την ανακοίνωση ότι η επιταγή ήταν δίμηνη, ήταν το καλύτερο δόλωμα. Πρώτος ήρθε ένας πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου. Αυτός είχε καλή παραγωγή και δεν ήθελε να πέσει θύμα των εμπόρων. Μου είπε μάλιστα πως από την αρχή σκεφτόταν εμένα. Ο κυρ Μανώλης ήταν και πολύ ομιλητικός, στόμα δεν έκλεινε. Δεν ήθελα άλλη διαφήμιση. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, αυτός ο άνθρωπος με αγαπούσε και πάντα μου το έδειχνε απ’ όταν ήμουν μικρό παιδί ακόμα. Τη μεθεπόμενη οι παραγωγοί ήταν πέντε που ήρθαν σε μένα. Ο κυρ Μανώλης έβαλε το χέρι του. Μέσα στο εικοσαήμερο κατάφερα και εμπορεύτηκα το μεγαλύτερο μέρος της σοδιάς του χωριού μου και των γύρω χωριών. Η χασούρα από τη μείωση του δικού μου ποσοστού αντισταθμίστηκε με το παραπάνω από την ποσότητα.
«Είδατε το κωλόπαιδο; Τα κατάφερε τελικά!», ψιθυριζόταν αριστερά και δεξιά, πάντα πίσω από την πλάτη μου.
Φτάναμε στο τέλος της σεζόν. Εγώ πλήρωσα με το παραπάνω τα παιδιά που ήταν στο πλάι μου από την αρχή. Στο τέλος της σεζόν ο παπα-Πέτρος μάζεψε κι εκείνος τη σοδιά του και την έδωσε σε άλλο μεσίτη σε χαμηλότερη τιμή, ακόμα κι ο ίδιος «ο πατέρας μου» έκανε το ίδιο.
Πήρα όλα τα παιδιά που είχα στη δουλειά ένα Σάββατο βράδυ και πήγαμε να διασκεδάσουμε. Περάσαμε θαυμάσια. Είχε πάει τρεις το πρωί. Ήμουν και λίγο πιωμένος. Γυρίζαμε με το αμάξι μου, εγώ και ο Τάσος. Φτάσαμε στο χωριό. Σταμάτησα στο γραφείο που είχα, για να πάρω κάτι χαρτιά. Ο Τάσος έφυγε για το σπίτι του με τα πόδια. Ήμουν στο γραφείο. Ξαφνικά μπουκάρουν δύο άγνωστοι τύποι μέσα και αρχίζουν να με χτυπάνε. Μετά από λίγο έχασα τις αισθήσεις μου. Συνήλθα κοντά στο πρωί. Έκανε ψύχρα. Ήμουν μπρούμητα έξω από το γραφείο. Δε μπορούσα να κουνήσω τα πόδια μου. Κάθε που ανάσαινα πονούσα. Δε μπορούσα να φωνάξω βοήθεια.
Έμεινα εκεί μέχρι που ξημέρωσε. Κάποια στιγμή ο παπα-Πέτρος χτύπησε την καμπάνα.
- «Μα, τι στο διάολο ο τραγόπαπας, δεν με είδε, ή έκανε πώς δεν με είδε;», αναρωτήθηκα από μέσα μου.
Άρχισα να φωνάζω «βοήθεια» με όση δύναμη μου έμεινε. Σε κάποια στιγμή άκουσα γυναικείες φωνές. Ήταν μεγάλες γυναίκες που πήγαιναν στην εκκλησία. Δεν ξεχώριζα τι έλεγαν. Πήγαν στην εκκλησία. Σε λίγο άκουσα την Άσπα πάνω μου.
- Δημήτρη! Δημήτρη μου… τι έπαθες;
- Με χτύπησαν, είπα με μια φωνή που έτρεμε. Πώς βρέθηκες εδώ;
- Το είπαν οι γυναίκες που σε είδαν.
Έβγαλε το κινητό της και κάλεσε το 166. Έφτασε και ο παπάς.
- Άσπα, κάλεσες ασθενοφόρο;
- Ναι, είπε κι ήταν σκυμμένη πάνω μου.
- Πάμε τότε στην εκκλησία, Άσπα, θα τον φροντίσουν εκείνοι, είπε ο παπάς.
- Πήγαινε μόνος σου! Είπε θυμωμένη. Εγώ θα πάω μαζί του.
- Μα τι δουλειά έχεις εσύ; Τι είπαμε;
Σηκώθηκε όρθια.
- Εγώ θα πάω μαζί του. Δεν τον αφήνω μόνο του. Κατάλαβες; Είπε με θυμό.
Σε λίγο ήρθε το ασθενοφόρο. Η Άσπα όρμησε δίπλα μου μέσα στο ασθενοφόρο χωρίς να λογαριάζει κανέναν.
Χειρουργήθηκα στο γόνατο. Όλες τις μέρες που ήμουν στο νοσοκομείο ερχόταν η Άσπα. Είχε κάνει πλέον την επανάστασή της. Την τελευταία μέρα ήρθε και με πήρε με ταξί και με πήγε στο σπίτι. Με βοήθησε. Περπατούσα μόνο με πατερίτσες. Το απόγευμα ήρθε και ο παπάς. Εγώ ήμουν στο σαλόνι και προσπαθούσα να κάνω τις ασκήσεις στο πόδι όπως μου είπαν οι γιατροί. Με καλησπέρισε ψυχρά. Πήρε την Άσπα και βγήκανε στην βεράντα. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Άκουγα τη συζήτησή τους.
- « Γιατί δεν τον αφήνεις; Ας έρθουν οι δικοί του στο φινάλε.»
- «Ποιοι δικοί του, καλέ μπαμπά; Ποιοι; Αυτοί που τον είχαν μια ζωή σαν το σκυλί; Δεν πήγαν ούτε μια φορά στο νοσοκομείο να τον δουν, οι σκατόψυχοι! Αυτοί που κοίταξαν μετά το θάνατο του παππού να τον πετάξουν έξω σαν το σκυλί;»
- «Εσύ δεν έχεις καμιά δουλειά.»
- …
- …
Δεν μπορούσα να τους ακούω άλλο. Σηκώθηκα με δυσκολία. Βγήκα κι εγώ.
- Πήγαινε Άσπα, πήγαινε αγάπη μου. Εγώ θα τα καταφέρω απόψε. Από αύριο θα δω τι θα κάνω. Θα βρω τρόπο να τα βολέψω. Ας μην έχεις και εσύ προβλήματα εξαιτίας μου.
- Είδες;… πετάχτηκε ο παπάς.
- Δεν πάω πουθενά! Είπε η Άσπα.
- Θα έρθεις με το ζόρι είπε ο παπα-Πέτρος. Και την βούτηξε από τα μαλλιά τραβώντας την μέχρι το αμάξι.
Έφυγαν. Έμεινα μόνος μου να τους κοιτάζω. Ύστερα μπήκα στο σπίτι και κλείδωσα. Κάθισα και σκεφτόμουν ποιοι μπορεί να ήταν αυτοί που με χτύπησαν. Η Αστυνομία δεν κινήθηκε καθόλου.
Με την Άσπα μιλούσαμε με μηνύματα πια. Ο παπάς και η μάνα της δεν την άφηναν να ξεμυτήσει. Είχα θυμώσει, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Εκείνοι έφυγαν μια βδομάδα διακοπές παίρνοντας και την Άσπα μαζί τους. Στο ίδιο μέρος, παρέα πήγαν και οι δικοί μου. Οι πρώτες δύο μέρες που πέρασαν ήταν οι πιο δύσκολες στη ζωή μου. Ύστερα έρχονταν ο θείος μου ο Μανώλης με την θεία Βιβή και μου έφερναν φαγητό και με βοηθούσανε. Μέχρι που μπόρεσαν να περπατάω σαν άνθρωπος, δεινοπάθησα μόνος μου. Κάποιες φορές ήρθε ο Τάσος και με βοήθησε.
Έφτασε το τέλος του Σεπτέμβρη. Εγώ πια μπόρεσα και στάθηκα όρθιος. Η Άσπα έφυγε για την Αθήνα. Εγώ πήγα από το εργοστάσιο. Μου είπαν ότι έμειναν ευχαριστημένοι με την απόδοσή μου και μου πρότειναν να συνεργαστούμε και την επόμενη χρονιά. Κανόνισα την πληρωμή μου και έφυγα για την Αθήνα. Εκεί πάλι άρχισα την σχολή. Κάθε βράδυ επικοινωνούσαμε με την Άσπα. Ο αδερφός της δεν την άφηνε να ξεμυτήσει. Της το ξέκοψαν όλοι από την οικογένεια· μακριά μου!
Είχε έρθει ο Νοέμβρης και δεν είχαμε συναντηθεί. Η μόνη επικοινωνία ήταν τα μηνύματα και τα τηλέφωνα. Μια μέρα την περίμενα έξω από την σχολή της. Ήρθε με το Θωμά τον αδερφό της που ήταν μπάτσος. Περίμενα σε μια άκρη. Μόλις έφυγε ο Θωμάς της έστειλα μήνυμα στο κινητό.
- «Σήμερα είσαι πολύ όμορφη! Αυτό το τζιν με την μπλε μπλούζα σού πάνε τέλεια!»
Είχα πλησιάσει πίσω της και στα χέρια μου κρατούσα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Γύρισε ξαφνικά και με είδε. Έτρεξε στην αγκαλιά μου. Την έσφιξα και την σήκωσα πάνω μου. φιληθήκαμε στο στόμα.
- Σ’ αγαπάω! Της είπα.
- Σε λατρεύω, Δημήτρη μου! Μου έλειψες, αγάπη μου!
Καθίσαμε σε ένα παγκάκι μέσα στην πανεπιστημιούπολη πάνω από μισή ώρα. Κανονίσαμε να βρεθούμε μετά το μάθημα. Εκείνη τελείωνε νωρίς το απόγευμα. Εγώ θα μπορούσα να την κάνω από τη σχολή νωρίτερα εκείνη τη μέρα.
Έφυγα και πήγα κι εγώ στην σχολή μου. Όταν τελείωσα πήρα το αυτοκίνητο και πήγα στη σχολή της. Περίμενα απ’ έξω. Στο σημείο που είπαμε. Βγήκε. Ξαφνικά μας πλησίασε από πίσω ο αδερφός της ο Θωμάς. Την τράβηξε βίαια από το μπράτσο και την απομάκρυνε. Η επόμενη κίνηση ήταν μια γροθιά στο πρόσωπό μου. Έπεσα κάτω. Η Άσπα άρχισε να κλαίει και να τον παρακαλάει να με αφήσει.
- Έχω εντολή να μην σε πλησιάσει ξανά το κωλόπαιδο, κατάλαβες; Είπε και την έσπρωξε από το μπράτσο.
- Γιατί, ρε φίλε, τι σας έκανα, γαμώ την τύχη μου;… είπα γεμάτος θυμό.
- Μήπως θέλεις να φας κι άλλες; είπε πλησιάζοντάς με απειλητικά πάλι.
- Και με ποιο δικαίωμα μπαίνεις και με χτυπάς μέσα στο πανεπιστήμιο; Επειδή είσαι μπάτσος; Φώναξα δυνατά και με άκουσαν και άλλοι φοιτητές; Ποιος, ρε φίλε, σου έδωσε το δικαίωμα αυτό, να μπαίνεις στο πανεπιστήμιο και να δέρνεις φοιτητές;
Εκείνη τη στιγμή έγινε κάτι το αναπάντεχο. Πετάχτηκαν, σαν από το πουθενά, καμιά δεκαριά φοιτητές και έρχονταν κι άλλοι. Άρχισαν τις φραστικές επιθέσεις εναντίον του. Εκείνος τα έχασε αρχικά. Δεν φανταζόταν ότι θα του τη σκάρωνα έτσι. Έπιασα την Άσπα από το χέρι και την απομάκρυνα από κοντά του. Εκείνος φοβούμενος επεισόδιο, έφυγε μέσα στα νεύρα.
- Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου; Είσαι μεγάλη πια. Εγώ, όπως απέδειξα σε όλους, μπορώ να κάνω τα πάντα. Από το τίποτα γύρισα τον κόσμο ανάποδα μέσα στο χωριό. Τι φοβάσαι; Σ’ αγαπάω!
- Δε μπορώ, ρε Δημήτρη, τους φοβάμαι!
- Τι θα σου κάνουν;
- Δημήτρη μου, πρόσεχε, σε παρακαλώ. Ο Θωμάς είναι επικίνδυνος άνθρωπος.
- Δεν είμαι ηλίθιος. Ξέρω να προσέχω. Σήμερα θέλεις να έρθεις σε μένα; Σε επιθύμησα πολύ. Σε παρακαλώ;
Τελικά ήρθε, αλλά ήταν μέσα στο άγχος. Πήγαμε στο σπίτι μου. Έβγαλα κάτι από το ψυγείο να ζεστάνουμε να φάμε. Καθίσαμε την κουζίνα μέσα στα φιλιά και τις αγκαλιές. Μετά το φαγητό ξαπλώσαμε στον καναπέ. Αρχίσαμε τα φιλιά. Σε λίγο η Άσπα ήταν πεσμένη πάνω μου και άρχισε να μου παίρνει μια υπέροχη πίπα. Μπορεί να μην το έπαιρνε ολόκληρο μέσα αλλά αυτό που έκανε το έκανε υπέροχα. Ύστερα κάθισε πάνω μου και άρχισε να ανεβοκατεβαίνει. Ήταν υπέροχο. Εκείνη δεν άργησε να χύσει. Σε λίγο έχυσα κι εγώ πάνω μου. Ξαπλώσαμε αγκαλιασμένοι. Ήμουν τόσο χαλαρός που την είχα κοντά μου.
- Δημήτρη μου, βρήκες ποιος σε χτύπησε στο χωριό;
- Όχι! Και η αστυνομία, βρε Άσπα, δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον. Μάλιστα, μια μέρα που ξαναπήγα, εισέπραξα και το ειρωνικό βλέμμα του αξιωματικού που υποτίθεται ανέλαβε την υπόθεση. Δεν ασχολήθηκα άλλο. Απλά, εικάζω ότι θα ήταν άνθρωποι από τους άλλους μεσίτες. Τους χάλασα τη δουλειά. Είχαν σκοπό να πάρουν μπιρ παρά τη σοδειά των ανθρώπων. Και με την κίνηση που έκανα τους πήρα την περισσότερη ποσότητα, έχασαν πολλά λεφτά οι απατεώνες. Δεν έχω άλλη εξήγηση. Αλλά αυτό, ρε κορίτσι μου, το ξέχασα ήδη. Για την επόμενη χρονιά το εργοστάσιο ζήτησε πάλι την συνεργασία μου. Δεν ξέρω. Τα λεφτά είναι καλά και σε πολύ σύντομο χρόνο, ένας μήνας δουλειά στην ουσία. Απλά την άλλη φορά, αν το κάνω, θα πάρω τα μέτρα μου. Και σκέφτομαι να το κάνω, γιατί ξέρεις, εγώ δεν έχω ποιον να με στηρίξει. Οι δικοί μου, δικοί μου… είπα και γέλασα πικρόχολα, δεν νοιάστηκαν ποτέ, αν έχω ανάγκες ή όχι.
- Δεν θέλω να πάθεις κανένα κακό, αγάπη μου!
- Εκείνο που με πείραξε, ξέρεις τι είναι; Η στάση των δικών μου και των δικών σου. Γιατί, ρε συ; Τι στο διάολο τους έκανα. Τους σεβάστηκα όλους με το παραπάνω. Ιδιαίτερα τον πατέρα σου. Να με ειρωνεύεται μπροστά σε όλους στο καφενείο; Οι δικοί μου από την άλλη, να είμαι κατάκοιτος στο νοσοκομείο τόσες μέρες και να μην έρθουν ούτε μια φορά; Κι η κα Μαρία; Υποτίθεται ότι ήταν μέχρι πρότινος μάνα μου. Τέτοια σκατοψυχιά, ρε συ;
Εκεί δάκρυσα.
- Αν ζούσε η πραγματική μου μάνα, δε θα περνούσα τόσο δύσκολα στη ζωή μου. Είμαι σίγουρος ότι η μάνα μου, η κα Άννα, θα με αγαπούσε πραγματικά.
Με έσφιξε στην αγκαλιά της και δεν είπε τίποτα. Η Άσπα εκείνο το βράδυ έμεινε σε μένα. Μέχρι το πρωί του δώσαμε και κατάλαβε στον έρωτα. Το πρωί άνοιξε το κινητό της. Μετά από πέντε λεπτά χτύπησε. Ήταν η μάνα της. άρχισε να την κατσαδιάζει. Η Άσπα κρέμασε το κεφάλι και δάκρυσε. Θύμωσα. Πήρα το τηλέφωνο από τα χέρια της Άσπας.
- Καλημέρα κα Μαρίκα. Τι κάνετε;
- Αχ, ρε αλήτη, κωλόπαιδο! Τι δουλειά έχεις, ρε ρεμάλι, με την κόρη μου;
- Την αγαπάω κα Μαρίκα. Την αγαπάω. Δεν κατάλαβα το μένος απέναντί μου; Καλά οι άλλοι μπορώ να πω ότι δεν με ήθελαν στα πόδια τους. Ήθελαν και το μερίδιο της μάνας μου από την περιουσία και δεν τους ήρθε βολικά. Εσείς; Σας σεβάστηκα και σας σέβομαι. Δεν έδειξα ούτε μια στιγμή ασέβεια στο πρόσωπό σας. Γιατί; Εξάλλου απέδειξα ότι είμαι πολύ ικανός. Μπορώ να καταφέρω τα πάντα. Για να μην μακρηγορώ, την Άσπα την αγαπώ και θα την κάνω γυναίκα μου. Το «κωλόπαιδο» δε μάσησε και δεν θα μασήσει. Το καταλάβατε; Είδατε, πώς από το τίποτα, χωρίς βοήθεια από κανέναν, έβγαλα σε ένα μήνα τόσα όσα βγάζει κάποιος σε ένα χρόνο. Δεν καταλαβαίνω τι άλλο θέλετε; Ξέρετε έχασα την οικογένειά μου με το χειρότερο τρόπο και σας έβλεπα σαν οικογένεια. Δεν το περίμενα αυτό από εσάς και τον παπα-Πέτρο. Ό,τι και να κάνετε φυσικά θα έχετε το σεβασμό μου. Αλλά στο θέμα της Άσπας, είμαι ανένδοτος.
Κλείσαμε το τηλέφωνο. Η Άσπα με κοιτούσε άναυδη.
- Φοβάμαι, Δημήτρη! φοβάμαι! Φοβάμαι πώς η μάνα μου θα πάρει τον Θωμά και θα έχουμε προβλήματα. Ο Θωμάς είναι πολύ άγριος.
- Όλα έχουν τη λύση τους…
Είπα και το μυαλό μου άρχισε να σκέφτεται διάφορα σενάρια.
- Ξέρεις τι μας σώζει; Ένας αρραβώνας. Θα σκεφτώ τον τρόπο, αλλά θα γίνει. Εσύ με θέλεις; Είπα κοιτάζοντας στα μάτια;
- Τι εννοείς;
- Θέλεις να είσαι μαζί μου για πάντα, ναι ή ου; Γιατί αν δε θέλεις, τότε αλλάζουν τα πράγματα, είπα με ένα περιπαιχτικό ύφος.
- Θέλω, γλυκέ μου, θέλω, αλλά φοβάμαι.
- Μη φοβάσαι, άσ’ τα όλα επάνω μου, είπα και την πήρα αγκαλιά. Πες μου σε παρακαλώ, ποιος τα έβαλε με το κωλόπαιδο και την έβγαλε καθαρή; Ε, Για πες; Από μικρά παιδιά γνωριζόμαστε.
Βγήκα να πάω μέχρι τη σχολή. Κανονίσαμε με την Άσπα να μείνει άλλη μια νύχτα σε μένα. Η Άσπα έμεινε να μαγειρέψει κάτι. Εγώ θα γύριζα το μεσημέρι. Την φίλησα και έφυγα.
Το μεσημέρι γύρισα. Είχα πάρει και ένα γαλακτομπούρεκο που ήξερα ότι ήταν το αγαπημένο της γλυκό. Μπήκα στο σπίτι. Έκλεισα την πόρτα. Ένα χέρι με έσπρωξε βίαια προς την μεριά του καναπέ. Ήταν ο Θωμάς με έναν άλλον γεροδεμένο άντρα. Άρχισαν να με χτυπάνε. Δεν πρόλαβα καν να αντιδράσω. Έπεσα κάτω. Άρχισαν να με κλωτσάνε στο κορμί. Από τους πόνους λιποθύμησα. Δεν κατάλαβα πόσο ήμουν έτσι. Μου έριξαν νερό στο κεφάλι και συνήλθα λίγο. Ύστερα ακολούθησαν χαστούκια.
- Άκου να σου πω, τσογλανάκο! Σου είπα μακριά από την αδερφή μου. Την επόμενη φορά που θα την ξαναπλησιάσεις, θα σε σκοτώσω. Κατάλαβες;
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Δεν είχα επιλογή. Ύστερα έφυγαν. Ήμουν σε πολύ κακό χάλι. Πήρα τηλέφωνο κάτι παιδιά για βοήθεια, αλλά δεν τους βρήκα. Κάλεσα το 166. Ήρθε. Κατέληξα στο ΚΑΤ. Οι ζημιές που μου προκάλεσαν ήταν «καλές». Δυο σπασμένα πλευρά και κάταγμα στη μύτη. Χτυπημένος άσχημα στο γόνατο που χειρουργήθηκα το καλοκαίρι. Θυμάμαι ότι με φρόντιζαν οι συγγενείς των άλλων ασθενών όσο ήμουν στο νοσοκομείο. Με λυπήθηκαν οι άνθρωποι, όταν τους είπα ότι δεν έχω κανέναν. Εκεί γνωρίστηκα και με την κα Φαίδρα. Τη γιατρό που με είχε αναλάβει. Μάλιστα την μέρα που έπαιρνα εξιτήριο, μπόρεσε και ήρθε μαζί μου, μέχρι να βρω ταξί. Ήταν καλός άνθρωπος.
Όταν έφτασα στο σπίτι, πήρα τηλέφωνο την Καίτη. Μια κοπέλα που σπουδάζαμε μαζί. της ζήτησα να έρθει. Ήρθε με τον Γιάννη, το αγόρι της, παρέα. Ένα παλληκάρι που σπούδαζε μαθηματικός, όπως η Άσπα. Είχαμε καλή φιλία με τα παιδιά. Κάναμε και πολλές φορές παρέα. Όταν είδαν το χάλι μου, έφριξαν. Η Καίτη συμμάζεψε το σπίτι που είχε τα χάλια του μετά τον καυγά.
Πέρασαν λίγες μέρες. Άρχισα να αναρρώνω. Έρχονταν διάφοροι φίλοι μου, μού έφερναν φαγητό και μου έκαναν παρέα. Συνήλθα. Τα βράδια σκεφτόμουν να βρω τρόπο να επικοινωνήσω με την Άσπα. Όσες φορές και αν την κάλεσα δεν απαντούσε. Τσατίστηκα και με εκείνη. Αν ήθελε, θα μπορούσε να κινήσει γη και ουρανό. Τι φοβόταν; Δεν γίνεται να μη μπορεί να επικοινωνήσει. Δεν απαντούσε ούτε στα κοινωνικά δίκτυα. Δεν ήξερα τι να υποθέσω. Από την άλλη φοβόμουν μην της έχουν κάνει κάτι τα αδέρφια της. Ο Θωμάς ήταν μεγάλο καθίκι, θα μπορούσε πολλά να της κάνει.
Άρχισα να πηγαίνω στο πανεπιστήμιο. Είχα αφήσει πολλές υποχρεώσεις πίσω. Όμως μου έλειπε η μικρούλα μου, την αγαπούσα. Ένιωθα ότι έχω χάσει άλλον έναν πραγματικά δικό μου άνθρωπο, ίσως το μοναδικό.
Πέρασαν δύο μήνες σχεδόν από τα γεγονότα. Ένα απόγευμα καθόμουν στο σπίτι μόνος. Ήθελα να ετοιμαστώ να βγω με μια παρέα. Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν ο κυρ Μανώλης. Μου είπε για τον «πατέρα μου» ότι είναι στο νοσοκομείο με ένα μικρό έμφραγμα. Σηκώθηκα αμέσως πήρα λίγα ρούχα σε ένα σακίδιο και έφυγα για το χωριό με το αμάξι. Έφτασα στο νοσοκομείο αργά. Μαζί του ήταν «η μάνα μου», η κα Μαρία, η κα Μαρίκα και ο παπα-Πέτρος. Από το ξύλο και μετά κούτσαινα, όποτε ζόριζα το πόδι μου σε σκάλες. Με κοίταζαν όλοι με γουρλωμένα μάτια.
- Καλησπέρα σας! Είπα με ένα χαμόγελο. Τι έγινε, ρε θηρίο; Τι έπαθες;… είπα στον «πατέρα μου», και τον χάδεψα και φίλησα στο μάγουλο.
Εκείνος με κοίταζε περίεργα· όλοι τους με κοίταζαν λες και έβλεπαν φάντασμα. Δεν περίμεναν μετά τα όσα μου έκαναν να συμπεριφέρομαι με τόση ανωτερότητα.
- Τι με κοιτάτε έτσι, βρε παιδιά; Για όνομα του Θεού, φάντασμα βλέπετε;
- Τι κάνεις Δημήτρη;… είπε πρώτη «η μάνα μου».
- Καλά, είμαι. Όσο μπορώ, καλά είμαι. Το παλεύω. Παπα-Πέτρο τι κάνετε, κα Μαρίκα;
- Καλησπέρα, είπαν και οι δύο. Ήταν πολύ ψυχροί, σοβαροί.
- Καλά πώς και ήρθες; Ήσουν στο χωριό;… ρώτησε ο πατέρας μου.
- Όχι, το απόγευμα το έμαθα και ήρθα απόψε. Από τον θείο τον Μανώλη. Μπορεί να μου φερθήκατε «άψογα», αλλά εγώ δεν είμαι από εκείνη την πάστα, που θα μάθαινε ότι ο άνθρωπος που τόσα χρόνια με μεγάλωσε σαν πατέρας και με προστάτευε έπαθε κάτι και δεν θα ερχόμουν. Δεν είμαι τόσο αχάριστος. Μπορεί να πήγαν κατά διαόλου τα πράγματα μεταξύ μας, αλλά άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Η Άσπα παπα-Πέτρο τι κάνει; Καιρό έχω να την δω. Από τότε που με έσπασε ο μπάτσος, ο Θωμάς, στο ξύλο με το άλλο το κάθαρμα.
- Εμείς δεν γνωρίζουμε τίποτα, είπε με ένα γελοίο ύφος ο παπα-Πέτρος προκειμένου να δικαιολογηθεί.
- Ε, πώς; Δεν τα είπε στην μαμάκα του ο τσολιάς;
- Πάμε να φύγουμε; είπε ο παπα-Πέτρος θέλοντας να αποφύγει την δυσάρεστη κατάσταση.
- Να με περιμένετε έξω, είπα με κοφτό τόνο. Έχω κάτι πολύ σημαντικό να σας πω. Μη φύγετε, αλλιώς θα μπω στον κόπο να έρθω από το σπίτι.
Έμεινα λίγο και έκανα παρέα στον «πατέρα μου».
- Τα παιδιά πού είναι; Η Φρόσω, ο Γιάννης;
- Ε, μεθαύριο θα έρθουν είπε κα Μαρία, «η μάνα μου».
- Καλώς. Θα περάσω αύριο καμιά βόλτα να τα πούμε. Θα φύγω τώρα και σηκώθηκα από την καρέκλα.
Το πόδι μου άρχισε να με πονάει περισσότερο. Κούτσαινα.
- Δημήτρη, κουτσαίνεις; Ρώτησε ο «πατέρας» μου.
- Ναι, δεν το ξέρατε; Τώρα το μαθαίνετε; Ρωτήστε τον παπά και θα σας πει. Ήταν θέλημα Θεού.
Βγήκα από το θάλαμο κουτσαίνοντας. Ο παπα-Πέτρος με κοίταζε κι εκείνος που κούτσαινα.
- Λοιπόν παπά, βγαίνω από τον κόπο να σε πάρω τηλέφωνο ή να έρθω από εκεί. Προτιμώ το τετ α τετ. Πάμε όμως να καθίσουμε, γιατί δεν μπορώ όρθιος. Βλέπετε ο τραμπούκος, ο γιος σας, μου άφησε καλό κουσούρι.
Πήγα πρώτος και κάθισα. Αναστέναξα από τον πόνο. Εκείνοι στέκονταν όρθιοι και κρατούσαν και ύφος. Όμως στην ματιά τους, όποιος τους ήξερε όπως εγώ, θα μπορούσε να διακρίνει και την αγωνία για το τι θα πω. Ήξεραν ότι δεν κώλωνα και ότι πάντα μηχανευόμουν διάφορα τεχνάσματα.
- Λοιπόν, σε ακούμε, Δημήτρη, είπε ο παπάς.
- Κοιτάξτε. Με την Άσπα εγώ τέρμα. Όχι πως δεν την αγαπώ. Εξακολουθώ να είμαι ερωτευμένος μαζί της και την λατρεύω όσο κανέναν στον κόσμο. Αλλά να, σκέφτομαι τι χωριό θα κάνουμε μετά από αυτό που ετοιμάζω στον μπάτσο τον αδερφό της; Να ξέρετε κατέθεσα μήνυση κατ’ αγνώστων – πράγμα που ήταν και αληθές. Φυσικά δεν έμεινα εκεί. Αν έκανα τότε μήνυση στον κανακάρη σας, ίσως να είχα νομικό κόλλημα και να μου γυρνούσε μπούμερανγκ, αφού οι μάρτυρες δεν είχαν βρεθεί ακόμα. Και υπάρχει, φυσικά, και ιατροδικαστική έκθεση. Βρέθηκαν όμως και μάρτυρες, και μάλιστα είναι από τα παιδιά που έχουν ιδιαίτερη αδυναμία στους μπάτσους. Και όλη η υπόθεση ανατέθηκε σε δικηγόρο, ο οποίος θα το τραβήξει το θέμα αρκετά. Δεν θα τη βγάλει καθαρή από μένα. Δεν ξέρει με τι κωλόπαιδο έμπλεξε. Πάντως δεν περίμενα κάτι τέτοιο από σένα που είσαι άνθρωπος του Θεού, είπα ειρωνικά. Σας θεώρησα οικογένεια, μια και από μια στιγμή και μετά στερήθηκα εντελώς την δική μου. Σας σεβόμουν και σας αγαπούσα. Κι εσείς… με καταστήσατε σακάτη. Ένας Θεός ξέρει πόσα χειρουργεία θέλω ακόμα και αν θα μπορέσω να περπατήσω ξανά όπως πριν. Ο Θωμάκος θα με πληρώσει ακριβά, χρυσάφι. Από μεθαύριο την Δευτέρα θα κάνω και ασφαλιστικά μέτρα να μη με ξαναπλησιάσει. Τώρα που έχω και τρεις μάρτυρες, που είδαν τον ξυλοδαρμό από το απέναντι κτίριο, άντε να δούμε πώς θα τη γλιτώσει. Το καλό το γλέντι τώρα αρχίζει να του πείτε.
Σηκώθηκα όρθιος. Τεντώθηκα πιάνοντας το πόδι μου που πονούσε πραγματικά.
- Αυτά σας τα λέω, γιατί το κωλόπαιδο που έχετε μπροστά σας, δεν είναι εύκολο πετσί. Την καληνύχτα μου, πάτερ! Πρεσβυτέρα τα σέβη μου… είπα κάνοντας μια ειρωνική υπόκλιση και έφυγα κουτσαίνοντας.
Έφτασα στο σπίτι μου. Άναψα ένα ηλεκτρικό σώμα, γιατί έκανε ψόφο. Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Σε λίγο δεν άργησε να με πάρει ο ύπνος. Ήμουν τόσο ταλαιπωρημένος που άργησα να ξυπνήσω.
Σηκώθηκα. Άνοιξα το ντουλάπι. Δεν είχε καφέ. Σηκώθηκα και πήγα σιγά σιγά με τα πόδια στο καφενείο του χωριού. Εκεί συνάντησα το θείο το Μανώλη. Κάθισα μαζί του στην παρέα του. Παρήγγειλα καφέδες.
- Τι κάνεις, θείε μου; Είσαι καλά;
- Καλά είμαι, βρε Δημητρό. Ήρθες τελικά, βρε ψυχή! Μπράβο. Μοιάζεις της μακαρίτισσας. Ίδιος! Εκείνη δεν κρατούσε ποτέ καμιά κακία σε κανένα. Ήταν τόσο καλή ψυχή.
- Χαίρομαι που σε βλέπω, θείε. Θέλεις να πάμε μια βόλτα από το σπίτι μου μετά;
- Ναι, θέλω, είπε με χαρά.
Ήπιαμε τον καφέ μας και φύγαμε. Μόλις έκανα να σηκωθώ, είδε ότι κούτσαινα.
- Τι έγινε, ρε Δημητρό; Τι έπαθες;
- Ε, να ναι καλά ο γιος του παπά. Αντί να μου δώσουν την παπαδοπούλα που την αγαπούσα, έβαλαν το γιο τους, τον Θωμά, και με έσπασε στο ξύλο μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Δεν βαριέσαι! Εγώ την κόρη του παπά ζήτησα, ποιμαντική ράβδο έλαβα, είπα να αστειευόμενος.
Όλα αυτά τα έλεγα φωναχτά και έβλεπα με την άκρη του ματιού μου ότι οι κουτσομπόληδες τους χωριού έστηναν αυτί. Δεν υπήρχε χειρότερο πράγμα που θα μπορούσα να του κάνω του παπά. Φύγαμε σιγά σιγά με τον θείο. Πήγαμε στο σπίτι. Μπήκαμε και καθίσαμε σε δυο καρέκλες. Κοίταζε τριγύρω. Τον έπιασε μια μελαγχολία.
- Να, βρε, εδώ σ’ αυτήν τη γωνιά σε θυμάμαι με την μάνα σου, την κα Άννα. Σε κοίμιζε και σου τραγουδούσε. Είχε πολύ γλυκιά φωνή η Αννούλα, είπε και δάκρυσε. Ξέρεις με την μάνα σου μεγαλώσαμε μαζί. Είχαμε την ίδια ηλικία. Μικρά ήμασταν αχώριστα, είχαμε μεγάλη αδυναμία ο ένας στον άλλο.
Άρχισα να τον ρωτάω λεπτομέρειες. Εκείνος ήταν τόσο περιγραφικός στις αφηγήσεις του, που με συνεπήρε εντελώς. Σε κάποια στιγμή πάλι δάκρυσε. Ξερόβηξε μια δυο φορές.
- Μα, βρε Δημητρό, δεν έρχεσαι σπίτι να φάμε; Να σε δει και η κυρά Βιβή; Σε πεθύμησε. Ξέρεις ότι όσο οι άλλοι σε απόπαιρναν, η Βιβή πάντα του έβαζε χέρι του Θανάση. Σ’ αγαπάει πολύ!
- Και δεν πάμε;
Φύγαμε. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, η κα Βιβή με αγκάλιασε.
- Δημητρό μου, τι κάνεις ψυχή μου;
- Καλά, θεία μου. Εσύ πώς είσαι;
- Καλά είμαι.
Κάθισα και έφαγα μαζί τους. Ήταν το πιο όμορφο γεύμα μετά από πολλά χρόνια. Ένιωσα μια ψυχική ζεστασιά μαζί τους. Ύστερα εξιστορήθηκα και εγώ τα πάθη μου με κάθε λεπτομέρεια. Δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους.
- Δημήτρη μου, εμείς παιδιά δεν είχαμε. Μετά το θάνατο της μάνας σου, σε ζητήσαμε για υιοθεσία. Αρνήθηκαν όλοι για τους δικούς τους λόγους. Ο παππούς, γιατί σε αγαπούσε πάρα πολύ, οι άλλοι, γιατί λιμπίζονταν την περιουσία της μάνας σου. Αλλά ο παππούς όμως, λεβέντης! Τα κανόνισε όπως έπρεπε, είπε η κυρία Βιβή.
Έφυγα αλλαγμένος από τον θείο Μανώλη. Τελικά υπήρξαν κάπου σε μια γωνιά άνθρωποι που με σκέπτονταν, με αγαπούσαν κι εμένα. Κι αυτό ήταν μου με έκανε να νιώθω ότι δεν είμαι μόνος μου τελικά, μου έδινε κουράγιο.
Πήγα από το σπίτι. Ξάπλωσα. Χτύπησε ξαφνικά το κινητό. Ήταν η Άσπα. Με έπαιρνε από το Θωμά. Προφανώς και την έβαλε ο Θωμάς. Το κατάλαβα από το ύφος της.
- Καλησπέρα, Δημήτρη!
- Μπα… μας θυμήθηκες; Τι έγινες, βρε αγάπη μου; Είσαι καλά;
- Ναι, καλά είμαι.
- Σου τα πρόφτασε ο άγιος πατέρας σου; Σου τα είπε;
Άρχισα να θυμώνω.
- Ναι, και με ρωτάει ο Θωμάς ποιοι είναι οι μάρτυρες.
- Θα τους δει στο δικαστήριο, πες του. Αλλά να σου πω… πριν μιλήσουμε για τον Θωμά, με μας τι έγινε, βρε κοπελιά; Προσπάθησα να επικοινωνήσω με χίλιους τρόπους μαζί σου. Εσύ δε νοιάστηκες ούτε πώς είμαι στην υγεία μου. Ωραία είσαι και του λόγου σου! Και μου πούλαγες αγάπες και παραμύθια. Αλλά δεν πειράζει, βρε Άσπα. Όπως είπα και στον πατέρα σου, δεν γίνεται να είμαστε μαζί. Σ’ αγαπάω ακόμα πολύ, αλλά θα σε ξεπεράσω. Και να ήθελες, δεν γίνεται να είμαστε μαζί. Πώς θα γίνει αυτό, αφού το Θωμά θα τον τραβήξω όσο δεν παίρνει στα δικαστήρια και εμείς θα είμαστε μαζί; Και να τον κάνω και κουνιάδο από πάνω; Γίνεται; Δεν γίνεται! Η μόνη περίπτωση να γίνει αυτό, θα ήταν αν εσύ έφευγες από αυτούς και τους διέγραφες όλους από οικογένεια. Αλλά ξέρεις καλά, ότι αυτό είναι αδύνατον. Δεν έχεις τέτοια κότσια. Λοιπόν να πεις στον μαλάκα ότι δεν πρόκειται να κάνω πίσω. Μπορεί στο διαμέρισμα να με σάπισε στο ξύλο και να με έστειλε στο νοσοκομείο, αλλά όπως και συ ξέρεις καλύτερα, με το κωλόπαιδο δύσκολα θα τα βγάλει πέρα, άνοιξε καλούς λογαριασμούς. Και οι μάρτυρες είναι γειτονάκια και μάλιστα από εκείνα που δεν γουστάρουν τους μπάτσους. Καταλαβαίνεις με τι καύλα θα έρθουν στα δικαστήρια; Και πες του να μην σκέφτεται σαν ηλίθιος και με ρωτάει ποιοι είναι. Γιατί; Για να τους δείρει με την παρέα του; Και το θέμα, πες του, ότι θα πάει και στην υπηρεσία του. Τα λέω σε σένα Άσπα μου, γιατί ξέρω ότι το μουνόπανο ακούει όσα λέμε, απλά δεν είναι τόσο άντρας να μου μιλήσει. Τι να κάνουμε; Μπορεί να έχει εξουσία, μπράτσα, αλλά θα καταλάβει πόσο μεγάλη μαλακία έκανε που τα έβαλε μαζί μου. Α… και κάτι τελευταίο. Η υπηρεσία του θα ενημερωθεί από βδομάδα κιόλας. Έχω τα χρήματα και ανέθεσα ήδη την υπόθεση σε δικηγορική εταιρεία. Τι νόμιζε ότι θα τον άφηνα έτσι; Θέλεις τίποτα άλλο, γλυκιά μου αγάπη;
- Όχι, απάντησε με μια φωνή που μόλις έβγαινε από το στόμα της.
- Ωραία, σε αφήνω τώρα να ξεκουραστώ, γιατί είμαι χάλια και πονάω φρικτά.
- Πού πονάς; ρώτησε με ενδιαφέρον.
- Γεια σου, Άσπα! είπα κι έκλεισα το τηλέφωνο
Με πήρε από κάτω. Δεν θα ήθελα να της μιλήσω ποτέ τόσο σκληρά. Την αγαπούσα ακόμα πολύ. Δεν ξέρω τι εξέλιξη θα υπήρχε μετά από αυτό, αλλά έπρεπε κατά κάποιον τρόπο και να την προστατέψω. Αν την άφηνα να με πλησιάσει σίγουρα θα περνούσε άσχημα με το μαλάκα τον αδερφό της.
Ύστερα σηκώθηκα και πήγα στο νοσοκομείο. Ήταν απόγευμα. Έπεσα πάνω στην επίσκεψη των γιατρών. Με το που βγήκαν τους ρώτησα. Μάλιστα έβγαλα και χαρτζιλίκωσα ένα γιατρό να τον προσέχει. Έδωσα και κάτι στις νοσοκόμες. Στην προϊσταμένη έδωσα και το κινητό μου σε περίπτωση που υπάρξει ανάγκη. Η «μάνα» μου η κα Μαρία, είδε την κίνηση που έκανα με τους γιατρούς και τις νοσοκόμες μια κι ήταν μπροστά και δεν είπε τίποτα. Έμεινε να κοιτάζει άφωνη. Όταν τελείωσαν οι γιατροί, πήγα στο θάλαμο. Άρχισα να λέω αστεία για να φτιάξω τη διάθεσή του. Βγαίνοντας να φύγω χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν η φίλη μου η Καίτη με το Γιάννη. Με πήρε να με ρωτήσει πώς είμαι. Όταν έκλεισα το τηλέφωνο, ετοιμαζόμουν να τους χαιρετήσω. Εκεί άκουσα τον διπλανό ασθενή να λέει:
- Λεβεντιά, το παλικάρι! Ήρθε νύχτα από την Αθήνα. Να τον χαίρεσαι τον γιο σου! Έναν έχεις;
- Όχι, είπε, έχω κι έναν ακόμα και μια κόρη. Σπουδάζουν στη Θεσσαλονίκη, είπε ο «πατέρας μου».
Τους χαιρέτησα και βγήκα. Έφυγα. Στο δρόμο πέρασα από το σπίτι της Γωγώς. Σταμάτησα πιο κάτω. Σκεφτόμουν να χτυπήσω το κουδούνι, δίστασα στην αρχή. Το χτύπησα.
- Ναι, ποιος είναι απάντησε εκείνη.
- Ένας μαθητής, είπα. Μπορείτε να μου ανοίξετε, γιατί είμαι με το ποδήλατο, βρέχει και θα βραχώ;
- Ρε κωλόπαιδο! Είπε και άνοιξε αμέσως.
Μόλις έφτασα στο διαμέρισμα είχε ανοίξει την πόρτα και όρμησε και με αγκάλιασε. Μπήκαμε μέσα. Εκείνη είχε αδυνατίσει. Είχε αρχίσει να περιποιείται το σώμα της. φορούσε ένα κοντό σορτς. Έφτιαξε καφέ και έβγαλε και κάτι κουλούρια. Αρχίσαμε να μιλάμε. Της είπα για τις περιπέτειές μου. Εκείνη μου είπε ότι κατάφερε μετά από χρόνια να έχει ένα δεσμό με κάποιον, αλλά στράβωσε. Έμεινα αρκετά. Μου πρότεινε να φάμε μαζί. Έφτιαξε μπριζόλες. Η Γωγώ ήξερε να μαγειρεύει τέλεια. Φάγαμε και καθίσαμε στο σαλόνι. Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε να την πειράξω.
- Να σου πω, βρε Γωγώ, με τον αρχιμανδρίτη τι έκανες;
Σε μια στιγμή έμεινε, δεν κατάλαβε αμέσως την ερώτηση. Ύστερα ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
- Έλα, πες μου, τι έκανες; Συνέχισα.
- Έφυγε από το σχήμα της εκκλησίας. Τον ξούρισα.
- Δεν σε πιστεύω, αποκλείεται. Εσύ ήσουν θρήσκα.
- Τι θες, ρε βλαμμένε, να σου τον δείξω;
- Ναι, αλλιώς δε σε πιστεύω.
- Ε, να λοιπόν, βλαμμένε… είπε και παραμέρισε το σορτς δείχνοντας το μουνί της.
Την άρπαξα στα χέρια μου και τη φίλησα. Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Ήρθε και μου άφησε μια πετσέτα. Ύστερα πήγα στο δωμάτιο. Πήγε κι εκείνη στο μπάνιο και βγήκε σε ένα τέταρτο. Ήρθε γυμνή στο δωμάτιο. Η Γωγώ είχε αδυνατίσει και είχε αποκτήσει ένα όμορφο σώμα. Έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει. Ξάπλωσα πίσω. Άρχισε μια απολαυστική πίπα. Τον έπαιρνε ολόκληρο μέσα στο στόμα της. Πότε πότε τον έβγαζε και με κοιτούσε με λάγνο ύφος στα μάτια. Με καβάλησε και τον πήρε μέσα της βαθιά. Άρχισε να χοροπηδάει. Ύστερα τη γύρισα και την έβαλα από κάτω. Της σήκωσα τα πόδια μου στους ώμους και άρχισα να τη γαμάω με δύναμη. Έχυνε βογκώντας πολύ δυνατά. Την έστησα στα τέσσερα και άρχισα το σπρώξιμο. Η κωλάρα της φανταστική μετά το αδυνάτισμα. Τον έβγαλα και έχυσα πάνω στον κώλο της.
Βγήκε και πλύθηκε, για να μην λερώσει τα σεντόνια, μου είπε. Όλο το βράδυ εκείνο ξεσκιστήκαμε στο γαμήσι. Πραγματικά είχα τόση ένταση μέσα μου που η συνεύρεσή μου με τη Γωγώ ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσα να κάνω.
Την άλλη μέρα το πρωί πήγα στο χωριό. Πήγα στο σπίτι. Χτύπησε το τηλέφωνό μου. ήταν η κα Βιβή με τον κ. Μανώλη. Με κάλεσαν πάλι για φαγητό. Πήγα με χαρά, γιατί οι άνθρωποι ήταν πολύ ανοιχτοί μαζί μου. Μετά το τραπέζι πιάσαμε κουβέντα για τα περασμένα. Μπορεί να με πονούσαν, αλλά όταν τα συζητούσα μαζί τους, ένιωθα να ξαλαφρώνω. Με την κουβέντα μού έλεγαν περισσότερε πληροφορίες για την μάνα μου, και μου άρεσε, μου άρεσε να μαθαίνω γι’ εκείνη.
Το απόγευμα έφυγα. Πέρασα και άναψα το καντηλάκι του παππού και της μάνας μου. Έφυγα για το νοσοκομείο πάλι. Έφτασα. Εκεί βρήκα και το Γιάννη και τη Φρόσω.
- Καλησπέρα σας, είπα με ένα άνετο ύφος.
- Καλησπέρα, είπαν κι εκείνοι με ψυχρό ύφος, όπως πάντα.
- Τι κάνετε παιδιά, πώς είστε;
- Καλά, απάντησε μουτρωμένη η Φρόσω.
Βγήκα και βρήκα τον γιατρό. Μίλησα μαζί του. Έμαθα για την πορεία του «πατέρα μου». Τη μεθεπόμενη θα έβγαινε από το νοσοκομείο. Δεν κάθισα πολύ αυτή τη φορά. Τους χαιρέτησα τυπικά και έφυγα. Πήγα πάλι από την Γωγώ. Όλο το βράδυ δεν κάναμε τίποτα άλλο παρά σεξ μέχρι αναισθησίας. Όταν ήμουν με αυτήν τη γυναίκα ξεχνούσα τα πάντα.
Την άλλη μέρα πήγα στο σπίτι μου. Συμμάζεψα το σπίτι και τα πράγματά μου. Έπρεπε να φύγω για την Αθήνα. Πριν όμως ξεκινήσω για την Αθήνα πέρασα από τον θείο μου τον Μανώλη και τη θεία Βιβή. Με παρηγορούσε πολύ που θα είχα να χαιρετήσω κάποιον, όταν έφευγα για την Αθήνα. Εκείνοι δε με άφησαν να φύγω νηστικός. Κάθισα μαζί τους και έφαγα.
- Δημητρό μου, είπε η θεία μου, εμείς σε θεωρούμε παιδί μας. Ο Μανώλης μου έλεγε πάντα ότι ήσουν χρυσό παιδί, άσε τι έλεγαν οι άλλοι. Η πόρτα αυτού του σπιτιού θα είναι πάντοτε ανοιχτή για σένα, καμάρι μου.
- Σας ευχαριστώ, είπα και χαμήλωσα συγκινημένος το βλέμμα μου.
- Το είδες γυναίκα; Έτσι που χαμήλωσε το βλέμμα, ίδιος η καημένη η Αννούλα είναι.
Η ώρα πέρασε ευχάριστα. Τους χαιρέτησα και έφυγα. Έφτασα στην Αθήνα. Μπήκα στο σπίτι. Έκανα ένα ντους και ξάπλωσα. Πήρα τηλέφωνο τον θείο Μανώλη να του πω ότι έφτασα καλά. Άνοιξα την τηλεόραση και χάζευα να περάσει λίγο η ώρα και να πέσω να κοιμηθώ. Πήρα ένα μήνυμα από την Άσπα.
«Δημήτρη μου, πρέπει να βρεθούμε να μιλήσουμε.»
Το σκέφτηκα λίγο. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι καμιά παγίδα από τον αδερφό της.
«Είμαι ακόμα στο χωριό με τον πρώην πατέρα μου που έπαθε έμφραγμα. Διέφυγε τον κίνδυνο. Όταν με το καλό έρθω, αν το θέλεις και εσύ θα σε συναντήσω μέσα στο πανεπιστήμιο. Είδες τι έπαθα όταν βρεθήκαμε έξω; Συμβαίνει κάτι; Τι ακριβώς θέλεις;»
«Αυτά θα τα πούμε από κοντά.»
«ΟΚ. Όταν έρθω θα σου στείλω μήνυμα να βρεθούμε.»
Έπεσα για ύπνο. Ήμουν πολύ κουρασμένος. Το πρωί σηκώθηκα νωρίς και έφυγα για την σχολή. Έφαγα όλη τη μέρα εκεί. Έπρεπε να τακτοποιήσω πολλές υποχρεώσεις γιατί έμειναν πίσω από τα τελευταία γεγονότα. Εκεί βρήκα ένα φίλο μου, τον Νίκο. Ήμαστε στο ίδιο τμήμα. Σε ένα διάλειμμα που με είδε να κουτσαίνω, με ρώτησε. Και εκεί του τα είπα όλα.
- Πάντως καλά σκέφτηκες να της κλείσεις ραντεβού σε χώρο του πανεπιστημίου. Εδώ και να έρθει δεν θα μπορέσει να κάνει τίποτα, ο μαλάκας.
Οι μέρες περνούσαν. Έβαλα τα πράγματα σε κάποια τάξη. Ήταν αργά το βράδυ. Ήμουν με μια παρέα έξω για φαγητό. Σκέφτηκα ότι ήταν καιρός να πάρω την Άσπα τηλέφωνο. Εξάλλου ήθελα να ακούσω τη φωνή της, για λίγο έστω. Την πήρα. Απάντησε αμέσως. Εκείνη μου είπε ότι ήταν με μια φίλη της στο κέντρο. Μου είπε ότι ήθελε να με δει. Της ζήτησα να έρθει στην Πλάκα που καθόμαστε με την παρέα μου. Δέχτηκε αμέσως.
Σε κάποια στιγμή την είδα να έρχεται με την φίλη της. Πλησίασε στην παρέα.
- Καλησπέρα, κορίτσια! Καθίστε! είπα και σηκώθηκα.
Πήρα δύο καρέκλες από διπλανά τραπέζια. Κάθισαν κοντά μου. Η Άσπα ήταν μαζεμένη.
- Λοιπόν, κούκλα μου, είπα χαμηλόφωνα. Τι θέλεις να μου πεις; Τη ρώτησα σε μια στιγμή.
- Θέλω να βρεθούμε οι δυο μας. Πρέπει να μιλήσουμε.
- Καλώς. Θέλεις να μιλήσουμε αργότερα απόψε;
- Ναι, όταν φύγουμε.
- Εσύ πώς και βγήκες απόψε; Πήρες έξοδο; Είπα με ειρωνικό ύφος.
- Μην με ειρωνεύεσαι σε παρακαλώ.
- Τέλος πάντων. Έχουμε τόσο καιρό να βρεθούμε και συμπεριφερόμαστε πια σαν ξένοι. Το έχεις καταλάβει, πιστεύω, ε;
Έσκυψε το κεφάλι. Ύστερα άρχισαν και οι κοπέλες από την παρέα να της μιλάνε. Ξεχαστήκαμε θαρρώ για λίγο. Αρχίσαμε να κάνουμε αστεία. Την έβλεπα που γελούσε και μου φαινόταν ακόμα πιο όμορφη. Η ώρα πέρασε και φύγαμε. Η Νατάσα βρήκε παρέα να φύγει με τα άλλα τα παιδιά. Μείναμε οι δυο μας. Σηκωθήκαμε τελευταίοι. Όταν με είδε να κουτσαίνω μαζεύτηκε.
- Γιατί κουτσαίνεις;
- Δεν κουτσαίνω ρε χαζό, χορευτική φιγούρα είναι. Με δουλεύεις, βρε Άσπα; Δεν ρωτάς τον αδερφό σου καλύτερα; Από το ξύλο που έφαγα έχω μεγάλη ζημιά στο γόνατο. Είναι πολύ πιθανόν να χρειαστεί και νέο χειρουργείο. Εξαρτάται από την μετέπειτα πορεία, το πώς θα εξελιχτεί. Έχω σοβαρή ζημιά, δεν αποκλείεται να μου μείνει για πάντα κουσούρι.
Καθίσαμε σε ένα πεζούλι. Δε μιλούσαμε. Σε κάποια στιγμή γυρίζω και την κοιτάζω. Με κοιτούσε σκυθρωπή.
- Λοιπόν, θα μου πεις τι με ήθελες; Έχεις κανένα μήνυμα από τον μπάτσο τον αδερφό σου;
- Όχι! Για μάς ήθελα να μιλήσουμε.
- Μάλιστα. Ξαφνικά σου ήρθε μετά από δυόμισι μήνες; Τόσες μέρες κατάκοιτος στο νοσοκομείο, μόνος μου, δεν νοιάστηκες. Με πείραξε αυτό. Πολύ. Δεν το περίμενα από σένα. Τι φοβόσουν; Είσαι πια ενήλικη.
- Ο αδερφός μου με πίεζε πάρα πολύ. Και οι άλλοι από το χωριό. Μου είχαν γίνει όλοι στενός κορσές. Τι νομίζεις ότι περνάω καλά μαζί τους;
- Όχι, το ξέρω ότι δεν περνάς καλά, αλλά δεν έκανες τίποτα. Απολύτως. Τι να πω;
- Σ’ αγαπάω, είπε και έσκυψε το κεφάλι.
- Δεν νομίζω. Απλά έχεις ενοχές και θέλεις να ξαλαφρώσεις. Αυτό είναι Άσπα. Αυτό είναι. Όταν ξένοι άνθρωποι, που δεν τους γνώριζα καθόλου, με περιποιούνταν στο νοσοκομείο, δεν ξέρεις πώς ένιωθα. Ούτε οικογένεια, ούτε κανέναν. Τα άλλα τα γαϊδούρια ήξεραν για το γεγονός. Όταν το είπα στο νοσοκομείο, που με είδαν να κουτσαίνω, έκανα πώς δεν ήξεραν όλοι τους. Δεν τους πίστεψα. Τους ξέρω καλά. Κι ο πατέρας σου, καλός φαρισαίος και αυτός! Ξέρεις ότι δεν είμαι κανένας ηλίθιος. Μια ζωή είμαι στην επιβίωση. Έκανα το παπί, γιατί δε με έπαιρνε. Τώρα όμως που βρήκα μάρτυρες, ο αδερφός σου ίσως και θα πρέπει να βρει αλλού δουλειά. Θα τον ξεσκίσω.
- Δημήτρη, συγνώμη!
- Τι να την κάνω; Σ’ αγαπούσα πολύ, αλλά εσύ… έλεγες πως μ’ αγαπάς. Δεν το είδα, ρε Άσπα! Δε λέω, από μικρή ήσουν δίπλα μου, αλλά όταν σοβάρεψαν οι καταστάσεις, την έκανες με ελαφρά πηδηματάκια. Μπορείς να μου δώσεις το κινητό του αδερφού σου;
- Τι το θέλεις;
- Το θέλω.
- Όχι, Δημήτρη! Ο Θωμάς σκοπεύει να έρθει να σε βρει πάλι και να σε χτυπήσει. Σε παρακαλώ, Δε θέλω να πάθεις κι άλλο κακό.
- Δεν θα πάθω κακό. Απλά, τότε δεν τον περίμενα. Τώρα θα του στρώσω εγώ το χαλί.
- Τι θα κάνεις Δημήτρη; Γιατί δεν δίνεις τόπο στην οργή;
Εκνευρίστηκα.
- Να δώσω τόπο στην οργή; Πώς να ξεχάσω κάτι τέτοιο, ε;… είπα υψώνοντας τη φωνή μου. Πώς, όταν ο πόνος με επισκέπτεται κάθε ώρα, σε κάθε κίνηση που πάω να κάνω ως φυσιολογικός νέος άνθρωπος;
- Φοβάμαι, ρε Δημήτρη! Φοβάμαι! Είπε και άρχισε να κλαίει. Δεν το καταλαβαίνεις; Αυτός απειλεί ότι θα σε σκοτώσει. Από την μέρα που του είπες για τα δικαστήρια, δεν περνάει μέρα να μην τσακώνεται μαζί μου. Με βρίζει, μια μέρα με χαστούκισε κιόλας. Όταν έμαθα ότι είσαι στο νοσοκομείο τσακώθηκα μαζί του. Με χτύπησε και τότε, βρε Δημήτρη!
Έσκυψε το κεφάλι και έκλαιγε. Τότε κατάλαβα ότι ήμουν πολύ σκληρός μαζί της, ίσως και άδικα τόσο θυμωμένος. Ξεκινήσαμε να περπατάμε προς το Σύνταγμα. Σε μια στιγμή άπλωσε το χέρι της και έπιασε το δικό μου.
- Να μπορούσα να ξεφύγω από όλα αυτά!
Σταμάτησα. Την κοίταξα στα μάτια. Έπιασα και το άλλο της χέρι.
- Μπορείς! Μπορείς να ξεφύγεις.
- Όχι, Δημήτρη, φοβάμαι!
- Τι;
- Τις αντιδράσεις τους. Κοίτα τι σου έκανε ο Θωμάς. Ο Χρήστος, ο άλλος μου αδερφός είναι παντελώς αδιάφορος. Πού να στηριχθώ;
- Πάνω μου! Εγώ πού στηρίχθηκα νομίζεις; Πάνω σου στηρίχτηκα. Όταν όλα συνωμοτούσαν εναντίον μου, η παρηγοριά μου ήσουν εσύ και ο παππούς. Μου έφτανε μια κουβέντα σου, ένα χαμόγελο, ένα χτύπημα στην πλάτη· κι έπαιρνα κουράγιο και πάλευα με τα σκυλιά και έβγαινα νικητής. Εγώ, δεν σου φτάνω, βρε Άσπα; Τι άλλο θέλεις; Έλα τώρα μαζί μου! Φύγε!
Προχωρήσαμε λίγο ακόμα δεν μου απάντησε στα τελευταία ερωτήματα. Θύμωσα, αλλά δεν το έδειξα. Ήξερα ότι την πίεζαν και από τη στιγμή που ο μαλάκας ο Θωμάς έκανε αυτό που έκανε σε μένα, της ήταν πολύ δύσκολο. Φτάσαμε στο σύνταγμα. Στο Μετρό που χωριστήκαμε την αγκάλιασα σφιχτά και την φίλησα! Γύρισα με τα πόδια στο σημείο που είχα το αμάξι. Έφυγα στο σπίτι μου.
Όλο το βράδυ ήμουν σκεπτικός. Ύστερα θύμωσα και με μένα. Μου φάνηκε ότι την παρακαλάω. Δυο μήνες και δεν βρήκε μια ευκαιρία να ρωτήσει πώς είμαι, τι κάνω; Ένιωσα μια μεγάλη πίκρα να πλημυρίζει την ψυχή μου. Την άλλη μέρα σηκώθηκα. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Θωμάς.
- Να σου πω, έμαθα ότι απειλείς τους δικούς μου. Πρόσεξε καλά μαζί μου, κωλοπαίδι, εντάξει;
- Σιγά, ρε Θωμά, με τρόμαξες, μην τα λες έτσι απότομα. Για να αφήσεις αυτό το μαλακισμένο την αδερφή σου ήσυχη, σου λέω ότι το κοριτσάκι είναι για λύπηση έτσι πως το καταντήσατε και εσύ, ο φαρισαίος με τα ράσα και η σιγανοπαπαδιά η κα Μαρίκα, η μάνα σου. Εμένα, τσολιά μου, δε με τρομάζεις. Μόλις έφυγα από το σπίτι. Είμαι στο δρόμο για το δικηγόρο. Σήμερα θα κατατεθούν προσφυγές εναντίον σου. Κατάλαβες; Θα γίνει αναφορά και στην υπηρεσία σου. Και τους δικούς σου δεν τους απείλησα. Τώρα αν θέλεις, μπορείς να μου κάνεις και μήνυση για απειλή. Εγώ έχω στο κινητό ηχογραφημένη τη συζήτηση που έκανα μαζί τους. Κατάλαβες; Λοιπόν, σταμάτα να ασχολείσαι τόσο πολύ μαζί μου. Θα πάω στον εισαγγελέα και θα ζητήσω προστασία για τη ζωή μου. Αν όλη αυτή η εξέλιξη σε ευχαριστεί, μπορείς να την κάνεις και χειρότερη. Και κατέβα λίγο από το καλάμι που καβάλησες. Με σακάτεψες για τα καλά και δεν θα καθίσω με σταυρωμένα χέρια· θα το πληρώσετε όλοι σας ακριβά. Όσο για την αδερφούλα σου, ξίνισε το γλυκό, χάρισμά σου. Δώσ’ το να το φάει κανένας άλλος. Σε αφήνω τώρα, γιατί έφτασα στο δικηγόρο μου. Θα ενημερωθείς υπηρεσιακά πλέον.
Εκείνος έμεινε άφωνος. Δεν περίμενε τέτοια ψύχραιμη αντιμετώπιση. Έκλεισα το τηλέφωνο. Καταλάβαινα ότι το πόκερ που παίζω μαζί τους είναι επικίνδυνο. Αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Βγήκα στο κέντρο να πάρω κάποια πράγματα. Ύστερα κάθισα μόνος μου στο σύνταγμα για ένα καφέ μια και το πόδι μου δεν επέτρεπε πολλά. Πήρα τηλέφωνο κάτι παιδιά. Κανονίσαμε να βρεθούμε για λίγο στο σύνταγμα. Ήταν κι εκείνοι στα μαγαζιά. Τα παιδιά ήρθαν και πέρασα μια δυο ώρες ευχάριστα μαζί τους. Σε μια στιγμή ο Μηνάς μου λέει.
- Δημήτρη, ο θείος μου είναι δικηγόρος. Θέλεις να πάμε μια από το γραφείο του, να τον συμβουλευτείς. Πρόσεξε, γιατί ο Θωμάς δουλειά του είναι να ασχολείται με τέτοια τραβήγματα. Δε χάνεις τίποτα. Αν θέλεις μπορώ και τώρα να τον πάρω τηλέφωνο. Έξαλλου το γραφείο του είναι εδώ κοντά στο κέντρο.
Κι έτσι έγινε, πήγαμε την ίδια μέρα. Ο θείος του Μηνά με καλοδέχτηκε. Του εξήγησα ακριβώς τι έγινε. Μου σύστησε να μην τραβηχτώ σε δικαστήρια. Η σύστασή του ήταν να κοιτάξω την υγεία μου και τη σχολή μου πρώτα. Αν με ξαναενοχλούσαν τότε μου υπέδειξε τι να κάνω ακριβώς με το θέμα. Έφυγα από το γραφείο. Στο δρόμο στοχαζόμουν αυτά που μου είπε. Μου έδωσε συμβουλές, τι να έκανα αν με απειλούσε ξανά ο μπάτσος. Σε έσχατη ανάγκη θα αναλάμβανε εκείνος. Στην τελική κατάλαβα ότι είχε απόλυτο δίκιο. Στο τέλος θα έχανα, αν το συνέχιζα. Το άλλο που με πλήγωνε όμως ήταν η Άσπα.
Πήγα στο σπίτι μου. Ήμουν πτώμα στην κούραση. Την άλλη μέρα είχα ραντεβού με το γιατρό. Τελικά γλίτωσα το χειρουργείο. Κανόνισα θεραπείες αντί για επέμβαση. Ήμουν πολύ ανακουφισμένος.
Περνούσε ο καιρός και σιγά σιγά, το πόδι μου συνερχόταν. Άρχισα να περπατάω κανονικά χωρίς να κουράζομαι.
Ήταν απόγευμα Παρασκευής. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Είχα σκοπό να πάω στο χωριό. Ήθελα να τα περάσω εκεί με το θείο Μανώλη. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Γωγώ.
- Γεια σου, Δημήτρη!
- Ωπ! Τι ευχάριστη έκπληξη είναι αυτή; Τι κάνεις είσαι καλά;
- Καλά είμαι! Στην Αθήνα είμαι.
- Να συναντηθούμε. Τι λες;
- Ναι, γι’ αυτό σε πήρα. Λοιπόν;
- Πού είσαι;
Μιλήσαμε λίγο ακόμα και κανονίσαμε να βρεθούμε στον Πειραιά. Πήρα το αμάξι και πήγα. Συναντηθήκαμε μπροστά στο Δημοτικό Θέατρο. Ήταν μαζί με μια φίλη της, τη Λένα. Πήγαμε σε ένα καφέ στη πλατεία. Καθίσαμε και λέγαμε διάφορα. Εγώ άρχισα τα αστεία με σκοπό να τις κάνω να γελάνε.
- Λοιπόν τι έκανες με το πόδι σου; Με ρώτησε σε κάποια στιγμή.
- Τι να κάνω; Θεραπείες. Ευτυχώς είμαι πολύ καλύτερα. Τώρα μπορώ και γυμνάζομαι και αυτό με βοηθάει αρκετά. Πλέον δεν πονάω όταν ανεβαίνω σκάλες.
- Χαίρομαι!
Η κουβέντα συνεχίστηκε χαλαρά. Σε κάποια στιγμή η Λένα πήγε στην τουαλέτα. Τότε η Γωγώ άρπαξε την ευκαιρία.
- Λοιπόν, θέλεις να βρεθούμε οι δυο μας;
- Θα πείραζε οι τρεις μας;… της είπα με ένα υπονοούμενο;
- Τι έγινε ρε κωλόπαιδο; Σου αρέσει το Λενάκι;
- Ναι, ωραία γκόμενα είναι. Γιατί όχι. Εγώ πώς ικανοποίησα τις δικές σου φαντασιώσεις.
- Πρέπει πρώτα να πληρωθώ προκαταβολικά. Ύστερα θα δω τι μπορώ να κάνω. Κι αυτή σκασμένη είναι. Έχει πάνω από χρόνο να δει χαρά στα σκέλια της.
- Ωραία, θα κανονίσουμε για την προκαταβολή και μετά για το άλλο εντάξει;…
είπα μια και είδα την Λένα να έχει έρθει στο τραπέζι. Καθίσαμε λίγο ακόμα. Η Λένα ήταν ωραίος τύπος. Την έκανα λίγο μικρότερη από την Γωγώ. Το σώμα της το πρόσεχε. Είχε πολύ χιούμορ κι αυτό της πρόσθετε μια γοητεία. Αργότερα φύγαμε. Εγώ έφτασα στο σπίτι και ξάπλωσα.
Δεν πέρασε μισή ώρα και χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Γωγώ.
- Να σου πω, τι λες απόψε να έρθω για την προκαταβολή που λέγαμε;
- Ναι, αμέ! Έλα. Σε περιμένω, είπα και της έδωσα την διεύθυνση.
Σε μισή ώρα ήταν κάτω από το σπίτι μου. Χτύπησε. Της άνοιξα. Με το που μπήκε έπεσε πάνω μου και με φιλούσε. Σε λίγο ήταν γυμνή εντελώς. Και με φιλούσε. Πέταξε σαν λυσσάρα τα ρούχα της στο πάτωμα. Κατέβασα τη φόρμα που φορούσα και έβγαλα τον πούτσο μου. την έβαλα να γονατίσει. Της τον έδωσα στο στόμα.
- Θέλω να μου πάρεις πίπα, βαθιά και να σε χύσω στο λάρυγγα. Έχω να γαμήσω από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε.
- Ό,τι πεις, αγόρι μου… είπε και τον έχωσε βαθιά στο στόμα της.
Άρχισε ένα αισθησιακό γλείψιμο. Το απολάμβανε και το έδειχνε. Τον έχωνε όσο πιο βαθιά μπορούσε. Ύστερα τον έβγαλε και άρχισε το γλείψιμο από το πλάι. Άρχισε να μου γλείφει τα αρχίδια μου, έπαιζε με την γλώσσα της. Με είχε ανάψει για τα καλά. Δεν άντεχα άλλο. Θα έχυνα. Το κατάλαβε από τις αντιδράσεις μου. Πήρε τότε τον πούτσο μου βαθιά και άρχισε να τον ρουφάει. Με τα χέρια της μου χάιδευε τα αρχίδια. Έχυσα στο στόμα της. Άφηνε τα χύσια μου να τρέχουν και μου τον έπαιζε ταυτόχρονα. Συνέχισε μέχρι που δεν είχα άλλη σταγόνα να βγάλω και ο πούτσος μου άρχισε να μαλακώνει. Την έπιασα από το χέρι. Άρχισα να την φιλάω στο στόμα ύστερα έσκυψα και άρχισα να παίζω με τα βυζιά της. Εκείνη βογκούσε από καύλα. Έβαλα το δάχτυλό μου στο μουνί της. Ήταν μούσκεμα από την καύλα. Την ξάπλωσα στον καναπέ και την έβαλα να σηκώσει τα πόδια της. Άρχισα να της γλείφω τα εξωτερικά μουνόχειλα. Εκείνη σπαρταρούσε από την καύλα. Από τη σχισμή του μουνιού της έτρεχαν υγρά. Με την άκρη της γλώσσας μου άρχισα να αγγίζω ανεπαίσθητα την κλειτορίδα της. Η μέση της ταλαντευόταν από την καύλα. Βογκούσε και αναστέναζε. Ρούφηξα την κλειτορίδα της και άρχισα να την πιπιλάω. Το έκανα αρκετά λεπτά. Έχωσα δύο δάχτυλα μέσα στο μουνί της και άρχισα να τη γαμάω.
- Χύνω, Δημήτρη μου… χύνω!
Έχυσε δυνατά τα υγρά της πλέον είχα ποτίσει τον καναπέ μου. Συνέχισα αυτό το ξέφρενο πιπίλισμα. Η αίσθηση της κλειτορίδας στο στόμα μου μου άρεσε. Έχωσα την γλώσσα μου ανάμεσα στα μουνόχειλα της. Άρχισα να οργώνω τον μουνί της. να ρουφάω τα ζουμιά της, να χώνω την γλώσσα μου μέσα έξω μέσα στην καυλωμένη μούνα της. Της έχωσα το δάχτυλό μου στην κωλοτρυπίδα της. Έχυσε για ακόμα μια φορά δυνατά. Ύστερα αγκαλιαστήκαμε.
- Σου άρεσε;
- Ήταν τέλειο μου λέει. Ήταν υπέροχο!
- Που να δεις στη συνέχεια της λέω.
Χαμογέλασε.
Σηκωθήκαμε και πήγαμε στο μπάνιο. Μπήκα στην ντουζιέρα. Ήρθε κι εκείνη. Αρχίσαμε να σαπουνίζουμε ο ένας τον άλλον. Η αίσθηση ήταν υπέροχη. Ακουμπούσαμε τα κορμιά μας καθώς έτρεχε το ζεστό νερό πάνω μας. Ο πούτσος μου σηκώθηκε. Εκείνη με κοίταξε πονηρά. Άπλωσε το χέρι της και τον έπαιξε μια δυο φορές. Ύστερα ακούμπησε στα πλακάκια του τοίχου και τούρλωσε ναζιάρικα τον κώλο της. Μπήκα μέσα στο υγρό μουνί της. Άρχισα να τη γαμάω αργά. Το απολαμβάναμε. Θέλαμε να κρατήσει. Μετά άρχισα να την γαμάω πιο γρήγορα. Μας άρεσε. Τον έβγαζα και τον κάρφωνα με δύναμη. Βγήκαμε από την ντουζιέρα και σκουπιστήκαμε. Πήγαμε στο σαλόνι. Εκείνη άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε ένα λιπαντικό. Την ξάπλωσα ανάσκελα. Έβαλα τα πόδια της να τα κρατάει. Πήρα δύο μαξιλάρια και τα έβαλα κάτω από την μέση της. η σούφρα της και το μουνί της πόζαραν καρτερικά για τον πούτσο μου. Πήρα λιπαντικό και έβαλα αρκετό στη σούφρα της. Έπαιξα αρκετά με τα δάχτυλά μου ώστε να ανοίξει. Ύστερα τον κάρφωσα πάλι στο μουνί. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά, μέχρι να νιώσω ότι έχυνε. Τον έβγαλα και τον ακούμπησα στη σούφρα της. Σφίχτηκε.
- Μην σφίγγεσαι! Χαλάρωσε, γιατί δεν έχω σκοπό να σε λυπηθώ αν πονάς. Θα σε ξεσκίσω κανονικά.
Έβαλα με απαλές κινήσεις το πουτσοκέφαλό μου στον κώλο της. Άρχισα τα μπρος πίσω. Τον έχωνα μέχρι τη μέση. Εκείνη άνοιγε τα κωλομάγουλα της. Άρχισα να τον χώνω ολόκληρο. Τη γαμούσα αλύπητα με όση δύναμη μπορούσα.
- Πονάς;
- Λίγο, αλλά δεν πειράζει. Η καύλα αγόρι μου είναι τόσο δυνατή που μου αρέσει πολύ. Ξέσκισέ με παλικάρι μου!
Συνέχισα αρκετά. Ύστερα την έστησα στα τέσσερα. Τον έχωσα μέσα της πάλι σιγά στην αρχή. Άρχισα να μπαινοβγαίνω. Όσο πήγαινα και πάλι το έχωνα όλο και περισσότερο. Ο πούτσος μου τεντώθηκε. Ήθελα να χύσω. Έχυσα μέσα της δυνατά. Άδειασα εντελώς. Ανασηκώθηκε γύρισε προς σε εμένα και με φίλησε στο στόμα.
Εκείνο το βράδυ με ξεζούμισε εντελώς. Κάποια στιγμή αποκοιμήθηκα. Κοντά στα χαράματα με ξύπνησε με μια ωραία πίπα. Όπως ήμουν ανάσκελα κάθισε πάνω μου και άρχισε να ανεβοκατεβαίνει στον πούτσο μου. Απορούσα με τις αντοχές της δεν παραπονέθηκε ότι κουράστηκε. Μισή ώρα γαμιόταν πάνω μου. Με έφτασε και πάλι στο τέρμα, έχυσα στο μουνί της. Από το πολύ γαμήσι εκείνης της βραδιάς τα χύσια μου ήταν λίγα. Ύστερα ξάπλωσε κι εκείνη δίπλα μου.
- Λοιπόν σήμερα θα φύγω γιατί είμαι καλεσμένη σε τραπέζι. Θα έρθω την Κυριακή το μεσημέρι, αν θέλεις και εσύ.
- Ωραία! Δεν έχω αντίρρηση μια και φεύγεις τη Δευτέρα. Αλλά όχι μόνη σου όμως, εντάξει;
- Με ποιον άλλον να έρθω;
- Τη Λένα. Δεν είπαμε ότι θα μου τη φέρεις να σας πηδήξω παρέα;
- Δεν είμαι σίγουρη αν θέλει.
- Εκείνη ξέρει για μας;
- Ναι, όλα τα ξέρει.
- Ωραία, τότε να βρεις μια πρόφαση να τη φέρεις και μετά βλέπουμε τι κάνουμε.
Ξημέρωσε Κυριακή. Εγώ σηκώθηκα κατά τις 10 το πρωί. Έκανα ένα μπάνιο και έφτιαξα καφέ. Ύστερα πήρα την Γωγώ στο τηλέφωνο. Δεν μου απάντησε. Δεν έδωσα παραπέρα σημασία. Ξαφνικά άκουσα το κουδούνι. Από το συμβάν με τον Θωμά, φοβόμουν και διπλοκλείδωνα. Κοίταξα το ματάκι. Ήταν η Γωγώ με την Λένα. Άνοιξα. Πέρασαν μέσα. Έφτιαξα δύο καφέδες. Καθίσαμε και αρχίσαμε τα αστεία για να φτιάξει η ατμόσφαιρα, μια και η Λένα ήταν λίγο συνεσταλμένη. Τότε σκέφτηκα να μπω κατευθείαν στο ψητό.
- Λοιπόν, Λένα μου, θα σου πω κάτι για την φίλη σου, που θα σκάσεις στα γέλια. Όταν είχαμε την πρώτη σεξουαλική μας επαφή, στην αρχή νόμισα ότι πάω με ηγούμενο, το μουνί της ήταν λες και ήταν στόμα από ηγούμενο. Είδα και έπαθα να την βάλω να το ξυρίσει. Είχε κάτι τρίχες μια πιθαμή.
Η Λένα ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Το ίδιο και η Γωγώ.
- Δεν πιστεύω να είσαι και εσύ τόσο φανατική με τη θρησκεία;
- Όχι, είπε μέσα στα γέλια.
- Πώς δεν μπορεί κάποιο κουσούρι της θα έχεις. Τι φίλες είστε;
- Τι θες ρε κωλόπαιδο να σου δείξουμε τα μουνιά μας είπε η Γωγώ;
- Σήκω πάνω να σε δω, είπα στη Λένα.
Εκείνη σηκώθηκε μέσα στα γέλια. Την έπιασα και την έβαλα να κάνει μία γύρα. Ύστερα την έπιασα και άρχισα να τη φιλάω στο στόμα. Δεν αντέδρασε. Απλά λίγο κόμπλαρε στην αρχή κι ύστερα άρχισε κι εκείνη να με φιλάει με πάθος. Ένιωσα την Γωγώ να με αγκαλιάζει από πίσω και να μου χουφτώνει τον πούτσο που είχε ήδη σηκωθεί. Με μια κίνηση έβγαλα το μπλουζάκι που φορούσα. Έβγαλα την μπλούζα της Λένας. Έμεινε με ένα μαύρο σουτιέν που κρατούσε τα πεταχτά βυζιά της. Η Γωγώ ήταν ήδη γυμνή πίσω μου και με αγκάλιαζε. Η αίσθηση των βυζιών της στην πλάτη μου με εξίταρε.
Σε λίγο ξεγυμνωθήκαμε και οι τρεις. Αγκάλιαζα και χάιδευα και τις δύο και εκείνες αντάλλασσαν γλωσσόφιλα μαζί μου. Ξάπλωσα ανάσκελα στον καναπέ και έπεσαν με λύσσα πάνω στον πούτσο μου. Τον ρουφούσαν εναλλάξ η μια και η άλλη. Η Λένα σηκώθηκε και έχωσε με την μία τον πούτσο μου στο μουνί της. άρχισε να χοροπηδάει. Μέσα στα πρώτα λεπτά έχυσε με έναν απίστευτο οργασμό. Ανασηκώθηκε και τη θέσης της πήρε η Γωγώ. Εκείνη με καβάλησε έχοντας πλάτη σε μένα. Έβλεπα τον πούτσο μου αν χώνεται μέσα της βαθιά και το απολάμβανα. Σε λίγο την έστησα στα τέσσερα. Άρχισα να την γαμάω δυνατά. Η Λένα είχε στηθεί κι εκείνη στα τέσσερα πάνω στην πολυθρόνα και κουνούσε ναζιάρικα τον κώλο της. Βγήκα από την Γωγώ και τον κάρφωσα κατευθείαν στην Λένα. Εκείνη είχε εκστασιαστεί από την καύλα. Έβλεπα τη σούφρα της να μην κλείνει εντελώς καθώς την γαμούσα σε εκείνη τη στάση.
- Γωγώ, βγάλε λίγο το λιπαντικό!
- Μη… τι πας να κάνεις; Είπε η Λένα.
- Πάψε, θα σου αρέσει, της είπα.
Πήρα το λιπαντικό από το χέρι της Γωγώς και έβαλα αρκετό στον κωλοτρυπίδα της. Έχωσα το ένα δάχτυλο μέσα στον κώλο της και άρχισα να τον παίζω για να χαλαρώσει. Ταυτόχρονα κάρφωσα τον πούτσο μου μέσα στο μουνί της και την γαμούσα. Τον έβγαλα και τον κεντράρισα στη σούφρα της. Έσπρωξα σιγά σιγά και το πουτσοκέφαλο μαζεύτηκε λίγο και εισχώρησε μέσα στην ροδέλα της. Έριξα και άλλο λιπαντικό και άρχισα να μπαινοβγαίνω. Σιγά σιγά στην αρχή. Ύστερα τον έχωνα περισσότερο. Εκείνη ήταν μαζεμένη στην αρχή ύστερα που συνήθισε η τρύπα της, άρχισα να την γαμάω πιο δυνατά.
Τον έβγαλα και την έπιασα από το χέρι. Ξάπλωσα στον καναπέ και της ζήτησα να καθίσει πάνω μου χώνοντάς τον στον κώλο της. Το έκανε. Άρχισε μόνη της να βρίσκει έναν ρυθμό που να μην πονάει. Με το χέρι της μαλάκιζε την κλειτορίδα της. Έχυσα ξανά. Σηκώθηκε. Η Γωγώ πήρε ένα μωρομάντηλο και σκούπισε τον πούτσο μου αρκετά. Ύστερα έβαλε λιπαντικό και τον πήρε στον κώλο της κι εκείνη. Συνέχισε μέχρι που έχυσε δυνατά και φωνάζοντας. Συνέχισα ο πούτσος είχε γίνει ξύλο από την ηδονή. Πλησίαζα να χύσω. Βγήκα από τη Γωγώ και τις έβαλα να γονατίσουν. Δε χρειάστηκε να τον παίξω καθόλου. Έχυσα στα πρόσωπά τους. Εκείνες με κοιτούσαν με ένα καυλιάρικο βλέμμα και οι δυο.
Κάθισα στον καναπέ. Εκείνες σηκώθηκαν και πήγαν στο μπάνιο. Βγήκαν και καθίσαμε λέγοντας διάφορα αστεία. Μέχρι το πρωί της Δευτέρας κοιμηθήκαμε ελάχιστα. Ξεθεωθήκαμε στο γαμήσι. Το πρωί έπρεπε να φύγει η Γωγώ. Την πήγα μέχρι τη Λένα και ύστερα στο ΚΤΕΛ. Εγώ γύρισα με την Λένα στο σπίτι της. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα, και γύρισα στο σπίτι. Έπεσα για ύπνο, που τόσο είχα ανάγκη.
Το απόγευμα ξύπνησα και ήμουν κομμάτια από την κούραση. Την άλλη μέρα είχα διάβασμα. Πραγματικά δε σήκωσα κεφάλι όλες τις μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα.
Παραμονές των Χριστουγέννων, ετοιμάστηκα να πάω στο χωριό. Θα έφευγα το απόγευμα. Έφτιαξα δυο αυγά και έφαγα και έπειτα ήπια καφέ. Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η Άσπα.
- Γεια σου, Δημήτρη!
- Γεια σου, Άσπα! Πώς και με θυμήθηκες, ρε ψυχή;
- Ο Θωμάς ρωτάει τι έκανες με εκείνα που είπες.
- Φέρ’ τον στο τηλέφωνο, είπα κοφτά.
Εκείνος ήρθε στο τηλέφωνο.
- Γεια σου, Θωμά!
- Γεια! Είπε με μια φωνή που έλειπε ο τσαμπουκάς που είχε παλιότερα.
- Με πήρες για να μάθεις τι θα κάνω; Έμαθα ότι έχεις κι άλλα υπηρεσιακά προβλήματα.
Εδώ έριξα άδεια να πιάσω γεμάτα. Αμέσως σκέφτηκα για να είναι τόσο «χεσμένος» αυτός στο τηλέφωνο «κάποιο λάκκο έχει η φάβα». Έμεινε σιωπηλός.
- Κοίτα, μετά από τις συμβουλές του δικηγόρου μου, σκέφτηκα να μην σε κυνηγήσω ποινικά. Το να σε καταστρέψω και να μείνεις χωρίς δουλειά δε με συμφέρει. Θα καταθέσω αγωγές και θα ζητήσω αποζημιώσεις. Οπότε θα δουλεύεις για να με πληρώνεις. Τι λες; Δεν είναι καλή σκέψη; Μου έκανες μόνιμη ζημιά και δεν θα σου το συγχωρήσω. Κατάλαβες; Μόνο μην κάνεις τη μαλακία και με πλησιάσεις, τότε την γάμησες. Τώρα αν προκύψουν κι άλλα ποινικά προβλήματα, τι να σου πω; Κατάλαβες; Δώσε μου την Άσπα, του είπα επιτακτικά.
Η Άσπα πήρε το τηλέφωνο.
- Μιλάς με ανοιχτή ακρόαση;
- Ναι!
- Κλείσε την και πήγαινε στο δωμάτιό σου. Θέλω να σου μιλήσω ιδιαίτερα και όχι μπροστά στον Θωμά.
Πήγε στο δωμάτιο. Άκουσα την πόρτα που έκλεισε.
- Είμαι στο δωμάτιο. Δημήτρη μου, σ’ αγαπάω. Δεν έπαψα. Και θέλω να φύγω από εδώ.
- Ωραία! Να σου πω, θα πας στο χωριό για Χριστούγεννα;
- Ναι, σήμερα φεύγω. Θα πάρω ταξί να πάω στο ΚΤΕΛ.
- Ωραία, πήγαινε και μη βγάλεις εισιτήριο. Θα περάσω να σε πάρω με το αμάξι. Κι εγώ φεύγω σήμερα για το χωριό.
- Καλώς, είπε.
Κλείσαμε. Σε μιάμιση ώρα ήμουν στο ΚΤΕΛ. Την είδα να περιμένει με το σακίδιό της και μια βαλίτσα.
Κατέβηκα πήρα τα πράγματά της. Δεν ήθελε, για να μην ζορίσω το πόδι μου. Μόλις τα έβαλα στο πορτμπαγκάζ, έπεσε στην αγκαλιά μου και έβαλε τα κλάματα. Την ηρέμησα.
Μπήκαμε στο αμάξι και φύγαμε για το χωριό. Στο δρόμο μου είπε ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν άλλο με τον αδερφό της. Εκείνος είχε υπηρεσιακά προβλήματα πολλά λόγω της συμπεριφοράς του. Ήταν πολύ ζορισμένος. Η Άσπα ήθελε να φύγει από το σπίτι του.
- Κοίτα, Άσπα. Δε θα τον κυνηγήσω καθόλου τον αδερφό σου. Δεν είναι στο χαρακτήρα μου. Το λέω σε εσένα. Απλά παίζω κι εγώ το παιγνίδι μου, δεν ξέρεις τι κωλόπαιδο είμαι; Δε θα χαραμίσω τη ζωή μου γι’ αυτόν. Αυτός, ως μπάτσος, μέσα στα τραβήγματα θα είναι μια ζωή. Αλλά, μωρό μου, ας αλλάξουμε κουβέντα. Αρκετά με τη μιζέρια!
Μετά άλλαξα θέμα στην κουβέντα μας. Ήθελα να την κάνω να χαίρεται. Ήμασταν τόσο χαρούμενοι και οι δύο. Σταματήσαμε σε μια στιγμή να τσιμπήσουμε κάτι.
- Κοίτα, αγάπη μου, λέω να το τελειώνουμε. Σ’ αγαπώ, με αγαπάς και για μένα αυτό έχει σημασία. Λέω να κάνω την κίνησή μου.
- Τι σκέφτεσαι; Τρομάζω, ρε Μήτσο μου, όταν βλέπω αυτό το ύφος σου. Σίγουρα κάτι μηχανεύεσαι.
- Πάντα μηχανεύομαι. Μόνο που θέλω αύριο να βρεθούμε και να πάμε για ψώνια.
- Τι θέλεις να ψωνίσεις;
- Ρούχα.
Συνεχίσαμε το ταξίδι μας. Φτάσαμε στο χωριό. Πήγαμε από το σπίτι της. Κατέβηκε και πήγε στο σπίτι της. Η Άσπα με την κουβέντα μού έδειξε ότι άρχισε να παίρνει λίγο θάρρος. Άρχισε να με εμπιστεύεται όπως παλιά.
Πήγα στο σπίτι μου που ήταν παγωμένο. Άναψα ένα ηλεκτρικό σώμα και έπεσα για ύπνο. Την άλλη μέρα σηκώθηκα νωρίς. Στην αποθήκη υπήρχε μια σόμπα πετρελαίου, την έβγαλα και κατάφερα να τη φτιάξω. Πετάχτηκα στην πόλη και αγόρασα μπουριά. Την έβαλα να δουλεύει όλη τη μέρα. Έτσι το σπίτι μπόρεσε να είναι κατοικήσιμο. Ύστερα πέρασα και από το θείο μου το Μανώλη.
- Δημήτρη μου, είπε η θεία Βιβή. Αύριο που είναι Χριστούγεννα μην τυχόν και δεν έρθεις!
- Θα έρθω θεία μου, θα έρθω. Ένας από τους σοβαρούς λόγους που ήρθα για Χριστούγεννα στο χωριό είναι γιατί θέλω να είμαι μαζί σας.
Πήρα το αυτοκίνητο και πήγα και περίμενα την Άσπα στην πλατεία. Ήρθε. Μόλις μπήκε μέσα με φίλησε στο μάγουλο.
- Ξέρεις, μας είδε ο μπαμπάς. Θα έχουμε προβλήματα.
- Μη φοβάσαι τίποτα.
Πήγαμε και αγόρασα ρούχα για μένα. Αγόρασα και ένα ωραίο φόρεμα και παπούτσια για την Άσπα. Ήταν τον δώρο της για τα Χριστούγεννα. Η Άσπα πήγε και στο κομμωτήριο και έφτιαξε τα μαλλιά της.
Το πρωί χαράματα σηκώθηκα σαν καλός Χριστιανός. Πήγα από τη θεία και φύγαμε με το αμάξι και οι τρεις για την εκκλησία. Μπήκαμε μέσα ως οικογένεια. Ο θείος με τη θεία μου καμάρωναν σαν γύφτικα σκεπάρνια που ήμουν μαζί τους, λες και ήμουν γιος τους. Σταθήκαμε κάπου όλοι μαζί και με είχαν στη μέση. Στην εκκλησία συναντήσαμε και τον «πατέρα μου» με όλη την οικογένειά του. Όλοι τους μαγκώθηκαν, όταν με είδαν με τον θείο Μανώλη. Όταν σχόλασε η εκκλησία, δώσαμε τις ευχές μας ο ένας τον άλλον όπως συνηθιζόταν στο χωριό. Πλησίασα την Άσπα.
- Χρόνια πολλά, αγάπη μου… είπα φωναχτά χωρίς να νοιαστώ αν με ακούνε οι άλλοι ή όχι.
- Χρόνια πολλά, Δημήτρη μου…
είπε κι εκείνη δείχνοντας ένα πρωτόγνωρο θάρρος αγκαλιάζοντάς με μπροστά στον κόσμο. Φύγαμε για το σπίτι. Πέρασα υπέροχα μαζί τους όλη τη μέρα σχεδόν. Το απόγευμα που καθόμαστε και πίναμε καφέ, τους έσκασα το μυστικό.
- Κοιτάτε, αύριο θα πάω να ζητήσω την Άσπα σε γάμο. Κι αν δεν μου την δώσει με το καλό ο ιερεύς, την παίρνω με το ζόρι, τι λέτε;
- Παιδί μου, φοβάμαι, είπε η θεία μου.
- Μην φοβάσαι, βρε Βιβή. Ο Δημητρός ξέρει τι κάνει, είπε ο θείος μου. Έξυπνος είναι και το λέει η καρδιά του. Είναι άντρας…
και χαμογέλασε με ικανοποίηση. Το βράδυ έφυγα για το σπίτι. Μίλησα με την Άσπα. Εκείνη το ήθελε, αλλά είχε απλά την αγωνία της. Την άλλη μέρα μετά την εκκλησία ήξερα ότι ήταν στο σπίτι του παπά, και οι «δικοί μου». Τους κάλεσε ο παπάς. Φόρεσα ένα κουστούμι και πετάχτηκα και πήρα μια ανθοδέσμη. Πήγα πάλι από τη θεία και έφαγα. Ύστερα πήγα στου παπά. Χτύπησα το κουδούνι. Έτρεξε και μου άνοιξε η Άσπα.
- Καλησπέρα, Αυτά είναι για την ομορφιά σου… είπα και της έδωσα τα λουλούδια.
- Σε ευχαριστώ πολύ.
Εκείνη έλαμπε από χαρά, αλλά είχε όμως και μια αγωνία.
- Καλησπέρα και χρόνια πολλά, είπα σε όλους.
- Όλοι ήταν μαγκωμένοι. Ήξεραν ότι κάτι έχω να σκαρώσω, ίσως και να το υποπτεύονταν.
- Καλησπέρα, είπαν όλοι μαζί μουδιασμένα.
- Κάθισε, είπε η Άσπα παίρνοντας την πρωτοβουλία μια και οι άλλοι τα είχαν χαμένα.
Τράβηξε μια καρέκλα δίπλα στη δική της και μου είπε να καθίσω. Ο παπάς έβραζε από τα νεύρα του. Ο Γιάννης και η Φρόσω με κοιτούσαν σαν χάνοι. Οι δικοί μου τα είχαν χαμένα. Η Άσπα πήρε ένα καθαρό ποτήρι και μου έβαλε κρασί. Όσο η Άσπα με περιποιούταν έτσι, οι άλλοι έβραζαν από τα νεύρα τους. Σήκωσα το ποτήρι και έκανα μια τυπική πρόποση. Δε μίλησε κανένας.
- Ίσως αισθάνεστε όλοι άβολα με την ξαφνική μου επίσκεψη. Δεν το συνηθίζω να πάω κάπου απρόσκλητος και το γνωρίζετε πολύ καλά όλοι σας. Κι επειδή δεν μου αρέσει να μασάω τα λόγια μου, σήμερα ήρθα εδώ με έναν τίμιο σκοπό. Σηκώθηκα όρθιος και κοίταξα τον παπα-Πέτρο.
- Παπα-Πέτρο, ζητάω το χέρι της Άσπας. Επίσημα. Νομίζω ότι αρκετά υπέφερε κι εκείνη και εγώ. Καιρός να μπει ένα τέρμα σε όλον αυτόν τον παραλογισμό.
Με κοίταζε με ένα υπεροπτικό ύφος.
- Οι σπουδές σου τελείωσαν; Δουλειά έχεις; Πώς θα πορευτείτε έτσι έρμος που είσαι; Όχι! Η απάντηση είναι όχι· δεν σου τη δίνω!
- Το περίμενα ότι θα αρνηθείτε, πίστευα να μου το αρνηθείτε με λίγο τακτ, αλλά κοιτάξατε να με προσβάλετε πρώτα. Θα σας απαντήσω στα τρία αυτά ερωτήματα που μου θέσατε. Οι σπουδές μου πάνε καλά, μαθήματα δε χρωστάω και θα τελειώσω στο χρόνο μου τη σχολή. Όσο για την δουλειά, έχω. Και βγάζω τα διπλά και παραπάνω από τον καθένα σας. Και αν δε με σακάτευε ο γιος σας, θα δούλευα παράλληλα με τις σπουδές μου. Δεν είμαι από αυτούς που φοβούνται τη δουλειά και με ξέρετε όλοι σας πολύ καλά. Όσο για το έρμος… παρ’ όλο που οι εκλεκτοί καλεσμένοι σας φρόντισαν με πάθος γι’ αυτό, ανακάλυψα πώς υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που με αγαπάνε· και τους αγαπάω και εγώ. Πέρασα ελάχιστα μαζί τους, αλλά ένιωσα άνθρωπος ανάμεσα σε ανθρώπους. Δεν νιώθω έρμος μαζί τους, αλλά ότι έχω οικογένεια. Κι έτσι νιώθουν κι αυτοί, με νιώθουν δικό τους παιδί, και θα είμαι το παιδί τους από τώρα και πέρα. Τώρα, όσον αφορά το σκοπό για τον οποίο ήρθα, σας λέω τούτο. Εγώ την Άσπα θα την πάρω. Είναι ενήλικη πια. Μπορεί να αποφασίσει μόνη της. Δε μπορείτε να κάνετε κάτι. Πετάχτηκε η παπαδιά με αγριεμένο ύφος.
- Παίρνω το Θωμά να έρθει και τότε θα δεις, κωλόπαιδο!
- Μην κάνετε τον κόπο, κα Μαρίκα. Τον παίρνω εγώ τώρα, είπα και έβγαλα το κινητό μου βάζοντάς το σε ανοιχτή ακρόαση.
Χτύπησε δυο τρεις φορές. Το σήκωσε.
- Έλα, Θωμά, ο Δημήτρης είμαι, το κωλόπαιδο· ξέρεις.
- Και τι θέλεις;… είπε με ένα ψυχρό ύφος.
- Συμφωνία.
- Δηλαδή;
- Κοίτα, ήρθα να ζητήσω το χέρι της Άσπας από του γονείς σας επίσημα. Μου το αρνήθηκαν και με απείλησαν ότι θα σε φωνάξουν να με δείρεις πάλι. Θα κάνεις κάτι τέτοιο, ρε Θωμά;
Σώπασε για λίγο.
- Δεν είναι στις αρχικές προθέσεις μου, αλλά πρόσεξε, είπε έχοντας ένα ύφος στην φωνή του, που μου φαινόταν πια μόνο γελοίο.
- Κοίτα, αν μου δώσεις την συγκατάθεσή σου, ως αδερφός που είσαι, θα ξεχάσω όλα όσα έγιναν. Ούτε καν αγωγή δεν θα σου κάνω. Και εσύ θα είσαι ήρεμος στην υπηρεσία σου, θα κοιτάξεις τα παιδάκια σου, την οικογένειά σου. Ε, τι λες ρε Θωμά; Αξίζει όλο αυτό; Λοιπόν, μου δίνεις τη συγκατάθεσή σου ως μεγάλος αδερφός που είσαι;
Έμεινε λίγο σιωπηλός. Οι άλλοι μας κοιτούσαν αμήχανοι.
- Λοιπόν, ρε κουνιάδε, τι θα γίνει, θα την τερματίσουμε όλη αυτή τη βλακεία, να ζήσουμε ανθρώπινα, χωρίς βλακώδη προβλήματα και να κοιτάξουμε τις δουλειές μας και το σπίτι μας;
- Τέλος πάντων, σου τη δίνω.
- Ποια;
- Την συγκατάθεσή μου, είπαμε.
- Σε ευχαριστώ, ρε Θωμά. Όταν με το καλό επιστρέψω στην Αθήνα, θα σε πάρω να βγούμε οικογενειακά να σας κάνω το τραπέζι. Ξέρω και ξέρεις ότι στην ουσία δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα.
Κλείσαμε. Τους κοίταζα με ένα βλέμμα υπεροψίας και χαμογελούσα. Ο παπάς έβραζε από τα νεύρα του. Το ίδιο και η παπαδιά. Οι δε «δικοί μου», μου φαίνονταν τόσο γελοίοι όσο ποτέ, αφού με κοιτούσαν όλοι σαν χάνοι. Γύρισα λίγο προς την Άσπα και την έπιασα από το χέρι.
- Κορίτσι μου όμορφο, έχεις έτοιμα τα πράγματά σου;
Κοίταξε για μια στιγμή προς την μάνα και τον πατέρα της.
- Λυπάμαι, που θα σας απογοητεύσω. Το Δημήτρη τον αγαπώ. Πολύ όμως. Και μαζί του δεν φοβάμαι τίποτα και κανέναν. Άλλος στη θέση του, με όσα του κάνατε όλοι σας εδώ, θα είχε λυγίσει. Αυτός όμως είναι άντρας με άλφα κεφαλαίο και νιώθω σιγουριά δίπλα του. Ναι, Δημήτρη μου, έτοιμα τα έχω. Πάμε, είπε και πήγε στο δωμάτιο και πήρε το σακίδιο και τη βαλίτσα της.
Πήρα τα πράγματά της να μην σηκώνει βάρος. Ο παπάς σηκώθηκε όρθιος.
- Σε διαγράφω από παιδί μου, δεν θέλω να σε ξέρω… ούρλιαξε κατακόκκινος από το θυμό.
Δεν είπαμε τίποτα. Η παπαδιά είχε κι εκείνη σοκαριστεί. Δεν περίμεναν τέτοιο άδειασμα από το Θωμά. Θεωρούσαν ότι ο Θωμάς θα ήταν ένα φόβητρο για μένα. Τους χαιρέτησα με ένα ξερό «Αντίο σας, κυρίες και κύριοι και χρόνια πολλά!».
Πήγαμε στο σπίτι μου. Όλο το βράδυ δε σταματήσαμε να κάνουμε έρωτα. Η Άσπα όλο το βράδυ δεν έπαυε να μου λέει πόσο ευτυχισμένη είναι. Την άλλη μέρα σηκωθήκαμε κατά τις δέκα μέσα στις γλύκες. Ήπιαμε ένα καφεδάκι και ετοιμαστήκαμε. Η Άσπα φόρεσε το φόρεμα που της πήρα. Ήταν μια κούκλα σε ομορφιά. Την πήρα και πήγαμε στον θείο Μανώλη. Μόλις την είδαν μαζί μου, την αγκάλιασαν σαν παιδί τους.
- Καλώς τα, τα παιδιά μου… ξεφώνισε μα χαρά η κα Βιβή.
- Τους την πήρα, θείε μου! Δεν σας είπα ότι θα σας φέρω νύφη; Άσπα μου, να σε συστήσω στην καινούργια οικογένειά μου, στους ανθρώπους που με αγαπάνε πραγματικά και τους αγαπώ κι εγώ. Αυτοί είναι οι γονείς μου… είπα με το που μπήκαμε μέσα.
Όλες τις γιορτές τις περάσαμε μαζί τους κι ήταν υπέροχα. Ένιωθα πλέον την θεία και τον θείο οικογένειά μου, το ίδιο κι εκείνοι.
Το καλοκαίρι πάλι ανέλαβα μεσίτης. Η προηγούμενη εμπειρία με βοήθησε και έβγαλα περισσότερα χρήματα. Δίπλα μου είχα την Άσπα μου, το κορίτσι της ζωής μου. Μετά το τέλος της σεζόν ενημέρωσα ο ίδιος τον παπά, ότι ήθελα να επισπεύσω το γάμο. Δεν ήθελε να μας δει ζωγραφιστούς. Πίστευα ότι με τον καιρό θα το δεχόταν, θα μαλάκωνε. Θύμωσα κι εγώ τότε. Φεύγοντας από το σπίτι του, βλαστήμησα μέσα μου από τα νεύρα. Στο δρόμο σκεφτόμουν και πήρα τις αποφάσεις μου. Γράψιμο αυτός, γράψιμο κι εγώ.
- «Τραγόπαπα! Θα έπρεπε να κοκκινίζεις. Άνθρωπος του Θεού να σου πετύχει!», σκεφτόμουν από μέσα μου.
Παντρευτήκαμε σε ένα μικρό εκκλησάκι στο χωριό της θείας μου. Στο γάμο δεν ήρθαν ούτε οι «δικοί μου». Όμως δίπλα μας, ως γονείς, είχαμε την κα Βιβή και τον κ. Μανώλη οι οποίοι ένιωθαν λες και πάντρευαν τα δικά τους τα παιδιά. Μια μέρα ο θείος Μανώλης, συναντήθηκε με τον κυρ Θανάση και του τα έψαλε κανονικά για τη στάση του απέναντί μου. Τον εξευτέλισε μπροστά σε όλο το καφενείο.
Με την Άσπα τελειώσαμε τις σπουδές μας και γυρίσαμε στο χωριό μας. Με τα μεσιτικά ασχολούμαστε πια κάθε χρόνο, αφού μας αφήνουν καλό και γρήγορο κέρδος. Εγώ άνοιξα και γραφείο ως μηχανικός. Τώρα έχουμε τρία παιδάκια. Την Αννούλα, τον Μανώλη και την Βιβή. Ο θείος και η θεία έχουν ξεμωραθεί μαζί τους. Είναι ο παππούς και η γιαγιά για τα παιδιά μας, αλλά και ο πατέρας και η μάνα για μένα και το κορίτσι μου.
Με τους «δικούς μου» δεν αναθερμάνθηκαν οι σχέσεις μας μέχρι σήμερα, ούτε και με τον παπα-Πέτρο. Και η Άσπα από σεβασμό τους μιλάει πολύ τυπικά, χωρίς να έχει πολλά-πολλά. Από την πλευρά τη δική μας προτιμάμε να μην ασχολούμαστε μαζί τους. Έχουμε δουλειά, σπίτι, οικογένεια, κτήματα και πάνω από όλα, η Άσπα εμένα και εγώ αυτή.
Copyright protected OW ref: 185112
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.