Προηγούμενο μέρος: Το ξέσκισμα της κουμπάρας
Κατόπιν των εκκλήσεων ορισμένων, επανέρχομαι για το δεύτερο μέρος της συγκλονιστικής παρτούζας που έζησε η φίλη μας η Αντωνία το βράδυ που έγινε κουμπάρα με την κολλητή της. Είχαμε αφήσει τη διήγηση στο σημείο που, αφότου ξεσκίσαμε και οι 5 φίλοι από μία φορά το μουνάκι και το κωλαράκι της, τη βάλαμε να κάνει ένα ντους με την προαναγγελία ότι θα ακολουθήσει κι άλλος γύρος στο ξενοδοχείο.
Όση ώρα πλενόταν, οργανώσαμε τη διαφυγή μας. Οι καλεσμένοι είχαν σε μεγάλο βαθμό αραιώσει, δεν ήταν όμως απλό πράγμα να βγάλουμε από το χώρο την κουμπάρα ουσιαστικά γυμνή χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι. Θα φεύγαμε όλοι με το επταθέσιο αμάξι του Γιώργου, το μόνο που μας χωρούσε όλους. Έφυγε πρώτος, μαζί με τον Ανδρέα, να το φέρουν από το πάρκινγκ ακριβώς στην έξοδο του κτήματος.
Η Αντωνία βγήκε μετά από περίπου είκοσι λεπτά, τυλιγμένη με μια πορτοκαλί πετσέτα. Οι ώμοι και το μισό της στήθος ακάλυπτα, με τα βρεγμένα μαύρα της μαλλιά να πέφτουν στην πλάτη της. Η πετσέτα έφτανε να καλύψει μόνο ψηλά στους μηρούς της. Οι γυμνές ποδάρες της μας προσέφεραν ένα υπερτέλειο θέαμα. Αυτό όμως που με καύλωνε περισσότερο ήταν το γεγονός πως ήταν ξυπόλητη. Συμπλήρωνε τόσο ιδανικά αυτή την αίσθηση αδυναμίας που με πώρωνε. Ήταν δικιά μας να την κάνουμε ό, τι θέλουμε.
Το σχέδιο λειτούργησε άψογα. Οι λίγοι καλεσμένοι που είχαν μείνει βρίσκονταν είτε στα τραπέζια είτε στην πίστα. Ο Κώστας κι ο Παντελής, όπως είχαμε συνεννοηθεί, βγήκαν και φρόντισαν να απασχολήσουν όσους από τους εναπομείναντες υπήρχε περίπτωση να ψάχνουν την Αντωνία και μπορεί να μας έβλεπαν. Όταν έδωσαν το σήμα, τράβηξα την Αντωνία από το χέρι και ξεκινήσαμε γρήγορα για την έξοδο. Πριν βγούμε της υπενθύμισα στο αυτί πως αν την έπαιρνε κανένα μάτι, ξυπόλητη και τυλιγμένη με μια πετσέτα στη δεξίωση του γάμου, αυτή θα γινόταν πρώτη ρεζίλι, άρα αυτήν κατά βάση συνέφερε να μη μας έβλεπε κανείς. Δεν απάντησε τίποτα και μόλις ξεκινήσαμε δεν έφερε αντίσταση.
Μόλις τα γυμνά της πόδια πάτησαν το γρασίδι του κέντρου, ένιωσα τον πούτσο μου να ανυψώνεται ξανά. Την άφησα να κάνει έτσι τη μισή διαδρομή, έπειτα τη σήκωσα στον αέρα και την πήγα μέχρι την έξοδο. Για να φύγουμε πιο γρήγορα, αλλά ήταν κι ευκαιρία να τη χουφτώσω ακόμα λίγο. Ο Γιώργος είχε φέρει το αμάξι εκεί, όπως είχαμε συνεννοηθεί. Άνοιξα τις πίσω πόρτες, πέταξα την Αντωνία στην αγκαλιά του Ανδρέα και κάθισα στη θέση του συνοδηγού. Δύο λεπτά μετά ήρθαν ο Κώστας κι ο Παντελής, κάθισαν από πίσω και ξεκινήσαμε.
Δεν προλάβαμε να κάνουμε 100 μέτρα κι οι πίσω άρχισαν να τη χουφτώνουν. Μάλιστα την έβαλαν να ξαπλώσει πάνω στα πόδια τους, όπως κάθονταν, με τρόπο που οι γυμνές, ξυπόλητες ποδάρες της ήταν τεντωμένες και σε πλήρη θέα. Μας έδιναν κανονικό οφθαλμόλουτρο, όπως χούφτωναν τα μπούτια της, η πετσέτα όμως συνέχιζε να καλύπτει το υπόλοιπο σώμα. Ο Κώστας δεν κρατήθηκε και άρχισε να βάζει δάχτυλο στο μουνάκι της, το οποίο όπως μας είπε ήταν υγρό. Βλέπαμε τα χέρια τους να οργώνουν το σώμα της, η πετσέτα όμως εκεί, στη θέση της! Η δε Αντωνία, που μέχρι τότε ήταν ανέκφραστη και σιωπηλή, έβγαζε μικρές κραυγούλες όποτε τα δάχτυλα του Κώστα εισχωρούσαν μέσα της. Μέχρι να φτάσουμε στο ξενοδοχείο πήγα να τρελαθώ, την είχαν από πίσω και τη χαίρονταν κι εγώ μπορούσα μόνο να βλέπω και να καυλώνω περισσότερο!
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο, την κατεβάσαμε και την περάσαμε από το έρημο χωλ. Πήραμε από τη ρεσεψιόν το κλειδί, άφησα και στο ρεσεψιονίστ ένα 50ρικο για να εξασφαλίσω την εχεμύθειά του. Μπήκαμε και οι έξι στο μεγάλο ασανσέρ, μέχρι να φτάσουμε στον τρίτο έβλεπα το βλέμμα της να παίρνει μια έκφραση τρόμου και καύλας, καθώς αναρωτιόταν τι θα ακολουθούσε. Όταν άνοιξε η πόρτα κι ο Κώστας τη σήκωσε και την έριξε στον ώμο του άρχισε να αντιδρά, κουνούσε πάνω κάτω τις πατούσες της ζητώντας με τον τρόπο της να επανέλθει στο έδαφος. Πόσο περισσότερο μπορούσε να με τρελάνει;
Μπήκαμε στο δωμάτιο κι ο Κώστας την πέταξε στο κρεβάτι. Η πετσέτα άνοιξε, συνέχιζε όμως να την καλύπτει.
- Ετοιμάσου τσουλίτσα να φας όσο γαμήσι δεν έχεις φάει όλη σου τη ζωή. Θα φτάσουμε όλες σου τις τρύπες στο όριo τους.
- Θα θυμάσαι για πάντα αυτό το γάμο, το μεγαλύτερο ξέσκισμα της ζωής σου.
- Λες ο Θωμάς σου να κοιμάται και να σε βλέπει στον ύπνο του να παρτουζώνεσαι;
Ο Γιώργος της τράβηξε επιτέλους την πετσέτα και αποκάλυψε ξανά το τέλειο κορμί της. Τα ολοστρόγγυλα βυζάκια της, η αδύνατη κοιλίτσα με τον περιποιημένο αφαλό, το ξυρισμένο της μουνάκι και τα σφιχτά μπουτάκια ήταν στη διάθεσή μας. Της ορμήσαμε κι οι πέντε, χουφτώναμε και ρουφούσαμε όπου υπήρχε χώρος. Ξεκίνησα από τις ρωγίτσες της, πολύ καυλιάρικες, τις πιπιλούσα και τις έγλειφα. Σειρά είχε ο αφαλός της, τον φιλούσα και έχωσα τη γλώσσα μου πειράζοντάς τον. Παράλληλα χούφτωνα τα μπουτάκια της, που μετά το ντους που έκανε ήταν τόσο τρυφερά. Τελευταίο στη σειρά, το μουνάκι της. Υγρό και λαχταριστό, για εμένα. Έχωσα μέσα του τη γλώσσα μου, έπαιζα με την κλειτορίδα της και τη ρουφούσα με λαιμαργία. Η Αντωνία πλέον δε μπορούσε να συγκρατηθεί. Με πέντε στόματα και δέκα χέρια να γλεντάνε το σώμα της, δε μπορούσε να σταματήσει να ουρλιάζει από καύλα. Το μουνάκι της έτρεχε σα βρύση, ασταμάτητα.
Θα μπορούσαμε να τη χουφτώνουμε και να τη ρουφάμε για ώρες, όμως η ώρα περνούσε κι εκεί είχαμε πάει με σκοπό να την πηδήξουμε. Δεν είχαμε άπειρο χρόνο, οπότε όπως ήμουν τέρμα καυλωμένος είπα να κάνω την αρχή. Την έστησα στα τέσσερα, με το κωλαράκι τέρμα τουρλωμένο, την έπιασα από τους γοφούς και χώθηκα στο τρυφερό μουνάκι της. Την κρατούσα από εκεί για να κρατάω κόντρα, μπαινόβγαινα μέσα της πότε αργά και πότε γρήγορα, σε ό, τι ρυθμό γούσταρα. Όπως την είχα δε μπορούσε ούτε να κουνηθεί, κι όταν ήθελα να τουρλώσει περισσότερο την τραβούσα από τα μαλλιά. Βογκούσε παρατεταμένα με κάθε νέα είσοδο του πούτσου μου, όργωνα το μουνάκι της και πολύ το ευχαριστιόμουν.
- Αμάν, τι καύλα είσαι εσύ μωρό μου, στο στομάχι σου θα φτάσει το καυλί μου!
Την ξέσκιζα ασταμάτητα για κάνα εικοσάλεπτο, όταν ο Κώστας επεσήμανε ότι τα βογκητά της ακούγονταν πολύ κι έπρεπε να της κλείσουμε το στόμα. Για αυτό και της το βούλωσε με το καυλί του. Βλέποντάς τον να την τσιμπουκώνει δε μπορούσα να κρατηθώ άλλο. Βγήκα από μέσα της, ήρθα γρήγορα από μπροστά και τον έχωσα στο στόμα της. Στο μεταξύ ο Κώστας, που είχε τον πούτσο του σαλιωμένο, το εκμεταλλεύτηκε και πήγε από πίσω της. Όσο η Αντωνία ρουφούσε και έγλειφε τον πούτσο μου ο Κώστας επικέντρωσε στο κωλαράκι της, που ήταν ακόμα ανοιγμένο από πριν. Της έχωσε το καυλί του απότομα και από τον πόνο η Αντωνία γούρλωσε τα μάτια. Η έκφραση αυτή ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Άρχισα να χύνω στο στόμα της ασταμάτητα και την κρατούσα κοντά για να τα πιει όλα. Η καημένη, τη μια στιγμή δέχτηκε ένα μεγάλο καυλί στον κώλο της και την επόμενη ένα πίδακα χύσια στο στόμα.
Μόλις τελείωσα πήρε τη θέση μου στο στόμα της ο Παντελής, και μαζί με τον Κώστα την πήγαιναν πίπα-κώλο εμπλοκή. Ήθελε να ουρλιάξει αλλά ήταν μπουκωμένη με το καυλί του Παντελή και δε μπορούσε. Ο Κώστας είχε τρελαθεί με την τρυπούλα της, το καυλί του γλιστρούσε πλέον εύκολα μέσα και οι χερούκλες του χούφτωναν πότε τα μπούτια και πότε τα βυζιά της. Ο Παντελής της τον έδινε με μανία, την είχε αρπάξει από τα μαλλιά και της γάμαγε το στόμα με τη μέση του.
- Τι τσουλάκι είσαι εσύ μωρή; Δε σου φαινόταν, πέντε ψωλές σε έχουν διπλοτριπλοξεσκίσει και το δέχεσαι αδιαμαρτύρητα.
- Έρχομαι κουμπαρούλα μου, ετοιμάσου, τα χύνω όλα μες στο κωλαράκι σου.
Μόλις ο Κώστας τελείωσε στο κωλαράκι της, ο Ανδρέας φόρεσε καπότα και κάθισε ξαπλωτός στην άκρη του κρεβατιού. Ο Παντελής κατάλαβε, σταμάτησε να την πιπώνει και την γύρισε να δει τον Ανδρέα. Αδιαμαρτύρητα πήγε και κάθισε πάνω του, έπιασε την ψωλή του, την έχωσε στο ανοιγμένο μουνάκι της κι άρχισε να χοροπηδάει. Κουνιόταν κι ο Ανδρέας και για λίγο τους αφήσαμε να πηδιούνται οι δύο τους, σαν να μην υπήρχαμε. Η Αντωνία δεν αντιστεκόταν καθόλου, μη σου πω ότι έδινε περισσότερο πόνο από τον Ανδρέα.
Ο Παντελής όμως δεν είχε ακόμα τελειώσει, και δε σκόπευε να κάνει άλλη υπομονή. Όπως ήταν η Αντωνία όρθια στην άκρη του κρεβατιού, πήγε από πίσω και τον έχωσε στην τρυπούλα της. Μετά από τόσα ξεσκίσματα είχε ανοίξει για τα καλά, δε δυσκολεύτηκε. Και πάλι η Αντωνία δε διαμαρτυρήθηκε, έβγαλε μόνο ένα ναζιάρικο «Άου». Μόλις συνειδητοποίησε πως ήταν ο μόνος που δεν την είχε πάρει ακόμα ο Γιώργος πλησίασε το καυλί του στο στόμα της κι αυτή, χωρίς να της το πει κανείς, μπουκώθηκε με το καυλί του.
Η σκηνή ήταν για φωτογραφία. Η ντροπαλή κοπελίτσα που πριν λίγες ώρες δε με άφηνε να χορέψω μαζί της, τον άρπαζε ταυτόχρονα κι από τις τρεις της τρύπες. Μόνο τα αυτιά και τα ρουθούνια της δεν είχαμε γαμήσει. Πρώτος τελείωσε ο Ανδρέας και πήρε τη θέση του ο Παντελής, αφού φόρεσε προφυλακτικό. Δεν άντεξε όμως πολύ, την είχε ήδη πάρει και από στόμα και από κώλο. Τελείωσε γρήγορα, και πήρε θέση ο Γιώργος.
Όσο ο Γιώργος είχε βάλει κάτω την Αντωνία και την ξέσκιζε, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα που μας έκοψε τα ήπατα. Μας άκουσε κανείς;… μας βρήκαν; Μόνο ο Γιώργος κι η Αντωνία δεν κατάλαβαν Χριστό και συνέχισαν να πηδιούνται με μανία. Πριν προλάβουμε να κουνηθούμε ακούσαμε «Ανοίξτε μαλάκες, εγώ είμαι». Ήταν ο Θανάσης, ο γαμπρός!
Μην έχοντας άλλη επιλογή, του ανοίξαμε. Ήταν ακριβώς η στιγμή που ο Γιώργος και η Αντωνία τελείωναν μαζί. Ο Θανάσης μπήκε στο δωμάτιο χαμογελαστός, φορώντας όλο το γαμπριάτικο κοστούμι εκτός από το σακάκι.
- Ωραίοι είστε ρε μαλάκες. Όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια.
Έβαλε τα γέλια όταν είδε τις φάτσες μας.
- Σας είδα όπως φεύγατε από το κέντρο και δεν ήταν δύσκολο να μαντέψω που πηγαίνετε. Ήρθα για το μερίδιό μου.
- Μα τι κάνεις εσύ εδώ; Η Ανδριάνα;
- Μην αγχώνεστε, την πήρε ο ύπνος ήταν εξαντλημένη. Τόσο εξαντλημένη που προφανώς δεν κάθισε να την πηδήξω. Δεν πειράζει, θα την αναπληρώσει για την πρώτη νύχτα του γάμου η καλή μου κουμπαρούλα. Θα ασκήσει τα καθήκοντα της φίλης της!
Ακούγοντάς τα αυτά και συνειδητοποιώντας τι είχε γίνει ενθουσιαστήκαμε. Σφυρίζαμε και χειροκροτούσαμε, η βραδιά γινόταν όλο και καλύτερη. Η Αντωνία πάλι όταν τον είδε τρομοκρατήθηκε και σαν να κινητοποιήθηκε ξανά. Πετάχτηκε και χώθηκε κάτω απ’ τα σεντόνια. Ο Θανάσης γέλασε, πλησίασε το κρεβάτι και τράβηξε το σεντόνι με δύναμη. Μόλις το γυμνό κορμί της αποκαλύφθηκε έγλειψε τα χείλη του κι άρχισε να ξεκουμπώνεται. Ήταν τόσο καυλωτική η αντίθεση ανάμεσα στον επίσημα ντυμένο γαμπρό και τη γυμνή κουμπάρα στο κρεβάτι.
- Καιρό τώρα ονειρεύομαι να σε ξεσκίσω τσουλάκι, καιρό τώρα με καυλώνεις. Σήμερα θα απολαύσω την κορμάρα σου.
- Θανάση μη, όχι. Φύγε σε παρακαλώ. Δε θέλω να το κάνω αυτό στην Ανδριάνα, έχετε μόλις παντρευτεί. Άσε με!
- Τι λες καύλα μου; Σε πηδάνε εδώ και τόσες ώρες οι κολλητοί σου και δε θα σε ξεσκίσω εγώ; Κουμπάρος σου είμαι, ένα μέρος από το μουνάκι σου μου ανήκει δικαιωματικά.
Η Αντωνία έκανε κίνηση να σηκωθεί να φύγει αλλά δεν πρόφτασε, την άρπαξαν από τα χέρια και την ακινητοποίησαν ξαπλωμένη. Ο Θανάσης στο μεταξύ είχε γδυθεί και είχε ανέβει στο κρεβάτι. Η Αντωνία είχε κλείσει σφιχτά τα πόδια της, αλλά της τα άνοιξε χωρίς δυσκολία. Τοποθέτησε το σώμα του ανάμεσά τους και βύθισε τον πούτσο του στο ανοικτό μουνάκι της. Η Αντωνία σταμάτησε να αντιστέκεται, βογκούσε με κάθε νέα διείσδυση. Ο Θανάσης χούφτωσε τα βυζιά της και επιτάχυνε το ρυθμό του. Την ξέσκιζε ανηλεώς, πηδιόντουσαν σαν τα ζώα. Πέρασε κάνα τέταρτο μέχρι να δώσει την τελική σπρωξιά και να τελειώσει μέσα της.
- Μπράβο πουτανάκι, την κάλυψες επάξια τη φίλη σου. Η καλύτερη κουμπάρα ήσουν.
- Τι παρτούζα ήταν αυτή μάνα μου; Ποιος τη χάρη σου, έξι πούτσες μόνο για σένα.
Η Αντωνία δε μπορούσε να μιλήσει. Είχε τελειώσει άπειρες φορές, ήταν εξαντλημένη. Είχε όμως στο βλέμμα της την καύλα, την ικανοποίηση. Την αφήσαμε να συνέλθει, οι υπόλοιποι πήγαν στα δωμάτιά τους και μόλις μπόρεσε να κουνηθεί τη βάλαμε ξανά για ντους. Όταν βγήκε δε μιλούσε. Της δώσαμε πίσω τα εσώρουχά της και τη χυμένη της τουαλέτα και τη ντύσαμε με ρούχα της Ανδριάνας που έφερε ο Θανάσης. Φύγαμε όπως-όπως και την πήγαμε στο ξενοδοχείο της. Της είπαμε αν έβρισκε το Θύμιο ή κάποιον άλλο ξύπνιο, να έλεγε πως άλλαξε γιατί λερώθηκε η τουαλέτα της, έγνεψε καταφατικά και κατέβηκε.
Όταν ξυπνήσαμε είχε πάει απόγευμα. Συνειδητοποιώντας τι είχε συμβεί αρχίσαμε να ανησυχούμε μήπως η Αντωνία έλεγε τίποτα και βρισκόμαστε μπλεγμένοι. Περιμέναμε στο ξενοδοχείο με τα νεύρα τεντωμένα, ώσπου η είδηση έσκασε από άλλη κοπέλα της παρέας, που έμενε σε διπλανά δωμάτια. Ο Θύμιος έφυγε από την πόλη, η Αντωνία τον χώρισε!
Όταν ρωτήσαμε να μάθουμε γιατί, μας είπε ότι η Αντωνία γύρισε αργά και τον βρήκε να κοιμάται. Λίγες ώρες μετά ο Θύμιος είχε μαζέψει βαλίτσα και είχε φύγει. Κανείς δεν ήξερε τι του είπε ή τι άλλο έγινε. Μόνο ότι το είχαν τελειώσει. Το βράδυ μας φώναξαν για ένα τελευταίο ποτό στην πόλη. Η Αντωνία ήταν εκεί, ο Θύμιος πουθενά. Η Αντωνία ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, κεφάτη και ανανεωμένη. Όταν τη ρώτησαν τι είχε γίνει είπε απλά ότι ο γάμος έγινε αφορμή να ανακαλύψει ότι ο Θύμιος ήταν μεγάλος γι' αυτή. Μάλιστα θα παραιτούνταν κι από τη δουλειά, για να κάνει μια νέα αρχή.
Κάποια στιγμή σηκώθηκα να βγω έξω να μιλήσω στο τηλέφωνο. Μπαίνοντας ξανά την είδα να έρχεται προς το μέρος μου. Μου ψιθύρισε στο αυτί «Δε θα πω τίποτα αν δεν πείτε ούτε εσείς» και πήγε δήθεν στην τουαλέτα. Κάθισα στο τραπέζι κι από το βλέμμα του Κώστα κατάλαβα ότι το ίδιο είχε πει και σε αυτόν.
Τελικά τα σιγανά ποταμάκια πρέπει να φοβάσαι.
Copyright protected OW ref: 175978
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.