- Απόψε θέλω να τους καυλώσεις όλους μωρό μου, να τους τρελάνεις όπως τρελαίνεις εμένα!
- Τί εννοείς;…
το έπαιξε αθώα εκείνη.
- Έλα τώρα… δεν είδες πώς σε τρώει με τα μάτια ο Στέφανος από την ώρα που ήρθε; Καλά, ο Κώστας, πάλι, δεν το συζητώ, έτσι; Μη μου πεις ότι δεν το έχεις καταλάβει πως ψιλοφλερτάρει μονίμως μαζί σου! Και είμαι σίγουρος επίσης ότι θα τον έχει παίξει για πάρτη σου, στάνταρ. Ειδικά όλες αυτές τις φορές που μας έχει ακούσει να γαμιόμαστε στο δωμάτιο, μέσα.
Η Γωγώ κοκκίνισε, ένα πονηρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της κι ας προσποιούταν ότι χαμήλωνε τα μάτια. Τράβηξε τη φούστα της κάτω και άρχισε να χτενίζει τα μαλλιά της στον καθρέφτη.
- Εντάξει τώρα… είπε, δήθεν αδιάφορα. Ο Κώστας έχει τόσο καιρό να γαμήσει που με την οποιαδήποτε θα τον έπαιζε.
Ο τόνος της ήταν και πάλι τόσο καθημερινός, τόσο εύθυμα αδιάφορος, ώστε μετά βίας μπορούσα να πιστέψω ότι πριν ελάχιστες μόνο στιγμές αυτό το ίδιο κορίτσι αποκαλούσε οικειοθελώς τον εαυτό της «πουτάνα για όλους» και «γαμιόλα του καθενός» ενώ της όργωνα την καλοξυρισμένη της μουνάρα. Το δίχως άλλο, αυτά τα είχε ξεστομίσει επάνω στην καύλα της στιγμής. Το ερώτημα ήταν αν τα πίστευε ή όχι. Εκείνο το βράδυ, ήμουν αποφασισμένος να μάθω, να τεστάρω πόσο μακριά θα έφτανε.
Όταν σε λιγάκι επιστρέψαμε στην παρέα μας, κανένας δε σχολίασε κάτι, αλλά τα βλέμματα των αντρών ήταν καρφωμένα στη Γωγώ. Την περιεργάζονταν με μια πεινασμένη καύλα που δεν είχαν πρωτύτερα. Η Ντιάνα χαμογελούσε περιπαικτικά, λοξοκοιτάζοντας τη φίλη της ενώ η Άννα είχε σουφρώσει τα μοβ χείλη της σε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας. Η Γωγώ απέφευγε να τους κοιτάζει και βάλθηκε να μαζεύει τα πράγματά της απ’ το σαλόνι λες και δεν είχε συμβεί τίποτα.
Ξεκινήσαμε για τα Εξάρχεια με δύο αυτοκίνητα. Ο Στέφανος και η Άννα στο δικός τους, μαζί με τη Ντιάνα, ενώ ο Κώστας, η κοπέλα μου κι εγώ σ’ ένα δεύτερο. Η Ντιάνα προτίμησε να πάει με τα παιδιά για να μη χρειαστεί να κάτσει δίπλα στον Κώστα ο οποίος κάτι χλιμιτζουριές της έλεγε λίγο πιο πριν, "να τον βοηθάει με το λεβιέ", "να του ανάβει τα λαμπάκια στο ταμπλό" και άλλα τέτοια νόστιμα, που την έκαναν να ξενερώνει απίστευτα.
Είχε ελάχιστη κίνηση εκείνη την ώρα και η διαδρομή ήταν, θα έλεγες, σχεδόν σα βόλτα. Ο Κώστας που οδηγούσε, ενώ εγώ κι η Γωγώ ήμασταν στο πίσω κάθισμα, δεν έλεγε να βάλει γλώσσα μέσα του.
- Πάντως, δεν ξηγιέται καλά η φίλη σου, έτσι;…
είπε στη Γωγώ, μισογυρίζοντας προς τα πίσω.
- Δηλαδή;…
απόρησε εκείνη, δήθεν αθώα.
- Δηλαδή από τη μία τη βλέπω που κωλοτρίβεται κι απ’ την άλλη, πάνω που πάω να κάνω παιχνίδι, με γειώνει!
- Ε, έτσι είναι η Ντιάνα. Πάντα το παίζει δύσκολη.
- Χάθηκε ο κόσμος, ρε παιδί μου, να είναι περισσότερο σαν κι εσένα;
Η Γωγώ χασκογέλασε αμήχανα. Ήταν λίγο και το ποτό, ήταν και το ότι δεν ήταν σίγουρη πώς έπρεπε να το πάρει αυτό ως κομπλιμέντο ή ως προσβολή, που μόλις την είχε πει «εύκολη» ο μαλάκας; Εγώ πάντως, δεν άφησα την ευκαιρία να πέσει κάτω.
- Μην μασάς, ρε. Όλες δύσκολες το παίζουν μέχρι να βρεθούν στα γόνατα και να τους πετάξεις έξω το εργαλείο, του είπα. Θα έρθει κι αυτό. Για την ώρα όμως νομίζω ότι η Γωγώ πρέπει να επανορθώσει για λογαριασμό της φίλης της.
Η Γωγώ γύρισε και με κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της γουρλωμένα.
- Εγώ; Γιατί; Τί φταίω εγώ;…
αναφώνησε μισογελώντας, προσπαθώντας να καταλάβει αν την πείραζα ή σοβαρολογούσα.
- Α, έτσι πάει…
τη διαβεβαίωσα. Καθόλου έτσι δεν πήγαινε, αλλά ήμουν αρκετά μεθυσμένος και ακόμη περισσότερο καυλωμένος ώστε ν’ ακουστώ απόλυτος και γεμάτος πεποίθηση.
- Σαφώς…
συμφώνησε ο Κώστας, τρώγοντας τη Γωγώ με τα μάτια απ’ τον καθρέφτη του οδηγού.
- Και σαν τί μπορεί να κάνει για να επανορθώσει;
Δεν του απάντησα αμέσως. Αντ’ αυτού, έσκυψα στο αυτί της κοπέλας μου και της ψιθύρισα τί ακριβώς ήθελα να κάνει, για να επανορθώσει, δήθεν, για την καργιολίστικη συμπεριφορά της Ντιάνας. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι θα συμφωνούσε. Όσο της μιλούσα και η ανάσα μου χάιδευε το αυτί της, το χέρι μου ήταν στη μπουτάρα της και τη χάιδευε, ολοένα και πιο ψηλά.
- Ε, δε θα είσαι με τα καλά σου!
Η Γωγώ έσκασε σ’ ένα νευρικό γέλιο, προσποιούμενη τη σοκαρισμένη. Μπορούσα όμως να καταλάβω απ’ το πώς γυάλιζαν τα καφετιά της μάτια ότι η πρότασή μου την ιντρίγκαρε.
- Κι εσύ; Δε θα ζηλέψεις;
- Τί να ζηλέψω εγώ, βρε μωρό μου;… την διαβεβαίωσα χαλαρά. Σιγά το πράγμα δηλαδή! Άλλωστε ο Κώστας είναι καλό παιδί. Αξίζει να τον βοηθήσεις να κάνει κατάσταση με τη φίλη σου.
- Αν αξίζει, λέει;… πετάχτηκε ο κολλητός μου ανυπόμονα. Όμως για πείτε, ρε παιδιά. Πώς θα γίνει;
- Κοίτα να δεις, φίλε…
άρχισα να του εξηγώ με ύφος έμπειρου νταβατζή, περνώντας το χέρι μου πάνω απ’ τον ώμο της κοπέλας μου.
- Όταν μια γυναίκα καταλάβει ότι θες να τη γαμήσεις, δεν σου κάθεται με τίποτα, σωστά;
- Σωστά.
- Όταν όμως καταλάβει ότι δεν θες να γαμήσεις, τότε είναι που πέφτει σαν ώριμο φρούτο επειδή, σου λέει, τί έχω και ενώ με θέλουν όλοι… ο μαλάκας δεν με θέλει;
- Έλα μου ντε που εγώ όμως θέλω να γαμήσω!
- Άκου, ρε μαλάκα! Γι’ αυτό, όταν πάμε στο μαγαζί, σε κάποια φάση, θα σηκωθείς να χορέψεις με τη Γωγώ.
- Σιγά που θα ζηλέψει η ξινή μ’ αυτό, ρε ηλίθιε. Αφού ξέρει ότι είναι η κοπέλα σου.
- Γι’ αυτό θα την τρελάνεις στο χούφτωμα.
Αυτή τη φορά ήταν η σειρά του Κώστα να με κοιτάξει με γουρλωμένα μάτια μέσα απ’ τον καθρέφτη. Για μια στιγμή πάγωσε, προσπαθώντας να καταλάβει αν σοβαρολογούσα ή όχι.
- Τη Γωγώ;… ρώτησε διστακτικά.
- Ναι ρε, τη Γωγώ.
- Μπροστά σε όλους, ρε μαλάκα;
- Μπροστά σε όλους, ναι, γιατί;
Η Γωγώ δεν είχε βγάλει άχνα όσο μιλούσαμε. Έκανε ότι κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο και με το ένα χέρι τραβούσε τα μαλλιά της μπροστά απ’ το στόμα της, στριφογυρίζοντας τις άκρες τους, σε μια προσπάθεια να κρύψει το πονηρό χαμόγελο που έπαιζε στα χειλάκια της.
- Μπούτια, κώλο, βυζιά – πιάσε ό,τι γουστάρεις, συνέχισα εγώ. Σα να είναι δική σου, μην κωλώνεις. Δεν θα σου πει όχι. Έτσι δεν είναι, μωρό μου;
- Το στρογγυλό πρόσωπο της Γωγώς έκαιγε από ντροπή και ανομολόγητη καύλα.
- Ό,τι θες…
επανέλαβε ρίχνοντας μια συνεσταλμένη ματιά στον Κώστα.
- …σκέψου πως είμαι η Ντιάνα και της κάνεις ό,τι θα ήθελες.
Ο κολλητός μου είχε μείνει άφωνος. Ήμουν σίγουρος ότι καύλωνε ανελέητα στην προοπτική να πασπατέψει έτσι χυδαία και πλήρως ελεύθερα την κοπέλα μου. Σίγουρα η Ντιάνα ήταν το τελευταίο πράγμα στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή.
- Καλή φάση…
είπε τελικά, πασχίζοντας να κρατήσει το βλέμμα του εστιασμένο στο δρόμο και να ακουστεί χαλαρός.
- Και που 'σαι; Κωστή…
πρόσθεσα μ’ ένα γλοιώδες χαμόγελο τράγου.
- …εκεί που θα χορεύετε να θυμάσαι αυτό!
Χωρίς προειδοποίηση άπλωσα το χέρι μου και τράβηξα τη τζιν φουστίτσα της Γωγώς ψηλά, αποκαλύπτοντας το καλοξυρισμένο της μουνάκι που γυάλιζε ακόμα, πασαλειμμένο από τα χύσια μου. Του Κώστα του έφυγε ο συμπλέκτης και το αμάξι παραλίγο να σβήσει.
Βέβαια η αποκάλυψη κράτησε για μια φευγαλέα στιγμή και μόνο γιατί αμέσως η Γωγώ έβγαλε μια κραυγή έκπληξης και έσπευσε να κατεβάσει τη φούστα της, πιέζοντας σφιχτά τα πόδια της αναμεταξύ τους. Κάτι όμως είχε προλάβει να δει ο Κώστας, ακόμα και στο μισοσκόταδο του αυτοκινήτου.
- Τίποτα δε φοράς από μέσα, ε;…
της είπε, καρφώνοντάς την απ’ τον καθρέφτη. Η φωνή του ήταν κάπως πιο βραχνή απ’ ότι συνήθως, πιο συγκρατημένη, σα να κρατιόταν να μην τη στολίσει με τα "πουτάνα", "καργιόλα", "ξεκωλάκι" και άλλα τέτοια που σκεφτόταν, το δίχως άλλο. Εκείνη τη φορά η Γωγώ ανταπέδωσε το βλέμμα, κοιτάζοντάς τον ίσα στα μάτια, ξεδιάντροπα.
- Ναι, τίποτα δεν φοράω!
- Έλα, δειξ’ του πάλι…
επέμεινα εγώ, σπρώχνοντάς της απαλά τα πόδια για να την παροτρύνω να τ’ ανοίξει λιγάκι.
- δεν πρόλαβε να δει καλά.
Προς μεγάλη μου έκπληξη και ανείπωτη καύλα, η κοπέλα μου άνοιξε οικειοθελώς τα πόδια της διάπλατα και σήκωσε τη τζιν φουστίτσα της σχεδόν ως τη μέση της, μοστράροντας την ψωχλοχυμένη μουνάρα της στον κολλητό μου. Η επιδερμίδα στα παχουλά της εξωτερικά μουνόχειλα ήταν ένα τόνο πιο σκούρα απ’ ότι το υπόλοιπο κορμί της και τα εσωτερικά της χείλη, που ίσα ξεπρόβαλαν απ’ τις πτυχές του πιο απόκρυφου σημείου της, ήταν ένα απαλό μαβί. Έμεινε για καμιά δεκαριά δευτερόλεπτα έτσι, δίχως να μιλάει, αφήνοντάς μας να περιεργαστούμε την εκτεθειμένη της σάρκα.
- Τί καυλόμουνο που είσαι…
της είπε ο Κώστας, γυρίζοντας προς τα πίσω ολόκληρος για μερικές στιγμές. Η κοπέλα μου του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο, λες και μόλις της είχε κάνει φιλοφρόνηση για την καινούρια της κόμμωση.
- Χύσια είναι αυτά ή είσαι καυλωμένη, ρε;…
ρώτησε, επιστρέφοντας την προσοχή του στο δρόμο. Η Γωγώ δάγκωσε το κάτω χείλος της, παίζοντας νευρικά με το κρικάκι της.
- Χύσια, παραδέχτηκε. Το κάναμε λίγο πριν, με το Δημήτρη.
- Δεν ‘το κάναμε, τη διόρθωσα αυστηρά. Σε γαμούσα. Να το λες σωστά.
Μου έριξε μια πονηρή, πλάγια ματιά, καταλαβαίνοντας ότι ήθελα να την κάνω να μιλήσει βρώμικα.
- Γαμιόμουν, ναι, είπε. Με ξέσκιζε ο φίλος σου στο μπάνιο.
- Σε άκουγα, ναι», κάγχασε γλοιωδώς ο Κώστας. Όλοι σε ακούγαμε.
- Και; Σας άρεσε;
- Σκέτη καύλα ήσουν! Μας τρέλανες. Για εμάς το έκανες;
- Ο Δημήτρης μου είπε… πήγε να δικαιολογηθεί εκείνη.
- Άστα αυτά… την έκοψα.
Με το ένα χέρι μου την άρπαξα απ’ το πρόσωπο, γυρίζοντάς την προς το μέρος μου απότομα, ενώ με το άλλο μου χέρι χώθηκε ανάμεσα στα ανοιχτά της πόδια και βύθισα μονομιάς το μεσαίο μου δάχτυλο στη μουνάρα της. Έκαιγε και ήταν μούσκεμα, η πουτανίτσα. Την κράτησα εκεί, σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό μου, λες και σκόπευα να την φιλήσω. Αντ’ αυτού, της έχωσα κι ένα δεύτερο δάχτυλο, τεντώνοντας περισσότερο την υγρή τρυπούλα της. Άρχισα να τη μαλακίζω, βάζοντας και βγάζοντας τα δάχτυλά μου με αργές, βαθιές κινήσεις και φροντίζοντας να τρίβω την διογκωμένη κλειτορίδα της με τον αντίχειρά μου.
Η κοπέλα μου έβγαλε έναν βαθύ, παρατεταμένο αναστεναγμό, σαν κλαψούρισμα σχεδόν και παραδόθηκε στο άγγιγμά μου, κλείνοντας τα μάτια της.
- Πες την αλήθεια γιατί το έκανες… την πρόσταξα.
- Γιατί… είμαι πουτάνα…
ψέλλισε εκείνη, χαμένη στα κύματα ηδονής που μαστίγωναν το κορμί της κι έκαναν την κοιλίτσα της να συσπάται και να τρέμει.
- Πιο δυνατά…
της είπα και αύξησα το ρυθμό του δαχτυλογαμησιού.
- Και στον Κώστα πες τα. Εγώ τα ξέρω!
Της έστρεψα απότομα το πρόσωπο προς τα εμπρός, ώστε να κοιτάει απευθείας τον κολλητό μου μέσα από τον καθρέφτη του οδηγού. Το άτριχο μουνάκι της έβγαζε δυνατούς, υγρούς ήχους καθώς το χέρι μου της το πιστονάριζε ολοένα και πιο άγρια.
- Γιατί είμαι πουτανάκι, Κώστα…
κλαψούρισε η κοπέλα μου στην παραζάλη της ηδονής της.
- …τρελαίνομαι να καυλώνω τους άντρες, να τους κάνω να τον παίζουν για πάρτη μου.
Ο Κώστας, πλέον, ανάθεμα κι αν κοιτούσε το δρόμο. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο πίσω κάθισμα.
- Ξέρεις πόσες φορές τον έχω παίξει ακούγοντάς σας;… παραδέχτηκε δίχως αναστολές. Και πόσες φορές μ’ έχεις κάνει να χύσω με τα βογγητά σου, καυλιάρα; Μιλάμε για πολύ σπέρμα!
Η Γωγώ δεν απάντησε. Ένα αναφιλητό ερωτικής έκστασης ξεπήδησε απ’ τα μισάνοιχτα χείλη της.
- Ρε, βαλ’ της κι άλλο δάχτυλο…
συνέχισε ο Κώστας, καυλωμένος στο μη παρέκει.
- Άνοιξέ το καλά το πουτανάκι. Αφού γουστάρει ξέσκισμα. Το λέει!
Χωρίς καν να το σκεφτώ, ξεδίπλωσα και τον παράμεσο απ’ τη σφιγμένη μου γροθιά και τον έσπρωξα μέσα στο καυτό μουνί της κοπέλας μου. Βόγκηξε δυνατά κι έπιασε το χέρι μου, για να κοντρολάρει κάπως τη διείσδυση που μάλλον είχε αρχίσει να την πονάει, αλλά μάταια. Μπορούσα να νιώσω την τραχιά υφή των τοιχωμάτων του κόλπου της και τα βελούδινα, εσωτερικά της μουνόχειλα να τεντώνονται γύρω απ’ την μάζα των πιεσμένων μου δαχτύλων καθώς της όργωνα την τρύπα χειροκίνητα.
- Έτσι, και τα τρία μέσα…
σφύριξα με δόντια σφιγμένα από καύλα.
- Σ’ αρέσει, καργιόλα;
- Πονάω, ρε… διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
Μια γκριμάτσα βασανισμένης ηδονής παραμόρφωνε τα γλυκά χαρακτηριστικά του προσώπου της.
- Δεν πειράζει, θα συνηθίσεις…
της είπα, ενώ ταυτόχρονα την φιλούσα και την έγλειφα στο λαιμό.
- Είναι που έχεις τόσο σφιχτό μουνάκι.
Ο Κώστας δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Άπλωσε το ελεύθερο χέρι του προς τα πίσω κι έπιασε το γόνατο της Γωγώς, ψηλαφώντας στα τυφλά ολοένα και πιο πάνω τα γυμνά της μπούτια. Το άγγιγμά του ήταν άγαρμπο, φρενιασμένο κι ασυγκράτητο.
- Εγώ θα σου έβαζα και τα πέντε δάχτυλα μέσα, παλιοπουτάνα… μούγκρισε. Πηγάδι θα στο έκανα το μουνί, να μάθεις να με καυλώνεις έτσι άλλη φορά!
Ήταν φανερό απ’ τα επιθετικά βρομόλογα του Κώστα ότι της τα είχε μαζεμένα από καιρό κι εκείνη τη στιγμή είχε επιτέλους βρει ευκαιρία, πρώτη φορά, να τα πει. Ήμουν σίγουρος, βέβαια, πως κρατιόταν και θα έλεγε πολύ χειρότερα αν δεν ήμουν κι εγώ μπροστά. Αποφάσισα να τον ενθαρρύνω. Γλίστρησα το χέρι που κρατούσε το πηγούνι της Γωγώς καθηλωμένο προς τα εμπρός στο λαιμό της και έσφιξα, σπρώχνοντάς την ταυτόχρονα πιο χαμηλά στο κάθισμα, ώστε η λεκάνη της να έρθει πιο κοντά στη θέση του οδηγού και ο Κώστας να μπορεί να φτάνει πιο ψηλά, έτσι όπως τεντωνόταν.
- Θα γούσταρε, ρε, η ξεσκισμένη, είπα. Μην κοιτάς που το παίζει καλό κορίτσι. Ξέρεις τί γαμιόλα είναι; Πες του, μωρό μου, να σ’ ακούσει.
Ήταν ένα εξαίσιο αίσθημα άγριας απόλαυσης το να την ταπεινώνω έτσι μπροστά στο φίλο μας. Ένιωθα τον πούτσο μου έτοιμο να εκραγεί. Παράλληλα, το χέρι του Κώστα πάσχιζε σπασμωδικά να βρει, ν’ ακουμπήσει, το μουνάκι της κοπέλας μου αλλά δεν του ήταν εύκολο από τη θέση που βρισκόταν.
- Γαμιόλα είμαι, ναι…
μουρμούρισε βαριανασαίνοντας η Γωγώ. Απ’ τον τόνο της φωνής της κατάλαβα ότι το ταυτόχρονο άγγιγμα δύο διαφορετικών χεριών επάνω στο κορμί της την τρέλαινε. Ήταν κάτι το πρωτόγνωρο που ξυπνούσε μέσα της μια πουτανιά απίστευτη. Έτσι κοφτά και γρήγορα που ανάσαινε και οι βυζάρες της ανεβοκατέβαιναν, ήξερα ότι δε θ’ αργούσε να χύσει. Η άγαρμπη χούφτα του Κώστα μάλαζε βίαια την απαλή της σάρκα στο εσωτερικών των μηρών της, λίγα εκατοστά μόλις απ’ τη σχισμούλα της που της τέντωνα ξανά και ξανά με κάθε επίθεση των τριών μου δαχτύλων.
- Είμαι γαμιόλα για σας, καργιόληδες! Η γαμιόλα σας, ναι…
φώναξε η κοπέλα μου ανάμεσα από αναστεναγμούς και βογκητά, καθώς έφτανε σ’ ένα συγκλονιστικό οργασμό κι εγώ της έσφιγγα το λαιμό ακόμα περισσότερο για να νιώσω τους σπασμούς της. Ο Κώστας, δεν κρατήθηκε. Γύρισε ολόκληρος προς τα πίσω για να δει το προσωπάκι της Γωγώς παραμορφωμένο από μια έκφραση σεξουαλικής έκστασης. Μία που το έκανε και μία που ακούστηκε ένας υπόκωφος κρότος καθώς το αυτοκίνητό μας χτυπούσε το μπροστινό, ευτυχώς χωρίς καθόλου σχεδόν ταχύτητα.
- Ω, ρε πούστη…
σιχτίρισε και σανίδωσε το φρένο, επιστρέφοντας απότομα και πάλι στη θέση του.
Μαζευτήκαμε κι εμείς βιαστικά. Εγώ αποτράβηξα το μουδιασμένο μου χέρι, βουτηγμένο όπως ήταν στους κολλώδεις χυμούς του μουνιού της κοπέλας μου, κι απέμεινα να το κρατώ μετέωρο μην ξέροντας τί να το κάνω και πού να το ακουμπήσω. Η Γωγώ κατέβασε τη φούστα της εσπευσμένα και έκλεισε τα πόδια της.
Για καλή μας τύχη, το μπροστινό αυτοκίνητο που είχαμε ψιλοτρακάρει ήταν του Στέφανου, εκεί που έκανε απότομα όπισθεν για να παρκάρει, κι έτσι δεν θα είχαμε μανούρες με αγνώστους και ασφάλειες βραδιάτικα. Άλλωστε, δεν είχε γίνει και καμιά σημαντική ζημιά… οι προφυλακτήρες μόνο είχαν γρατσουνιστεί λιγάκι. Συν τοις άλλοις, είχαμε μόλις φτάσει στον προορισμό μας και τραβήξαμε χειρόφρενο ακριβώς έξω απ’ το μαγαζί.
- Δε βλέπεις που πας, ρε άνθρωπε;…
διαμαρτυρήθηκε ο Στέφανος όλο τσαντίλα, βγαίνοντας από το αμάξι του και βροντώντας την πόρτα πίσω του.
- Πού κοίταγες;
Πολύ θα ήθελε ν’ αποκαλέσει τον Κώστα "ρε μαλάκα" ή "ρε αρχιδομούρη", αλλά οι δύο τους δεν γνωρίζονταν τόσο καλά για να έχουν τέτοιες οικειότητες.
- Θα σου έλεγα τώρα πού κοίταζα, αλλά έχε χάρη που είμαι κύριος και δεν κάνει…
χαχάνισε κωλοπαιδίστικα ο Κώστας, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά προς την κοπέλα μου ενώ κλείδωνε το αυτοκίνητό του.
- Έλα, μην κάνεις έτσι. Δεν έπαθες δα και τίποτα. Θα κεράσω μια γύρα σφηνάκια επάνω, εντάξει;
Το όλο θέμα πέρασε γρήγορα στα ψιλά. Ούτε η Ντιάνα, ούτε ο Στέφανος, ούτε η Άννα είχαν πάρει χαμπάρι το παραμικρό απ’ όσα είχαν συμβεί στο αυτοκίνητό μας, ελάχιστα μέτρα πίσω από την πλάτη τους. Η Γωγώ ήταν σε μια πολύ εύθυμη και παιχνιδιάρικη διάθεση. Όλοι οι άλλοι μπορεί να το απέδιδαν στο ότι ήταν τα γενέθλιά της και είχε πιεί, αλλά ο Κώστας κι εγώ ξέραμε! Ήταν που είχε χύσει έτσι δυνατά για πάρτη μας.
Το μαγαζί ήταν ένα από εκείνα τα παλιά νεοκλασικά κτήρια των Εξαρχείων που συντηρούνταν σε κακό χάλι. Η πρόσοψή του ήταν γεμάτη γκράφιτι και αναρχικά αλφάδια. Η Γωγώ, εξοικειωμένη με το χώρο καθότι δούλευε εκεί σερβιτόρα μία στο τόσο, ήταν η πρώτη που πέρασε το κατώφλι κι άρχισε να ανεβαίνει την απότομη μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο. Ξοπίσω της ακολούθησε ο Στέφανος, η Άννα και η Ντιάνα. Εγώ κοντοστάθηκα με τον κολλητό μου για μια στιγμή στη βάση της σκάλας.
- Ρε φίλε… μου είπε χαμηλόφωνα. Είσαι σίγουρος;
- Για τη φάση που είπαμε στο αμάξι, με το χορό; Για να ζηλέψει η ξινή; Ναι ρε! Εννοείται. Μη μασάς! Χώσου. Και θα δεις, μαλάκα μου, πώς θα δουλέψει!
Το μούτρο του Κώστα άστραψε.
- Μακάρι, ρε συ! Γιατί η δικιά σου, μιλάμε, με καύλωσε απίστευτα. Πύραυλο μου τον έκανε. Πρέπει οπωσδήποτε απόψε να γαμήσω, κατάλαβες, να παιχτεί φορτωτική με τη φίλη της.
- Μείνε ήσυχος. Το 'χουμε, ρε!
Αρχίσαμε ν’ ανεβαίνουμε την κάθετη σκάλα κι εμείς, μαζί με τους άλλους, και τότε ήταν που κοίταξα ψηλά και παρατήρησα τη Γωγώ, έτσι όπως σε κάθε της βήμα λικνιζόταν στο ρυθμό της απόμακρης μουσικής που έβγαινε πίσω από την ηχομονωμένη πόρτα του πρώτου ορόφου. Επειδή βρισκόταν πέντε-έξι σκαλιά πιο ψηλά απ’ τους υπόλοιπους, η κοντή της τζιν φούστα δεν ήταν σε θέση να κρύψει την πρόστυχη γύμνια της απ’ όσους την κοιτούσαν από κάτω. Όχι μόνο μπορούσε κανείς να δει το κάτω μέρος απ’ τα τροφαντά της κωλομάγουλα αλλά και σε κάθε άνοιγμα των ποδιών της αποκαλυπτόταν το σκουρόχρωμο, άτριχο μουνάκι της με τα μουσκεμένα εσωτερικά του χείλη να γυαλίζουν ακόμα απ’ τα υγρά της. Την καλύτερη, πιο κοντινή θέα, μάλιστα, την είχε ο Στέφανος. Τον είδα που κοιτούσε επίμονα προς την κοπέλα μου, σαν υπνωτισμένος, φροντίζοντας βέβαια να βάζει το σώμα του μπροστά απ’ την Άννα, η οποία ήταν ακριβώς πίσω του, για να μην τον πάρει χαμπάρι ότι έκανε τόσο σκληρό μπανιστήρι.
Δεν ήμουν σίγουρος αν η Γωγώ είχε συναίσθηση ότι ο καραφλοκοτσίδας, δήθεν φωτογράφος, απολάμβανε σε γκρο-πλαν τη μούνα της, όπως μόνο εγώ την είχα απολαύσει μέχρι εκείνο το βράδυ. Βέβαια, μέσα σε λιγότερο από μισή ώρα, δύο ακόμα άντρες είχαν προστεθεί στο κλάμπ αυτών των προνομιούχων κι εκείνη έδειχνε να το διασκεδάζει. Δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι το πουτανάκι γούσταρε να προσφέρει θέαμα απλόχερα. Όσο περισσότερο συνειδητοποιούσα αυτή την έκφυλη, ανεξερεύνητη πτυχή του χαρακτήρα της κοπέλας μου, τόσο περισσότερο καύλωνα σαν τράγος.
Μπήκαμε στο μαγαζί. Ήταν σκοτεινά, σαν κρεβατοκάμαρα φωτισμένη ίσα-ίσα για ρομαντικό γαμήσι. Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγμένη στον καπνό, καπνό από αληθινά τσιγάρα, κι όχι αυτά τα γελοία usb μαρκούτσια που τόσοι ρουφάνε σήμερα και ξεφυσάνε παρφουμαρισμένο ατμό προσποιούμενοι ότι καπνίζουν. Δυνατή ροκ μουσική σφυροκοπούσε από ηχεία που δε μπορούσα με τίποτα να εντοπίσω στο χώρο. Βρήκαμε εύκολα τραπέζι να καθίσουμε και μάλιστα μ’ έναν ευρύχωρο καναπέ όπου θρονιάστηκα με την κοπέλα μου απ’ τη μία, τη Ντιάνα απ’ την άλλη και τον Κώστα δίπλα της. Το Στέφανο και την Άννα τους βάλαμε απέναντί μας.
Σχεδόν αμέσως ήρθε μια σαραντάρα να μας πάρει παραγγελία. Μακρύ μαλλί βαμμένο πλατινέ, σχεδόν άσπρο, κι έντονο βάψιμο που τόνιζε απόκοσμα τα γαλάζια της μάτια. Σωστή μιλφ, και μάλιστα της συνομοταξίας των μπουζουκόβιων μιλφ, κάτι που την έκανε να μοιάζει ολότελα εκτός τόπου στο ροκάδικο. Στ' αλήθεια, όμως, ήταν η γυναίκα του αφεντικού της Γωγώς, που εκείνο το βράδυ κράταγε το μαγαζί μόνη της. Η κοπέλα μου σηκώθηκε, τη χαιρέτησε, φιλήθηκαν, μας σύστησε. Γιάννα τη λέγανε τη σαραντάρα. Στα νιάτα της, σκέφτηκα καθώς την πέρναγα μια διακριτική ακτινογραφία με τα μάτια, πρέπει να ήταν θανατηφόρο καυλάκι. Φορούσε μια κοντή άσπρη φούστα κι ένα στενό τοπ σε ασορτί χρώμα τοπ που άφηνε την κοιλιά της ακάλυπτη ως αποζημίωση για τα σχεδόν ανύπαρκτα βυζιά της. Είχε κορμάκι λεπτό, που έδειχνε ότι κάποτε παλιότερα γυμναζόταν πολύ και παρότι η επιδερμίδα της φαινόταν χαλαρωμένη απ’ την ηλικία το κάλυπτε καλά με μαύρισμα σολάριουμ, το σήμα κατατεθέν της μπαρόβιας πουτανιάς.
- Να την χαίρεσαι…
μου είπε χαμογελώντας ενώ με κάρφωνε διερευνητικά με τις μπλε ματάρες της. Αμέσως είχε καταλάβει, η πονηρή αλεπού, ότι την κόζαρα απροκάλυπτα.
- Η Γωγώ είναι το καλύτερο κορίτσι. Όλοι την αγαπάμε πολύ εδώ και μην ανησυχείς, στην προσέχω σαν τα μάτια μου τα βράδια που δουλεύει!
- Τότε την προσέχεις πολύ ωραία…
απάντησα σε μια απόπειρα να φανώ πνευματώδης προς υπεράσπιση της χλιμιτζουριάς μου, μην ξεχνάτε πως ήμουν μεθυσμένος. Και καυλωμένος. Πολύ καυλωμένος.
Έχοντας, λοιπόν, τα κονέ με το μιλφάκι στο μπαρ χάρη στην κοπέλα μου, αρχίσαμε να του δίνουμε να καταλαβαίνει. Να τα ουισκάκια μας και τα τζιν τόνικ των κοριτσιών, να κάτι σφηνάκια ρούμι που κέρασε ο Κώστας για να ξεχρεώσει το τρακάρισμα, να μια κερασμένη κανάτα κοκτέιλ απ’ το μαγαζί για τα γενέθλια της Γωγώς. Περνούσαμε υπέροχα. Όταν λίγο συνήθιζες το σκοτεινό περιβάλλον του μαγαζιού συνειδητοποιούσες ότι είχε μια περίεργη θαλπωρή, κάπως μπουρδελιάρικη που αρχικά δεν περίμενες να βρεις σ’ ένα τέτοιο μέρος. Εκείνο το βράδυ είχε μπόλικο κόσμο. Η πίστα χορού μπροστά απ’ το θάλαμο του dj ήταν γεμάτη τόσο από τους κλασικούς θαμώνες-φρικιά, όσο κι από "κανονικούς", που είτε είχαν υπάρξει ροκάδες στο παρελθόν, είτε ήταν απλά από αυτούς τους κρυφό-ροκάδες, που έχουν αναγκαστεί λόγω δουλειάς να σταματήσουν να φοράνε μπλούζες με στάμπες και λογότυπα συγκροτημάτων, απ’ το στρατό να κόψουν τα μακριά μαλλιά τους και απ’ τη μαμά τους να πάψουν να της κλέβουν το μολύβι για να βάψουν τα μάτια τους.
Τα κορίτσια δεν άργησαν να σηκωθούν να χορέψουν κι εμείς ακολουθήσαμε, ο καθένας μ’ ένα διαφορετικό σκοπό κατά νου. Ο Κώστας, που όλο το βράδυ δεν είχε σταματήσει να μιλάει στη Ντιάνα και να της κάνει καταδρομικά πεσίματα σε κάθε ευκαιρία που του δινόταν και… σε μερικές ευκαιρίες που απλά νόμιζε ότι του δίνονταν άρχισε να χορεύει κοντά της. Εκείνη, ξινή κι ακατάδεχτη όπως πάντα, χόρευε μερικά βήματα παράμερα, κοιτάζοντας γύρω της λες και εκλιπαρούσε να βρει κάποιον παρτενέρ περισσότερο της αρεσκείας της. Ο Στέφανος και η Άννα χόρευαν ακριβώς όπως όλα τα ζευγάρια που μετράνε πέντε και βάλε χρόνια σχέσης, δίχως να ακουμπιούνται και κοιτάζοντας τους πάντες γύρω τους, εκτός από ο ένας τον άλλον. Εγώ, πάλι, δεν ξεκόλλαγα τα χέρια μου απ’ τους γοφούς της Γωγώς.
Εκείνη λικνιζόταν στους ρυθμούς της άγριας μουσικής που σφυροκοπούσε με το βαθύ της μπάσο τον αέρα και χαχάνιζε πονηρά όταν γλιστρούσα τα δάχτυλά μου κάτω απ’ το πουκάμισό της για να χαϊδέψω την κοιλίτσα της. Σε μια στιγμή, την πιάνω και την γυρίζω προς τα εμπρός με μια απότομη κίνηση, υποτίθεται χορευτική. Κόλλησα από πίσω της. Με τη δεξιά μου παλάμη της χούφτωνα γερά το ένα κωλομέρι πάνω από τη φούστα, ενώ με την αριστερή μου ανεβοκατέβαινα ρυθμικά απ’ τον αφαλό της ως το κάτω μέρος των μασταριών της, παρασέρνοντας το πουκάμισό της και γυμνώνοντας αυτό το κομμάτι του σώματός της σε κοινή θέα. Έσκυψα και τη φίλησα στο λαιμό, δαγκώνοντάς την λίγο άγρια, ώστε να της αφήσω πιπιλιά. Εκείνη, έκλεισε τα μάτια της ηδονικά και τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό μου. Άρπαξε τα μαλλιά μου και κύρτωσε την πλάτη της προς τα έξω, προτάσσοντας τις χοντρές τορπίλες των βυζιών της.
- Θα χορέψεις με τον Κώστα, πουτανάκι, όπως είπαμε, έτσι;…
της ψιθύρισα στο αυτί και άρχισα να τρίβω τον μισοκαυλωμένο πούτσο μου ημικυκλικά επάνω στην κωλάρα της.
- Ναι, μωρό μου…
απάντησε εκείνη ξέπνοα, δίχως ν’ ανοίξει τα μάτια της.
- Θα κάνω ό,τι γουστάρεις απόψε, καυλιάρη μου.
- Και τον Κώστα τί θα τον αφήσεις να σου κάνει;…
επέμεινα, γιατί ήθελα να την ακούσω να το λέει ξεκάθαρα.
- Ό,τι μου κάνεις εσύ τώρα… και περισσότερα.
- Θα τον καυλώσεις όπως εμένα, τώρα;
- Ναι… και θα μου τρίβει κι αυτός τον σκληρό του πούτσο στο κώλο, μπροστά σ’ όλους.
Δεν άντεξα. Της σφαλιάρισα δυνατά το ένα κωλομέρι. Αν δεν ήταν η μουσική τόσο δυνατή, θα είχε ακουστεί σε όλο το μαγαζί.
- Τί καριόλα που είσαι…
της σφύριξα και της έδωσα ένα βαθύ φιλί με μπόλικη γλώσσα. Εν τω μεταξύ, ο Στέφανος είχε ξεστραβωθεί να κοιτάει προς το μέρος μας. Η αλήθεια είναι ότι περισσότερο χαμουρευόμασταν ρυθμικά, στα όρθια, παρά χορεύαμε. Η Άννα δεν άργησε να τον μπανίσει το δικό της και, φυσικά, στράβωσε, ειδικά όταν παρατήρησε το φουσκωμένο καβάλο του παντελονιού του. Γύρισε κι έφυγε από την πίστα, χτυπώντας φουρκισμένα τα ψηλά της τακούνια στο ξύλινο πάτωμα. Κάθισε στο τραπέζι, σταύρωσε τα πόδια της και άναψε ένα από τα σλιμ τσιγάρα της. Τα γατίσια της μάτια πετούσαν σπίθες. Δεν ήθελα καν να φανταστώ τί παντόφλα θα έτρωγε εκείνο το βράδυ ο δόλιος ο Στέφανος. Εκείνος, μην συνειδητοποιώντας ακόμα τί είχε παιχτεί με την κοπέλα του, συνέχισε να προσποιείται ότι χαζοχόρευε μόνος του κοντά μας.
- Εγώ πάω να καθίσω…
ψιθύρισα στη Γωγώ και της ζούληξα το κωλομέρι μια τελευταία φορά.
- Εσύ, ξέρεις… θα σε παρατηρώ… τρέλανέ με, πουτανάκι μου!
Με βλέμμα που γυάλιζε από λαγνεία και μεθύσι, η κοπέλα μου με φίλησε παθιασμένα και μου δάγκωσε το χείλος. Θες το έκανε για να μου δείξει πώς ό,τι κι αν γινόταν στη συνέχεια εκείνη εμένα ήθελε πραγματικά ή, θες, για να μ’ ευχαριστήσει που την άφηνα να κάνει παιχνίδι μ’ έναν άλλον έτσι, στ’ ανοιχτά, χωρίς να ζηλεύω; Ίσως ήταν λίγο κι απ’ τα δύο.
Αντάλλαξα μια συνθηματική ματιά με τον Κώστα, δίνοντάς του το πράσινο φως να χωθεί. Το περίμενε τί και πώς, ο πούστης! Εγώ προσποιήθηκα τον κουρασμένο και επέστρεψα στο τραπέζι. Κάθισα δίπλα στην Άννα, στον καναπέ και απλώθηκα σαν μπέης.
- Τί έχεις, ρε συ;…
την ρώτησα, κάνοντας τον ανήξερο.
- Τίποτα…
απάντησε εκείνη ως αληθινό μοιραίο θηλυκό.
- Πώς τίποτα;… επέμεινα εγώ, ανάβοντας τσιγάρο. Αφού σε βλέπω. Κάτι σ’ έχει μπριζώσει.
Η Άννα τελείωσε το τζιν της σε δυό γουλιές και γύρισε προς το μέρος μου. Δε θυμάμαι μέχρι τότε να με είχε κοιτάξει γυναίκα πιο έντονα ή πιο απελπισμένα απ’ ότι η Άννα εκείνη τη στιγμή. Κι έπρεπε να ομολογήσω ότι η καυλόφατσα της έδινε σ’ εκείνο το βλέμμα άλλη χάρη.
- Αν δεν ήσουν με τη Γωγώ, μου είπε με τη μπάσα φωνή της που πάντοτε έβρισκα απίστευτα ερωτική, θα έκανες κάτι μαζί μου, Δημήτρη;
Κρατήθηκα να μην χαμογελάσω απ’ το ένα αυτί ίσα με το άλλο. Και με τη Γωγώ που ήμουν, την Άννα θα την ξέσκιζα χωρίς δεύτερη σκέψη. Μερικές φορές, μάλιστα, τον έπαιζα με κάτι φωτογραφίες της με μπικίνι που είχα από τις διακοπές μας στην Αμοργό, το περασμένο καλοκαίρι, όπου είχαμε πάει μια μεγάλη παρέα τεσσάρων ζευγαριών. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι εκείνη τη στιγμή μου δινόταν μια εξαιρετική ευκαιρία να χωθώ. Η Άννα ήταν μεθυσμένη, τσαντισμένη με το Στέφανο και διψούσε για επιβεβαίωση.
- Χωρίς δεύτερη σκέψη…
της απάντησα, αποσιωπώντας το πιο πρόστυχο τμήμα των αληθινών μου προθέσεων. Ήξερα ότι έπρεπε να το παίξω σοβαρός και λιγουλάκι ευαίσθητος αλλά πάνω απ’ όλα να την κομπλιμεντάρω, γιατί αυτά γούσταραν κάτι δήθεν κυριλέ γκόμενες σαν την Άννα.
- Έχεις μια ομορφιά που ξεχωρίζει όπου κι αν σταθείς, οπότε θα έπρεπε να είμαι τυφλός για να μη δοκίμαζα, έστω, την τύχη μου μαζί σου. Ο Στέφανος είναι πάρα πολύ τυχερός που σ’ έχει, κι ας μην το ξέρει…
δεν παρέλειψα να ρίξω στρατηγικά το καρφί μου. Η Άννα χαμογέλασε κι έγειρε πίσω, στα μαξιλάρια του καναπέ. Είχε ακούσει αυτό που ήθελε το καργιολάκι και το απολάμβανε.
- Είσαι πολύ γλυκός…
μου είπε απλά και ισοπεδωτικά, φροντίζοντας να μη μου δώσει πολύ θάρρος.
- Ξέρεις… κι η Γωγούλα είναι τυχερή που σ’ έχει.
Σήκωσα το ποτήρι μου νεύοντάς της ένα «εις υγείαν αφ’ υψηλού, ενώ ήδη με το μυαλό μου δούλευα ένα σχέδιο για να την κάνω να τρέχει από πίσω μου και τελικά να είναι εκείνη που θα έκανε το πρώτο βήμα στο μεταξύ μας νταραβέρι.
Έστρεψα και πάλι την προσοχή μου προς την πίστα. Αρχικά, δυσκολεύτηκα να εντοπίσω την κοπέλα μου μέσα στο σκοτάδι και την παλλόμενη μάζα σωμάτων που χόρευε. Πρώτα είδα το Στέφανο που έκανε πως χόρευε με τη Ντιάνα αν και ήταν ξεκάθαρο ότι το μυαλό του ήταν αλλού. Ακολούθησα τη ματιά του και τότε είδα κάτι που μου προκάλεσε ρίγη καύλας σε όλο μου το σώμα. Ο Κώστας χόρευε πίσω απ’ τη Γωγώ έχοντας τα χέρια του κολλημένα ψηλά στα μπούτια της, έτσι που της ανασήκωνε τη μίνι τζιν φούστα σε τέτοιο σημείο ώστε να απέχει μόλις πέντε-δέκα εκατοστά απ’ το να αποκαλύψει τη μουνάρα της σ’ ολόκληρο το μαγαζί. Η κοπέλα μου λικνιζόταν πιο αισθησιακά από ποτέ, με μια πουτανίστικη χάρη που δεν ήξερα πως είχε. Δεν ξεκόλλαγε την αφράτη κωλάρα της απ’ τον καβάλο του κολλητού μου κι ανεβοκατέβαζε τους γοφούς της προκλητικά, λες και γαμιόταν επάνω σε κάποιον αόρατο πούτσο.
Τα χέρια του Κώστα δεν άργησαν να πάρουν φωτιά. Όλο και γλιστρούσαν εδώ κι εκεί στο σώμα της, μία για να της πιάσουν την κοιλιά κάτω απ’ το πουκάμισο, μία για να της χουφτώσουν τα κωλομέρια. Σε κάποια στιγμή οι δύο τους βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, με τα κορμιά τους να πιέζονται το ένα επάνω στο άλλο. Εκείνος έγειρε προς την κοπέλα μου, λες και πήγαινε να τη φιλήσει. Αντ' αυτού έχωσε τα μούτρα του στο λαιμό της. Κάτι της ψιθύριζε και η Γωγώ τον άκουγε προσεκτικά, με μάτια μισόκλειστα από την καύλα. Αγκάλιαζε την κοπέλα μου λες και τα είχαν χρόνια. Χωρίς το παραμικρό ίχνος ντροπής ακουμπούσε τα καπούλια της και τα μάλαζε σε κοινή θέα. Από τη γωνία που βρισκόμουν μπόρεσα να δω το δεξί του χέρι να γλιστράει διακριτικά ανάμεσα στα πόδια της Γωγώς και να χώνεται εξερευνητικά κάτω από τη φούστα της.
Η κοπέλα μου δεν αντέδρασε αμέσως. Τον άφησε για λίγο να της βάζει χέρι, έτσι αισχρά, ενώ έγερνε παραδομένη επάνω του και άκουγε σαν υπνωτισμένη τα όσα συνέχιζε να της λέει στο αυτί. Ξαφνικά, είδα το πρόσωπό της να συσπάται σε μια γκριμάτσα έκπληξης και ηδονής. Αποτραβήχτηκε απότομα αλλά εκείνος την τράβηξε και πάλι κοντά του και συνέχισε να της μιλάει, κρατώντας την αυτή τη φορά σφιχτά απ’ το πηγούνι, ώστε να είναι αναγκασμένη να τον κοιτάει στα μάτια.
- Ρε, τί κάνει εκεί ο μαλάκας;…
αναφώνησε η Άννα δίπλα μου.
- Ποιος;…
προσποιήθηκα το χαζό αν και βιάστηκα να βάλω το ένα πόδι πάνω στο άλλο για να κρύψω την πελώρια στύση μου.
- Ο φίλος σου, ο Κώστας… συνέχισε σοκαρισμένη η Άννα. Δε βλέπεις;
- Ωχ…
το έπαιξα ότι με χτύπησε κεραυνός ξαφνικά αλλά δεν ήθελα κιόλας να δώσω διαστάσεις στο θέμα, τουλάχιστον όχι εκείνη τη στιγμή και σίγουρα όχι στην Άννα.
- Εντάξει μωρέ, χαβαλέ κάνουν… έχουν πιεί κιόλας…
- Δημήτρη… συγνώμη που θα στο πω, δεν μου πέφτει και λόγος, αλλά μάζεψέ τη!
- Σώπα, μωρέ! Τα παραλές, νομίζω. Είμαι σίγουρος ότι έγινε κατά λάθος. Άλλωστε, δε θέλω να τη στενοχωρήσω. Είναι και τα γενέθλιά της σήμερα, καταλαβαίνεις.
Η Άννα έδειξε να εκπλήσσεται με την χαλαρή μου αντιμετώπιση. Άναψε ένα τσιγάρο ακόμα και ακούμπησε το χεράκι της στο μπράτσο μου, λες για να παρηγορήσει τον ανομολόγητο πόνο μου.
- Αχ, ρε Δημήτρη! Είσαι γαμώ τα παιδιά…
σχολίασε σε σχεδόν τρυφερό τόνο, με την καυλιάρικη φωνή της.
- Αλλά, να ξέρεις, δε σου αξίζει τέτοια φάση.
- Και τί να κάνω, ρε συ Άννα;..
αναστέναξα στα πλαίσια του ρόλου μου ως καλό, πληγωμένο παιδί.
- Σε ποιόν να τα πω; Γιατί δεν είναι μόνο αυτό, το σημερινό, είναι και άλλα πολλά μικρά.
Το άγγιγμα της Άννας μετατράπηκε σ’ ένα συγκαταβατικό χάδι.
- Δεν φαντάζεσαι πόσο σε καταλαβαίνω, είπε. Όποτε θες πάμε για καφέ να τα πούμε με την ησυχία μας. Το τηλέφωνό μου το έχεις.
Αυτό ήταν. Το είχα φέρει το καργιολάκι ακριβώς εκεί που ήθελα. Άπλωσα το κουλό μου και της ακούμπησα το μπούτι απαλά.
- Πολύ θα το ήθελα αυτό. Σ’ ευχαριστώ, ρε Άννα. Είσαι ψυχή!
Εν τω μεταξύ, στην πίστα, και το άλλο μου σχέδιο της βραδιάς έβαινε περίφημα. Η Ντιάνα, που από ώρα παρακολουθούσε τί παιζόταν μεταξύ του Κώστα και της Γωγώς, είχε σκάσει από τη ζήλια της. Μπορεί ο κολλητός μου, για εκείνη, να ήταν ένας ενοχλητικός μαλάκας που της την έπεφτε, αλλά ήταν ο δικός της ενοχλητικός μαλάκας. Η Γωγώ δεν είχε κανένα δικαίωμα να μονοπωλεί την προσοχή του, ειδικά αφού είχε ήδη γκόμενο. Είναι πραγματικά απίστευτο τί μπορεί να βάλει μια γυναίκα να κάνει ο πληγωμένος της εγωισμός και η ζήλεια. Η Ντιάνα είχε βαλθεί να χορεύει όσο πιο προκλητικά μπορούσε, περνώντας τα χέρια της πάνω απ’ το λεπτό της κορμάκι και φροντίζοντας να κάνει το φόρεμά της ν’ ανεμίζει αποκαλυπτικά όταν έπαιρνε τις αέρινες στροφές της που, δήθεν εντελώς τυχαία, την έφερναν ολοένα και πιο κοντά στον Κώστα.
Ο κολλητός μου δεν έχασε ευκαιρία. Απομακρύνθηκε απ’ τη Γωγώ σα να μην έτρεχε τίποτα κι έκανε δυνατό μπάσιμο στη φίλη της. Εκείνη τη φορά, η Ντιάνα ανταποκρίθηκε με θέρμη. Δεν ξεκόλλαγε από πάνω του και φαινόταν πως προσπαθούσε σκληρά να τον τρελάνει με τα κουνήματά της και τα κάπως αδέξια νάζια της. Η κοπέλα μου, έχοντας φέρει σε πέρας την πουτανίστικη αποστολή της άρχισε να κατευθύνεται πίσω, προς το τραπέζι μας. Δεν είχε προλάβει να κάνει δύο βήματα καλά-καλά όταν ο Στέφανος ξεπρόβαλε μέσα απ' το στριμωγμένο μπουλούκι που χόρευε, σαν ύαινα που πλησιάζει το επόμενο εύκολο γεύμα της, και της έπιασε τη κουβέντα.
Είδα την Άννα που άρχισε να χτυπά τα περιποιημένα της νυχάκια στο τραπέζι, όλο νεύρα. Ο Στέφανος μιλούσε στη Γωγώ, πιάνοντάς την απ’ τη μέση και σκύβοντας προς το μέρος της για να μπορεί να τον ακούει μέσα απ’ τη βαβούρα της μουσικής. Εκείνη κάθε τόσο χαχάνιζε, ένευε καταφατικά και ουδεμία απόπειρα έκανε ν’ απομακρύνει το αδιάκριτο χέρι του. Κατευθύνθηκαν προς το μπαρ και τους είδαμε που παρήγγειλαν σφηνάκια απ’ τη Γιάννα και τα κατέβασαν διασταυρώνοντας τα χέρια τους. Η Άννα είχε σκυλιάσει. Τα μωβ χειλάκια της πιέζονταν σε μια ευθεία γραμμή.
- Την άλλη Παρασκευή θα είμαι κέντρο, έχω μια συνέντευξη για δουλειά, της είπα εκμεταλλευόμενος τη στιγμή. Αν ψήνεσαι για εκείνον τον καφέ που λέγαμε.
- Φυσικά, ναι…
απάντησε εκείνη με μάτια που γυάλιζαν.
- Με βολεύει μια χαρά!
Εάν δεν το έπαιζε, εκ φύσεως, τόσο μη μου άπτου κυρία, ήμουν σίγουρος ότι εκείνη τη στιγμή θα είχε ορμήσει να με φιλήσει μόνο και μόνο για να το τρίψει στα μούτρα του δικού της. Θα ερχόταν όμως κι αυτό. Άπλα, έπρεπε να το δουλέψω λίγο περισσότερο.
Το υπόλοιπο της βραδιάς κύλησε υπέροχα. Ο Στέφανος συνέχισε να καυλαντίζει την κοπέλα μου ακόμα κι όταν γύρισαν στο τραπέζι, μιλώντας δήθεν φιλικά, περί ανέμων και υδάτων ώστε ό,τι μανούρα κι αν του έκανε μετά η Άννα, να μπορούσε να την βγάλει τρελή και ζηλιάρα. Ήξερε τί έκανε. Εγώ, πάλι, εφάρμοζα ακριβώς την ίδια τακτική στη γκόμενά του. Δε νομίζω να με είχε πάρει χαμπάρι γιατί ήταν πολύ θαμπωμένος με την προοπτική του "καινούριου" που έψηνε.
Ο δε Κώστας, ήταν ο πλέον τυχερός της παρέας. Τον είχα χάσει για λίγο, αλλά όταν τον εντόπισα και πάλι βρισκόταν σε μια σκοτεινή γωνία του μπαρ, με τη Ντιάνα, και φασώνονταν ανελέητα, σαν ξαναμμένοι έφηβοι. Την είχε ανεβάσει σ’ ένα ψηλό σκαμνί εκεί και δεν την άφηνε να πάρει ανάσα απ’ τα φιλία. Η γλώσσα του ορμούσε άπληστα μέσα στο στόμα της και η Ντιάνα την καλοδεχόταν με τη δική της ενώ τα βελούδινα χείλη της άφηναν το κόκκινο αποτύπωμα του κραγιόν τους στα δικά του. Μάλιστα είχε χώσει τη χερούκλα του μέσα απ’ το φόρεμά της και της χούφτωνε το αριστερό βυζάκι, ζυμώνοντας αχόρταγα την απαλή της σάρκα.
- Δεν μας βλέπω να γυρνάμε απόψε πίσω μ’ αυτά τα δύο πιτσουνάκια…
γέλασα. Η ώρα ήταν περασμένη αλλά δεν ήταν η κούραση που μ’ έκανε να θέλω να φύγω. Ανυπομονούσα να βρεθώ μόνος μου με τη Γωγώ, να μάθω λεπτομέρειες για τα όσα της έλεγε πριν ο κολλητός μου και μετά ο Στέφανος. Κάτι μου έλεγε ότι θα ήταν πολύ ζουμερές, κι ο πούτσος μου πήγαινε να σπάσει από την προσμονή.
- Θα σας πετάξουμε εμείς…
προσφέρθηκε ο Στέφανος με ασυνήθιστη αβρότητα, καθότι έμενε στην εντελώς αντίθετη άκρη της Αθήνας και ήταν γνωστός τσιγκούνης όταν επρόκειτο να σπαταλήσει βενζίνη.
Έτσι κι έγινε λοιπόν. Αφήσαμε πίσω τη Ντιάνα και τον Κώστα χωρίς καν να τους χαιρετήσουμε και να διακόψουμε το χαμούρεμά τους. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο του Στέφανου και κατά τις τέσσερεις τα χαράματα ήμασταν έξω απ’ την είσοδο της πολυκατοικίας μας στο Παγκράτι. Η Άννα καληνύχτισε τη Γωγώ και της ευχήθηκε και πάλι «χρόνια πολλά» με ένα ύφος τόσο ψυχρό κι ένα χαμόγελο τόσο ψεύτικο που ήταν σα να έλεγε «να φας σκατά». Εμένα, πάλι, με πήρε αγκαλιά και με κράτησε εκεί για μερικές στιγμές παραπάνω απ’ ότι συνήθως. Ο Στέφανος καληνύχτισε τη Γωγώ φιλώντας την σταυρωτά στα μάγουλα και πώς έτυχε ρε παιδί μου… και τα τυπικά αυτά φιλιά του προσγειώθηκαν ελάχιστα εκατοστά απ’ τα χείλη της.
Με το που έκλεισε πίσω μας η πόρτα του διαμερίσματος, άρπαξα την κοπέλα μου και την κόλλησα στον τοίχο του χολ. Άρχισα να την φιλάω παθιασμένα ενώ της ξεκούμπωνα το πουκάμισο, αποκαλύπτοντας το μαύρο, δαντελωτό σουτιέν που φορούσε από κάτω. Εκείνη έβγαλε μια μικρή, ενθουσιασμένη κραυγή και τα χεράκια της γλίστρησαν στον πούτσο μου, λύνοντας τη ζώνη μου και ανοίγοντας το φερμουάρ του τζιν μου.
- Πες τα μου όλα τώρα, πουτανάκι…
της είπα, ενώ της ζουλούσα τις βυζάρες μέχρι να ξεχειλίσουν απ’ τις κούπες του σουτιέν της και να φανούν οι ανοιχτόχρωμες θηλές της.
- Τί σου έλεγε ο Κώστας εκεί που χορεύατε;
Η Γωγώ τράβηξε έξω το καυλί μου και άρχισε να μου το παίζει με αργές, σταθερές κινήσεις.
- Σίγουρα θες να μάθεις, μωρό μου;…
με ρώτησε με φωνή βραχνιασμένη από καύλα.
- Ο φίλος σου είναι πολύ ανώμαλος ξέρεις… κι έχει και θράσος, ο πούστης!
Ήξερε πως κάτι τέτοια ήταν ακριβώς ό,τι ήθελα ν’ ακούσω. Της άνοιξα το σουτιέν από μπροστά κι απελευθέρωσα τα βαριά της μαστάρια. Η Γωγώ είχε πραγματικά υπέροχα βυζόμπαλα. Μεγάλα, 38 C, ελαφρώς κρεμασμένα απ’ το βάρος τους, με φαρδιές, ολοστρόγγυλες θηλές ένα τόνο μόλις πιο σκούρες απ’ το υπόλοιπο δέρμα της και μετρίου μεγέθους ρώγες που εκείνη τη στιγμή ήταν προτεταμένες και σκληρές. Τις πήρα στο στόμα μου κι άρχισα να τις δαγκώνω ελαφρά, ρουφώντας όσο περισσότερο απ’ το βυζοκρεάς της μπορούσα και στη συνέχεια αφήνοντάς το ελεύθερο μ’ έναν υγρό ήχο. Της άρπαξα του ώμους και την ανάγκασα να γονατίσει μπροστά μου.
- Τί σου ‘χω πει;… τη μάλωσα. Με τα βυζιά σου θα μου τον παίζεις, όχι με το χέρι σου. Της Ισπανικής Φιλολογίας δεν είσαι, άλλωστε; Δείξε μου λοιπόν αυτό που ξέρεις να κάνεις καλύτερα.
Πειθήνια, η κοπέλα μου τύλιξε τις βυζόμπαλες της γύρω απ’ τον καυλωμένο μου πούτσο και πιέζοντάς τες αναμεταξύ τους με τα χέρια της άρχισε να με μαλακίζει αργόσυρτα και μεθοδικά.
- Φτύσ’ τον, να γλιστράει… της είπα κοφτά κι εκείνη υπάκουσε. Έτσι μπράβο. Λέγε τώρα.
Η Γωγώ έστρεψε προς τα επάνω τις καστανές ματάρες της να με κοιτάξει. Το πρόσωπό της ήταν αναψοκοκκινισμένο καθώς η ψωλή μου γλιστρούσε μέσα-έξω στις βελούδινες πτυχές των μασταριών της, γαμώντας τα σα να ήταν μουνί.
- Μου έλεγε ότι πάντα ήξερε τί πουτανάρα ήμουν, κι ας μην μου φαίνεται…
άρχισε να μου διηγείται, δίχως να χαμηλώνει το βλέμμα της ή να μειώνει το ρυθμό του εξαίσιου ισπανικού που μου έκανε.
- Ότι με είχε καταλάβει απ’ την πρώτη στιγμή που με γνώρισε, αλλά δεν μπορούσε να πει τίποτα!
- Κι εσύ του τί απάντησες;… βόγκηξα.
- Ότι καλά κατάλαβε. Τότε άρχισε να με χουφτώνει και ήθελε να λέω του από μόνη μου τί έκφυλο πουτανάκι που είμαι και πόσο μου αρέσει να δείχνω τη μουνάρα μου σε γνωστούς κι αγνώστους, να τους καυλώνω και να τους προκαλώ να με γαμήσουν.
- Το έκανες;
- Ναι, μωρό μου… του είπα ότι είμαι πουτανάκι και ότι γούσταρα τρελά που του έδειξα το μουνάκι μου στο αυτοκίνητο, να ξέρει τί ακριβώς γλεντάει ο φίλος του κάθε βράδυ. Και τότε ήταν που ο πούστης έβαλε το χέρι του κάτω απ’ τη φούστα μου, μέσα στον κόσμο. Δεν ξέρω αν είδες;
- Είδα… είδα κι εσύ τί ξεδιάντροπο τσουλάκι είσαι που τον άφησες!
Τα προσπερματικά έτρεχαν ποτάμι απ’ τον πούτσο μου και πασάλειφαν τα βυζιά της κοπέλας μου, κάνοντάς τα να γυαλίζουν.
- Είμαι, καυλιάρη μου. Όπως ακριβώς με θες… τσούλα!
Έβγαλε τη γλώσσα της για να υποδεχτεί το καυλί μου καθώς έβγαινε ανάμεσα απ’ τα ενωμένα μαστάρια της κι εγώ άρχισα να τινάζω τους γοφούς μου προς το μέρος της, φροντίζοντας σε κάθε κάρφωμα να τρίβω το πουτσοκέφαλο μου επάνω σ’ αυτό το ζεστό και υγρό "χαλί" που μου είχε στρώσει μέχρι που έφτανε στο άνοιγμα του στόματός της.
- Σου έπιασε το μουνάκι δηλαδή;
Η Γωγώ σήκωσε και πάλι το κεφάλι της να με κοιτάξει. Φορούσε τα προσπερματικά μου στα χειλάκια της σαν lip gloss.
- Ναι. Άρχισε να μου παίζει την κλειτορίδα και να μου λέει ότι δεν κάνει τέτοιο καυλόμουνο, σαν το δικό μου, να το χαίρεται μόνο ένας – ότι μια μέρα που εσύ θα λείπεις θα με ξεσκίσει, θα μου μάθει τί πάει να πει χοντρή ψωλάρα και αληθινό ξεμούνιασμα. Γιατί έτσι μου αξίζει, τέτοιο βρωμοπούτανο που είμαι και προκαλώ. Μετά μου έβαλε τρία δάχτυλα μαζί, όλα μέσα, με τη μία, ο πούστης! Μου ψιθύριζε ότι απόψε, που θα σπάσει στην πούτσα την ξινή καργιόλα τη φίλη μου, θα σκέφτεται εμένα και θα της κάνει όλα όσα θα ήθελε να μου κάνει εκείνη τη στιγμή στις τουαλέτες του μαγαζιού. Και γι’ αυτό θα της ρίξει πολύ ξύλο επάνω στο γαμήσι και θα την χύσει στα μούτρα. Μ’ έβαλε να του πιάσω τον πούτσο πάνω απ’ το παντελόνι και μου είπε πως για πάρτη μου ήταν έτσι σκληρός και τ’ αρχίδια του τόσο πρησμένα, γεμάτα σπέρμα για μένα. Με ρώτησε που ήθελα να μου τ’ αδειάσει.
- Κι εσύ πού του τα ζήτησες, μωρή γαμιόλα;…
μούγκρισα θολωμένα. Ήμουν έτοιμος να εκραγώ.
- Στη μούρη, όπως θα έχυνε και τη Ντιάνα.
- Θα το έκανες στ’ αλήθεια; Ή έτσι του τα έλεγες, για να τον καυλώσεις;
- Στ’ αλήθεια. Θα τον άφηνα να με πασαλείψει και μετά θα του καθάριζα τον πούτσο με το στόμα μου.
Αυτό ήταν. Δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο.
- Πουτάνα…
γκάριξα καθώς αποτραβούσα βίαια τον πούτσο μου ανάμεσα απ’ τα βυζιά της Γωγώς κι άρχιζα να τη χύνω.
- Παρ' τα τώρα από μένα! Έτσι… στα μούτρα σου, πουτάνα. Όλα!
Χοντρά κορδόνια σπέρματος ξεπήδησαν απ’ την άκρη του πρησμένου μου πουτσοκέφαλου και βρήκαν την κοπέλα μου με ορμή στο στρογγυλό της προσωπάκι. Έκλεισε τα μάτια της ενστικτωδώς και πίεσε τα υγρά χείλη της σε μια ευθεία γραμμή, ενώ καθόταν ακίνητη και υποταγμένη κάτω απ’ τους πίδακες άσπρων, παχύρευστων χυσιών που ξεφόρτωνα βογκώντας στα μούτρα της. Τη σοβάτισα κανονικά. Τα χοντράδια μου απλώθηκαν απ’ το δεξί της μαγουλάκι έως ανάμεσα τα φρύδια της και απ’ το σαγόνι της έως το λακάκι κάτω απ’ τη μύτη της. Έτσι όπως πήραν να κυλάνε προς τα κάτω, κρέμασαν σε μεγάλες, λευκές δροσοσταλίδες πρωτεΐνης απ’ τις βλεφαρίδες της και σε παχιές κλωστές που απ’ την άκρη του πηγουνιού της έτρεχαν κάτω, στη βυζοχωρίστρα της. Πίεσα την ψωλή μου στα πασαλειμμένα χείλη της και η Γωγώ αμέσως άνοιξε για να την πάρει στο στοματάκι της.
- Έτσι, καργιόλα. Καθάρισέ τη μου κι εμένα…
της είπα, αναστενάζοντας καθώς ένιωθα τη γλωσσίτσα της να κάνει κύκλους γύρω απ’ το κεφάλι του πούτσου μου. Όλη η φάση γινόταν σε αυτό το "κι εμένα" που ξεστόμισα χωρίς καν να το συνειδητοποιήσω. Δεν ήμουν σίγουρος τί με τρέλαινε περισσότερο. Η αφοπλιστικά ηδονική αίσθηση της επιδέξιας γλώσσας της κοπέλας μου που μάζευε κάθε τελευταία σταγόνα σπέρμα απ’ το καυλί μου ή η σκέψη πως ευχαρίστως θα έκανε το ίδιο και για τον κολλητό μου.
Αν και ήταν η δεύτερη φορά που ξαλάφρωνα τ’ αρχίδια μου εκείνο το βράδυ, μου ήταν ακόμα κάγκελο. Ήμουν αποφασισμένος να δοκιμάσω τα όρια της Γωγώς και σ’ έναν ακόμα τομέα. Τη βοήθησα να σηκωθεί, την πήρα απ’ το χέρι και την οδήγησα στον καναπέ του σαλονιού, χωρίς να την αφήσω να σκουπίσει το μουτράκι της.
- Στήσου…
της είπα κοφτά. Το μωρό μου ανέβηκε με τα γόνατα στον καναπέ, στηρίχτηκε στις παλάμες της και τούρλωσε την κωλάρα της προς το μέρος μου. Με μια απότομη κίνηση της σήκωσα τη φουστίτσα, ξεγυμνώνοντας τα αφράτα κωλομέρια της. Πήρα θέση από πίσω της και άρχισα να της ρίχνω ηχηρά σκαμπίλια στον πάτο.
- Άνοιξέ τον, μωρή γαμιόλα. Δείξε μου τις τρύπες σου.
Η Γωγώ έβγαλε μια πνιχτή κραυγή που ήταν κάτι ανάμεσα σε πονηρό γελάκι και αναστεναγμό. Έγειρε το κεφάλι της στο μπράτσο του καναπέ και με τα χέρια της άρπαξε τα κωλομάγουλα της και τα τράβηξε ν’ ανοίξουν διάπλατα. Μπορούσα να δω τη λεία μουνάρα της με τα σκούρα εσωτερικά χείλη που γυάλιζαν απ’ τα υγρά της και ακριβώς από πάνω την παρθένα, ροζ σουφρίτσα της, κλειστή σαν το σαρκώδες μπουμπούκι κάποιας περίεργης ποικιλίας ορχιδέας.
Τον ενάμιση χρόνο που τα είχαμε, είχα προσπαθήσει, κατά καιρούς, να την πάρω από κώλο. Όμως εκείνη πάντοτε διαμαρτυρόταν και δεν με άφηνε, με τη δικαιολογία ότι "δεν ήταν έτοιμη" και ότι θα το κάναμε "κάποια άλλη φορά". Σαν κύριος σωστός, δεν την πίεζα κι εγώ περισσότερο. Έβγαζα το άχτι μου σφυροκοπώντας της το μουνί ή γαμώντας της το στόμα εκδικητικά. Εκείνη τη στιγμή ήμουν έτοιμος να δοκιμάσω και πάλι την τύχη μου. Άλλωστε, τόσα και τόσα είχε κάνει για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ.
Έσκυψα και έφτυσα ακριβώς επάνω στην κωλοτρυπίδα της, έτσι που την κρατούσε εκτεθειμένη. Στη συνέχεια ακούμπησα τον πούτσο μου επάνω της και έσπρωξα λίγο. Το στενό δαχτυλίδι του σφιγκτήρα της δεν υποχώρησε.
- Έλα ρε Δημήτρη, όχι…
κλαψούρισε εκείνη, κοιτάζοντάς γυρίζοντας να με κοιτάξει παρακλητικά με το αναψοκοκκινισμένο και καταχυμένο μουτράκι της.
Της άστραψα μια γερή σφαλιάρα στον κώλο που έκανε το λευκό της δέρμα να πυρώσει.
- Σκάσε… μούγκρισα. Το ξέρω ότι το θες, παλιοπουτάνα!
Πίεσα το καυλί μου με περισσότερη δύναμη κι ένιωσα την πίσω πόρτα της να υποχωρεί κάπως. Η Γωγώ τσίριξε έκπληκτη και τινάχτηκε μακριά μου.
- Σοβαρά τώρα… όχι! Μην κάνεις μαλακίες, Δημήτρη. Σου είπα, δε θέλω…
επέμεινε μ’ ένα ίχνος τσαντίλας στη φωνή της.
- Καλά, καλά, μωρό μου… έλα, στη μουνάρα σου θα στο βάλω. Μη φοβάσαι!
Τζίφος, λοιπόν. Για μία ακόμη φορά η κοπέλα μου δεν θα μου έδινε κώλο. Θα ήμουν όμως αχάριστος αν παραπονιόμουν. Άλλωστε, τόσες άλλες απολαύσεις μου είχε χαρίσει εκείνο το βράδυ. Γλίστρησα την ψωλάρα μου με τη μία μέσα στο μουνί της, άγαρμπα και ανυπόμονα. Ήταν μούσκεμα. Με το ένα μου χέρι της άρπαξα μαλλιά και με το άλλο τα ψωμάκια στη μέση, για να κρατάω κόντρα. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά, με γρήγορες, βαθιές πουτσιές. Η λεκάνη μου πλατάγιζε κάθε φορά που χτυπούσε στα κωλομέρια της και τα ανεξέλεγκτα βογκητά της κοπέλας μου σύντομα γέμισαν εκκωφαντικά το σαλόνι.
- Έτσι, μωρή πουτάνα, έτσι… της έλεγα και τη γαμούσα ολοένα και πιο σκληρά. Σ’ αρέσει να σε παλουκώνω στον πούτσο μου;
- Μ’ αρέσει, καργιόλη. Με τρελαίνει. Σκίσε με…
κλαψούριζε εκείνη, με φωνή πνιγμένη από ηδονή.
- Δεν μου είπες όμως κάτι ακόμα, γαμιόλα…
της είπα και της έσκασα μια ακόμα γερή ανάποδη στα κωλομάγουλα.
- Με τον Στέφανο, τί λέγατε; Σε κατάλαβε κι αυτός τί πουτανάκι είσαι και στην έπεφτε;
- Ναι μωρό μου… αχ! Έτσι… πιο δυνατά! Μου έλεγε πόσο όμορφη είμαι και με κέρασε σφηνάκια.
- Κι εσύ χαζογέλαγες, τσούλα, ε; Παρ' τα τώρα, έτσι… όλος μέσα!
Τα βογκητά της Γωγώς κλιμακώθηκαν μέχρι που μετατράπηκαν σε άναρθρες κραυγές καύλας και πόνου. Πλέον την ξεμούνιαζα κανονικά με τα λυσσασμένα, αλλεπάλληλα καρφώματά μου κι εκείνη το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να υπομένει την ορμή του ξέφρενου γαμησιού μου.
- Ξέσκισέ με, ρε μαλάκα! Έτσι, το αξίζω η πουτάνα. Πιο βαθιά. Έτσι!
- Γιατί το αξίζεις, πουτανάρα; Πες μου!
- Επειδή ο Στέφανος μου ζήτησε στα ίσα να του ποζάρω γυμνή, για τις φωτογραφίες της πτυχιακής του κι εγώ δέχτηκα… είμαι πολύ πουτάνα, μωρό μου;
Της τον έμπηξα ως τ’ αρχίδια και έγειρα επάνω της, γυρίζοντάς της το κεφάλι απ’ τα μαλλιά, όπως την είχα πιασμένη, προς το μέρος μου. Χωρίς να το σκεφτώ, μάζεψα σάλιο και την έφτυσα στα μούτρα.
- Η μεγαλύτερη γαμιόλα είσαι! Δώσατε και ραντεβού πίσω απ’ την πλάτη μου;
- Την άλλη Παρασκευή… παραδέχτηκε η Γωγώ. Θα πάω σπίτι του όταν θα λείπει η Άννα.
Τί τύχη ήταν αυτή; Την ίδια μέρα που εγώ είχα κανονίσει παράνομο ραντεβουδάκι με τη γκόμενα του Στέφανου για να της "κλαφτώ" δήθεν, εκείνος θα ήταν με τη δική μου και θα την φωτογράφιζε γυμνή. Στη σκέψη και μόνο νέα προσπερματικά άρχισαν ν’ αναβλύζουν απ’ το πουτσοκέφαλο μου κι έτσι όπως πιστονάριζα με κρέας τη μουνάρα της κοπέλας μου οι υγροί ήχοι που έβγαζε έγιναν πιο έντονοι.
- Και θα τα πετάξεις όλα, βρωμοπούτανο; Γουστάρεις να του δείξεις και τις βυζάρες σου και το μουνί σου;
- Ό,τι μου ζητήσει καυλιάρη μου… όλα θα του τα δείξω!
- Θα τον καυλώσεις, όμως, και μετά θα θέλει να σε γαμήσει. Θα του κάτσεις κιόλας, μωρή καργιόλα;
- Μόνο αν το θες εσύ, μωρό μου. Αν μ’ αφήσεις. Αφού η πουτάνα σου είμαι, το ξέρεις.
- Το ξέρω, καργιόλα. Το ξέρω. Γι’ αυτό θα του κάτσεις, ναι. Θα τον αφήσεις να σε γαμήσει και μάλιστα ακάποτα για να καταλάβει τί έκφυλο τσουλί είσαι, τί βρωμιάρα πόρνη!
- Είμαι, ρε πούστη. Είμαι! Έτσι, γάμα με, μη σταματάς, θα σου χύσω τον πούτσο!
- Θα τον πιπώσεις κιόλας, πουτανάκι. Καλά. Βαθιά. Θα του γλείψεις και τα' αρχίδια και θα του ζητήσεις να σε παίρνει και φωτογραφίες όσο το κάνεις, να μου τις δείξεις μετά.
- Ναι! Όλον μέσα θα του τον πάρω, βεντούζα!
Η Γωγώ σχεδόν παραληρούσε από την καύλα. Δεν ήμουν σίγουρος αν αυτό της το προκαλούσε το γαμήσι που της έριχνα ή τα όσα φαντασιωνόταν για τον άλλο το μαλάκα.
- Θα του ρουφάω και τ’ αρχίδια, να τον τρελάνω!
- Μπράβο, γαμιόλα, μπράβο…
την ενθάρρυνα εγώ καθώς αύξανα τον ρυθμό μου. Ήμουν ξανά έτοιμος να εκραγώ – κάτι που μάλλον έπρεπε να καταγράψω στη λίστα των προσωπικών μου ρεκόρ.
- Εμένα, πάντως, μ’ έχεις τρελάνει απόψε!
- Ναι, καυλιάρη μου; Γουστάρεις να με κάνεις πουτάνα; Να με πασάρεις σ’ όλους σου τους φίλους να με σκίζουν; Γουστάρεις το κορίτσι σου να είναι γαμιόλα;
Αυτές της οι κουβέντες ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Βύθισα το καυλί μου όσο πιο βαθιά γινόταν στην οργωμένη μουνάρα της και γκαρίζοντας εκστατικά, άρχισα να χύνω εκτοξεύω μέσα της μαζικές ποσότητες πηχτού σπέρματος.
Μόλις η Γωγώ ένιωσε τα χυσαμόλια μου να σκάνε με δύναμη στην είσοδο της μήτρας της, δεν άντεξε κι αυτή. Άρχισε να χύνει ουρλιάζοντας και βογκώντας, ενώ έτριβε την κωλάρα της επάνω στο παλαμάρι μου, προσπαθώντας απελπισμένα να το πάρει πιο βαθιά απ’ ότι ήταν φύσει εφικτό.
Μείναμε για μερικές στιγμές εκεί, κολλημένοι ο ένας επάνω στον άλλο, ακίνητοι και βαριανασαίνοντας. Όταν αποτράβηξα τον πούτσο μου απ’ την ανοιγμένη τρυπούλα της κοπέλας μου ένας χοντρός κόμπος σπέρμα κύλησε έξω απ’ τα βελούδινα μουνόχειλα της και έτρεξε στη μέσα μεριά των μπουτιών της.
- Τελείωσες μέσα μου…
ψέλλισε ενώ σηκωνόταν. Ο τόνος της φωνής της πρόδιδε μια κάποια ανησυχία αλλά δε μπορούσε να κρύψει με τίποτα το γεγονός ότι συνάμα γούσταρε.
- Μην ανησυχείς, μωρό μου, της είπα. Θα σου πάρω χάπι αύριο.
Την αγκάλιασα και τη φίλησα τρυφερά στο στόμα. Κατευθυνθήκαμε προς το δωμάτιό μου όπου μας περίμενε το μονίμως ξεστρωμένο κρεβάτι μου. Για μπάνιο, ούτε λόγος. Ήμασταν και οι δύο πολύ κομμάτια για κάτι τέτοιο. Άσε που, προσωπικά, απολάμβανα να βλέπω την κοπέλα μου έτσι πασαλειμμένη με υγρά και ξεραμένα χύσια μαζί, με το μακιγιάζ της να έχει καταντήσει σκέτη μουτζούρα. Ήταν μια καυλωτική υπενθύμιση του πόσο υπέροχα είχαμε περάσει.
- Αλλά να ξέρεις… γύρισα και της είπα εκεί που ξαπλώναμε. Μόνο εγώ θα χύνω μέσα σου, κανένας άλλος. Σύμφωνοι;
- Κανένας άλλος, αγάπη μου, ναι…
συμφώνησε εκείνη με τη γλυκιά της φωνή. Σύντομα, παραδοθήκαμε σ’ έναν γαλήνιο ύπνο δίχως όνειρα.
Copyright protected OW ref: 153786
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.