Το e-mail μου είναι το:
Το βλέμμα τους διασταυρώθηκε για λίγα δευτερόλεπτα. Αισθάνθηκε όπως εκείνη τη φορά που γύρισε στο πατρικό του σπίτι, μετά από εφτά μήνες απουσίας. Οικεία. Και συνάμα, τόσο ξένη και εξωτική.
Του χαμογέλασε (ή έτσι νόμισε) φευγαλέα και συνέχισε να μιλάει με τις φίλες της. Η μουσική στο μπαράκι αρκετά δυνατή. Αν και ήταν πολύ κοντά, δεν άκουγε σχεδόν τίποτα από την κουβέντα.
Φυσικά, δεν μπορούσε να του πει ότι έπαθε την πλάκα της ζωής του. Θα τον έπαιρνε με το ψιλό. Στα επόμενα πέντε λεπτά, πέρασαν από το μυαλό του όλες τα πιθανά σενάρια. Θα της ζητήσω φωτιά. Μπα, θα της φανεί κοινότοπο. Θα την κεράσω ποτό. Το ίδιο. Θα της πιάσω το χέρι και θα αρχίσουμε να χορεύουμε. Υπερβολικά τολμηρό.
Τελικά, πήγε κοντά της, την ακούμπησε στον ώμο, και απλά την κοίταξε. Αυτή τη φορά του χαμογέλασε στα σίγουρα. Δεν μπορούσε να πει κουβέντα. Απλά την κοίταζε. Αυτή, έβαλε το χέρι της πίσω από το κεφάλι του και έσπρωξε τα χείλη της στα δικά του.
Του ήρθε γεύση από κυκλάμινα, κι ας μην τα είχε δοκιμάσει ποτέ του. Τα μαλλιά της μύριζαν καρύδα και το σώμα της του θύμισε τον αρωματικό καπνό που έβαζε στην πίπα του ο πατέρας του. Οικεία… Όλα.
Χορεύανε όλο σχεδόν το βράδυ. Οι υπόλοιποι της παρέας έφυγαν, χωρίς καν να τους ενοχλήσουν. Αισθανόταν σαν να είχε μπει σε μια τεράστια φούσκα. Ο απ’ έξω κόσμος του φαινόταν άχρωμος, σαν να είχε η παρουσία της ρουφήξει όλα τα χρώματα, να τα είχε στροβιλίσει και να τα είχε κάνει λευκό φως. Ένα φως που δεν ζέσταινε. Δρόσιζε. Όλα.
Η συνέχεια, απόλυτα φυσική. Σαν χορογραφία γραμμένη με DNA. Πήγαν σπίτι του, έκαναν έρωτα. Με πάθος..
Πέρασε μια εβδομάδα σχεδόν. Βγήκε, ξανά, με τον Νίκο. Στο ίδιο μπαράκι.
Το βλέμμα τους διασταυρώθηκε για λίγα δευτερόλεπτα. Αισθάνθηκε όπως εκείνη τη φορά που γύρισε στο πατρικό του σπίτι, μετά από εφτά μήνες απουσίας. Οικεία. Και συνάμα, τόσο ξένη και εξωτική.
Του χαμογέλασε (ή έτσι νόμισε) φευγαλέα και συνέχισε να μιλάει με τις φίλες της. Η μουσική στο μπαράκι αρκετά δυνατή. Αν και ήταν πολύ κοντά, δεν άκουγε σχεδόν τίποτα από την κουβέντα.
Πήγαν σπίτι του, έκαναν έρωτα. Άναψε τσιγάρο. Τράβηξε δυο τζούρες. Την κοίταξε. Προσπάθησε να τη δει. Τίποτα. Το μόνο που έβλεπε, ήταν ένας καθρέφτης. Είχε βαρεθεί να κάνει έρωτα με τον εαυτό του τόσα χρόνια. Από την άλλη, κανένας δεν τον ήξερε τόσο καλά όσο εκείνος.
Το λευκό φως του έκαιγε πλέον τα μάτια. Δεν το άντεχε άλλο. Έπρεπε να φύγει. Τώρα…
Της τράβηξε με δύναμη τα μαλλιά. Ούρλιαξε, έκπληκτη. Την πέταξε από το κρεβάτι. Σε δυο λεπτά είχε φύγει. Έχωσε το πρόσωπό του στο μαξιλάρι και άρχισε να γελάει. Μετά να κλαίει. Μετά να γελάει. Ώσπου κουράστηκε και αποκοιμήθηκε.
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.