Προηγούμενο μέρος: Η οικογένεια που δεν είχα (4o μέρος)
Ίσως σας έχουν κουράσει οι λεπτομέρειες. Ίσως και να σας αρέσουν. Ίσως να τα λέω ωραία. Ίσως να τα περιγράφω χάλια. Ίσως να δίνω την αίσθηση μιας αληθινής ιστορίας. Ίσως να χαλάω μια αληθινή ιστορία και να την κάνω να μοιάζει με ψεύτικη. Ίσως να έχω μετανιώσει σήμερα για το δρόμο που πήρα. Ίσως να μη το μετανιώσω ποτέ. Ίσως να σας τα πω όλα. Ίσως η αλήθεια να σας τρομάξει. Ίσως να σας καυλώσει. Ίσως να με πείτε μαλάκα. Ίσως να είμαι. Ίσως να... ίσως, ίσως, ίσως.
- Καλημέρα παππού
- Καλημέρα παιδάκι μου. Που χάθηκες;
- Ε… τα γνωστά. Τα ξέρεις.
- Το χτυπάς καθόλου;
- Αν το χτυπάω παππού; Του δίνω και καταλαβαίνει.
- Χα, χα, χα, χα καλά κάνεις. Εγώ δε μπορώ, γέρασα.
- Χα, χα, χα έλα έλα… τα έζησες εσύ.
- Αν τα έζησα λέει;
- Γιαγιά σας ξύπνησα χθες αργά; Με καταλάβατε;
- Όχι παιδί μου. Τι κάνεις;
- Καλά. Ετοιμάζομαι να φύγω σε δύο μέρες.
- Να προσέχεις. Να σου ετοιμάσω φαγητά;
- Όχι, όχι δεν θα πάρω πράγματα. Μαγειρεύει το μωρό.
- Καλά που βρήκες και αυτή να σου φτιάχνει τίποτα.
Γελάσαμε. Η αλήθεια είναι ότι μαγειρεύω απίστευτα, αλλά βαριέμαι πολλές φορές. Οι μέρες πέρασαν γρήγορα. Ήρθε η ώρα να φύγουμε. Η δικιά μου, η αλήθεια είναι ότι είχε στραβώσει λίγο. Βέβαια δεν θα κάτσω να σκάσω. Χαιρέτισα στους γονείς της. (Η μάνα της δεν έλεγε και πολλά, έτσι για να κουτσομπολέψουμε).
Η εξεταστική ήταν βατή αυτή τη φορά. Τα μαθήματα είχαν αρχίσει να μου φαίνονται ολοένα και πιο εύκολα και χαλαρά. Το καλοκαίρι ήταν ζεστό. Γυρίσαμε στις πόλεις μας και ένα βράδυ που βρεθήκαμε αρχίσαμε να μιλάμε.
- Σκέφτομαι μωρό μου φέτος να πάω στο χωριό του Γιάννη και να τη βγάλω με μια σκηνή για δύο μήνες. Να πηγαίνω να δουλεύω σε κανέναν εκεί στα κτήματα και να μένω στη σκηνή. Αντέχεις;
- Τι λες ρε Λουκά; Έχεις τρελαθεί τελείως;
- Γιατί; Σιγά. Αν δεν την παλεύω θα μένω σπίτι του Γιάννη. Απλά να μην είμαι μέσα στα πόδια τους.
- Πας καλά; Και δεν θα είμαστε μαζί;
- Γιατί να μην είμαστε;
- Γιατί ρε Λουκά πηγαίνεις συνέχεια στο χωριό. Μέλι έχει;
- Ναι έχει και μέλι. Τι να κάνω δηλαδή εδώ; Να πηγαίνω κάθε μέρα για καφέ και να ακούω τον κάθε μαλάκα τι θέλει να πιει και να τον σερβίρω; Εσύ στη μουνάρα σου. Κάθεσαι, ο μπαμπάς στα σκάει και είσαι αραχτή.
- Δεν πας καλά. Και θα μαζεύεις καρπούζια; Είναι καλύτερο;
- Και βέβαια είναι καλύτερο. Ένα 40άρι μεροκάματο και 7 ώρες. Θα πηγαίνω και στο Θωμά που θέλει βοήθεια μια χαρά μισθός θα βγει.
- Κάνε ότι θέλεις. Πρόσεξε όμως τι θα χάσεις.
- Τι θες να πεις;
- Αυτό που είπα!
Σηκώθηκε και έφυγε και έκλεισε και την πόρτα δυνατά. Από την μια ήθελα να τη γυρίσω και να της γαμήσω ότι έχει και δεν έχει. Από την άλλη... δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Είχα αρχίσει να ερωτεύομαι τη μαμά Ρίτα. Σκεφτόμουν πότε θα πάω χωριό να την δω. Πρώτη φορά ένιωθα έτσι. Πήγα σπίτι του Γιάννη.
- Γιάννη πάμε σερβιτόροι η χωριό να μαζεύουμε πεπόνια;
- Σέρβις ρε μαλάκα. Έχεις πιεί τίποτα;
- Χωριό δεν έχει μαλάκες, σπαστό, και 12ωρα. Παναγία αργία, καλά Κυριακές άραγμα. Και έχει άμμο στην παραλία. Χα, χα, χα, χα.
- Δεν το είχα σκεφτεί έτσι... λες να φύγουμε; Και το μωρό σου;
- Γάμησε τη... έχουμε να μιλήσουμε κάνα δυο μέρες.
- Γιατί ρε; Πες της να έρθει να φοράει τα κοντά της. Πάντως ρε μαλάκα. Ο πατέρας μου θα κατέβει κάτω μόνο Αύγουστο.
Οπότε και η μαμά δεν θα είναι. Θα φυλάμε εμείς τη Ζωή που θα είναι στη γιαγιά; Εννοείται δεν έδινα σημασία τι έλεγε ο Γιάννης. Είχα πάρει την απόφαση μου. Και ο Γιάννης ακολούθησε. Πήγαμε κάτω, βρήκαμε δουλειά ένα 40αρι την ημέρα συν κάτι εξτραδάκια στο Θωμά. Βγάζαμε κοντά 300 την εβδομάδα. Καθόλου άσχημα αν σκεφτείς ότι δε χαλάς πάνω από 20 ευρώ την εβδομάδα. Ειδικά αν δεν καπνίζεις. Μετά από 15 μέρες περίπου έρχεται η Ζωή.
Ζωή. Σχεδόν στο ύψος μου. Βυζάρες. Κωλάρα. Είχε μπουτέψει λίγο. Λευκό δέρμα, ξανθιά, με βλέπει και έρχεται να με αγκαλιάσει. Εγώ ότι είχα έρθει από τα πεπόνια μέσα στη βρώμα ήμουν. Κολλάει πάνω μου και στέκεται. Φορούσε ένα άσπρο μπλουζάκι. Ένιωσα τα βυζιά της να λιώνουν πάνω μου. Είχε γίνει πανέμορφη.
- Λουκά τι κάνεις; Μου έλειψες.
- Καλά είσαι;
- Γιατί δε με πήρες ένα τηλέφωνο;
- Πάμε πάνω.
- Η γιαγιά; Να τη χαιρετήσω;
- Είναι με τον Γιάννη στο Θωμά. Πήγαν να πάρουν κάτι κρασιά και με την ευκαιρία να καθίσει λίγο εκεί η γιαγιά στη γυναίκα του.
- Αα... καλά.
- Έλα πάνω.
Ανεβαίνουμε πάνω. Κλείνω πόρτα, κλειδώνω. Αμέσως την βουτάω και αρχίζω τα γλωσσόφιλα. Έπιανα τα βυζιά της που έβγαιναν έξω από τις χούφτες μου. Της βγάζω τη μπλούζα και το σουτιέν. Μου έπιασε τον πούτσο. Σκύβει μόνη της και μου παίρνει ένα τσιμπούκι. Έγλειφε τον πούτσο μου χωρίς να μιλάει. Σκέφτηκα "έχε χάρη να μην είναι πλέον παρθένα" αμέσως καύλωσα και έχυσα. Κατάπινε τα χύσια και μούγκριζε. Δεν σταμάτησε καθόλου συνέχισε να τον ρουφάει. Ο πούτσος μου σε 5 λεπτά ήταν πάλι όρθιος. Τη σηκώνω όρθια και την ρίχνω στον καναπέ. Στην πλάτη του από την πίσω μεριά. Τουρλώθηκε ο κώλος της. Κατεβάζω το σορτσάκι της. Φορούσε ένα ωραίο βρακάκι. Της το βγάζω και τη σκαμπιλίζω παιχνιδιάρικα.
- Λουκά τι πας να κάνεις; Πονάει.
- Και δε σ' αρέσει;
- Όχι πονάει πολύ.
Βάζω σάλιο και τον βάζω μέσα στην κωλάρα της. Έσφιξε τα πόδια και τον κώλο της. Δεν κουνιόταν. Μόνο έλεγε ότι πονάει. Άρχισα να κουνιέμαι και της έπαιξα το μουνάκι. Συνέχισε να λέει πως πονάει αλλά της άρεσε. Αφού συνέχισα να βάζω τον πούτσο μου μέσα στον κώλο της χαλάρωσε κάπως.
- Γάμησε με κανονικά Λουκά. Το θέλω πολύ. Είμαι έτοιμη.
- Όχι θα σου σκίσω την κωλάρα μόνο.
- Αχ… αφού πονάει. Δε θέλω άλλο.
- Έλα που δεν θες.
Τη γαμούσα δυνατά πλέον.
- Λουκά χύνω… χύνω, χύνω… Α… χύνω…
Έχυσε και βγήκα από το κωλαράκι της.
- Εσύ μωρό μου; Δε θα χύσεις πάλι; Θέλω να σε δω να χύνεις.
- Θα με δεις τότε!
Τη βάζω κανονικά στον καναπέ. Τα πόδια της τα βάζω στους όρμους μου. Της σηκώνω τη λεκάνη. Καταλαβαίνει ότι θα κάνω κάτι διαφορετικό. Της τον χώνω πάλι μέσα στον κώλο και έσκουξε δυνατά.
- Α… πονάει!
- θα συνηθίσεις. Κοίταξε με. Δεν ήθελες να με βλέπεις;
- Όχι, να βγεις… πονάω έτσι, πονάω…
- Σκάσε…
τρώει ένα σκαμπίλι και βουρκώνει κι άλλο.
- Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ σταμάτα, α… πονάω… γύρνα αλλιώς…
- Κοίτα με πουτάνα που θα σε χύνω. Κοίτα με αφού ήθελες να με δεις.
Έχυνα και κάρφωνα τον κώλο της. Με κοιτούσε στα μάτια με ένα βλέμμα καύλας αλλά και πόνου. Βγήκα από μέσα και έσταζαν τα χύσια μου από την κωλοτρυπίδα της.
- Μάζεψε ότι βγήκε και φα' το.
- Τι λες Λουκά;… κλαψούριζε.
- Κάνε ότι σου είπα πριν φας ξύλο. Όλο το καλοκαίρι θα κάνεις ότι σου λέω αλλιώς τη γάμησες. Σύμφωνοι;
- Ναι... εντάξει.
- Μάλιστα θα λες.
- Μάλιστα. Συγγνώμη… κλαψούρισε.
Παίρνει το δάχτυλο της, μαζεύει τα χύσια μου από την τρύπα της και τα γλείφει. Μετά τη σηκώνω, την γονατίζω και της λέω:
- Αυτά έπεσαν κάτω. Φα' τα.
- Μα είναι βρώμικα.
- Τελείωνε!
Τα τρώει και από το πάτωμα. Σηκώνομαι και πάω στο μπάνιο. Πλύθηκα καλά. Έκλαιγε μαζεμένη στον καναπέ.
- Ζωή αυτό το γαμήσι ήταν καταπληκτικό.
- Ρε Λουκά σε παρακαλώ. Πάρε με μια αγκαλιά.
- Την αδερφή μου δε θα πάρω;
Ήξερα πως το ήθελε. Οκ όσο καραγκιόζης και να ήμουν κατάλαβα ότι το έχει ανάγκη.
- Λουκά... θέλω να είσαι ο πρώτος μου. Αλλά γλυκά και όμορφα.
- Θα είμαι αλλά θα κάνεις ότι σου λέω.
- Γλυκά;
- Γλυκά όταν το κάνουμε κανονικά. Μέχρι τότε όμως θα είσαι η σκλάβα μου.
- Εντάξει. Τι θες από εμένα;
- Θα σου τα πω όλα.
Πήγε η ώρα περίπου 5. Άκουσα αμάξι. Ο Γιάννης επέστρεψε. Η Ζωή κατέβηκε κάτω. Ο Γιάννης ήρθε να κάνει μπάνιο.
- Καλά ρε μαλάκα. Δεν έκανες μπάνιο;
- Όχι.. δεν πρόλαβα.
- Μαλάκα τον έπαιζες;
- Ναι ρε μπροστά στη ζωή. Τι παπαριές λες;
- Απλά βρωμάει χυσίλα εδώ μέσα.
- Ε… κλειστά είχαμε αφήσει.
- Καλά πάω μπάνιο.
Μπήκε στο μπάνιο. Εγώ περίμενα και έκανα μετά από αυτόν. Όταν βγήκα δεν ήταν κανένας. Κατέβηκα κάτω στη γιαγιά. Ήταν εκεί.
- Εγώ θα ξαπλώσω.
- Καλά ρε Γιάννη. Άντε.
- Τι θα κάνετε εσείς;
- Θα έρθουμε πάνω για ύπνο.
- Ζωή σε ποιο δωμάτιο θα πας;
- Στο δικό μου.
- Μα είναι ο Λουκάς. Τράβα στης μαμάς.
- Να πας εσύ.
- Εγώ στον Καναπέ κοιμάμαι ρε χαζό.
- Ε τότε...
"Σταματήστε με πρίξατε…" φώναξα. Με κοίταξαν. Έφυγε ο Γιάννης. Ανεβήκαμε κι εμείς. Πήγαμε στο ίδιο δωμάτιο.
- Βγάλε όλα τα ρούχα σου. Και από εδώ και πέρα θα λες μάλιστα όταν θα σου λέω τι να κάνεις. Σύμφωνοι;
- Μάλιστα.
- Παίξε το μουνάκι σου για εμένα.
- Μάλιστα.
Άρχισε να παίζει το μουνί της. Καθόταν στο κρεβάτι της απέναντι μου και την χαζευα. Έβγαλα έξω τον πούτσο μου. Η αλήθεια είναι ότι έλαμψαν τα μάτια της. Τον έπαιξα λιγο. Ήταν κάγκελο. Έπαιζε το μουνακι της και βάζω τη γλώσσα μου. Τρελάθηκε.
- Αχ Λουκά μου. Αχ…
- Σ…
Το μουνάκι της είχε πολλά υγρά. Πεντανόστιμα είναι η αλήθεια. Δεν άργησε να καυλώσει και η κλειτορίδα της φούσκωσε.
- Θα χύσω, θα χύσω α...
Βάζω τον πούτσο μου στο μουνάκι της μπροστά. Ίσα-ίσα που το κεφάλι ακούμπησε την τρύπα της. Καύλωσε πολύ. Έπαιζε την κλειτορίδα γρήγορα και άρχισε να χύνει. Πίεζε τον πούτσο μου μέσα της. Είχα υγρά. Δεν άργησα να χύσω αφού άρχισε να μου τον παίζει. Έχυσα και εγώ μπροστά στη τρυπούλα της. Τα χύσια μου ήταν παντού στο μουνάκι της. Ήθελα να των σπρώξω μέσα έτσι καυλωμένος που ήμουν αλλά δεν το έκανα. Κώλωσα.
- Λουκά φοβάμαι. Και τώρα;
- Τι φοβάσαι; Δε μένεις έγκυος έτσι.
- Και τώρα; Πώς να τα μαζέψουμε;
Έπαιρνα τα χύσια μου και της τα έδινα στο στόμα. Συνέχισε να το κάνει μόνη της με τα χέρια της. Μου έγλειψε και το καυλί μου με μανία και στράγγισε κάθε σταγόνα.
Κοιμηθήκαμε μαζί εκείνο το βράδυ.
Copyright protected OW ref: 166858
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.